Εικαστικα

Η Αθήνα σε πρώτη προβολή

Δημήτρης Μαστρογιαννίτης
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Υπάρχει κάτοικος της Αθήνας που να μην έχει ζήσει το τραγούδι της Πλάτωνος «Χίλιες και μια νύχτες σινεμά»

(Απ’ το Σινέ Παρί στο Ιντεάλ και από το Rex στο Tropical/ χωρίς ελπίδα σ’ έψαχνα στο σωρό, των κομπάρσων του Ζορό») ή να μην έχει ακολουθήσει χεράκι-χεράκι τις διαδρομές της Νικολακοπούλου («Το καλοκαίρι θα ’ρθεί, στην ταράτσα του Βοξ, η Μελίνα θα παίζει τη Στέλλα/ ραντεβού θα σου δίνω στα σκαλιά του Εκράν να κοιτάμε τις νύχτες, τη Μανιάνι γκρο-πλαν, καρφωμένη με δέκα σαΐτες»); Θέμα χρόνου να κυκλοφορήσει και το τραγούδι με αναφορά στα Multiplex – ως τότε η σχέση του κινηματογράφου και της κινηματογραφικής αίθουσας με την πόλη (στην περίπτωσή μας την Αθήνα) θα συνεχίζει ν’ απασχολεί επιστήμονες, φωτογράφους, θεατές, αλλά και την ATHENS VOICE που είναι χορηγός επικοινωνίας του συνεδρίου και της έκθεσης.

 «Πόλη και κινηματογράφος εξελίχτηκαν μαζί, είναι στοιχεία της αστικοποίησης» εξηγεί τη λογική του συνεδρίου και της έκθεσης η Κίρα Κιτσοπανίδου (αναπληρώτρια καθηγήτρια του πανεπιστημίου Sorbonne Nouvelle Paris 3, διοργανώτρια του συνεδρίου). «Το συνέδριο θα προσεγγίσει μέσα από πολλές σκοπιές (φιλοσοφική, αρχιτεκτονική,...) τους τρόπους που ο κινηματογράφος μπλέκεται με την πόλη. Η σχέση του κινηματογράφου με την Αθήνα είναι σίγουρα ενεργή. Όμως το μέλλον αυτής της σχέσης ποιο θα είναι, καθώς αλλάζει ο τρόπος ζωής ή ο τρόπος προβολής των ταινιών – όπως η ψηφιοποίηση των προβολών; Θα μπορέσει η Αθήνα να παρακολουθήσει την εξέλιξη;» «Παλιότερα, πριν την είσοδο των αιθουσών Multiplex στην Αθήνα, μιλούσαμε για κινηματογράφους της συνοικίας. Σήμερα παρατηρείται το αντίθετο» λέει ο Γιώργος Τζιρτζιλάκης (επίκουρος καθηγητής στο τμήμα Αρχιτεκτονικής του Πανεπιστημίου της Θεσσαλίας, εισηγητής στο συνέδριο).

«Δες στο Αιγάλεω, σε μια περιοχή no man’s land, σταυροδρόμι των συνοικιών της πόλης που κοχλάζουν, δημιουργήθηκε μια καινούργια συνοικία μέσω του συγκροτήματος Multiplex. Πρόκειται για έναν υπερ-τόπο όπου ερήμην της υπόλοιπης πραγματικότητας των συνοικιών δίνεται η ευκαιρία για έξοδο, κυρίως στους νέους, σ’ ένα χώρο που δεν είναι ταυτισμένος με τις περιοχές κατοικίας τους αλλά με όλο τον κόσμο. Η επιθυμία τους; Να χαθούν μέσα στο πλήθος. Το να κατακρίνουμε τη φιλοσοφία της λειτουργίας τους θα ήταν αυτονόητο αλλά… γραφικό, γι’ αυτό ας μείνουμε στον τρόπο που αυτοί οι δημόσιοι χώροι αλλάζουν το τελετουργικό της εξόδου – είναι οι νέες εκκλησίες των εξοδούχων του Παρασκευο-Σαββατοκύριακου». «Πράγματι, τα Multiplex αλλάζουν τη σχέση με τον κινηματογράφο. Από το βγαίνω να δω μια ταινία, περάσαμε στο βγαίνω και θα δω (παρεμπιπτόντως) την ταινία που θα με βολέψει η ώρα προβολής της» λέει η κυρία Κιτσοπανίδου.

