Μιλήσαμε με τον φωτογράφο για την τέχνη της φωτογραφίας, τα ασπρόμαυρα και έγχρωμα καρέ και τον ρόλο της τεχνολογίας
- CITY GUIDE
- PODCAST
-
18°
Iταλικό design: 5 θρυλικοί αρχιτέκτονες-σχεδιαστές που καθόρισαν το made in Italy
Πέντε μυθικά ονόματα του ιταλικού design: Gio Ponti, Achille Castiglioni, Εttore Sottsass, Gaetano Pesce, Alessandro Mendini
Έχοντας μόλις πέσει η αυλαία της φετινής έκθεσης «Salone del Mobile 2024» στο Μιλάνο κάποιοι από τους εθνικούς θησαυρούς του design στην Ιταλία, 5 θρυλικοί αρχιτέκτονες-σχεδιαστές έρχονται να μας υπενθυμίσουν ότι το design, το disegno, θα ρέει πάντα άφθονο στη ζωή της άλλοτε Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, σαν Negroni Sbaliato.
Η άνοιξη στο Μιλάνο είναι δημιουργική και ευωδιαστή. Παντού ανθισμένα δέντρα και παρτέρια και η μιλανέζική πόλη μοιάζει και αυτή ν’ανθίζει. Είναι η στιγμή που άνθρωποι από όλο τον πλανήτη συρρέουν εκεί για την ετήσια design week, για την έκθεση Salone Del Mobile αλλά και τις ταυτόχρονες δράσεις, installations, pop-ups και συζητήσεις που διοργανώνονται σε showrooms και palazzi μέσα στην πόλη. Σε εκείνη την εμπνευσμένη εβδομάδα, όλες οι σημαντικές εταιρείες από το χώρο του επίπλου και του design,αποκαλύπτουν καινούργιες σειρές, ιδέες και τάσεις.
Το Italian art of living, υπάρχει σε κάθε γωνιά και ανθίζει όπως άνθιζε χθες και όπως θ’ ανθίζει και αύριο. Μοιάζει με ένα δημιουργικό blooming, μια fiesta και μια επιστολή αγάπης που στέλνει κάθε χρόνο η Ιταλία μέσω του design σε όλο τον κόσμο. Kάποιοι εμπνευσμένοι αρχιτέκτονες-σχεδιαστές, ευλογημένοι με εμπνεύσεις καθόρισαν τις εποχές που έζησαν ενώ συνεχίζουν να επηρεάζουν μέχρι σήμερα με το έργο τους.
Gio Ponti: Ο maestrο της αισθητικής και της λειτουργικότητας
Αρχιτέκτονας, σχεδιαστής επίπλων, industrial designer, καλλιτέχνης, δάσκαλος, συγγραφέας, εκδότης, με όλες αυτές τις υπέροχες ιδιότητες «διακόσμησε» μια πολυάσχολη ζωή, ο Giovanni «Gio» Ponti. Όχι τυχαία, θεωρείται ένας από τους μεγαλύτερους δημιουργούς που έχει προσφέρει απλόχερα η Ιταλία στον πλανήτη. Γεννημένος το 1891 στο Μιλάνο, ο πατέρας του σύγχρονου Ιταλικού design, βρήκε τον τρόπο να μεταγγίσει την προσωπικότητα, την αισθητική και την κουλτούρα της πατρίδας του, σε ό,τι και αν έφτιαχνε. Από έπιπλα και αντικείμενα μέχρι διακοσμητικά, φωτιστικά και κτίρια. Σπούδασε αρχιτεκτονική το 1921 στο Πολυτεχνείο του Μιλάνου, ενώ σε εκείνα τα έδρανα θα επέστρεφε τα επόμενα χρόνια σαν καθηγητής από το 1936 μέχρι το 1961συγκεκριμένα, εκπαιδεύοντας κάμποσες γενιές επόμενων σχεδιαστών. Δεν υπήρχε σχεδόν τίποτα που δεν μπορούσε να κάνει ο Ponti.
