Εικαστικα

Μια «αντιπαθητική» μαρτυρία για τον Παναγιώτη Τέτση

Γράφει ο εικαστικός Κωστής Βελώνης

1’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Τυπικά είμαι ο πλέον ακατάλληλος για να μιλήσω για το έργο του Παναγιώτη Τέτση, δεν υπήρξα μαθητής του, ούτε είχα οποιαδήποτε επαφή με τον κύκλο των καλλιτεχνών που πιστεύουν και επηρεάζονται απο τη γραφή του, ενώ η ζωγραφική του δεν μου απέσπασε ποτέ το ενδιαφέρον ώστε να την παρακολουθήσω στενότερα. Θα αποπειραθώ μια «αντιπαθητική» μαρτυρία, αποδεχόμενος ότι είναι άκομψο να αναλάβει κάποιος το ρόλο εκείνου που δεν ενδυναμώνει στον Τέτση το μύθο του σημαντικού «δασκάλου» και του μεγάλου μάστορα της ακουαρέλας. Δεν κρύβω ότι κάποιες φορές που έτυχε να τον συναντήσω σε εγκαίνια ή περνώντας από την οδό Ξενοκράτους, οι εντυπώσεις που μου άφηνε ήταν οι καλύτερες σε συνδυασμό με το χιούμορ και τον απρόσμενο αυθορμητισμό ενός πραγματικού gentleman. Από την άλλη έχω το θάρρος,  χωρίς να έχω τους ανάλογους τρόπους ενός gentleman, να ομολογήσω την αδιαφορία μου στο σύνολο του έργου του. Δεν αποκλείω ότι μπορεί να κάνω λάθος και η ανύπαρκτη σχέση με το έργο του Υδραίου ζωγράφου να σχετίζεται εν μέρει με τον εγωκεντρισμό του υποκειμένου που κρίνει.

Ο Τέτσης με αφορμή το πρωτοεμφανιζόμενο «Βραβείο Εικαστικών Τεχνών Γιάννης Μόραλης» που του απονεμήθηκε λίγες μέρες πριν την απώλειά του, άνοιξε μια δημόσια συζήτηση για κάποιες τάσεις στη νεοελληνική τέχνη που ειναι κυρίαρχες και που έχουν τιμηθεί τόσο από την πολιτεία όσο και από το εμπόριο της Τέχνης. Η απόφαση να δοθεί το βραβείο σ’ ένα συνομήλικο του Γιάννη Μόραλη δείχνει με περίτρανο τρόπο πως η Πολιτεία αντιλαμβάνεται το βραβείο ως τρόπαιο και όχι ως ένα πρακτικό και συμβολικό μηχανισμό στήριξης εκείνων που είναι άξιοι και θα τους ήταν χρήσιμο. Εκ των υστέρων, υποψιάζομαι ότι το βραβείο χρησιμοποιήθηκε ως μια συναισθηματική πράξη αναγνώρισης της αξίας ενός δημιουργού μπροστά στον επικείμενο θάνατό του.

Είναι αποδεκτό ότι ο Τέτσης μαζί με μια δεκάδα από καλλιτέχνες της γενιάς του αλλά και νεότερους μαθητές του είναι οι αποκλειστικοί φορείς της αντίληψης της υψηλής Τέχνης στα ευρύτερα στρώματα που υποφέρουν απο εικαστικό αναλφαβητισμό. Αυτό είναι θετικό, αλλά σε κάποιες περιπτώσεις μπορεί να μην είναι ιδανικό, όταν οι βασικές αρχές ενός ιδιότυπου εξπρεσιονισμού με μια ιμπρεσιονιστική θεματολογία επιβραβεύονται αγνοώντας προκλητικά τις κατευθύνσεις της σύγχρονης Τέχνης.

Η ευρύτερη αποδοχή του μ’ ένα έργο που εναντιώνεται σε κάθε εκδοχή της μεταπολεμικής μοντέρνας Τέχνης δεν θα προέκυπτε χωρίς τις ευκολίες μιας συγκρατημένης και οπισθοδρομικής ελληνικής δομής. Για αυτό, το έργο του Τέτση συνιστά μια ελληνική ιδιαιτερότητα που έχει το δικό της αυτόνομο χρόνο, καθηλωμένο μεν αλλά ευχάριστο και για κάποιους πολύτιμο, όπως η ομορφιά που σου προσφέρει το τοπίο της Υδρας, και από αυτή την άποψη, αυτή η επιλογή, ουσιαστικά περιθωριακή,  εμπεριέχει μια τόλμη, από τη στιγμή που παραμερίζει αυτό που γίνεται μόδα στη σύγχρονη εικαστική παραγωγή. Η απορία προκύπτει όταν κριτικοί Τέχνης, δημοσιογράφοι αλλά και συνάδελφοι, τον δοξολογούν και τον σχολιάζουν με τα κριτήρια ενός πρωτοπόρου σημαντικού καλλιτέχνη.

Αν τώρα υποψιαζόμαστε ότι αυτός είναι ο λόγος που ο Τέτσης δεν έχει αντιμετωπιστεί επαινετικά από μια ομάδα της εικαστικής κοινότητας, είναι καιρός να επαναπροσδιοριστεί, ανεξάρτητα από τις σκοπιμότητες του πολιτειακού οικοδομήματος, με όρους περισσότερο αισθητικούς, μέσα από την καθαρά ζωγραφική παράδοση.