- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Πώς διαμορφώνονται οι σχέσεις μεταξύ αρχιτέκτονα και «πελάτη»;
Πώς γίνεται η επιλογή των υλικών; Μια συζήτηση με τον αρχιτέκτονα Κωνσταντή Κίζη και τον ιδιοκτήτη Στέφανο Παπατζιάλα
Ο αρχιτέκτονας Κωνσταντής Κίζης και ο ιδιοκτήτης Στέφανος Παπατζιάλας μιλούν για τη σχέση και τη συνεργασία στον σχεδιασμό και την κατασκευή μίας κατοικίας.
Η σχέση ιδιοκτήτη και αρχιτέκτονα στον σχεδιασμό και την κατασκευή την κατοικίας του πρώτου, αναπτύσσεται υπό την πίεση εντάσεων, διαφωνιών, παρεξηγήσεων μέχρι την ολοκλήρωση του έργου —μερικές φορές και πέραν αυτής. Οι λόγοι των δυσκολιών δεν είναι δυσεξήγητοι. Αναγνωρίζονται με ευκολία και από τις δύο πλευρές ακόμα και όταν λείπει η νηφαλιότητα. Γι’ αυτό τα έργα φτάνουν στο πολυπόθητο τέλος, παρά τις αναπόφευκτες καθυστερήσεις και ανατιμολογήσεις. Οι δύο τελευταίοι παράγοντες είναι η βασική και μοναδική ευθύνη του εργολάβου ο οποίος πρέπει να εξασφαλίσει με ακρίβεια το ακριβόχρονο της παράδοσης και την σταθερότητα των τιμών. Στην αρχική σχέση, λοιπόν, συνήθως υπεισέρχεται και ένας τρίτος, παρόλο που μερικές φορές δεν έχει την καθαρή μορφή του γενικού εργολάβου, αλλά εμφανίζεται με θολές ή ιδιάζουσες μορφές ενός περιστασιακού ή ειδικού εργολάβου ή —ακόμα χειρότερα— ως αυτεπιστασία, καθήκον που επωμίζεται ο ιδιοκτήτης στην προσπάθεια να μειώσει το κόστος κατασκευής. Τώρα έχουμε μια πιο ξεκάθαρη εικόνα του προβλήματος. Ο ιδιοκτήτης έχει το όνειρο της ιδανικής κατοικίας, ο αρχιτέκτονας πρέπει να τη σχεδιάσει στο χαρτί ή στον υπολογιστή και ο κατασκευαστής, εργολάβος ή όχι, να την υλοποιήσει. Η συνεννόηση είναι δύσκολη γιατί και οι τρεις χρησιμοποιούν διαφορετική γλώσσα. Συνυπολογίζοντας ότι έχουν διαφορετικά οικονομικά συμφέροντα παρότι έχουν κοινό σκοπό, μπορεί κάποιος να κατανοήσει το λόγο των συγκρούσεων. Και τα τρία μέρη έχουν επίγνωση των παραπάνω, γι’ αυτό στις πλείστες των περιπτώσεων ο ιδιοκτήτης και εργοδότης εγκαθίσταται στην οικία του με κάποια καθυστέρηση και ορισμένα προβλήματα, λειτουργικά ή κατασκευαστικά, που ενίοτε παραμένουν άλυτα και γίνονται μόνιμα στοιχεία συζητήσεως με τα υπόλοιπα μέλη της οικογενείας του.
Το σπίτι ζει με τις ασθένειές του, σαν ζωντανός οργανισμός. Ο αρχιτέκτονας και ο εργολάβος θα αναζητήσουν περαιτέρω επαγγελματικές συνεργασίες με καινούργιους ιδιοκτήτες ευελπιστώντας, στηριζόμενοι στην προηγούμενη εμπειρία, σε λιγότερα λάθη και περισσότερα χρήματα. Χωρίς να θέλω να γίνω εξυπνάκιας, οι ελπίδες αποβαίνουν φρούδες αφού η συνθήκη του πύργου της βαβυλώνας παραμένει σταθερά παρούσα. Οι γλώσσες είναι διαφορετικές και η μόνη λύση είναι η γνωστή λύση. Η λογικευμένη υποχωρητικότητα αμφοτέρων των πλευρών.
