Design & Αρχιτεκτονικη

Ο Ανδρέας Κούρκουλας μιλά για την 35χρονη διαδρομή του

«Η αρχιτεκτονική είναι η τέχνη της διάρκειας»
Λουκάς Βελιδάκης
7’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
UPD

Με αφορμή τα 35 χρόνια λειτουργίας του αρχιτεκτονικού του γραφείου, ο Ανδρέας Κούρκουλας μιλά για την αρχιτεκτονική, την Αθήνα και την κληρονομιά που αφήνει η δουλειά του.

Το γραφείο του βρίσκεται σε ένα πολύ ιδιαίτερο σημείο της Αθήνας. Στον χάρτη το βρίσκεις στο κέντρο της πόλης, αλλά είναι και δεν είναι – κινείται ελεύθερο σε μία μεθοριακή γραμμή, ανάμεσα στο Κολωνάκι και στα Εξάρχεια. Η προσέγγιση δεν είναι χωρίς κόπο – δεν περπατάς, μα ανεβαίνεις·  στο τέλος της διαδρομής σε αποζημιώνει η θέα που προσφέρει ο λόφος του Λυκαβηττού, ορθώνεται μπροστά σου και σε κατακλύζει. Ο Ανδρέας Κούρκουλας είναι εκεί και με περιμένει στο ευρύχωρο γραφείο του. Μία ευγενική φιγούρα, με βαθιά, καθησυχαστική φωνή. Είναι ένας από τους πιο αναγνωρίσιμους αρχιτέκτονες της γενιάς του.

Μιλάει με πάθος για την πορεία του στον κόσμο της αρχιτεκτονικής, που διαρκεί ήδη 35 χρόνια. Τη δεκαετία του ’80, μαζί με τη σύζυγό του, επίσης αρχιτέκτονα Μαρία Κοκκίνου, παρακολούθησαν από κοντά τις συζητήσεις, τις ζυμώσεις και τις εναλλαγές στην προσέγγιση της αρχιτεκτονικής, με επίκεντρο το Λονδίνο, όπου σπούδασαν. Λίγο προτού ανοίξει η αυλαία της δεκαετίας του ’90, επιστρέφουν στην Ελλάδα, όπου -τότε- «ήμασταν σαν ούφο», και συναντούν ένα σχεδόν παρθένο τοπίο όσον αφορά στις εξελίξεις του κλάδου τους. Όπως λέει, οι αρχιτέκτονες θεωρούνταν κάτι σαν επαγγελματίες πολυτελείας, με την κοινωνία να τους αντιλαμβάνεται ως κάτι εκλεκτό, που ανήκει σε πολύ υψηλά κοινωνικά στρώματα. «Πριν μας ρωτούσαν αν είμαστε μηχανικοί», θυμάται και προσθέτει: «Αυτό σταδιακά άλλαξε».

Φτιάχνουν το γραφείο τους, ο Ανδρέας Κούρκουλας διδάσκει και στο Πολυτεχνείο, γίνονται μέλη μίας παρέας ανθρώπων που έβλεπε την αρχιτεκτονική πέραν των έως τότε δεδομένων – είχαν  κέφι, ιδέες και όρεξη. Η πορεία του, όπως ο ίδιος λέει, ήταν γεμάτη θετικές συγκυρίες, καθώς «ζήσαμε μια συνεχόμενη ανάπτυξη», κυρίως τη δεκαετία του '90 και του 2000, όταν η Ελλάδα βίωσε ένα κύμα δημιουργικότητας και προόδου σε όλους τους τομείς.

Σταδιακά και κατά τη διάρκεια αυτής της διαδρομής, ο Ανδρέας Κούρκουλας και η ομάδα του απέκτησαν μια πιο συνειδητή θέση στην ελληνική αρχιτεκτονική σκηνή, έχοντας μάλιστα τη δυνατότητα να αναλάβουν σημαντικά έργα, όπως το Μουσείο Μπενάκη. Για τον ίδιο, «το αποτύπωμα που αφήσαμε είναι το γεγονός ότι αυτό που κάνεις μένει», ενώ μιλάει για την αίσθηση της υστεροφημίας που αναπόφευκτα έρχεται με την αρχιτεκτονική, καθώς «ό,τι κάνεις αντιστέκεται στον χρόνο».

