Εικαστικα

Ο «Όλυμπος» απέναντι

Μερικές σκέψεις για τον Jan Fabre και τη Θεσσαλονίκη

Στέφανος Τσιτσόπουλος
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Άκου: δεν υπάρχει Θεσσαλονίκη! Υπάρχουν άνθρωποι που ζούνε στη Θεσσαλονίκη, σπουδάζουν στο ΑΠΘ ή δουλεύουν στα Zara της Τσιμισκή, κολλάνε ένσημα σε γυράδικα της Τούμπας ή στα κρατικά ραδιόφωνα της Αγγελάκη, σφραγίζουν αιτήσεις στη 4η ΔΟΥ της Βασιλέως Ηρακλείου ή δικηγορούν στη Φράγκων, όμως Θεσσαλονίκη δεν υπάρχει! Ως αυτοσυναίσθηση, ως πόλη που ορίζεται από κοινές και ενιαίες επιθυμίες των ανθρώπων που την κατοικούν, αν και πιο σωστό είναι «των ανθρώπων που την εποικίζουν». Χρησιμοποιούν τις δομές και τις υποδομές της, κινούνται επί των αξόνων της Τσιμισκή και της Εγνατίας, περιπολούν με τα λεωφορεία του Χαριλάου ή της Καλαμαριάς, πεζοπορούν επί του μετώπου της Νέας Παραλίας, μοιράζονται δηλαδή όλα τα λειτουργικά μέσα που τους παρέχει το άστυ, αδυνατούν όμως να συντονιστούν και να εκπέμψουν σε έναν κοινό κώδικα, να ορίσουν συντεταγμένες μέλλοντος ή παρόντος: άλλος παρκάρει όπου βρει επί της Λεωφόρου Νίκης, «δια να πιει έναν φραπέ», άλλος κόβει γύρους υπομονετικά για να βρει μια θέση στο ενδεδειγμένο επί πληρωμή πάρκινγκ του λιμανιού. Άλλος συγκινήθηκε σφόδρα με την κολοσσιαία σύλληψη-παράσταση του «Mount Olympus» του Jan Fabre το περασμένο Σαββατοκύριακο στο Μέγαρο, καλεσμένου των φλογοβόλων 50ών Δημητρίων, και άλλος ούτε που πήρε χαμπάρι ή δεν γνωρίζει καθόλου το φεστιβάλ!

Η Θεσσαλονίκη δεν είναι τίποτα άλλο πέραν μιας υπερσυγκέντρωσης πληθυσμού με διαφορετικά χαρακτηριστικά, ήθη, κουλτούρα και έθιμα, γούστα και επιθυμίες που δεν τις ορίζει καμιά κοινή συνισταμένη! Παοκάρα, θεσπέσια τηγανιά με γιαούρτι στο οινομαγειρείο «Νεγρεπόντε» της Κατούνη και σερμπέτικια πορτοκαλόπιτα από το γαλακτοζαχαροπλαστείο «Δορκάδα» της Κασσάνδρου: μόνο το γήπεδο και τα tips περί γεύσης μπορούν να πλάσουν, να κλώσουν, να συνομολογήσουν έναν κοινό μύθο και μια αφήγηση αποδεκτή από όλους. Ίσως γι' αυτό τα αθλητικά και τα γκουρμέ νέα να είναι ό,τι πιο δημοφιλές στη Θεσσαλονίκη, καθώς προσφέρουν, έστω και παροδικά ή ψευδεπίγραφα, την αίσθηση μιας κοινής ταυτότητας και προορισμού, μιας «συναντίληψης» για τη δικαίωση του κλισέ «γαμώ τις πόλεις σε λέω ζούμε», που στην περίπτωση των Θεσσαλονικέων, επαναλαμβάνω, αρχίζει και εξαντλείται στο δίπολο μπάλα και φαγητό!

Και λίγη τέχνη, λίγη, όσο πατάει ο ασπρόμαυρος γάτος μου! «Πάρτε πίσω τη δύναμη. Ευχαριστηθείτε τη δική σας τραγωδία. Αναπνεύστε, απλά αναπνεύστε. Και φανταστείτε κάτι καινούργιο»! Ήταν τα τελευταία λόγια του Χορού, όταν μετά από είκοσι τέσσερις ώρες ασταμάτητης περφόρμανς ολοκληρώθηκε το «Mount Olympus» του Jan Fabre. Μια παράσταση εμπειρία, ένα τιτάνιο πρότζεκτ που όσοι το είδαμε νιώθουμε συγκλονισμένοι με τον τρόπο που ο μέγας Φλαμανδός όχι μόνο έπαιξε και ανανέωσε τους κώδικες της αρχαίας τραγωδίας αλλά και ανατίναξε τις περισσότερες από τις συμβάσεις του σύγχρονου θεάτρου.

