- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Πλατεία Ελευθερίας: «The Nicosia Effect»
Πώς ένα σύνθετο και πολυδάπανο έργο που βγήκε εντελώς εκτός χρονοδιαγραμμάτων φιλοδοξεί να αλλάξει το μέλλον της κυπριακής πρωτεύουσας
Πλατεία Ελευθερίας: Ολοκληρώθηκε η πλατεία που σχεδίασε η Ζάχα Χαντίντ και ενώνει τη μεσαιωνική πόλη της Λευκωσίας με το πιο σύγχρονο κέντρο της.
Θυμάμαι, δεκατρία χρόνια πριν, περίπου τέτοιο καιρό, σε ένα από τα πρώτα ρεπορτάζ μου στην εφημερίδα, να συνομιλώ με την τότε δήμαρχο και τον τότε διευθυντή του Τμήματος Αρχαιοτήτων για τα αρχαία που βρέθηκαν μόλις ξεκίνησαν οι εργασίες για την ανάπλαση της πλατείας Ελευθερίας, στο κέντρο της Λευκωσίας. Τα ευρήματα στον προμαχώνα Νταβίλα των εμβληματικών ενετικών τειχών της κυπριακής πρωτεύουσας ήταν σημαντικά και έθεταν εν αμφιβόλω τον μεγαλεπήβολα μοντέρνο σχεδιασμό της Ζάχα Χαντίντ για τη νέα πλατεία, που ενώνει τη μεσαιωνική πόλη με το πιο σύγχρονο κέντρο της.
Κι όμως, όταν το 2005, ο Δήμος Λευκωσίας ανέθετε τον σχεδιασμό της νέας πλατείας στην ομάδα της παγκοσμίως γνωστής Ιρακινής αρχιτέκτονα, τίποτα δεν προμήνυε ότι θα άλλαζαν τρεις δήμαρχοι κι άλλοι τόσοι διευθυντές του Τμήματος Αρχαιοτήτων μέχρις ότου το κοινό περπατήσει τελικά στην δύο επιπέδων πλατεία που αντικατέστησε μια πεζογέφυρα που υπήρχε εκεί για δεκαετίες, με δύο γραφικά περίπτερα και μια πιάτσα ταξί να σηματοδοτούν το κέντρο της πόλης, πλάι στο τότε δημαρχείο. Φωνές υπήρχαν εξαρχής – πού κολλούσαν τόσες καμπύλες και τέτοιες κλίμακες πάνω στα χαμηλά κτίσματα και την πουρόπετρα των τειχών, τι θα γινόταν τόσο τσιμέντο σε μια πόλη που τα καλοκαίρια ψήνεται ανελλιπώς κάθε μέρα στους 40+ βαθμούς μέχρι να δύσει ο ήλιος;
Στη μιάμιση δεκαετία που μεσολάβησε για να ολοκληρωθεί, η πλατεία Ελευθερίας της Λευκωσίας, που μόλις την περασμένη Παρασκευή εγκαινιάστηκε επίσημα και παραδόθηκε εξ ολοκλήρου στο κοινό (απέμειναν μόνο τα καφέ στην κάτω πλάτσα να ανοίξουν, αν και το μεγαλύτερο μέρος άνοιξε από τις αρχές του χρόνου), είχε καταντήσει συνώνυμο του «μετρό Θεσσαλονίκης» για τους Λευκωσιάτες, που ήδη ταλαιπωρούνταν από τα πολεοδομικά και κυκλοφοριακά αδιέξοδα μιας μοιρασμένης στα δύο πόλης.
Οι σχεδιαστές του έργου που εκτείνεται σε μια συνολική κλίμακα 42.500 τ.μ, κάνουν λόγο για μια «δραματική και ιστορικά σημαντική παρέμβαση, μια προσπάθεια να επανενωθούν τα βαριά οχυρωμένα ενετικά τείχη της παλιάς πόλης με τη μοντέρνα Λευκωσία, σαν ένας καταλύτης που θα ενοποιήσει την τελευταία μοιρασμένη πρωτεύουσα της Ευρώπης». Η ομάδα της Ζάχα Χαντίντ –που η μοίρα το ‘φερε να φύγει από τη ζωή ξαφνικά πολύ προτού το αμφιλεγόμενο τότε έργο της αποκτήσει ουσιαστική μορφή- είδε την τάφρο που περιβάλλει τα τείχη σαν μια δυνητική πράσινη ζώνη, ένα περιδέραιο που μπορεί να γίνει το κύριο πάρκο της πόλης, χάρη στους ξεχωριστούς και ποικίλους χώρους που προσφέρει στο κοινό και το παιχνίδι που θα έφτιαχναν σε αυτό οι καμπύλες που πρότειναν.