Η αρχιτεκτονική όμως –παρατηρεί– δεν είναι χωρίς δυσκολίες. Είναι ένα «πολύ στρεσογόνο επάγγελμα», καθώς απαιτεί χρόνο και χρήμα, ενώ η διαδικασία του σχεδιασμού και της υλοποίησης κάθε έργου δεν είναι ποτέ απλή ή τυποποιημένη. «Δεν είναι ένα παιχνίδι, είναι ένα πρόγραμμα χειροποίητο, που συνεχώς αλλάζει», αναφέρει, εξηγώντας ότι οι συνεχείς τριβές που δημιουργούνται σε κάθε φάση της διαδικασίας μπορεί να προκαλέσουν ψυχολογικό βάρος στους ανθρώπους που εμπλέκονται.

Αλλά, «η μεγάλη απόλαυση έρχεται όταν βλέπεις το όνειρό σου να γίνεται πράξη». Η στιγμή της ολοκλήρωσης του Μουσείου Μπενάκη, με τη συγκίνηση που ένιωσε εκείνος, η γυναίκα του και οι συνεργάτες του, είναι μία από τις πιο αξέχαστες στιγμές του: «Το όνειρο έγινε πράξη και παραμένει εκεί, αμετακίνητο για πολλά χρόνια». Τα δημόσια έργα, όπως προσθέτει, έχουν και το ιδιαίτερο προνόμιο της άμεσης επαφής με το κοινό, δίνοντας ανατροφοδότηση για τη δουλειά του.

Την Παρασκευή (13/12), στο ΚΠΙΣΝ, το γραφείο του Ανδρέα Κούρκουλα παρουσιάζει μία εκδήλωση για τα 35 χρόνια αυτής της διαδρομής.

Η εκδήλωση «Τυπολογία Συναισθημάτων» φαίνεται να ξεκινά από μια ασυνήθιστη αφετηρία: χρησιμοποιείτε τη λέξη «συναίσθημα» στην αρχιτεκτονική. Πώς καταλήξατε σε αυτή την ιδέα;

«Η αρχιτεκτονική, σε πρωτογενές επίπεδο, θέτει εμπόδια στο κινούμενο σώμα. Υψώνοντας φυσικά υλικά όρια, επεμβαίνει στις αισθήσεις μας», εξηγεί ο κ. Κούρκουλας. «Μας επιτρέπει να βλεπόμαστε, να ακουγόμαστε, να συνυπάρχουμε. Με αυτόν τον τρόπο δημιουργούνται κοινωνίες. Η αρχιτεκτονική δεν είναι απλώς αισθητική, είναι κατ’ εξοχήν κοινωνική παρέμβαση».

Συνδέει την έννοια του συναισθήματος με τις βασικές λειτουργίες της αρχιτεκτονικής: «Όταν σχεδιάζουμε, δεν σκεφτόμαστε μόνο τη λειτουργικότητα, αλλά και το πώς οι χώροι που δημιουργούμε θα επηρεάσουν συναισθηματικά τους ανθρώπους που ζουν, εργάζονται ή κινούνται μέσα σε αυτούς. Η αρχιτεκτονική έχει τη δύναμη να δημιουργεί αναμνήσεις και να επηρεάζει τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε το περιβάλλον».

Τονίζει ότι η έννοια του συναισθήματος στην αρχιτεκτονική δεν είναι κάτι νέο. «Αν κοιτάξουμε ιστορικά, τα μεγάλα έργα αρχιτεκτονικής πάντα προκαλούσαν συναισθήματα — από το δέος που νιώθουμε μπροστά σε έναν καθεδρικό ναό έως την οικειότητα που αισθανόμαστε σε μια παραδοσιακή πλατεία». Για τον Ανδρέα Κούρκουλα, η αρχιτεκτονική είναι μια τέχνη που ενώνει το πρακτικό με το συναισθηματικό.

Η Αθήνα ως πόλη αποτελεί πρόκληση. Πώς βλέπετε το αρχιτεκτονικό της αποτύπωμα;

«Η Αθήνα είναι μια πόλη πυκνή, ετερόκλητη και με απουσία κεντρικού σχεδιασμού». Αναφερόμενος στην αντιπαροχή, σημειώνει ότι «το φαινόμενο αυτό, μοναδικό στον κόσμο, υπήρξε ταυτόχρονα καταστροφή και θρίαμβος». Για τον ίδιο, «η Αθήνα εξελίχθηκε σε μια εξαιρετικά κοινωνική πόλη, με μια δική της δυναμική».

