- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Κώστας Τσιαμπάος: Τι είναι στέγη;
«Η στέγη είναι συνδεδεμένη με το παραδοσιακό, το χωριάτικο, το οικείο, το “ζεστό”, την προστασία»
Ο Κώστας Τσιαμπάος αναλύει τις διαφορές στέγης και δώματος καθώς και την ηθική τους σημασία
Κάθε κτίσμα στεγάζεται. Είτε από ταράτσα ή δώμα, είτε από στέγη. Δηλαδή, είτε από μία επίπεδη επιφάνεια όπου η βροχή απορρέει μέσω υδρορροών, είτε από στέγη όπου η βροχή απορρέει φυσικά. Οι κλίσεις του δαπέδου της ταράτσας σχεδιάζονται με έναν πολύπλοκο, λεπτό, αλλά αφανή από τον περαστικό, τρόπο. Στην στέγη, οι κλίσεις διαμορφώνουν την μορφή και είναι ουσιώδες χαρακτηριστικό. Της προσδίδουν την ονομασία που καθορίζει το ίδιο το κτίσμα: Μονόριχτη, Δίρριχτη, τρίριχτη, τετράριχτη, με σοφίτα. Με μια ματιά από τον δρόμο εντοπίζεις το κτίσμα. Γι’αυτό οι στέγες είναι λιγότερο μυστηριώδεις ως προς την περιγραφή τους, αλλά περισσότερο εκκεντρικές ως προς το περιεχόμενό τους. Αντιθέτως τα δώματα ή ταράτσες διακρίνονται από την ανωνυμία και της εμφανίσεως και της εσωτερικής τους ζωής. Τα δεύτερα στεγάζουν, κυρίως, πολυκατοικίες ή μοντέρνες κατοικίες, οι πρώτες μονοκατοικίες και κτίσματα πιο προσωπικά.
Ίσως η πρώτη ζωγραφιά ενός παιδιού είναι ένα σπίτι με στέγη. Σίγουρα η πρώτη εργασία ενός έλληνα φοιτητή της αρχιτεκτονικής είναι μία οικία με δώμα. Ο μοντέρνος κόσμος της δυτικής Ευρώπης, που αποτέλεσε, αδιαμφισβήτητα, την αιχμή του παγκοσμίου πολιτισμού καθώς και η αμερικανική του εκδοχή, αναγκασμένος να λύσει τα προβλήματα της συσσωρεύσεως του πληθυσμού στις πόλεις -αποτέλεσμα της βιομηχανικής επαναστάσεως και του τεχνολογικού της πλαισίου- και βασιζόμενος σε προκατασκευασμένα στοιχεία του οπλισμένου σκυροδέματος έκτισε εργατικές κατοικίες με ταράτσες. Κουτιά από μπετόν. Απολύτως λειτουργικές κατοικίες σε απλές γραμμές που είχαν ως σκοπό τους την εύκολη επίλυση των καθημερινών ανθρωπίνων αναγκών σε συνδυασμό τον μεγαλύτερο δυνατό ελεύθερο χρόνο. Καλό είναι το απλό. Η αισθητική ηθική διευρύνει την παρουσία της στην αρχιτεκτονική. Το απλό είναι καλό.
Τι είναι η στέγη;
Για κάποιους ήταν και είναι η απαρχή της αρχιτεκτονικής. Σαν τη γνωστή στους αρχιτέκτονες θεωρία περί «πρωταρχικής καλύβας» του Marc-Antoine Laugier, Γάλλου Ιησουίτη μοναχού και θεωρητικού της αρχιτεκτονικής του 18ου αιώνα. Σύμφωνα με αυτό το αφήγημα τέσσερις όρθιοι κορμοί, κομμένοι από το δάσος, που στηρίζουν μια απλή ξύλινη στέγη από μικρότερους κορμούς και κλαδιά είναι η πρώτη, η πιο απλή, η πλέον στοιχειώδης αρχιτεκτονική.
Γιατί η στέγη έχει κλίση;
Είναι ένας απλός τρόπος στήριξης που βασίζεται στο άκαμπτο τρίγωνο. Το τρίγωνο της στέγης, με γωνία περίπου 30ο, επιτρέπει επίσης στα νερά και τα χιόνια που λιώνουν να κυλούν προς τα κάτω. Και όταν είναι αρκετά ευρύ μπορεί να αφήνει χώρο από κάτω του. Γενικώς, η παγκόσμια αρχιτεκτονική είναι κυρίως στέγες.