Tελειώνοντας τις σπουδές του, η πρώτη του δουλειά το 1923 ήταν στην εταιρεία με τις φίνες πορσελάνες, «Ginori 1735», στη θέση του καλλιτεχνικού διευθυντή. Στην εταιρεία παρέμεινε μέχρι το 1933 δημιουργώντας αμέτρητα σχέδια, με πιο χαρακτηριστικά αυτά των συλλογών «Labirinto» και «Catene» -με πιάτα και άλλα αντικείμενα- συλλογές οι οποίες παραμένουν εμβληματικές μέχρι σήμερα. Παράλληλα, έχοντας ήδη ξεκινήσει να εξασκεί το επάγγελμα του αρχιτέκτονα από τη δεκαετία του ‘30, οι ευφυείς και καινοτόμες σχεδιαστικές τεχνικές που ακολουθούσε με παράλληλη χρήση σύγχρονων υλικών, τον έκαναν περιζήτητο στην Μιλανέζικη μπουρζουαζία και όχι μόνο. Πολύ σύντομα ακολούθησαν αναθέσεις σε ολόκληρη την Ιταλία αλλά και σε διάφορα μέρη στον κόσμο, κερδίζοντας έτσι παγκόσμια φήμη και αναγνώριση.
«Η αρχιτεκτονική είναι η ερμηνεία της ζωής».
-Gio Ponti
Υπήρξε ιδρυτής του συλλεκτικού περιοδικού για το design, «Domus» το 1928, στο οποίο παρέμεινε διευθυντής σχεδόν σε όλη του τη ζωή. Σημαντική υπήρξε και η συμβολή του στην διοργάνωση της έκθεσης «Milan Triennial» η οποία μεταφέρθηκε το 1933 στο Μιλάνο μετά από 10 χρόνια παρουσίας στην Μόντσα, ενώ δική του ιδέα ήταν και η δημιουργία και καθιέρωση του Compasso d’Oro το 1954, το οποίο θεωρείται το παλαιότερο βραβείο Industrial design στον κόσμο, και η πιο σημαντική αναγνώριση στον συγκεκριμένο τομέα, στην Ιταλία. Σημαντικός παίκτης στην επανεκκίνηση του ιταλικού design μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, βρέθηκε σαν μεγάλος σαμάνος στο κέντρο μιας τεχνικολόρ dolce vita, την ώρα που γύρω του άνθιζαν έπιπλα και καταναλωτικά προϊόντα και η μαζική παραγωγή γινόταν μια καθημερινή πραγματικότητα.
Κατά τη διάρκεια της καριέρας του συνεργάστηκε με περισσότερες από 120 εταιρείες, ενώ το έργο του έχει χαρακτηριστεί, παιχνιδιάρικο, πολύχρωμο, αισθησιακό, εκφραστικό και πάντα αριστοτεχνικά φτιαγμένο. Ανάμεσα στις διάσημες δημιουργίες του, συγκαταλέγεται και η πανάλαφρη καρέκλα «Super leggera» (Super light) την οποία παρήγαγε η Cassina το 1957, ένα θαύμα μηχανικής, τέχνης και χάρης, τόσο ελαφριά και παράλληλα τόσο γερή. Στη γενέτειρά του το Μιλάνο, δεσπόζει μέχρι σήμερα ο γίγαντας, ο Πύργος της Pirelli (Torre Pirelli) που παρέδωσε το 1961 και ήταν εκείνη τη χρονιά ο ψηλότερος στην Ευρώπη. Την ημέρα που ο ουρανοξύστης ολοκληρώθηκε, ο Ponti λέγεται ότι είπε: «Είναι τόσο όμορφος που θα μου άρεσε να τον παντρευτώ».
«Η πλειοψηφία των αντικειμένων στη ζωή μας δημιουργούνται και χαρακτηρίζονται από τη βιομηχανία».
-Gio Ponti
Υπήρξε ενθουσιώδης υποστηρικτής του Italian –style, art of living με όλες του τις δημιουργίες να περιστρέφονται γύρω από το μάντρα «vivere alla Ponti». Ό,τι και αν σχεδίαζε ερχόταν απλά να συμπληρώσει την φιλοσοφία του. Αυτήν που μέσω των σχεδίων του, την ταξίδεψε από τη Σουηδία και τη Βραζιλία, μέχρι την Βενεζουέλα, το Ιράκ, το Χονγκ Κονγκ και τη Νέα Υόρκη. Στο σπίτι που έζησε μέχρι το τέλος της ζωής του,-μια εννιαόροφη πολυκατοικία στο νούμερο 49 της via Dezza, που στέγασε την οικογένειά του, (είχε 4 παιδιά και 8 εγγόνια)-στο διαμέρισμά του συγκεκριμένα, ο cosmopolitan σχεδιαστής συνδυάζοντας την ζωή με την Τέχνη, είχε δημιουργήσει ανοιχτούς χώρους γεμάτους με τα κομψά του έπιπλα. Οι τοίχοι ήταν κινούμενοι, ακόμα και η κρεβατοκάμαρα ήταν χωρίς εσωτερικούς τοίχους. Το «Ponti-style» ήταν πάντα open-minded και open-plan.Γοητευτικός, μεγαλόψυχος, κουβαλώντας μια μανιώδη περιέργεια για τα πάντα, έφυγε από τη ζωή το 1979 σε ηλικία 88 ετών, έχοντας σχεδιάσει έναν πανέμορφο κόσμο σε κάποιες από τις σελίδες των μέσων του 20ου αιώνα.
