Design & Αρχιτεκτονικη

Αθηναϊκός μοντερνισμός: Το νήμα που κόπηκε και η τηλεόραση

Τι μπορεί να σημαίνει σήμερα η αισθητική του μοντερνισμού, σ’ αυτό το χάος που λέγεται «Αθήνα»;

Κιάρα Σουγκανίδου
ΤΕΥΧΟΣ 737
13’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Άγγελος Μπράτης και Σωτήρης Κοντιζάς συνδέθηκαν με τους αρχιτέκτονες Ιωάννη Δεσποτόπουλο & Αριστομένη Προβελέγγιο.

Δύο τηλεοπτικά ονόματα, ο Άγγελος Μπράτης και ο Σωτήρης Κοντιζάς, συνδέθηκαν πρόσφατα με δύο εμβληματικές διεθνείς προσωπικότητες του αρχιτεκτονικού μοντερνισμού, τον Ιωάννη Δεσποτόπουλο και τον Αριστομένη Προβελέγγιο. Ήταν τυχαίο; Και τι μπορεί να σημαίνει σήμερα η αισθητική του μοντερνισμού, σ’ αυτό το χάος που λέγεται «Αθήνα»;

«Είμαστε όλοι υπεύθυνοι για τα πάντα»,
- Φιόντορ Ντοστογιέφσκι (1821-1881)

Η λέξη «αφήγημα» στις μέρες μας είναι κάπως παρεξηγημένη. Συνδέεται με το ψεύτικο που ντε και καλά πάμε να του δώσουμε υπόσταση, και προκαλεί δυσπιστία. Όμως εδώ έχουμε τρία αφηγήματα που γίνονται ένα. Κι αυτό το ένα ρίχνει φως σ’ ένα μεγάλο κομμάτι της ιστορίας της Αθήνας από τα χρόνια του Όθωνα μέχρι τις μέρες μας. Δείτε πώς. 

Τον περασμένο Δεκέμβριο στα social media έγινε μεγάλη βαβούρα. Δύο αγαπημένα πρόσωπα της reality τηλεόρασης εγκαινίασαν δύο νέους επαγγελματικούς χώρους. Ο σχεδιαστής μόδας Άγγελος Μπράτης (κριτής του GNTM) άνοιξε το νέο ατελιέ του στην Αθήνα. Και το στέγασε στο πρώην αρχιτεκτονικό γραφείο του Ιωάννη Δεσποτόπουλου (1903-1992). Ο σεφ Σωτήρης Κοντιζάς (κριτής του Master Chef), μέλος της εστιατορικής ομάδας του Νolan, παρουσίασε το νέο εστιατόριο της ομάδας με την ονομασία PROVELEGGIOΣ, το οποίο στεγάζεται στο πρώτο σπίτι που έχτισε ο Αριστομένης Προβελέγγιος (1914-1999) μετά την αποφοίτησή του από το Πολυτεχνείο το 1936. Όπως ήταν επόμενο, η κάλυψη που είχαν αμφότεροι οι δύο αυτοί χώροι από τα δημοσιογραφικά μέσα ήταν μεγάλη. Συνακολούθως οι απόψεις στα κοινωνικά μέσα ήταν αμέτρητες. Άλλες τόσες ήταν και οι διανοουμενίστικου τύπου θεωρίες περί αισθητικής, αρχιτεκτονικής, μάρκετινγκ και δε συμμαζεύεται. Μπάουχαους, κεφτέδες, έρκερ, μουλάζ, Λε Κορμπυζιέ – βάλτε τα με όποια σειρά θέλετε. Ένα χάος! Σαν αυτό της σημερινής εικόνας της Αθήνας. 