Τι άλλου τύπου στεγάσεις υπήρχαν;
Τα δώματα, στη Μεσόγειο και περιοχές της Ανατολής και της Κεντρικής Αμερικής, ειδικά σε περιοχές όπου το κλίμα δεν ευνοούσε την ύπαρξη δέντρων, άρα και ξυλείας.
Τα δώματα δεν είναι από οπλισμένο σκυρόδεμα, μπετόν;
Στην Ελλάδα οι πρώτες κατασκευές από οπλισμένο σκυρόδεμα, όπως το μέγαρο Αφεντούλη (Σταδίου και Κολοκοτρώνη) χρονολογούνται στις αρχές του 20ού αιώνα. Λίγο νωρίτερα, στον υπόλοιπο προηγμένο κόσμο.
Με τι υλικά κατασκευάζονταν τα παραδοσιακά δώματα;
Ακατέργαστη ξυλεία που συμπληρωνόταν από μικρότερα ξύλα, καλάμια, φύλλα, πατημένο χώμα κ.ά. ανάλογα με την περιοχή.
Τα κτίρια των πόλεων πώς κατασκευάζονται;
Κατά κανόνα με στέγες. Από την αρχαιότητα μέχρι τον 20ό αιώνα. Στην Ελλάδα μετά το 1930, και κυρίως μετά το 1950, αρχίζουν να αντικαθίστανται οι παλαιότερες κατασκευές με καινούργιες από μπετόν, οπότε εδραιώνονται και τα δώματα. Οι φορείς της παλιάς στέγης, τα δομικά στοιχεία της, ήταν μεταλλικά, ή ξύλινα σε μεγαλύτερες κατασκευές. Κανένα από τα δύο δεν ήταν οικονομικά για τους Έλληνες. Οπότε το οπλισμένο σκυρόδεμα, το μπετόν, έμοιαζε να είναι η καλύτερη λύση.
Δηλαδή δεν ήταν αισθητικοί λόγοι, επιρροές από την μοντέρνα αρχιτεκτονική που δεσπόζει τον 20ό αιώνα.
Δεν νομίζω ότι είναι αισθητικός ο λόγος. Εξάλλου συνεχίζονται να κατασκευάζονται κτίρια με στέγες στην Ευρώπη όπου η ξυλεία υπάρχει σε αφθονία. Θα έλεγε κανείς ότι στην Ελλάδα η μόδα του λειτουργισμού και το λεγόμενο στυλ Bauhaus συναντάει την οικονομική δυστοκία της χώρας και τη ροπή για άμεσες και εύκολες λύσεις. Η μοντέρνα αρχιτεκτονική γίνεται καταρχάς μια βολική αρχιτεκτονική. Πάντως, ακόμα και σήμερα η στέγη είναι πιο ασφαλής σε ό,τι αφορά τη στεγάνωση από τη βροχή. Το δώμα χρειάζεται άψογη οικοδομική για να μην έχει προβλήματα υδατοπροστασίας και αυτό δεν είναι ο κανόνας.
Έχω την εντύπωση ότι συμβαίνει το αντίθετο στις πεποιθήσεις των ανθρώπων. Νομίζουν ότι η στέγη θέλει πιο συστηματική συντήρηση από το δώμα.
Πράγματι. Οι περισσότεροι νομίζουν ότι βάζεις μία πλάκα μπετόν και ξεμπερδεύεις. Έχει ένα ενδιαφέρον ωστόσο να επισημάνουμε ότι για στις πολυκατοικίες του ‘30 τα δώματα είχαν προβληθεί ως ποιοτικοί κοινόχρηστοι χώροι, ψηλά στον ήλιο και τον καθαρό (τότε) αέρα. Στη μπλε πολυκατοικία του Αντωνόπουλου, στα Εξάρχεια, αρχιτεκτονικής Κυριακούλη Παναγιωτάκου, στο δώμα υπήρχε μία αίθουσα συγκεντρώσεων. Πέργκολες, καθιστικά, ακόμα και μικρές πισίνες δεν ήταν ασυνήθιστα στοιχεία. Τα δώματα είτε ήταν κοινόχρηστα, είτε ανήκαν στην τελευταία ιδιοκτησία της πολυκατοικίας, έδιναν την αίσθηση του καθαρού αέρα, της μακρινής θέας, της ευζωίας, της πολυτελείας.