Στην προκειμένη περίπτωση φαίνεται αγαστή η συνεργασία αρχιτέκτονα και εργοδότη στην επιλογή ενός ειδικού υλικού και της αντίστοιχης εφαρμογής του. Έρχεται από τη δυτική και κεντρική Ευρώπη και χρησιμοποιείτο από τον μεσαίωνα για την επιστέγαση των υψίκορμων καταλήξεων των γοτθικών εκκλησιών. Υλικά όπως ο μόλυβδος, ο ψευδάργυρος, ο ανοξείδωτος χάλυβας, το αλουμίνιο και ο χαλκός που στην τοποθέτησή τους με την όρθια ραφή, εδώ και 180 χρόνια, αποτελούν μία αισθητικά και λειτουργικά εξαιρετική λύση για τη στέγη αλλά και τις επενδύσεις ενός κτιρίου. Στην Ελλάδα μπορεί κάποιος να τις συναντήσει στους τρούλους των ιερών ναών, όπως ο Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης, στο κέντρο της Αθήνας, αλλά και στη Μητρόπολη. Η παλαιότερη επιστέγαση που έχω δει είναι στην εκκλησία της Γέννησης της Θεοτόκου στη Βυτίνα, όπου το χάλκινο μεταλλικό φύλλο προστατεύει τα καμπαναριά και τον κεντρικό τρούλο. Το κτίσμα χρονολογείται στις αρχές του προηγούμενου αιώνα.
Η βασική ερώτηση που ετέθη σε αρχιτέκτονα και ιδιοκτήτη είναι σχετική με την επιλογή του σπάνιου υλικού, κυρίως ως προς την εφαρμογή του.
Φυσικά τον λόγο έχει, πρώτα, ο ιδιοκτήτης της κατοικίας που βρίσκεται στους Θρακομακεδόνες κ. Στέφανος Παπατζιάλας. Σπούδασε marketing και αρχικά εργάστηκε στον όμιλο Χαραγκιώνη. Το 1974 άρχισε την ενασχόληση του με το τσάι και εκπαιδεύτηκε στην γευσιγνωσία του τσαγιού στο Ινστιτούτο Ερεύνης Τσαγιού της Σρι Λάνκα. Είναι ο ιδρυτής του οίκου τσαγιού Madras: «Προφανώς, εκτός από την επιλογή του αρχιτέκτονα έπρεπε η εταιρεία μας να προσανατολιστεί σε ποιον απευθύνεται για την πώληση. Η κατασκευή έγινε με τα πιο σύγχρονα υλικά και ανάλογες εγκαταστάσεις. Επομένως η μεταλλική επένδυση με τιτανιούχο ψευδάργυρο είναι ένα επιπλέον πλεονέκτημα του σπιτιού με την έννοια ότι του δίνει μεγαλύτερη αξία.»
Γιατί όμως σε αυτό το υλικό; Γιατί δεν επιλέξατε ένα άλλο παρόμοιας αξίας; Ένα ακριβό μάρμαρο;
Ο αρχιτέκτονας, ο Κωνσταντής Κίζης, μας έπεισε για την καλαισθησία που αναδεικνύει το σπίτι με αυτήν την επένδυση και φαίνεται ότι είχε δίκιο.
Είχατε παραστάσεις από τέτοιου είδους επενδύσεις;
Είχα δει το δικαστικό μέγαρο Τρικάλων. Όταν μου το πρότεινε ο Κίζης το δέχτηκα αμέσως, κυρίως λόγω της υπεραξίας που θα έδινε στην κατοικία και κατ’ επέκταση στην πώληση. Προσδοκούσαμε σε έναν καλύτερο και πιο εντυπωσιακό σχεδιασμό και δείξαμε εμπιστοσύνη στον αρχιτέκτονά μας. Πάντως γενικώς δεν ήταν μέσα στις προσωπικές μου παραστάσεις.