Το έργο της μεταμόρφωσης του άλλοτε μπαζωμένου ανοίγματος των τειχών, που φιλοξένησε κατά καιρούς όλες τις μεγάλες συγκεντρώσεις και εορτασμούς της Λευκωσίας, σε μία μαζική παρέμβαση στο αστικό τοπίο κάθε άλλο παρά εύκολο υπήρξε, καθώς όλα αυτά τα χρόνια συναντούσε μια σειρά από αντικειμενικά και υποκειμενικά εμπόδια: ο εντοπισμός των αρχαίων ευρημάτων ήταν η πρώτη αιτία καθυστέρησης. Όταν το ζήτημα επιλύθηκε, προέκυψαν σοβαρές διαφορές ανάμεσα στον εργολάβο και τον Δήμο, που οδηγούσαν σε διαρκείς αμφισβητήσεις και απαιτήσεις που επιβράδυναν περαιτέρω τα έργα. Ο Δήμος Λευκωσίας τελικώς επαναπροκήρυξε τις προσφορές, μια διαδικασία που αναπόφευκτα πήρε το έργο κι άλλο πίσω, ενώ ακόμη κι όταν ανέλαβε άλλος εργολάβος, κάθε άλλο παρά εύκολη ήταν η δουλειά του, αφού αναδύθηκαν οι αντικειμενικές δυσκολίες και τεχνικές απαιτήσεις του αρχικού σχεδιασμού, από τον οποίο οι αρχιτέκτονες δεν ήθελαν να ξεφύγουν.
Αν και η όλη διαδικασία, που κράτησε ένα μεγάλο μέρος του κέντρου της πόλης κλειστό για χρόνια, αναπόφευκτα ταλαιπώρησε τους πολίτες, εντούτοις, όσοι αντιλαμβάνονταν στοιχειωδώς τις τεχνικές λεπτομέρειες αναγνώριζαν πως κάθε μικρό βήμα της ανάπλασης απαιτούσε ένα μακρύ διάστημα προεργασίας.
Σε ένα άρθρο του σε ανύποπτο χρόνο (13/12/2017) στην Καθημερινή της Κύπρου, τον καιρό που η πλατεία Ελευθερίας αποτελούσε το καλύτερο ανέκδοτο των υπολοίπων σε βάρος των κατοίκων της πρωτεύουσας, ο σύμβουλος – εγκεκριμένος εκτιμητής ακίνητης περιουσίας Ανδρέας Ανδρέου έκανε λόγο για «σταρχιτεκτονισμό» (σταρ αρχιτεκτονική) και απαριθμούσε τις δυσκολίες που αυτή συνεπαγόταν: «Ο Σταρχιτέκτων οδηγείται κυρίως από τη δίψα του να αναδειχθεί περίτρανα η έμπνευσή του. Ελάχιστα ή καθόλου θα ασχοληθεί με τεχνικές λεπτομέρειες πρακτικής εφαρμογής, λειτουργικότητας, εκτέλεσης εντός προκαθορισμένου οικονομικού πλαισίου, ακόμα και χρόνου παράδοσης (…). Εμείς καλώς ή κακώς επιλέξαμε την Ζάχα Χαντίντ, την πρώτη γυναίκα με Prietzker Prize». Κόντρα στο ρεύμα της εποχής, ο αρθρογράφος εξηγούσε τότε ότι οι πολλές διπλής καμπυλότητας επιφάνειες του έργου απαιτούσαν χρόνο μέχρι να κατασκευαστούν τα καλούπια τους, ότι σχεδόν για κάθε σημείο χρειάζονταν μήνες προγραμματισμού μέχρι και την τοποθέτησή του στον χώρο ώστε να ελαχιστοποιηθεί η πιθανότητα αστοχίας και, κυρίως, ότι όλα τα υλικά έπρεπε να κατασκευαστούν για αυτό ειδικά το έργο, ακόμη κι αν απαιτούταν να παραγγελθούν από το εξωτερικό, όπως το ισπανικό λευκό τσιμέντο, το μάρμαρο Θάσου στα στηθαία κ.ά. Ο αρθρογράφος, αν και έπεσε τότε αισθητά έξω στην πρόβλεψή του για σύντομη ολοκλήρωση του έργου (πήρε άλλα τρία χρόνια), έκανε λόγο για την ευκαιρία της Λευκωσίας να αποκτήσει το δικό της ζωντανό μουσείο, ένα τοπικό «Bilbao Effect».
Δεκαπέντε χρόνια μετά την ανάθεσή της στο γραφείο της εμβληματικής αρχιτέκτονα, η πλατεία Ελευθερίας της Λευκωσίας έχει πλέον ανοίξει για το κοινό. Πρόκειται για έναν μοντέρνο χώρο που πράγματι ενώνει το χθες με το σήμερα της πόλης, που σε πρώτο επίπεδο προσφέρει, από το γνώριμο ύψος του δρόμου, μια θέα από ψηλά στα τείχη και σε δεύτερο, κατώτερο επίπεδο, μια περιδιάβαση σε αυτά, μέσα από στοιχεία πρασίνου, νερού, τέχνης και με έναν φωτισμό που επιτέλους αναδεικνύει τα τείχη που εμπνεύστηκε πριν από τεσσερισήμισι αιώνες ο Σαβορνιάνο. Ο κόσμος που την επισκέπτεται καθημερινά για μια βόλτα, αλλά και οι διακρίσεις που ήδη έχει λάβει τόσο το έργο (Architecture MasterPrize™) όσο και η πόλη («Best in Travel 2022» για το περιοδικό Lonely Planet) στον ένα χρόνο από την παράδοση της πλατείας στους πολίτες αποτελούν καλούς οιωνούς για την ενσωμάτωσή της στο αστικό τοπίο. Αν επιπλέον θα εξελιχθεί και σε ένα ζωντανό μουσείο με επίδραση αντίστοιχα καταλυτική με αυτήν που είχε το Μουσείο Guggenheim στη βασκική πρωτεύουσα, ο χρόνος θα δείξει.