«Όμως και ο τρόπος που βλέπει ο ελληνικός κινηματογράφος την Αθήνα έχει αλλάξει» καταγράφει η Χρυσάνθη Σωτηροπούλου (επίκουρη καθηγήτρια στο τμήμα Θεατρικών Σπουδών στο πανεπιστήμιο της Πάτρας, εισηγήτρια). «Τη δεκαετία του ’50 λίγες ήταν οι ταινίες για την Αθήνα (π.χ. “Συνοικία το όνειρο”, “Μαγική πόλη”), για να περάσουμε στη δεκαετία του ’60 όπου, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων, οι ελληνικές ταινίες θεωρούν υποχρέωσή τους να περιλάβουν ένα ωραιοποιημένο πλάνο της Αθήνας ψηλά από τον Λυκαβηττό ή ένα πλάνο της Ακρόπολης. Τη δεκαετία του ’70 έχουμε πιο αποστασιοποιημένες εικόνες και δειλά εμφανίζονται οι άσχημες πλευρές της πόλης, για να δούμε στη δεκαετία του ’80 τη ρομαντική πλευρά της (“Απέναντι” του Πανουσόπουλου, “Οι ήσυχες μέρες του Αυγούστου” του Βούλγαρη, “2 φεγγάρια τον Αύγουστο” του Φέρρη, “Όλγα Ρόμπαντς” του Βακαλόπουλου – ειδικά ο τελευταίος είναι ο πρώτος κινηματογραφιστής που βγάζει στο “προσκήνιο” την ελληνική πολυκατοικία). Τις 2 επόμενες δεκαετίες έχουμε την κινηματογράφηση της βίαιης πλευράς της Αθήνας (Οικονομίδης), με το μεταναστευτικό να κυριαρχεί στον προβληματισμό σκηνοθετών όπως ο Γιάνναρης, ο Γκορίτσας, ο Τσίτος ή ο Αναστόπουλος. Ευτυχώς ο κινηματογράφος ανέκαθεν παρακολουθούσε τις αλλαγές της κοινωνίας, σαν ένα ημερολόγιο της εξέλιξής της».

«Μπορεί οι πολυκινηματογράφοι να έχουν αλλάξει συμπεριφορές, φέρνοντας στο σινεμά τηλεοπτικά ήθη (επιλέγω ταινία όπως επιλέγω κανάλι), ωστόσο συνεχίζουν να υπάρχουν οι “φυλές” των θεατών: Οι εναλλακτικοί θεατές παρακολουθούν τα προγράμματα αιθουσών όπως ο Μικρόκοσμος ή το Άστυ. Οι παραδοσιακοί δεν αλλάζουν τις συνήθειές τους – στο  Έμπασυ θα δεις παρέες γυναικών, στο Πτι Παλαί τους γείτονες του Παγκρατίου, στους δύο αστικούς κινηματογράφους του κέντρου, Αττικόν και Απόλλων, το κοινό που αντιμετωπίζει το σινεμά ως βραδινή έξοδο. Υπάρχει “πολυμερισμός” του κοινού» λέει ο Γ. Τζιρτζιλάκης και η Κ. Κιτσοπανίδου οραματίζεται την Αθήνα «σαν ένα μεγάλο κινηματογράφο με προβολές σε δημόσιους χώρους. Παρατηρώντας, για παράδειγμα, τις φωτογραφίες του Τάσου Βρεττού συνειδητοποιείς πόσο παρεμβατικός είναι ο κινηματογράφος στην εικόνα της πόλης. Ιδιαίτερα με τους θερινούς κινηματογράφους, όπου αίθουσα και αστικό περιβάλλον γίνεται ένα».    