Με τι ασχολείστε;
Είμαστε η πρώτη εταιρεία που ασχολήθηκε στην Ελλάδα με το τσάι και την κουλτούρα του. Είμαστε ο Οίκος Τσαγιού Madras. Ξεκινήσαμε το 1974. Αγοράζουμε την πρώτη ύλη από 14 χώρες. Στην Ελλάδα δεν υπάρχει τσάι. Δεν το επιτρέπουν οι κλιματολογικές συνθήκες. Το τσάι βγαίνει από το τεϊόδεντρο. Δεν είναι αυτό που εμείς λέμε κατ’ ευφημισμό, το τσάι του βουνού. Δεν είναι αρωματικό φυτό. Είναι η κινέζικη καμέλια. Ζυμώνεται σαν το κρασί. Το 70% του πλανήτη πίνει τσάι και όχι καφέ.
Πού ευδοκιμεί;
Στην Άπω Ανατολή κυρίως, και στην κεντρική και νότια Αφρική. Στην νότια Αμερική η ποιότητα είναι χαμηλή. Κάνουμε τη δουλειά αυτή 50 χρόνια. Συσκευάζουμε και εξάγουμε προϊόντα τσαγιού κάτω από τα δικά μας σήματα, αλλά και κάτω από ιδιωτική ετικέτα των πελατών μας. Τα χρόνια πέρασαν και αποφάσισα ν’ αφήσω χώρο στη διάδοχο κατάσταση και να ελαττώσω σημαντικά τις ώρες εργασίας μου. Εδώ στους Θρακομακεδόνες, στην ηρεμία του τοπίου, θ’ ασχοληθώ με όσα στερήθηκα κατά κάποιο τρόπο τα προηγούμενα χρόνια, το διάβασμα, το περπάτημα, τη συντροφιά των φίλων…. υπό την προστασία ενός σύγχρονου υλικού που όμως τοποθετείται εδώ και δύο αιώνες.
Ακολουθεί η συνέντευξη με τον αρχιτέκτονα Κωνσταντή Κίζη, ο οποίος διευθύνει το Γραφείο Κίζη ΑΕ, βραβευμένο γραφείο που διανύει την πέμπτη δεκαετία συνεχούς παρουσίας στην Ελλάδα, με έργο εστιασμένο σε κτίρια πολιτισμού, δημόσιους χώρους και επαναχρήσεις. Μεταξύ των πρόσφατων και τρεχόντων έργων περιλαμβάνονται η αναδιαμόρφωση του παλαιού ΓΣΠ σε πάρκο - πλατεία στο κέντρο της Λευκωσίας, το Μουσείο Μαστίχας Χίου, το Μουσείο Αργυροτεχνίας Ιωαννίνων και το Μουσείο της Αργούς στον Βόλο. Ο Κωνσταντής Κίζης είναι Αναπληρωτής Καθηγητής ΕΜΠ, κάτοχος Διδακτορικού (Architectural Association), MSc σε Advanced Architectural Design (Columbia University) και Διπλώματος Αρχιτέκτονος Μηχανικού (ΕΜΠ, μετ’ επαίνου).
Γιατί διαλέξατε το zinc; Δεν είναι συνηθισμένο.
Στην Ελλάδα έχουμε επαναπαυτεί σε τρέχουσες λύσεις. Τούβλο, σοβάς. Τώρα είναι η θερμοπρόσοψη.
Το κάνετε για να «ξεχωρίσετε»;
Σίγουρα είναι και αυτό. Όταν καλείσαι να σχεδιάσεις ένα κτίριο, έχει μία ογκοπλαστική διάσταση και αυτή δεν χρειάζεται να αποδοθεί με ένα υλικό. Μπορεί να θέλεις ένα έντονο κοντράστ και όχι μόνο χρωματικό. Δεν έχουμε μόνο οπτική αίσθηση. Μας απασχολούν πολύ και οι απτικές εκδοχές της αρχιτεκτονικής.
Ο κύριος λόγος, λοιπόν, είναι αισθητικός, όχι λειτουργικός, όχι δομικός.
Δεν είναι λειτουργικός. Ούτε δομικός. Ναι είναι οι αισθήσεις το κύριο κριτήριο.
Τα στοιχεία του κτιρίου που επενδύετε ονομάζονταν Έρκερ.