Όμως τι ρόλο έπαιξε το κίνημα του μοντερνισμού στην αρχιτεκτονική της πόλης; Πώς το εξέλαβαν οι κάτοικοί της τη δεκαετία του 1930, όταν έκανε την εμφάνισή του; Μετά γιατί χάθηκε το όραμα; Πώς πνίγηκε μέσα στην «αντιπαροχή»; Και τι μπορεί να σημαίνει εκείνη η «χαμένη άνοιξη» της αθηναϊκής αρχιτεκτονικής αισθητικής για δύο νέους ανθρώπους του 2020 που ξαναπιάνουν το νήμα και το συνδέουν ο καθένας με το δικό του επαγγελματικό όραμα;

Πρώτη στάση: Άγγελος Μπράτης

Άγγελος Μπράτης ©Θανάσης Καρατζάς

Είναι κανόνας: οι δημιουργικοί άνθρωποι δεν χωρίζουν τη ζωή από τη δουλειά. Έτσι και ο Άγγελος Μπράτης, από τα τέλη της δεκαετίας του 1990 που δραστηριοποιείται στον χώρο της μόδας, ζούσε πάντα μέσα στο ατελιέ του ή το ατελιέ ήταν και το σπίτι του. Τον περασμένο Αύγουστο, όμως, ένιωσε την ανάγκη να βρει έναν νέο χώρο για να στεγάσει τη δουλειά του. Κι αυτή η ανάγκη τον οδήγησε στη συμβολή των οδών Αναπήρων Πολέμου και Σουηδίας, στο Κολωνάκι. Ένα ισόγειο σκοτεινό. Με μια μεγάλη τζαμαρία που βλέπει στο καλοποτισμένο κηπάριο της μαρμάρινης πολυκατοικίας. Και μια ταμπέλα, στιβαρή και διακριτική που γράφει: Ιωάννης Δεσποτόπουλος. 

Όταν μπήκε μέσα είδε έναν χώρο σε αποσύνθεση. Κλειστό, μάλλον από το 1992, που πέθανε ο αρχιτέκτονας. Υγρασίες παντού, νερά στο υπόγειο, σπασμένα υαλότουβλα, ξύλινες κατασκευές σε κακή κατάσταση, γραφεία, φάκελοι, έγγραφα, αρχεία… πολλοί κληρονόμοι. Όμως, πάντα υπάρχει ένα «όμως». Ο Άγγελος Μπράτης, μέσα από την εικόνα της παρακμής, είδε μια εικόνα δημιουργίας.

«Ένιωσα ότι βρίσκομαι σε έναν χώρο που έχει παγώσει στον χρόνο. Εδώ μέσα υπήρχαν κάποτε πολλοί άνθρωποι που δημιουργούσαν φοβερά πράγματα. Και ήθελα να συνεχίσει αυτό. Έπρεπε να το προστατέψω. Ένιωσα ευθύνη».

Έκλεισε τη συμφωνία επί τόπου. Αμέσως άρχισε η μεταφορά των αρχείων του Ιωάννη Δεσποτόπουλου, ο οποίος στη διαθήκη του τα έκανε δωρεά σε τρία ιδρύματα. Μετά μπήκε μπροστά η ανακαίνιση, με τον πολιτικό μηχανικό Γιώργο Γλένη. 

©Θανάσης Καρατζάς

Ο Άγγελος Μπράτης διατήρησε τα πάντα στο νέο ατελιέ του, όπως τα είχε αφήσει ο Ιωάννης
Δεσποτόπουλος. Πρόσθεσε μόνο τις κρεμάστρες με τα ρούχα, έναν καναπέ και ένα φωτιστικό.

Σήμερα, με το που μπαίνεις μέσα στον χώρο, σκέφτεσαι, «τι θα έλεγε άραγε ο αρχιτέκτονας αν έβλεπε το γραφείο του;». Όλα είναι όπως τα είχε φτιάξει ο ίδιος. Τα έπιπλα, τα φωτιστικά, οι ξύλινες ντουλάπες, τα μάρμαρα. Μοναδικές προσθήκες του νέου ενοίκου είναι οι κρεμάστρες με τα ρούχα, ένας ουδέτερος καναπές και ένα λιτό επιτραπέζιο φωτιστικό. Το θέμα είναι πως όλα, τα παλιά και τα καινούργια, δένουν μεταξύ τους. Σαν να συνδέονται από μία κοινή οπτική.