«Μου ζητήθηκε από το Τμήμα Κινηματογράφου του Πανεπιστημίου της Σορβόνης να φωτογραφήσω τη σχέση πόλης και κινηματογράφου, με την Αθήνα στο ρόλο της πόλης. Το θέμα της ανάθεσης διατυπώθηκε αρκετά ελεύθερα και κατά τρόπο ανάλογο υλοποιήθηκε» εξηγεί ο Τάσος Βρεττός. «Οι φωτογραφίες δεν θέλουν να είναι ούτε ντοκουμέντο, ούτε ενσταντανέ. Γι’ αυτό και δεν διαλέγουν την πόλη ή το θεατή ή την οθόνη. Αυτά τα στοιχεία εναλλάσσονται: Η πόλη είναι όλο το “μαύρο” όταν “παράθυρο” είναι η οθόνη, ο θεατής είναι στις αφίσες με τα βλέμματα που δραπετεύουν δεξιά και αριστερά στις άδειες αίθουσες αναμονής, ο ήχος του σινεμά είναι η δέσμη φωτός που βγαίνει από το προβολείο και η τελετή υπονοείται στην κατοπτρική επανάληψη των σχημάτων και των επιπέδων ενός συγκεκριμένου τυπικού. Αυτές οι φωτογραφίες αντιμετωπίζουν τον κινηματογράφο συνολικά: σαν χώρο αρχιτεκτονικό, σαν εμπειρία, τελετουργία, εικόνα, φαινόμενο, θραύσμα, τελικά σαν μια διαδοχή από σχισμές στο υλικό της πραγματικότητας. Με λίγα λόγια και κατόπιν εορτής, καταλαβαίνω ότι μάλλον με κινηματογραφικούς όρους φωτογράφισα τον κινηματογράφο».

Πώς παρεμβαίνουν οι κινηματογραφικές αίθουσες στον ιστό της πόλης; «Σε αυτή την πόλη δεν υπάρχει τίποτα ήπιο και μετά λύπης μου σχεδόν τίποτα συνειδητά άναρχο. Παρόλ’ αυτά, το αποτέλεσμα έχει συχνά την παράξενη γοητεία της συνεύρεσης πραγμάτων παράταιρων – σαν να ζει κανείς μέσα σε ένα μουσείο παραδοξοτήτων, χωρίς όμως την εγκυκλοπαιδική πρόθεση ή τη δυνατότητα συσχετισμών. Οι κινηματογράφοι στην Αθήνα είναι πάντως μερικές από τις πιο ενδιαφέρουσες βιτρίνες ενός τέτοιου χώρου. Και δεν έχει βρεθεί ακόμη ο Βέντερς του Βερολίνου, ο Μπάρτον του Λονδίνου, ο Άλεν της Νέας Υόρκης, ο Μίλερ του Σιν Σίτι για την Αθήνα».  

Υπάρχουν κινηματογραφικές αίθουσες που είσαι συνδεδεμένος μαζί τους; «Το Παλλάς στο Παγκράτι είναι ο κινηματογράφος από τον οποίο ξεκίνησα τις φωτογραφίσεις και είναι ο παλαιότερος και μη ανακαινισμένος χώρος προβολών (θερινός και χειμερινός) στην πόλη. Βρέθηκα εκεί σχεδόν 40 χρόνια, από όταν είχα πρωτοπάει. Οι φωτογραφίες που τράβηξα εκεί είναι, όπως διαπίστωσα μετά, οι πιο σκοτεινές και οι πιο μετρημένες – σαν να μου επιβλήθηκε ένας χώρος που είναι και χρόνος μαζί».

Αν έφτιαχνες την ιδανική αθηναϊκή αίθουσα; «Εξαρτάται από το βαθμό του Φοβερού που θα επεδίωκα. Φαντάσου τα ξύλινα κάγκελα τύπου μικρό-σπίτι-στο-λιβάδι έξω από το σινέ Κασταλία τοποθετημένα στην είσοδο του Odeon, με το φουαγιέ του Άστυ, το κοινό του Αττικόν και τις ταινίες του Μικρόκοσμου».