Οι κάτοικοι του υπογείου και του ισογείου είχαν πρόσβαση στο δώμα. Υπήρχαν κοινωνικοί διαχωρισμοί σχετικά με το επίπεδο των κατοικιών;
Ναι, αντικειμενικά υπήρχε διάκριση. Υπήρχε μία διαφοροποίηση λόγω διαστρωμάτωσης ορόφων και αντίστοιχης τιμής. Βέβαια, στις μεσοπολεμικές πολυκατοικίες όλα τα διαμερίσματα είναι μεγάλα και ακριβά. Εδώ οι κοινωνικές διακρίσεις ήταν κάθετες, κυρίως, και αναφέρομαι στο υπηρετικό προσωπικό που κινούνταν σε άλλους χώρους από τους ιδιοκτήτες. Υπήρχαν δευτερεύουσες είσοδοι με τα αντίστοιχα κλιμακοστάσια και δωμάτια υπηρεσίας μικροσκοπικά που έβλεπαν «πίσω» ή και πουθενά. Αλλά η οικονομική δυνατότητα των ιδιοκτητών δεν συνδέεται με τη θέση των διαμερισμάτων.
Όμως δεν μπορείς να παραβλέψεις τη φράση «ο από κάτω» και τη βαρύτητα που έχει.
Οπωσδήποτε. Όμως αυτή η νοοτροπία επιτάθηκε μεταπολεμικά. Με την εσωτερική μετανάστευση και την έκρηξη της οικοδομικής δραστηριότητας. Η κίνηση των αυτοκινήτων και η ρύπανση επιδείνωσε μία τέτοια διάκριση. Κυρίως όμως οι εσωτερικοί οικονομικοί μετανάστες, χαμηλόμισθοι εργαζόμενοι, φοιτητές κ.α. γίνονται κάτοικοι των χαμηλών διαμερισμάτων στις τυποποιημένες νέες κατασκευές της μεταπολεμικής πόλης.
Πάντως στέγη δεν έβαλαν.
Όχι. Στέγες βλέπουμε ξανά στις κατασκευές του ’80 και του ’90 στα προάστια, που είναι μάλλον επιρροή από την ειδυλλιακή αστική αμερικανική ζωή των προαστίων. Διόνυσος, Θρακομακεδόνες, Γέρακας, Παλλήνη κ.λπ. Είναι περισσότερο μία εικασία αυτή που βασίζεται στην επιρροή του αμερικανικού κινηματογράφου και της τηλεόρασης. Το σπίτι στα προάστια θέλει να έχει στέγη και γκαζόν.
Ποια είναι τα υλικά της επιστέγασης;
Το πιο συνηθισμένο είναι το κεραμίδι. Κάποια περίοδο τα ασφαλτικά υλικά, που ήταν αρκετά οικονομικά και εύχρηστα, σπανιότερα ο χαλκός, που ανέκαθεν ήταν ένα πολύ ενδιαφέρον υλικό.
Η μεταλλική επιστέγαση, πέραν του χαλκού, είχε κάποια πέραση;
Νομίζω, όχι. Κυρίως λόγω ελλείψεως τεχνογνωσίας και οικειότητας με την εικόνα της μεταλλικής στέγης. Ο χαλκός χρησιμοποιήθηκε σε κτήρια του 19ου και 20ού αιώνα, όπως π.χ. εκκλησίες, αλλά περιορισμένα. Παρόλο που έχουμε σημαντική βιομηχανία διέλασης μετάλλου. Χαλκού και τιτανιούχου ψευδαργύρου.
Η εγκιβωτισμένη στέγη, ένα υβρίδιο επιστεγάσεως, που έχει δομικό στοιχείο το μπετόν και υγρομόνωση μεταλλική;
Γενικά στους αρχιτέκτονες δεν αρέσει η στέγη. Τη θεωρούν συντηρητική, όχι αρκετά «αρχιτεκτονική». Στα φοιτητικά θέματα σπάνια βλέπεις προτάσεις κτιρίων με στέγη. Πολλοί καθηγητές αρχιτεκτονικού σχεδιασμού τη θεωρούν (έστω υποσυνείδητα) μια ξεπερασμένη, παραδοσιακή λύση τη στέγη και δεν την προτείνουν εκτός περιπτώσεων μορφολογικής ένταξης, παραδοσιακής αρχιτεκτονικής κ.ο.κ.
Παρόλο που αγαπάμε το παραδοσιακό.
Ίσως… αν και δεν είμαι σίγουρος τι εννοούμε όταν λέμε «αγαπάμε το παραδοσιακό».
Σημαίνει ότι οι αγαπημένες μας ταινίες είναι οι ταινίες του ’60. Εκεί βρίσκουμε τρόπον τινά τον εαυτό μας. Και στο πανηγύρι του χωριού μας. Το λαϊκό στοιχείο είναι έντονο.