Ο Άγγελος Μπράτης έζησε πολύ στο εξωτερικό. Όπως και ο Ιωάννης Δεσποτόπουλος. Και οι δύο, ως προς την εκπαίδευση κινήθηκαν προς Βορρά. Ο Δεσποτόπουλος ήταν ο μοναδικός Έλληνας που φοίτησε στη σχολή Μπάουχαους, στη Βαϊμάρη. Ο Μπράτης ήταν ο πρώτος αλλοδαπός μεταπτυχιακός φοιτητής στην Ακαδημία Arnhem, στην Ολλανδία. Και οι δύο σχολές δεν υπάρχουν πια. Και οι δύο άνθρωποι έχουν κάτι «βόρειο», τόσο στην αισθητική όσο και στον επαγγελματισμό τους.

©Θανάσης Καρατζάς

Και οι δύο έζησαν το braindrain. Ο Δεσποτόπουλος εξελέγη καθηγητής στο ΕΜΠ το 1943 και απολύθηκε με ταχύτατες διαδικασίες, λόγω φρονημάτων, το 1946. Τότε εγκαταστάθηκε στη Γερμανία, όπου έγινε μόνιμος καθηγητής πρώτα στο Μόναχο και μετά στο Βερολίνο. Κτίριά του βλέπουμε κυρίως στη Γερμανία και στη Σουηδία. Στη Σουηδία χαρακτηρίζονται ως διατηρητέα. Στην Ελλάδα επέστρεψε το 1961, για να διδάξει στο Πολυτεχνείο ως το 1968. 

©Θανάσης Καρατζάς

Ο Άγγελος Μπράτης μετά τις σπουδές του εργάστηκε στο Παρίσι και στο Μιλάνο ως σχεδιαστής μόδας. Το 2005, ίδρυσε την εταιρεία του στην Ελλάδα. Το 2009, με το ξέσπασμα της κρίσης, αναγκάστηκε να ξαναφύγει για δουλειά στο εξωτερικό. Θήτευσε ως σύμβουλος σχεδιαστής στους οίκους Vionnet και Roberto Cavalli. Το 2011κέρδισε την πρώτη θέση στον διαγωνισμό μόδας «Who Ιs on Next?», που συνδιοργάνωναν η διευθύντρια της ιταλικής Vogue, Φράνκα Σοτσάνι (1950-2016), η σχεδιάστρια του οίκου Fendi, Σίλβια Βεντουρίνι Φέντι, και ο πανίσχυρος οργανισμός μόδας Alta Roma. Μην τα πολυλέμε, οι διακρίσεις στο εξωτερικό ήταν πολλές. Η ζωή δύσκολη. Ο έλληνας σχεδιαστής, και βασικά πατρονίστ, δεν στέριωνε στους ξένους οίκους λόγω overqualification και λόγω των ιδιαίτερων πατρόν του που έχουν πάντα μόνο μία ραφή και ακολουθούν την τεχνική μουλάζ. Ο οίκος Versace, στον οποίο αναζήτησε δουλειά, του είπε: «Μα εσείς είστε ανταγωνιστής μας!». «Εγώ; Που πουλάω δέκα φορέματα;». «Εσείς! Σχεδιάζετε πολύ ωραία βραδινά φορέματα, και για να έρθετε σε μας πρέπει να ξεχάσετε τη δική σας σειρά». Αυτό φυσικά ήταν out of question. Πάντως τα κατάφερε και, παρά τις δυσκολίες, δεν έκανε καμία άλλη δουλειά. «Δεν έγινα ποτέ μπάρμαν, ας πούμε… Ήμουν μόνο σχεδιαστής. Στάθηκα κάπως τυχερός». Στην Ελλάδα επέστρεψε τελικά λόγω του GNTM. Η θέση του κριτή, στην επιτροπή του reality διαγωνισμού μοντέλων, ίσως θα τον βοηθούσε να επανασυστήσει τη δουλειά του στο ελληνικό κοινό. Αυτό έγινε. «Η τηλεόραση είναι ένα μέσο».