Με τίτλο «Gio Ponti- Villa Planchart», ο οίκος Saint Laurent, παρουσίασε φέτος στην Μιλανέζικη design week, μια συλλογή με πορσελάνινα πιάτα που είχε σχεδιάσει ο Ponti ειδικά για την διάσημη Villa Planchart, κατοικία την οποία ολοκλήρωσε το 1953 στη Βενεζουέλα. Οι εντυπωσιακές πορσελάνες γεμάτες με μοτίβα, όπως ο ήλιος, η Ημισέληνος ή ο Πολικός Αστέρας αναπαράχθηκαν σε συνεργασία με τον οίκο «Ginori 1735» οι τεχνίτες του οποίου πίσω στο 1953 είχαν φτιάξει και τις αυθεντικές. Κατά τη διάρκεια της Design Week ήταν διαθέσιμες και προς πώληση. Φυσικά «by appointment», στο μιλανέζικο flagship κατάστημα του Saint Laurent, στη Via Montenapoleone.
Highlight: H Villa Planchar
Achille Castiglioni: Με trademark το παράδοξο και την ειρωνεία
«Αν δεν είσαι περίεργος, ξέχνα το. Αν δεν ενδιαφέρεσαι για τους άλλους, για το τι κάνουν και το πώς συμπεριφέρονται, τότε το επάγγελμα του σχεδιαστή δεν είναι το κατάλληλο για σένα».
Aυτά συμβούλευε τους φοιτητές του, ο ιταλός αρχιτέκτονας και designer Achille Castiglioni, από το 1969 που ξεκίνησε να διδάσκει αρχικά στο Πολυτεχνείο του Τορίνο και μετέπειτα του Μιλάνου. Γεννημένος το 1918 στο Μιλάνο, κατά τη διάρκεια της καριέρας του υπήρξε εξαιρετικά ευρηματικός και ευλογημένος με χιλιάδες εμπνεύσεις, στις οποίες έδωσε ζωή σχεδιάζοντας έπιπλα, φωτιστικά και ένα σωρό άλλα αντικείμενα. Υπήρξε ο μικρότερος γιος του γλύπτη Giannino Castiglioni ενώ τα δυο μεγαλύτερα αδέλφια του, ο Livio και ο Pier Giacommo ήταν επίσης αρχιτέκτονες. Το 1944, αποφοίτησε με πτυχίο αρχιτεκτονικής από το Πολυτεχνείο στο Μιλάνο και συμμετείχε στο αρχιτεκτονικό σχήμα που είχαν ήδη ξεκινήσει τ’ αδέλφια του.
Ο Livio άφησε το γραφείο το 1952 ενώ τα δυο αδέλφια που έμειναν πίσω, συνέχισαν σαν ομάδα μέχρι το θάνατο του Pierτο 1968. Ο Castiglioni, φιλοπερίεργος, πνεύμα διορατικό και με έντονη την αίσθηση της διασκέδασης, μαζί με τον αδελφό του εξερεύνησαν μεταξύ άλλων το concept του καλλιτέχνη Marcel Duchamp σχετικά με τα «ready-made», σύμφωνα με το οποίο αντικείμενα της καθημερινότητας (από μια ρόδα ποδηλάτου, μέχρι ένα φτυάρι χιονιού και ένα στεγνωτήρι για μπουκάλια) βρίσκουν καινούργια χρήση και μετατρέπονται σε έργα Τέχνης.
