Design & Αρχιτεκτονικη

Τα κτίρια της πόλης μιλάνε #6

ΝΕΟΝ

Αγγελική Νικολάρη
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Μια βόλτα στην Ομόνοια και τίποτα δε θυμίζει πια την παλιά Αθήνα. Τα 90’s, τα Υβόννη Stores, το ΜΙΝΙΟΝ, τον Λαμπρόπουλο, το ΝΕΟΝ. Όλα έχουν αντικατασταθεί από μικρά ή μεγάλα μαγαζιά. Κι αν δεν πάνε καλά οι δουλειές κλείνουν κι ανοίγουν άλλα, κι άλλα κι άλλα. Η πόλη παραμένει εκνευριστικά γρήγορη μέσα στην ακινησία της.

Η Ομόνοια είναι μια περιοχή ταραχώδης και βρώμικη, από εκείνες που οι γονείς συμβουλεύουν τα παιδιά τους να μην τη διασχίζουν μόνα τους. Λίγοι νέοι περνώντας από εκεί θα αναγνωρίσουν το κτίριο ΝΕΟΝ στο φούρνο Βενέτη και όχι απλά ένα μέρος για να πάρεις καφέ και τυρόπιτα. Οι άνθρωποι ξεχνούν και οι νέοι δεν ενδιαφέρονται πια. Πόσο μάλλον για να μάθουν για ιστορίες κτιρίων. Το καφενείο - ζαχαροπλαστείο ΝΕΟΝ όμως σηματοδοτεί την ιστορία μιας Αθήνας που έχει περάσει ανεπιστρεπτί.

n

Πρόκειται για ένα γνήσιο νεοκλασσικό που χτίστηκε το 1920 από τον Περικλή Γκόσιο και τον Γιάννη Δούκα και στεγαζόταν στην πλατεία Ομονοίας μεταξύ των οδών Πανεπιστημίου και 3ης Σεπτεμβρίου, κάτω από το ξενοδοχείο της εποχής «Κάρλτον».

Η αρχική του ονομασία ήταν το... μεγαλοϊδεατικό «Νέον Βυζάντιον» -όπως πρόσταζε και το όραμα της Μεγάλης Ελλάδας από τον Ελευθέριο Βενιζέλο- για να μετατραπεί μετά την Μικρασιατική Καταστροφή σε «ΝΕΟΝ». Ήταν στέκι της αφρόκρεμας του καλλιτεχνικού κόσμου με βασικούς θαμώνες τον Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, τον Γιάννη Ρίτσο, τον Μιχάλη Κατσαρό, τον Γιώργο Ιωάννου και τον Γιάννη Τσαρούχη.

n

n

Την περίοδο του Μεσοπολέμου, το ΝΕΟΝ αποτελεί σημείο αναφοράς διανοούμενων, ανθρώπων του θεάτρου, κοσμικών Αθηναίων και όχι μόνο. Κι όσο τα χρόνια περνούν και η Αθήνα παίρνει την όψη μια σύγχρονης μεγαλούπολης το ΝΕΟΝ την ακολουθεί. Είναι αξιοσημείωτο το πώς ένα καφενείο μετατρέπεται σε σύμβολο ολόκληρης εκείνης της εποχής, ένας χώρος ζυμώσεων, αναζητήσεων και διαμόρφωσης πνευματικών συζητήσεων. Ένω δηλαδή έτρωγες το γαλακτομπούρεκό σου ή έπινες τον καφέ σου μπορεί στο διπλανό τραπέζι να καθόταν ο Γιάννης Ρίτσος και να έγραφε. Τουρίστες, φοιτητές, νέοι, καλλιτέχνες και λίγο παραπέρα ολοήμεροι αγώνες σκακιού. Το ΝΕΟΝ χαρακτηρίστηκε ως «το λίκνον του νεοελληνικού ζατρικίου», καθώς εδώ οι μανιώδεις σκακιστές ξεκίνησαν να παίζουν σκάκι. Κι όλα αυτά κάτω από την επιβλητικότητα των νεοκλασσικών κιόνων ενός κτιρίου σπάνιας αρχιτεκτονικής ομορφιάς.

n

n

Η αρχή της κρίσης για το «ΝΕΟΝ» έρχεται στις αρχές της δεκαετίας του '90, όπου σηματοδοτείται και η αρχή της κατάρρευσης της πλατείας Ομονοίας περιορίζοντας την κίνηση στα καταστήματα της περιοχής. Το 2001 πέρασε στα χέρια της «Γρηγόρης Μικρογεύματα», ωστόσο η τάση της εποχής δεν βοήθησε την προσπάθεια των νέων διοικούντων. Τον Απρίλιο του 2009 έκανε την επανεμφάνισή του ως «Καφεστιατόριον ΝΕΟΝ», ωστόσο έναν χρόνο αργότερα ανέστειλε και πάλι τη λειτουργία του.

n

n

n

Από τον Ιανουάριο του 2014 στεγάζεται εκεί το αρτοποιείο Βενέτης στο πλαίσιο της επιχειρηματικής κίνησης «Βενέτη 1948», η οποία στεγάζει τα δημοφιλή αρτοποιεία σε εμβληματικά κτίρια του κέντρου με σκοπό την αποκατάσταση του. Ήδη σχεδιάζεται η λειτουργεία δύο ακόμη καταστημάτων στα αριστουργήματα του Τσίλερ, «Μπάγκειον» και «Μέγας Αλέξανδρος».

Είναι αλήθεια ότι τα κτίρια παίρνουν σάρκα και οστά από την εποχή και τους ανθρώπους τους. Το καφενείο ΝΕΟΝ και η εποχή που το ακολουθούσε είναι πια παρελθόν. Είναι όμως και εδώ. Κάθε φορά που μπαίνεις σε αυτό το αρτοποιείο και βλέπεις τους κίωνες να σε περιτριγυρίζουν και νιώθεις τη μεγαλοπρέπεια άλλων χρόνων. Είναι στους τοίχους, στις επιβλητικές σκάλες, στα μεγάλα φώτα, στην όμορφη διακόσμηση. Είναι λίγο πιο εκμοντερνισμένο ίσως για να συμβαδίζει με την εποχή. Είναι όμως αυτό. Το καταλαβαίνεις από τη στιγμή που αφήνεις την πόρτα πίσω σου και ακούς ένα γλυκό «Καλημέρα».

n

«Το καφενείον "Νέον" είχε, όπως και τα άλλα της πλατείας, καρέκλες και στο πεζοδρόμιο, αυτό συντελούσε ίσως στο να είναι ο χώρος περισσότερο ερωτικός, καθώς στις καρέκλες καθόντουσαν και άνθρωποι, ενδιαφερόμενοι όχι μόνο για τις δουλειές τους, αλλά και για την κίνηση. Αλλωστε, το πλήθος και ο ορυμαγδός από το τάβλι, τις συζητήσεις και τις παραγγελίες που υπήρχε μέσα είναι για σήμερα κάτι το αδιανόητο.

Οι καλομαθημένοι σε καφενεία νεαροί επαρχιώτες, οι από τις νοικοκυρεμένες μεσαίες πόλεις καταγόμενοι, δεν ήθελαν να μπούνε στην κοιλιά του κήτους, αλλά καθόντουσαν στις έξω καρέκλες ή περίμεναν εκεί γύρω όρθιοι...».

Από το βιβλίο του Γ. Ιωάννου «Ομόνοια 1980», εκδ. Κέδρος.