Εξηγεί πως «η πόλη είναι ένας ζωντανός οργανισμός, που αντικατοπτρίζει τις κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες κάθε εποχής». Προσθέτει ότι «η αίσθηση του χάους που βιώνουμε σήμερα είναι αποτέλεσμα δεκαετιών αυθαίρετης ανάπτυξης», αλλά πιστεύει πως «μέσα σε αυτό το χάος υπάρχει και μια αυθεντική κοινωνική διάσταση που καθιστά την Αθήνα μοναδική».

Ο κ. Κούρκουλας αναφέρεται στην ιστορική εξέλιξη της πόλης: «Από τα βαυαρικά σχέδια του 19ου αιώνα μέχρι το άναρχο δομημένο περιβάλλον της δεκαετίας του 1960, η πόλη έχει αλλάξει δραματικά». Για εκείνον, «το σημερινό αστικό τοπίο αντικατοπτρίζει την έλλειψη κεντρικού σχεδιασμού, αλλά και μια μοναδική προσαρμοστικότητα στις κοινωνικές και οικονομικές αλλαγές».

Αναφερόμενος στην ελληνική αρχιτεκτονική σκηνή, λέει: «Η νέα γενιά φέρνει ελπίδα», εξηγώντας ότι «βλέπω μικρές δημιουργίες που αναδεικνύουν τη φαντασία και τη δυναμική τους». Πιστεύει δε ότι «αυτή η γενιά μπορεί να δώσει νέα πνοή στην αρχιτεκτονική μας».

«Η Αθήνα είναι ένα ζωντανό μουσείο αντιθέσεων», επισημαίνει και συμπληρώνει πως «από τα νεοκλασικά κτίρια της Πλάκας μέχρι τις πολυκατοικίες της δεκαετίας του 1960, η πόλη αφηγείται μια ιστορία συνεχούς εξέλιξης». Για τον ίδιο, «αυτός ο πλουραλισμός, αν και συχνά χαοτικός, αντικατοπτρίζει τη ζωτικότητα και την προσαρμοστικότητα της ελληνικής κοινωνίας».

Το Μουσείο Μπενάκη στην Πειραιώς παραμένει εμβληματικό έργο σας. Πώς το οραματιστήκατε;

«Το Μουσείο Μπενάκη δεν είναι απλώς ένας εκθεσιακός χώρος. Είναι ένα πολιτιστικό κέντρο που στόχο έχει να δημιουργήσει κοινότητες. Ο σχεδιασμός της ράμπας, για παράδειγμα, έχει ως στόχο να αναδείξει τον επισκέπτη ως το “κύριο έκθεμα” του μουσείου», λέει χαρακτηριστικά. «Η Πειραιώς ήταν τότε μια εγκαταλελειμμένη βιομηχανική ζώνη. Το μουσείο αποτέλεσε καταλύτη για την αναζωογόνηση της περιοχής».

Αναλύοντας τη φιλοσοφία πίσω από το Μουσείο Μπενάκη, προσθέτει: «Η επίσκεψη στο μουσείο είναι μια εμπειρία που ξεπερνά την απλή παρατήρηση των εκθεμάτων. Είναι μια συνάντηση ανθρώπων, μια αίσθηση κοινότητας. Η ράμπα του Μουσείου Μπενάκη σχεδιάστηκε έτσι ώστε να ενισχύει αυτή τη δυναμική, προσκαλώντας τους επισκέπτες να βιώσουν τον χώρο ως έναν τόπο συλλογικότητας».

Ο Ανδρέας Κούρκουλας αναγνωρίζει ότι το μουσείο αυτό αποτέλεσε σημείο καμπής για την διαδρομή του γραφείου του. «Ήταν μια μοναδική ευκαιρία να δουλέψουμε σε ένα έργο που συνδύαζε την ιστορική σημασία με τη σύγχρονη λειτουργικότητα. Ήταν μια πρόκληση που μας ώθησε να ξεπεράσουμε τους εαυτούς μας».

Προσθέτει ότι η επιλογή της Πειραιώς είχε συμβολική σημασία: «Η περιοχή ήταν τότε μια εγκαταλελειμμένη βιομηχανική ζώνη. Θέλαμε να δημιουργήσουμε ένα παράδειγμα για το πώς μπορεί η αρχιτεκτονική να συμβάλει στην αστική αναζωογόνηση. Το Μουσείο Μπενάκη έγινε ένα σημείο αναφοράς, όχι μόνο για τον πολιτισμό, αλλά και για την ανάδειξη μιας νέας δυναμικής για την πόλη».