Αλήθεια όμως τι θεωρείται έργο Τέχνης, και ποιος αποφασίζει γι’ αυτό; Ο καλλιτέχνης, ο παρατηρητής, ο αγοραστής ή ο κριτικός;
Με την ίδια πειραματική προσέγγιση και αναφορά στην καθημερινή ζωή, μπορεί τα δυο αδέλφια να μην παρουσίασαν τον πορσελάνινο ουρητήρα όπως έκανε το 1917 ο Duchamp, πήραν όμως το κάθισμα ενός τρακτέρ σχεδιάζοντας ένα εμβληματικό κομμάτι το 1957. Το κάθισμα «Mezzadro» stool το οποίο παρήγαγε η εταιρεία Zanotta μετά το 1970, ένα Pop Art έπιπλο, το οποίο βρέθηκε να κοσμεί πολλά μοδάτα σαλόνια της εποχής. Την ίδια περίοδο, σχεδίασαν και το σκαμπό «Sella», αποτελούμενο από μια σέλα ποδηλάτου, αναφορά και αυτό στα «ready-made» του Duchamp. Κουβαλώντας μια συγκεκριμένη σχεδιαστική φιλοσοφία η οποία επικεντρώθηκε στην αύξηση της λειτουργικότητας του αντικειμένου με παράλληλη μείωση στο ελάχιστο, των χρησιμοποιούμενων υλικών, το 1962 σχεδίασαν για την Flos, το high-tech-style επιδαπέδιο φωτιστικό «Toio» αλλά και το πιο διάσημο φωτιστικό όλων των εποχών, το «Arco».
Το συγκεκριμένο, περιλαμβάνει ένα μακρύ αψιδωτό στέλεχος από ανοξείδωτο ατσάλι το οποίο στηρίζεται σε μια βαριά βάση από λευκό μάρμαρο Carrara. Κατά τη διάρκεια της καριέρας του, συνεργάστηκε με εταιρείες όπως η Cassina, η Arflex, η Alessi, η Kartell κ.α, ενώ έλαβε πάμπολλα βραβεία και διακρίσεις για τα σχέδιά του. Aπό το 2006, το studio του Castiglioni, το palazzo στο οποίο έζησε και σχεδίαζε από το 1944, άνοιξε τις πόρτες του για το κοινό. Πρόκειται για ένα «musee biographique» το οποίο μεταφέρει τον επισκέπτη στην σχεδιαστική σκηνή του Μιλάνου και στην άνθηση που γνώρισε αυτή, μετά τον πόλεμο. Ο Castiglioni, έχει χαρακτηριστεί ένας άνθρωπο αεικίνητος, χαρισματικός και σκανταλιάρης, ένας μαγικός σχεδιαστής του οποίου η δουλειά υπήρξε ευφυής, αυθεντική, αισθητικά εξευγενισμένη και καινοτόμα. Πέθανε στο Μιλάνο το 2002, ενώ το 2014 η ιταλική πόλη προς τιμήν των 3 αδελφών, ονόμασε έναν δρόμο της, via Fratelli Castiglioni.
Highlighs:
* Μεταξύ 1955 με 1989 κέρδισε τον εντυπωσιακό αριθμό των 9 βραβείων «Compasso d’Oro» που είχε δημιουργήσει ο Gio Ponti.
* Το επιτραπέζιο φωτιστικό «Snoopy» το εμπνεύστηκε φυσικά από το γνωστό καρτούν και κυκλοφόρησε το 1967.
Εttore Sottsass: Επαναστάτης και ποιητής
Αν ζούσε σήμερα θα ήταν 107 ετών και θα είχε καταγραφεί σαν ένας από τους μακροβιότερους ανθρώπους στον κόσμο. Θα είχε ίσως σχεδιάσει ακόμα και αυτοκίνητα ή διαστημικούς σταθμούς ενώ θα συνέχιζε να κάνει ευφάνταστα σκίτσα με γάτες, ή να πληκτρολογεί τις σκέψεις του στην κατακόκκινη Olivetti που είχε σχεδιάσει για την γνωστή ιταλική εταιρεία. Γεννημένος το 1917 στο Ίνσμπρουκ της Αυστρίας και μεγαλωμένος στο Μιλάνο, υπήρξε μια από τις πιο σημαντικές και αντισυμβατικές προσωπικότητες του 20ου αιώνα στο χώρο του design.