Επιστρέφω στην κορυφαία εκδήλωση των φετινών Δημητρίων, που αισίως ολοκληρώνουν αυτό το Σαββατοκύριακο μια θεσπέσια αλληλουχία δράσεων. Συντάραξαν εκείνους από τους «έποικους» της βαρδάριας χώρας που βρήκαν στο φετινό πρόγραμμα έναν ιστό ολοκληρωμένης αφήγησης-μοίρασμα εμπειριών και πιθανοτήτων ουσιαστικής σύζευξης και συνεύρεσης, πέραν των νυχτερινών μαραθώνιων ή άλλων ενορχηστρωμένων σωματικών δράσεων τύπου γιόγκα ή τανγκό για το λαό! Futureβαλ, το φεστιβάλ του μέλλοντός μας. Αυτό ήταν το σλόγκαν αλλά και το πεδίο-κόνσεπτ όπου εντός του κινήθηκαν και εξέπεμψαν τα φετινά Δημήτρια. Γιατί μπορεί να μην υπάρχει Θεσσαλονίκη ως αυτούσια, ενιαία και αδιαίρετη, μπορεί η πόλη να μην είναι τίποτα λιγότερο ή περισσότερο από εκατοντάδες χιλιάδες κατακερματισμένες επιθυμίες, όσες και των «εποίκων» της, που εδώ κυνηγούν την ευτυχία και θηρεύουν τη χαρά, όπως την έχει ο καθένας στο μυαλό του, όμως κάτι άλλαξε φέτος, χάρις στο φεστιβάλ. Κάτι άστραψε και κατάφερε αυτήν τη γενική και αόριστη και ατάραχη και ράθυμη και άνευρη πόλη να την ταρακουνήσει. Να την συνενώσει. Και να συσπειρώσει όλους αυτούς που βρήκαν στο φετινό πρόγραμμα ιδανικό κοινό τόπο συμβίωσης, διαβίωσης, επιβίωσης και συναντίληψης για τη ζωή στον Βορρά!

image

Αυτό είναι νομίζω το μεγαλύτερο κατόρθωμα των φετινών Δημητρίων, πέραν του τρομερού σουξέ και των γεμάτων αιθουσών: έστησαν μια κοινή αφήγηση για την πόλη, ένωσαν ήχους, λέξεις, θεάματα, τόπους, μνήμες και ανθρώπους, συναρμολόγησαν έναν χάρτη που, ακολουθώντας τον ευλαβικά, μια πολυπληθής κοινότητα Θεσσαλονικέων συνδέθηκε με κάτι που ξέφυγε από την μπάλα, το φαγητό, το τανγκό στην παραλία και τον μαραθώνιο, νέα τάση, επαναλαμβάνω, στην αστική διαβίωση, «τρέχω, βγάζω σέλφι, άρα υπάρχω»!

Και κατάφεραν σ' αυτό το δύσκολο κομμάτι που λέγεται πολιτισμός στη Θεσσαλονίκη, να παρουσιάσουν ένα υβριδικό, νεωτερικό και πρωτοποριακό road trip, που, έστω και για λίγο, προσέδωσε στην «πόλη που δεν υπάρχει» μια κοινή μονάδα μέτρησης της επιθυμίας των ανθρώπων: «Λαχταρώ μια ζωή χωρίς διαλείμματα». Άλλη μια ατάκα από το “Μοunt Olympus” του Jan Fabre. Που το ότι όλη η Θεσσαλονίκη τον συζητά, ίσως αφήνει ένα παρηγορητικό παράθυρο για το μέλλον, ίσως μαρτυρά πως μια αλλαγή έρχεται, ίσως η Θεσσαλονίκη αποκτήσει επιτέλους μιαν αυτοσυναίσθηση και μιαν ολότητα, αντί να βολοδέρνει κατακερματισμένη από τις χαμηλές προσδοκίες των ανθρώπων της. Σηκώθηκε πολύ ψηλά ο πήχης, συγχαρητήρια, 50ά Δημήτρια!


Φωτό: Σάκης Γιούμπασης