Στη συνέχεια, αναλύει τη σημασία των δημόσιων χώρων στο σύγχρονο αστικό περιβάλλον. «Οι δημόσιοι χώροι, όπως τα μουσεία, οι πλατείες και τα πάρκα, είναι ζωτικής σημασίας για την ποιότητα ζωής στην πόλη. Είναι οι χώροι όπου συναντιόμαστε, ανταλλάσσουμε ιδέες και δημιουργούμε κοινότητες».

Πιστεύετε ότι στην Ελλάδα έχει διαμορφωθεί κάποια αρχιτεκτονική σκηνή;

«Η Ελλάδα με ποιον να συγκριθεί; Ας πούμε συγκρινόμαστε με τις χώρες του Νότου, όπως η Ισπανία και η Πορτογαλία». Ενώ αναγνωρίζει τη σημασία της αρχιτεκτονικής παράδοσης στην Ελλάδα μετά τον πόλεμο, τονίζει πως η εξέλιξή της από τη μεταπολίτευση και μετά δεν υπήρξε ανάλογη με εκείνη της Πορτογαλίας. «Το διάστημα αυτό των 50 χρόνων ας πούμε, εκεί προχώρησε πολύ πιο δυναμικά από εμάς. Έδωσε καρπούς, που η διεθνής κοινότητα τους αναγνωρίζει και στέκεται με πολύ σεβασμό στους Πορτογάλουςαρχιτέκτονες. Εμείς νομίζω δεν τα καταφέραμε τόσο και εκεί είναι το θέμα. Να κάτσουμε να σκεφτούμε τι έγινε στραβά, τι κάναμε. Είχαμε αρχιτέκτονεςμετά τον πόλεμο, σημαντικούς. Δεν θα έλεγα πάρα πολλούς. Είχαμε κυρίως ποιητές, λογοτέχνες, μουσικούς, αλλά είχαμε και αρχιτέκτονες. Ε, αν το δει κανένας με αφετηρία τη μεταπολίτευση, δεν τα έχουμε καταφέρει καλά. Πιστεύω ότι η νέα γενιά, η γενιά των παιδιών μου, των τριαντάρηδων, είναι πολύ πιο δυναμική, πολύ πιο μορφωμένη από εμάς».

Αναφέρει χαρακτηριστικά τα «μικρά μαγαζιά» που δημιουργούν οι νέοι αρχιτέκτονες, τα οποία τον γεμίζουν ελπίδα για ένα «άλμα» στην ελληνική αρχιτεκτονική. «Βλέπω μαγαζιά στην Αθήνα τα οποία υποθέτω ότι είναι φτιαγμένα από νέους αρχιτέκτονες ή μοιάζουν στο μυαλό μου, τα οποία με κάνουν πάρα πολύ αισιόδοξο, ότι θα υπάρξει άλμα. Αυτή η γενιά θα βελτιώσει πάρα πολύ τα πράγματα σε σχέση με τη δική μας».

Η παράμετρος του τουρισμού στην πόλη

Μπήκα στον πειρασμό να θέσω στον Ανδρέα Κούρκουλα το ζήτημα του τουρισμού ως ένα νέο φαινόμενο που αναδεικνύει προκλήσεις και ευκαιρίες για την Αθήνα. Η πόλη, που για δεκαετίες λειτουργούσε ως «τράνζιτ», βιώνει πλέον έναν «υπερτουρισμό» στο κέντρο της, με έντονα σημεία συμφόρησης. 

Ο ίδιος παραλληλίζει την κατάσταση με πόλεις όπως η Βενετία και η Βαρκελώνη, οι οποίες έχουν ήδη περάσει ανάλογες προκλήσεις, και τονίζει τη σημασία να διδαχθούμε από τα παραδείγματα αυτά. Υπογραμμίζει την ανάγκη για έγκαιρο και οργανωμένο σχεδιασμό, ώστε να αξιοποιηθούν τα θετικά του φαινομένου.