Με πατέρα επίσης αρχιτέκτονα, σπούδασε και ο ίδιος αρχιτεκτονική στο πανεπιστήμιο του Τορίνο, ενώ το 1947 άνοιξε το πρώτο του studio στο Μιλάνο και ξεκίνησε να γράφει τις σκέψεις του στο περιοδικό για την Τέχνη και την Αρχιτεκτονική, το περίφημο, «Domus». Κατά τη διάρκεια της πολυετούς καριέρας του, και ανεξάρτητα από την δραστηριοποίηση του στον χώρο της αρχιτεκτονικής, κατάφερε και εξασφάλισε μια μόνιμη θέση στην pop κουλτούρα, σχεδιάζοντας καθημερινά αντικείμενα, όπως έπιπλα, φωτιστικά, ντουλάπια γραφείου, παγωνιέρες, ασημένια μαχαιροπίρουνα, καθρέφτες (βλ. Ultra fragola) κεραμικά, κοσμήματα κ.α, συνεργαζόμενος με εταιρείες, όπως Baccarat, Knoll, Alessi, Namaste Design, κλπ.
Υπήρξε μέλος μιας ποικιλόμορφης παρέας φίλων η οποία περιλάμβανε τον ποιητή και μέλος του λογοτεχνικού κινήματος Μπιτ, Allen Ginsberg, τον φωτογράφο Helmut Newton και τον σχεδιαστή μόδας Karl Lagerfeld. Αγάπησε και την φωτογραφία, φωτογραφίζοντας από τον Bob Dylan μέχρι τον Picasso. Αγάπησε όμως πολύ και τις γυναίκες. Θρυλικός γυναικάς όπως έχει γραφτεί, συνήθιζε για πολλά χρόνια να φωτογραφίζει κάθε δωμάτιο ξενοδοχείου στο οποίο νωρίτερα είχε κάνει σεξ. Από το 1958 μέχρι το 1980, εργάστηκε σαν σύμβουλος design στην εταιρεία Olivetti, ενώ υπήρξε «υπεύθυνος» για τον σχεδιασμό της γραφομηχανής από κόκκινο πλαστικό την οποία η εταιρεία κυκλοφόρησε το 1969 την ημέρα του Αγ. Βαλεντίνου ονομάζοντας το μοντέλο, «Valentine».
Όπως θα έλεγε ο ίδιος σε συνέντευξή του, πολλά χρόνια αργότερα: «Κάθε χρώμα έχει την ιστορία του. Το κόκκινο είναι το χρώμα της σημαίας των Κομμουνιστών, το χρώμα που κάνει έναν χειρουργό να κινηθεί πιο γρήγορα και το χρώμα του πάθους».
Στα 80s, ακούγοντας το τραγούδι του Bob Dylan, «Stuck Inside of Mobile with the Memphis Blues Again», σκέφτηκε και δημιούργησε μαζί με άλλους αρχιτέκτονες και σχεδιαστές ένα πολύχρωμο σύμπαν, το Memphis Group με έδρα το Μιλάνο. Ήταν μια avant-garde αντίδραση στο στυλ επίπλων και το design που ήταν δημοφιλή μέχρι τότε. Το ιδιόμορφο κίνημα Memphis του οποίου υπήρξε ένας από τους ιδρυτές του, ταρακούνησε τον κόσμο του design–προκαλώντας αντιδράσεις όπως ήταν αναμενόμενο- με την ομάδα όμως απτόητη να πειραματίζεται χρησιμοποιώντας έντονα χρώματα και μοτίβα αλλά και καινούργια υλικά όπως ήταν η μελαμίνη.
Μέχρι το 1987 ζώντας δημιουργικά μέσα σε μια παρδαλή περίοδο και μια κραυγαλέα πολυχρωμία, σχεδίασαν έπιπλα, φωτιστικά, χαλιά, υφάσματα, κεραμικά, κ.α. ενώ από τα πιο χαρακτηριστικά έργα του Sottsass υπήρξαν: η βιβλιοθήκη «Carlton» (1981), το τραπέζι «Tartar» (1985) και τα φωτιστικά «Ashoka» (1981) και «Tahiti» (1981). Ο Sottsass, ένας πραγματικός agent provocateur, έχει χαρακτηριστεί σαν ο δημιουργός ο οποίος έβλεπε το design μια ευκαιρία να εξερευνήσει τη φύση της ανθρώπινης ύπαρξης. Πέθανε το 2007, ενώ νωρίτερα, -το 1987 συγκεκριμένα- είχε προλάβει και να γράψει και να κυκλοφόρησε το βιβλίο, «The Curious Mr. Sottsass: Photographing Design and Desire».
Ηighlights:
* Ο David Bowie υπήρξε θαυμαστής και συλλέκτης των έργων του.
