- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Ο χαρταετός του Νίκου Αλεξίου
Απόκριες του 1979, στη μονοκατοικία που βρίσκεται στην οδό Σωφρονίσκου 11, στον περιφερειακό του Φιλοπάππου
Απόκριες του 1979, στη μονοκατοικία που βρίσκεται στην οδό Σωφρονίσκου 11, στον περιφερειακό του Φιλοπάππου, η πόρτα ανοίγει και μπαίνει ο συγκάτοικός μου Γιώργος Ευσταθίου με ένα θριαμβευτικό χαμόγελο. «Εδώ είσαι; Να σου συστήσω έναν καινούργιο φίλο» λέει και μπροστά μου εμφανίζεται ένα πανέμορφο αγόρι 19 χρονών, με σγουρά μαλλιά, μελαγχολικά μάτια και χείλη ηδονικά πλασμένα. Λέγεται Νίκος Αλεξίου, ήρθε από το Ρέθυμνο να σπουδάσει στη Σχολή Καλών Τεχνών, είναι ζωγράφος, μήπως θα μπορούσαμε να τον φιλοξενήσουμε για λίγο διάστημα;
Το σπίτι είναι ευρύχωρο, έχει τρία μεγάλα δωμάτια. Στα δύο μένουμε ο Γιώργος κι εγώ. Το τρίτο, «το μεγαλύτερο σαλόνι της Ανατολής» όπως το αποκαλούσε ο Γιάννης Τσαρούχης, χρησίμευε σαν καταφύγιο γνωστών και αγνώστων, επώνυμων και ανώνυμων φίλων, που έμεναν εκεί για λίγο και έπειτα συνέχιζαν σαν αποδημητικά πτηνά το δρόμο τους στους ουρανούς της ζωής. «Μπορείς να μείνεις όσο θέλεις» λέω σαν υπνωτισμένος. «Αυτό είναι για σας» και μου δίνει ένα δέμα από την Κρήτη με όλα τα καλούδια. Μετά, προχώρησε κρατώντας μόνο το μικρό του βαλιτσάκι, μπήκε στο δωμάτιο και με ήρεμες, σταθερές κινήσεις, σαν να το έκανε χρόνια, τράβηξε τις κουρτίνες για να μπει φως, έκατσε στη μοναδική πολυθρόνα, άνοιξε το βαλιτσάκι του, έβγαλε ένα μπλοκ ζωγραφικής και ένα μολύβι και άρχισε να σχεδιάζει. Θα μπορούσα να κάθομαι και να τον θαυμάζω για ώρες, αλλά η φωνή του Γιώργου με επαναφέρει στην πραγματικότητα: «Γιωργάκη, έλα να με βοηθήσεις στην κουζίνα. Δεν θα τα κάνω όλα μόνος μου!». Πάω στην κουζίνα, σε μια κατσαρόλα βράζει ήδη ο τραχανάς, τα λουκάνικα τσιτσιρίζουν στο τηγάνι, «κόψε ψωμί» μου λέει. Έχουμε τρεις μέρες να φάμε κανονικά, κάθε μέρα αντιμετωπίζουμε το δίλημμα «τσιγάρα ή ψωμί» και πάντα νικάνε τα τσιγάρα, οπότε αυτό το δέμα μάς έρχεται σαν μάννα εξ ουρανού. «Άντε, βάλε και μια τσικουδιά» συνεχίζει ο Ευσταθίου, «χάρις στον Νίκο θα κάνουμε Τσικνοπέμπτη!».
Για μια βδομάδα ο Νίκος, πάντα γλυκός και ήρεμος, δεν σταματάει να ζωγραφίζει. Χαιρετάει ευγενικά τα ετερόκλητα άτομα που μπαινοβγαίνουν στο σπίτι και έπειτα ξαναγυρίζει στην αγαπημένη του πολυθρόνα και στα σχέδιά του. Δουλεύει αφοσιωμένος πολλές ώρες, χωρίς να τον ενοχλούν οι έντονες συζητήσεις, τα γέλια, το ντουμάνι απ’ τα τσιγάρα, ακόμα και το φλερτ που του κάνουν μερικοί θαμπωμένοι από την ομορφιά του.
Μια-δυο φορές που είδα αυτά που έκανε, απογοητεύτηκα. Επηρεασμένος από τον Τσαρούχη, που εκείνη την εποχή προσκυνούσαμε όλοι σαν θεό, πίστευα πως θα ζωγράφιζε γυμνούς ναύτες και νεοκλασικά σπίτια. Όμως αυτός έφτιαχνε κάτι περίεργα γραμμικά, σαν αρχιτεκτονικά σχέδια, σαν γεωμετρικά σχήματα, δεν μπορούσα να τα καταλάβω. Είχε όμως ένα τέτοιο πείσμα και μια τέτοια σιγουριά όταν δούλευε, που ντρεπόμουν να του πω τη γνώμη μου καθαρά, του έλεγα πάντα ότι είναι τόσο ωραία όσο αυτός.
Λίγο πριν τελειώσουν οι Αποκριές μιλάμε στο τηλέφωνο με τον Δημήτρη Παπαδημητρίου. «Θα πάμε με τον Δημήτρη Λέκκα και τον Θύμιο Παπαδόπουλο στο εξοχικό των γονιών μου στην Πεντέλη» μου λέει. «Θέλετε να ’ρθετε κι εσείς;» «Έχουμε μαζί μας ένα φίλο. Δεν μπορούμε να τον αφήσουμε μόνο του». «Φέρτε και το φίλο σας μαζί, το σπίτι είναι μεγάλο, δεν έχουμε πρόβλημα. Θα έχουμε και φαγιά, θα παίζουμε και μουσική, τι άλλο θέλουμε;»
Αλήθεια, τι άλλο θέλαμε; Ήμασταν νέοι, δυνατοί, χαρούμενοι, ανέμελοι. Η ζωή μάς χαμογελούσε κι εμείς νομίζαμε ότι θα ήταν ένα τρελό καρναβάλι που θα διαρκούσε για πάντα. Διασκεδάσαμε με την ψυχή μας. Μπουγελωθήκαμε, ντυθήκαμε φαντάσματα με τα σεντόνια, κάναμε φάρσες ο ένας στον άλλον. Και κάπου όλη μας αυτή η ενέργεια απευθυνόταν στο μικρό πρίγκιπα από την Κρήτη. Συναγωνιζόμασταν ποιος θα τον ευχαριστήσει περισσότερο. Ο Παπαδημητρίου του έδωσε το καλύτερο δωμάτιο, ο Θύμιος και ο Λέκκας του έπαιζαν μουσικές, ο Ευσταθίου μαγείρευε συνέχεια κι εγώ τον τάιζα στο στόμα και τον φωτογράφιζα. Ο Διόνυσός μας, την Αποκριά του 1979, ήταν ο Νίκος Αλεξίου. Κι εκείνος χαμογελαστός/ την Καθαρή Δευτέρα/ έφυγε σαν χαρταετός/ κι εχάθη στον αέρα…