Εικαστικα

Εξάλλου δε ζητήσαμε τη νίκη. Μονάχα λίγη μουσική.

Η ομορφιά ίσως και να βρίσκεται στις παύσεις της μουσικής. Στην αμέσως επόμενη νότα…

A.V. Guest
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

της Βασιλικής Μάρκου

Η ομορφιά ίσως και να βρίσκεται στις παύσεις της μουσικής. Στην αμέσως επόμενη νότα…

Δεν υπάρχουν οι παύσεις δίχως τη μουσική. Γίνονται σιωπή. Δεν υπάρχει η μουσική δίχως τις παύσεις. Γίνεται θόρυβος.

Τι είναι όμως αυτό που μας κάνει να αναζητούμε τη «Νίκη, και όχι μονάχα λίγη μουσική»*;

Μήπως ο εχθρός είναι οι άλλοι; Μήπως οι άλλοι είμαστε εμείς; Μήπως χαϊδεύουμε έναν κύκλο, και αυτός γίνεται φαύλος;

Η ομορφιά γλιστρά απ' τα χέρια μας γιατί «πρέπει» να εναρμονιστούμε με το τρέχον σύστημα; Ίσως, με μια βίαιη κοινωνική επικράτηση αλαζονείας.

Ανάγκη για διαφοροποίηση που πρώτα όμως απαιτεί την πλήρη ενσωμάτωση στο υπάρχον κοινωνικό μοντέλο.

Ανάγκη για επιβολή. Ανάγκης για εξουσία.

Ανάγκη για αθανασία;!

Μήπως φταίνε οι απεικονίσεις μας, που μας έχουν κάνει να πιστέψουμε πως «η ομορφιά είναι η αρχή του φοβερού»**;

Και αυτό το «τέρας» μάς κάνει να αποστρέφουμε τα μάτια από κάθε μοίρασμα;

Φταίει η ανάγκη μας για διαφοροποίηση που μας περιχαρακώνει και μας κάνει να διαχωρίζουμε τι είναι μας;

Να θέλουμε να περπατάμε στο δρόμο, έχοντας μπροστά στα μάτια μας μόνο μια μυοσωτίδα, για να μην κοιτάμε την γύρω μας ασχήμια, όπως η Ανιές του Κούντερα στην Αθανασία;

Μήπως απ' το φόβο μην και χαρακτηριστούμε «ηλίθιοι», επειδή δεν βλέπουμε το οικόπεδο, αλλά το λιβάδι με τις παπαρούνες;

Δεν τρέχουμε ν’ ανοίξουμε λάκκους και να μπήξουμε θεμέλια, αλλά να μαδήσουμε μαργαρίτες;

Δεν ανεβαίνουμε το βουνό με την προοπτική να επιβεβαιώσουμε τη δύναμη της θέλησής μας, το σθένος μας για επιβολή πάνω στο εγώ μας ή για να δούμε τον κόσμο σα σε αστρική προβολή και να αισθανθούμε σα μικροί θεοί, αλλά για να κλάψουμε μπροστά στις ανεμώνες;

Η ομορφιά όμως, ίσως και να βρίσκεται στην ραθυμία της γάτας που τεντώνεται στη διπλανή καρέκλα του καφενείου, ενώ εσύ πίνεις καφέ στη χόβολη. Και σ’ εκείνο το μικρό λουκουμάκι που μαχαιρώθηκε με αυτοθυσία από μια οδοντογλυφίδα.

Στη σπασμένη άσφαλτο, που καθιστά αυταπόδεικτη την ασχήμια. Και σε εκείνο το «πράσινο» που δειλά δειλά ξεπροβάλλει απ' την ρωγμή.

Στο ματωμένο ουρανό και στο γαλάζιο του Ελύτη.

Στη γοητευτική αλαζονεία των ρόδων και στη μαμαδίσια τρυφερότητα μιας γαρδένιας.

Στην παραλία, που τα καλοκαιρινά απογεύματα ερημώνει.

Και σε ένα βότσαλο που κάποιο παιδί θα σου χαρίσει.

Αλλά, ίσως πιο πολύ, στην προσμονή ότι θα στο χαρίσει.

Στην πίστη ότι θα στο χαρίσει. Στην ελπίδα.

Τι και αν η ελπίδα είναι το ψυχότροπο της αλήθειας; Μιας αλήθειας που σκοτώνει μέχρι θανάτου;

Μια αλήθειας γραμμικής στην αιτιοκρατία των ενεργειών ή της απραξίας μας;

Πάντα θα υπάρχει μια παραλία. Και ένα παιδί που θα προσπαθεί να ρίξει το βότσαλο πιο μακριά από σένα.

Όπως και μια παραλία όπου κάποιο παιδί θα στο αφήσει στα χέρια, και στα μάτια του θα διαβάσεις μια γλυκιά παράκληση: «ΜΑΘΕ ΜΟΥ».

Όπως και μια παραλία όπου το παιδί απλά τα ξέρει όλα. Αλλά και κάτι... αυτό το «κάτι» που εσύ δεν ξέρεις πια!

Θα σου χαρίσει το βότσαλο, και θα διαβάσεις στα μάτια του τη μεγαλοψυχία του κόσμου.

Και ένα ουρλιαχτό αγάπης θα σου ψιθυρίζει:«ΜΑΘΕ»!


*Στίχος του Τάσου Λειβαδίτη.

**Πρώτη ελεγεία του Ρίλκε.