* Βοήθησε στον σχεδιασμό του πρώτου ιταλικού main frame κομπιούτερ, του Elea 9003 για το οποίο κέρδισε το Compasso d’Oro το 1959.
Gaetano Pesce: Ένας ριζοσπαστικός στοχαστής
Φέτος, κατά την διάρκεια της Mιλανέζικης εβδομάδας του Design, ο διεθνώς καταξιωμένος αρχιτέκτονας, καλλιτέχνης και σχεδιαστής, ο οποίος έφυγε από τη ζωή στις 3 Απριλίου σε ηλικία 85 ετών, «επέστρεψε» στην αγαπημένη του πόλη. Αυτό έγινε μέσω δύο project, τα οποία είχαν ετοιμαστεί εδώ και καιρό, δυστυχώς όμως ο ίδιος δεν κατάφερε να παραστεί. Με την έκθεση «Nice to SeeYou» στην Biblioteca Ambrosiana οι επισκέπτες είχαν την ευκαιρία ν’ αποτίσουν φόρο τιμής στον maestro του design και ταυτόχρονα ν’αναλογιστούν την καλλιτεχνική του συμβολή στον κόσμο. Παράλληλα, υπήρχε και μια εξωτερική εγκατάσταση με τίτλο «L’Uomo Stanco» (The Tired Man) στην Piazza San Pio XI σε συνεργασία με το δήμο του Μιλάνου.
Ο Signore Pesce γεννήθηκε φτον Νοέμβριο του 1939 στην πόλη La Spezia στην βορειοδυτική Ιταλία ενώ έχασε τον πατέρα του στον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο. Στη συνέχεια, βρέθηκε να μεγαλώνει μαζί με την πιανίστρια μητέρα του και τα δυο μεγαλύτερα αδέλφια του, ενώ όπως θα παραδεχόταν αργότερα σε συνέντευξή του, «οι συζητήσεις σχετικά με την μουσική και την Τέχνη, μας βοήθησαν να επιβιώσουμε». Σπούδασε αρχιτεκτονική στην Βενετία, ενώ αμέσως μετά την αποφοίτησή του ξεκίνησε να πειραματίζεται με υλικά όπως η πολυουρεθάνη, τα αφρώδη υλικά, και την ρητίνη θεωρώντας παράλογο να δουλεύει με υλικά τα οποία δεν ήταν αποκλειστικά σύγχρονα.
«Μια καρέκλα μπορεί να κάνει ένα πολιτικό μανιφέστο ακριβώς μέσα στο σπίτι»
-Gaetano Pesce
Το 1964 ο επιφανής επιχειρηματίας στο χώρο του επίπλου, Cesare Cassina, έδωσε στον νεαρό Pesce την ευκαιρία να δουλέψει κοντά του, συνεχίζοντας την έρευνά του. H έρευνα απέδωσε καρπούς και σύντομα σχεδίασε μια σειρά από καρέκλες και ottoman, από αφρώδες υλικό, την οποία και ονόμασε «Up». Η σειρά, υπήρξε πρωτοποριακή για την εποχή, καθώς οι δημιουργίες του, μπορούσαν να μαζέψουν σε μέγεθος αν τις ξεφούσκωνες και τους έβγαζες από μέσα τον αέρα. Πιο γνωστή, υπήρξε η «Κυρία». Η περίφημη πολυθρόνα με την επίσημη ονομασία UP-5, η οποία αναφέρεται με ονόματα όπως: «La Mamma», «Big Mamma», «Donna», και ίσως είναι το πιο φεμινιστικό κάθισμα όλων των εποχών.
Εμπνεόμενος από τις αφράτες αρχαίες θεές της γονιμότητας, δημιούργησε μια στρουμπουλή καρέκλα, η οποία συνδέεται με ένα κορδόνι με ένα σφαιρικό κάθισμα το οποίο μοιάζει με μπάλα. Και μπορεί το αποτέλεσμα να φαινόταν παιχνιδιάρικο είχε όμως την πρόθεση του πολιτικού ακτιβισμού. «Μια καρέκλα μπορεί να κάνει ένα πολιτικό μανιφέστο ακριβώς μέσα στο σπίτι» έλεγε χαρακτηριστικά καθώς με την δημιουργία του ήθελε να μιλήσει για τη θέση της γυναίκας στην κοινωνία έναντι των ανδρών και να προβάλλει «την εικόνα της μη-ελευθερίας».