Πιστεύω ότι δεν είμαστε αρκετά ώριμοι για να συνδιαλλαγούμε με αυτή την ανακουφιστική παράδοση. Δεν έχουμε τη θέληση να σταθούμε κοντά της με έναν τρόπο πραγματικά καινοτόμο. Συνήθως αφήνουμε τα πράγματα ως έχουν ή αντιγράφουμε το παλιό για ευκολία. Δεν έχουμε αναστοχαστεί αρκετά για να δούμε τί θα κάνουμε με την παράδοση που να είναι σύγχρονο. Δεν έχω καλύτερη εξήγηση. Μπορώ μόνο να εντοπίσω τα αποτελέσματα, τις αρνητικές εκδοχές, αλλά δεν έχω εξήγηση για τη βάση της επιλογής.
Στην Ελλάδα έχουμε στη θέση της προκατασκευής τον περιβόητο μπετατζή, οικοδομικό επάγγελμα που περιβάλλεται με ανάλογη φήμη για την ικανότητα που χρειάζεται.
Ναι, ενώ στην Ευρώπη το δώμα ήρθε μαζί με τη λογική της βαριάς προκατασκευής. Προκατασκευής πλακών και τοιχωμάτων από οπλισμένο σκυρόδεμα που έδιναν γρήγορη και οικονομική λύση στην ανέγερση εργατικών κατοικιών, μαζικά. Ο Walter Gropius (1883-1969) σχεδίασε έτσι μια ολόκληρη πόλη για τους βιομηχανικούς εργάτες της Siemens. Παρομοίως, οι περισσότερες πόλεις-δορυφόροι στη δεκαετία ’50 και ’60, στη Γαλλία, την Αγγλία και αλλού αναπτύχθηκαν μέσω της προκατασκευής. Όλα αυτά, φυσικά, προϋποθέτουν βαριά βιομηχανία και αυστηρές και συντονισμένες διαδικασίες παραγωγής. Στην Ελλάδα έχουμε μείνει ακόμα στο χειροποίητο. Μπορεί οι εργατικές πολυκατοικίες της λεωφόρου Αλεξάνδρας να έμοιαζαν μορφολογικά με τις πολυκατοικίες της Siemensstadt όμως το δομικό σύστημα είναι πέτρινοι τοίχοι με πλάκες μπετόν. Η απουσία βιομηχανίας και το έλλειμμα τεχνογνωσίας -συνθήκη που ισχύει ακόμα στην οικοδομή, συνολικά- έκανε λοιπόν λογικότερη και φθηνότερη τη χειροποίητη τεχνική της πέτρας. Τα εργατικά χέρια ήταν άλλωστε φθηνά. Γι’ αυτό και πολλά μοντέρνα σχολεία του ’30 είναι πέτρινα αν και το επίχρισμα δεν φανερώνει την πέτρινη κατασκευή τους. Η μορφή ακολουθεί τη μοντέρνα αισθητική τη στιγμή που η, πρακτικά αφανής, κατασκευή είναι παραδοσιακή.
Αντιγράψαμε παραδοσιακά.
Ναι, γενικότερα, είναι πολύ ενδιαφέρουσα η αντίστιξη μιας δομής που εξωτερικά μοιάζει σύγχρονη, αστική, και εσωτερικά (δομικά) είναι παραδοσιακή, σχεδόν προνεωτερική. Οι πρώτες κατασκευές από μπετόν π.χ. διατήρησαν τη μορφολογία των κτιρίων του 19ου αιώνα. Παρέπεμπαν σε πέτρινα ή τούβλινα κτίρια ενώ η δομή ήταν από οπλισμένο σκυρόδεμα. Διατηρούσαν τα εξωτερικά στοιχεία της όψης και τις στενές διαστάσεις των παραθύρων καθώς και τα αντίστοιχα διακοσμητικά. Μόνο τα μεγάλα ανοίγματα του ισογείου σε έκαναν να υποψιάζεσαι ότι κάτι διαφορετικό έχει γίνει.
Τα διακοσμητικά των όψεων, οι σκοτίες για να παράδειγμα, σε τι αποσκοπούν;
Εξαρτάται. Στην καλύτερη περίπτωση είναι αποτέλεσμα καλής οικοδομικής. Ο αρχιτέκτονας επιδιώκει να διασκεδάσει τις ατέλειες και τα όρια κατά τη συναρμογή διαφορετικών υλικών ή να ελέγξει τις διαφορετικές συμπεριφορές των υλικών (π.χ. τα αποτελέσματα των συστολοδιαστολών). Και μαζί με αυτό τονίζει τις αναλογίες, δίνει ρυθμό και μέτρο. Στη χειρότερη περίπτωση αφορά μια εύκολη διακοσμητική μανιέρα, πολλές φορές υλοποιημένη με υλικά και μορφές τυποποιημένες. Εξαρτάται και από την εποχή. Το «αρτιφισιέλ» του μεσοπολέμου, για παράδειγμα, ως τελικό επίχρισμα κτιρίου, ήταν καλά επεξεργασμένο, με εξαιρετικές ιδιότητες και άριστη αντοχή στον χρόνο. Δυστυχώς, κατά την ανακαίνιση το το επιπεδώνουν και το βάφουν καταστρέφοντάς το.