Αναφέρεται στη ραγδαία αύξηση ξενοδοχείων και στην ανάπτυξη του Airbnb, σημειώνοντας ότι η εμπειρία άλλων πόλεων δείχνει πως ασυντόνιστες πολιτικές μπορεί να οδηγήσουν σε «μονοκαλλιέργειες» τουρισμού, οι οποίες πλήττουν την πολυμορφία και τη βιωσιμότητα των περιοχών. Και θεωρεί πως ο τουρισμός είναι μια μεγάλη ευκαιρία για την πόλη, αλλά τονίζει την ανάγκη μιας δημοτικής αρχής με σχέδιο και εγρήγορση, ώστε να αποφευχθεί ο πανικός ή η αμηχανία που παρατηρείται σήμερα. «Πρέπει να μάθουμε από τα λάθη άλλων και να ενεργοποιήσουμε το δυναμικό μας», καταλήγει, αναδεικνύοντας την Αθήνα ως μια «βαριά, αλλά εξαιρετικά κοινωνική πόλη» με τη δυναμική να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις.

Ποιο θεωρείτε το αποτύπωμα του γραφείου σας μετά από 35 χρόνια;

«Η αρχιτεκτονική έχει την ιδιαιτερότητα να αντιστέκεται στον χρόνο», λέει και προσθέτει: «Αυτό που δημιουργούμε, μένει». Πιστεύει ότι «είναι ευθύνη, αλλά και προνόμιο να ξέρεις ότι το έργο σου θα επηρεάζει τις επόμενες γενιές», σημειώνοντας βέβαια ότι «η μεγαλύτερη χαρά έρχεται όταν βλέπεις ένα όραμα να γίνεται πράξη».

Εξηγεί την προσωπική του φιλοσοφία: «Η αρχιτεκτονική δεν είναι απλώς μια τέχνη, αλλά και μια επιστήμη που απαιτεί ακρίβεια και συνέπεια». Προσθέτει ότι «κάθε κτίριο είναι αποτέλεσμα συνεργασίας, διαλόγου και συνεχών διαπραγματεύσεων». Για εκείνον, «αυτή η διαδικασία μπορεί να είναι εξαντλητική, αλλά η ικανοποίηση όταν βλέπεις το τελικό αποτέλεσμα είναι ανεκτίμητη».

«Τα δημόσια έργα έχουν έναν ιδιαίτερο αντίκτυπο», σχολιάζει αναφερόμενος στα δημόσια κτίρια που σχεδίασε και σύμφωνα με τον ίδιο, «απευθύνονται σε όλους και επηρεάζουν την καθημερινότητα». Αναφέρει χαρακτηριστικά ότι «το Μουσείο Μπενάκη είναι ένα από τα έργα που με κάνουν περήφανο». Όπως λέει, «κατάφερε να συνδέσει την αρχιτεκτονική με την κοινωνία με έναν μοναδικό τρόπο».

Υπογραμμίζει πως «η αρχιτεκτονική είναι η τέχνη της διάρκειας». Πιστεύει ότι «κάθε κτίριο που φτιάχνουμε κουβαλά την υπογραφή μας». Όπως λέει, «αποτελεί μια μικρή δήλωση για το πώς αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο». Για τον ίδιο, «αυτή η υστεροφημία, αυτό το αίσθημα ότι κάτι από εμάς θα μείνει για πάντα, είναι κάτι που μας καθοδηγεί».

Μιλώντας για τις προκλήσεις, αναφέρει: «Το επάγγελμα είναι στρεσογόνο». Εξηγεί ότι «κάθε έργο είναι χειροποίητο, μοναδικό». Πιστεύει πως «οι απαιτήσεις είναι υψηλές, τόσο από τους πελάτες όσο και από την κοινωνία». «Η δημιουργικότητα που απαιτείται κάνει κάθε πρόκληση να αξίζει τον κόπο», υπογραμμίζει.

Κλείνοντας τη συζήτησή μας, ο Ανδρέας Κούρκουλας εκφράζει την ικανοποίησή του για τα έργα του, ενώ αναγνωρίζει τη σημασία της κληρονομιάς που αφήνει πίσω του. Όπως λέει, το έργο του αρχιτέκτονα «εκτίθεται στο διηνεκές», αποτελώντας «ένα κομμάτι της πόλης που παραμένει και το βλέπουν οι επόμενες γενιές».

Και καταληκτικά για τη διαδρομή του: «Ξεκινήσαμε με πάθος και όραμα, αυτά τα στοιχεία παραμένουν μέχρι σήμερα. Είμαι ευγνώμων για τις ευκαιρίες που είχαμε να αφήσουμε το σημάδι μας στον χώρο. Κάθε έργο είναι ένα κομμάτι της ψυχής μας, ένα μήνυμα προς το μέλλον».