«Πιστεύω ότι ο θησαυρός αυτού του κόσμου είναι η ποικιλία. Αν είμαστε ίδιοι, δεν μπορούμε να μιλήσουμε, γιατί δεν έχουμε τίποτα να πούμε. Αλλά αν εσύ και εγώ είμαστε διαφορετικοί, τότε έχουμε πολλά να συζητήσουμε»
-Gaetano Pesce
Ο προκλητικός αρχιτέκτονας ο οποίος αρεσκόταν πάντα στο να σπάει του κανόνες, πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στη Νέα Υόρκη, συγκεκριμένα στο Upper East Side, ενώ έφτιαξε κτίρια, σπίτια, interiors, τραπέζια, καρέκλες, φωτιστικά, βάζα κ.α. Κάθε project γι’ αυτόν ήταν και ένα γενναίο πείραμα. Δεν παραμέλησε κανένα χρώμα, ενώ δεν άφησε στην ησυχία του κανένα υλικό. Το πολυουρεθάνιο πήρε τη μορφή καρέκλας, πλαστικά δισκάκια ενώθηκαν και μετατράπηκαν σε παπούτσια σε συνεργασία με την βραζιλιάνικη «Melissa» ενώ η ρητίνη υπήρξε γι’ αυτόν ότι και το ξύλο τικ για τους Δανούς.
Υπήρξε αγαπημένος των επιμελητών εκθέσεων στα μουσεία, με πρώτο και καλύτερο το ΜΟΜΑ στο οποίο ξεκίνησε το 1970 να εκθέτει την δουλειά του. Το 2019 σε μια έκθεσή του σε γκαλερί στο Upper East Side έφτιαχνε καρέκλες μαζί με τους βοηθούς του μπροστά στο κοινό, κίνηση που γι’ αυτόν κάθε άλλο παρά καινούργια ήταν, καθώς ήδη από το 1960 είχε τολμήσει την performance art. Τότε, είχε υποσχεθεί στους καλεσμένους του, ότι όποιος έρθει στο event θα πάρει και ένα πορτραίτο του. Υπόσχεση που μάλλον κράτησε, αφού ο παιχνιδιάρης signore Pesce, τους μοίρασε έναν καθρέφτη. Η ατελείωτη ποικιλομορφία της δουλειάς του μόνο τυχαία δεν ήταν. Ο Ιταλός καλλιτέχνης, φιλόσοφος, σχεδιαστής και αρχιτέκτονας είχε δηλώσει σε συνέντευξή του. «Πιστεύω ότι ο θησαυρός αυτού του κόσμου είναι η ποικιλία. Αν είμαστε ίδιοι, δεν μπορούμε να μιλήσουμε, γιατί δεν έχουμε τίποτα να πούμε. Αλλά αν εσύ και εγώ είμαστε διαφορετικοί, τότε έχουμε πολλά να συζητήσουμε».
Alessandro Mendini: Ο Προυστ δεν είχε καλό γούστο στα έπιπλα
«Κάποιες φορές αντιμετωπίζω προβλήματα με τα αντικείμενά μου. Μερικές φορές είναι επιθετικά ακόμη και σε εμένα», παραδέχτηκε κάποια στιγμή ο κορυφαίος, αρχιτέκτονας,-σχεδιαστής για το έργο του, με τις δημιουργίες του, μικρές ή μεγάλες να έχουν χαρακτηριστεί μεταξύ άλλων, επιθετικές, κραυγαλέες, σαρκαστικές και free-spirit. Γεννήθηκε σε μια εξέχουσα οικογένεια του Μιλάνου τον Αύγουστο του 1931. Πήρε πτυχίο αρχιτεκτονικής το 1959 από το Πολυτεχνείο του Μιλάνου ενώ εργάστηκε στο πλευρό του αρχιτέκτονα και designer, Marcello Nizzoli πριν ξεκινήσει την δική του εταιρεία. Έβαλε την υπογραφή του σε πολυάριθμα αρχιτεκτονικά έργα ανάμεσά τους και το μουσείο Groninger στην Ολλανδία, ενώ έπαιξε σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη του Ιταλικού, Μεταμοντέρνου design.