Πώς επηρεάζει την ψυχολογία του κατοίκου το δώμα σε σχέση με την στέγη;
Δεν έχω ζήσει ικανά διαστήματα σε κτίρια με εμφανή στέγη για να σκεφτώ τις διαφορές με τη διαμονή κάτω από δώμα. Πάντως, η εμφανής στέγη είναι σπάνια. Συνήθως ο κάτοικος στην καθημερινότητά του, έβλεπε ένα ταβάνι, ξύλινο ή γύψινο ανεξαρτήτως της στεγάσεως του κτιρίου. Εξωτερικά, επίσης, δεν την πολυέβλεπες λόγω προοπτικής αλλά και γιατί η στέγη καλυπτόταν συχνά από στοιχεία της όψης που κάλυπταν το τελείωμά της. Το ενδιαφέρον πάντως είναι ότι ακόμα οι κάτοικοι/εργοδότες έχουν άποψη στην τελική επιλογή για στέγη ή δώμα. Η στέγη είναι συνδεδεμένη με το παραδοσιακό, το χωριάτικο, το οικείο, το «ζεστό», την προστασία. Εδώ προστίθεται και η επιρροή από την αμερικανική μονοκατοικία την οποία προανέφερα. Ή η εμπειρία της σοφίτας, που συνδέεται άμεσα με τη στέγη. Ο κινηματογράφος και η τηλεόραση έχουν επηρεάσει σημαντικά τέτοιες επιλογές.
Ως παιδική ανάμνηση από τα Εξάρχεια, έχω ένα είδος νυχτερινής καλοκαιρινής συγκεντρώσεως κατοίκων στην ταράτσα της πολυκατοικίας. Απλώς καθόμαστε και χαζεύαμε την πόλη.
Και εγώ θυμάμαι, από τη δεκαετία του ’80, το σπίτι του παππού μου στη Ριζούπολη, που κάποια καλοκαιρινά βράδια κοιμόμασταν στην ταράτσα. Στις μέρες μας αυτό δεν συμβαίνει πια. Η βεράντα είναι το τελευταίο εξωτερικό μέρος διαβίωσης της πολυκατοικίας. Η ταράτσα και ο ακάλυπτος δεν έχουν καμιά χρήση αν και, θεωρητικά, στις αρχιτεκτονικές Σχολές, το θέμα ταράτσα και ακάλυπτος είναι προσφιλές. Ο Le Corbusier είχε φτιάξει ένα σουρεαλιστικό σκηνικό καθιστικού με τζάκι στην ταράτσα του σπιτιού ενός δανδή του Παρισιού, του Carlos de Beistegui. Είχε σηκώσει έναν τοίχο και έβλεπες μόνο μερικά μνημεία της πόλεως. Σαν να ήταν μια ξεσκέπαστη κατοικία. Πίστευε πολύ στο δώμα ο Le Corbusier, ο οποίος άσκησε τεράστια επιρροή στους Έλληνες αρχιτέκτονες του 20ού αιώνα. Από το ’40 και μετά, οι περισσότεροι Έλληνες δάσκαλοι της αρχιτεκτονικής είναι με τον ένα ή τον άλλο τρόπο κορμπουζιανοί. Αλλά και αυτές οι επιρροές είναι κάπως σχετικές. Γι’ αυτό, ίσως, έχουμε εκατοντάδες ταράτσες στην Αθήνα, χωρίς χρήση.
Για ποιο λόγο;
Ίσως επειδή είναι κοινόχρηστοι χώροι. Ένα είδος δημόσιου χώρου, δηλαδή. Υπάρχει μία αμηχανία στη χρήση του δημοσίου χώρου, εν γένει. Ο Δημήτρης Αντωνακάκης ανέκαθεν προωθούσε την ιδέα οι ακάλυπτοι να ανήκουν στα διαμερίσματα του ισογείου και του πρώτου ορόφου, να μην είναι κοινόχρηστοι. Θεωρούσε ότι με το να ανήκουν σε κάποιον, αντί σε όλους, θα αποκτήσουν ζωή και χρήση. Μάλλον δεν έχει άδικο…