Ναι, πράγματι. Έχουν περάσει και στη νομοθεσία πλέον. Νομίζω είναι γερμανικός όρος. Στην Ελλάδα έρχεται ως στοιχείο αρχιτεκτονικής του bauhaus, στις αρχές του 20ού αιώνα. Στο κέντρο της Αθήνας έχουμε πολλά δείγματα τέτοιας αρχιτεκτονικής. Αυτοί, λοιπόν, οι κλειστοί εξώστες κυβιστικής αισθητικής που προεξέχουν από την όψη του κτιρίου, δίνουν μία λύση αερισμού και φωτισμού, όπως τα «ξεπεταχτά» της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής, αλλά και μια αίσθηση του δρόμου όπως γέρνεις το κεφάλι σου έξω από αυτά και είσαι πάνω από τον δρόμο, πιο έξω από την οικοδομική γραμμή.
Στην οθωμανική αρχιτεκτονική το «χαγιάτι» είναι ένα αντίστοιχο στοιχείο;
Ναι. Δεν έχουν σχέση, αλλά τα βλέπουμε και τα δύο στην πόλη. Ξεκίνησε σαν ημιϋπαίθριος χώρος, καλυμμένος. Ένα καλό παράδειγμα είναι το κτίριο των Μπενιζέλων στην οδό Αδριανού 96. Προεπαναστατικό κτίριο, ένα οθωμανικό κτίριο, έχει αποκατασταθεί με το χαγιάτι ανοιχτό. Το κτίριο όπως σώθηκε στα δικά μας χρόνια, μετά από μετασκευές που είχε υποστεί, είχε ένα κλειστό χαγιάτι που είναι η κλασική περίπτωση της Πλάκας. Στη βόρεια Ελλάδα, εκτός από το χαγιάτι υπάρχουν τα «ξεπεταχτά» που βγαίνουν σαν κιόσκια. Το έρκερ είναι ένα μοντέρνο στοιχείο της δεκαετίας του 1930 και είναι μέρος του αστικού χώρου, στο σαλόνι. Τα χαγιάτια έρχονται σε συνδυασμό με το περιμετρικό μεντέρι, το χαμηλό κάθισμα. Οι άνθρωποι κάθονται χαμηλά και πολλές ώρες. Στο έρκερ κάθονται σε καρέκλες και πηγαινοέρχονται.
Έχουμε έναν πολιτισμό εγρήγορσης…
Ναι, σίγουρα δυτικής προέλευσης. Μορφολογικά είναι συγγενικές, αλλά δεν απευθύνονται στις ίδιες νοοτροπίες.
Τι σκεφτόσασταν όταν σχεδιάζατε το σπίτι του κ. Παπατζιάλα;
Δεν σκεφτόμουν ένα χώρο που απευθύνεται στο καθιστικό. Κυρίως ήταν ζητούμενο να εξαντλήσουμε το συντελεστή δόμησης. Εδώ έρχεται η επιστροφή του έρκερ. Με τον τελευταίο οικοδομικό κανονισμό επανέρχονται ως μία επιπλέον επιφάνεια δομήσεως. Με λίγα λόγια κερδίζεις τετραγωνικά. Τη μεταλλική επένδυση την επιλέγουμε για να διακρίνουμε τις μορφές του κτιρίου. Ειδικώς με τις συναρμογές αναδιπλώσεων. Έχουμε ένα αποτέλεσμα αισθητικό, απτικό και κατασκευαστικό που είναι καθαρό και πλαστικό. Οι αντίστοιχες επενδύσεις αλουμινίου και alucobond έχουν ένα τόσο τέλειο φινίρισμα που θυμίζει ποιότητα κατασκευής αυτοκινήτου και όχι σπιτιού. Η τεχνική του standing seam δεν έρχεται σαν φόρμα να φορεθεί στο κτίριο. Έρχεται να καλύψει μία κατασκευή και όχι να την κρύψει όπως κάνουν οι τυποποιημένες μεταλλικές επενδύσεις που οδηγούνται από τον τρόπο της στηρίξεώς τους. Το standing seam ακολουθεί το σώμα του κτιρίου, δεν του επιβάλλεται. Θέλαμε να μπορεί κάποιος να διαβάζει και την κατασκευή που προστατεύει, τρόπον τινά, η επένδυση.