Toν ενδιέφερε να αναμειγνύει διαφορετικές κουλτούρες και μορφές έκφρασηςκαι να επικοινωνεί μέσα από τις δημιουργίες του ανθρώπινες αξίες και ευαισθησίες που είχαν εκφραστεί σε έργα της Αναγέννησης και τα οποία είχαν εκλείψει στη πορεία, στον βωμό της εμπορευματοποίησης και της λειτουργικότητας. Κατά τη διάρκεια της καριέρας του, δημιούργησε έπιπλα, interiors, πίνακες και graphics ενώ έγραψε κάμποσα βιβλία και άρθρα καθώς υπήρξε και συντάκτης στα περιοδικά Casabella, Modo και Domus. Οι ιδέες του επηρέασαν το Memphis Group, ενώ είχε ενεργό ρόλο στην «Ριζοσπαστική Αρχιτεκτονική» κίνημα που αναπτύχθηκε στα τέλη του ’60 στην Ιταλία ανατρέποντας αξίες και δόγματα που επικρατούσαν μέχρι τότε.
To 1978 και ενώ ήταν ήδη μέλος του «Studio Alchimia» -ένα μετα-ριζοσπαστικό avant-garde γκρουπ- σχεδίασε ένα από τα πλέον αναγνωρίσιμα έπιπλα στον κόσμο, την πολυθρόνα Proust σκεφτόμενος ότι ίσως εκεί να μπορούσε τελικά να χαλαρώσει ο Γάλλος συγγραφέας και επιτέλους να βρει τον χαμένο χρόνο. Σε εκείνη την δημιουργία του ο signore Mendini, εφάρμοσε τη μέθοδο που ακολουθούσε σε πολλά από τα έργα του, αναμειγνύοντας δυο σχετικά παράταιρες επιρροές. Στην συγκεκριμένη περίπτωση μια υπερμεγέθης Μπαρόκ πολυθρόνα στολίστηκε με τις μικροσκοπικές τελείες του ρεύματος του πουαντιγισμού προσφέροντας ένα επαναστατικό προϊόν μείξης.
Κατά την διάρκεια της καριέρας του συνεργάστηκε με εταιρείες όπως Cartier, Hermes, Swarovski, Venini, Supreme, Vacheron Constantin, Gufram, Swatch, Samsung, και Alessi, για την οποία μάλιστα σχεδίασε πολυάριθμα αντικείμενα. Από τα διασημότερα υπήρξε το ανοιχτήρι «Anna G». Ένα παιχνιδιάρικο εργαλείο με γυναικείο σχήμα το οποίο όπως είπε εμπνεύστηκε από μια φίλη, επίσης σχεδιάστρια, την Anna Gili. To ανοιχτήρι κυκλοφόρησε το 1994 σημειώνοντας μεγάλη επιτυχία. Από αυτό προέκυψαν και άλλα σχετικά αντικείμενα όπως η «Anna» σε μύλο πιπεριού, αλλά και η αρσενική εκδοχή του τιρμπουσόν, ο «Alessandro M». Έτσι για την ιστορία, ο Mendini σε συνέντευξη που είχε δώσει πριν μερικά χρόνια και σε ερώτηση σχετικά με το τι θα έλεγε ο Προυστ αν του έδινε την πολυθρόνα, είχε πει χαριτολογώντας ότι ο Προυστ δεν είχε γούστο στα έπιπλα, ίσως όμως και να του άρεσε.
Έχοντας εργαστεί στο παρελθόν σε 3 θρυλικά περιοδικά που το καθένα κουβαλούσε την δική του ξεχωριστή ιδεολογία για το design, σήμερα, είχε δηλώσει απαντώντας σε σχετική ερώτηση, ότι η ψηφιακή εποχή του Τύπου σίγουρα είναι σημαντική, εκείνος όμως δεν την παρακολουθεί. Συνέχισε ν’ αποτυπώνει τις ιδέες του γράφοντας με μολύβι, μέχρι τον θάνατό του τον Φεβρουάριο του 2019 σε ηλικία 87 ετών.
Δειτε περισσοτερα
Τα κοσμήματα με τα γράμματα και την περίτεχνη τέχνη της Charlotte Chesnais
Aγόρια ντυμένα γυναίκες, με εξαιρετικό μπρίο και αριστοτεχνική θηλυκότητα, προσέφεραν ένα εκρηκτικό show
Η καθημερινότητα της πόλης αλλάζει, μαζί και η ζωή μας
Η έκθεση φιλοξενείται στο MOMus-Μουσείο Άλεξ Μυλωνά, στην Αθήνα
Ιστορικά ντοκουμέντα από το ξέσπασμα εναντίον του δικτατορικού καθεστώτος