Κοιτάζω τα ρούχα του στις κρεμάστρες. Η χειροποίητη συλλογή Angelos Bratis, που σχεδιάζεται και ράβεται μέσα στο ατελιέ, μπερδεύεται με την καινούργια την πιο οικονομική, βιομηχανική Bratis Blue, η οποία παράγεται από την Omega Fashion στη Θεσσαλονίκη. Η πρώτη κατασκευάζεται εξ ολοκλήρου από μετάξι. Η δεύτερη από φυσική βισκόζη. «Δεν είναι συνθετική! Αν θάψεις στο χώμα, ένα φόρεμα Bratis Blue, σε δύο χρόνια δεν θα υπάρχει». Το ανακάτεμα στις κρεμάστρες είναι ηθελημένο. Διαλέγεις το σχέδιο, δίχως να ξέρεις αν είναι ακριβό ή οικονομικό. Γνήσιος εκδημοκρατισμός της μόδας. Που παραπέμπει λίγο και στον μοντερνισμό. Όμως ο σχεδιαστής ανατρέχει στον μοντερνισμό και λόγω της σχεδιαστικής αφαίρεσης.

«Ο μοντερνισμός με εκφράζει διότι απλοποιώ τα πατρόν μου και αφαιρώ από τα ρούχα μου όλα τα στοιχεία με τα οποία είχα πειραματιστεί νεότερος, για να βρω την ταυτότητά μου. Και τώρα που το έχω κατακτήσει αυτό, σιγά-σιγά προσθέτω στοιχεία από νέα σκοπιά».

©Θανάσης Καρατζάς

Τέτοια στοιχεία είναι και τα μοτίβα. Ενώ συνήθως επιλέγει τη μονοχρωμία ή το color block, φέτος λανσάρει και εμπριμέ. Για τη σειρά Bratis Blue εμπνεύστηκε από τα μπλε πλακάκια του ιταλού αρχιτέκτονα, designer και ακαδημαϊκού Τζίο Πόντι (1981-1979) στο ξενοδοχείο Parco dei Principi στο Σορέντο. Η σειρά Angelos Bratis με τα τετράγωνα μοτίβα και πατρόν αποτελεί φόρο τιμής στον γερμανό Γιόζεφ Άλμπερς, ζωγράφο και designer, φοιτητή και καθηγητή στη Σχολή Μπάουχαους. Ενδεχομένως, συμφοιτητή του Δεσποτόπουλου – οι ημερομηνίες συμπίπτουν. Να, λοιπόν, πώς πιάνεις το νήμα και το συνδέεις… με μια ιστορία που έχει ακόμη πολλά να μας πει.

Δεύτερη στάση: Δημήτρης Φιλιππίδης

Πού βρίσκεται λοιπόν η αρχή του νήματος; Ποιος είναι ο ελληνικός μοντερνισμός; Πότε άρχισε; Πώς αναπτύχθηκε; Ανοίγω να διαβάσω το λεύκωμα του αρχιτέκτονα, πολεοδόμου και ομότιμου καθηγητή της Σχολής Αρχιτεκτόνων ΕΜΠ, Δημήτρη Φιλιππίδη. Τίτλος: «Μοντέρνα αρχιτεκτονική στην Ελλάδα» (εκδ. Μέλισσα, 2001). Η ιστορία αρχίζει από τα νεοκλασικά κτίρια επί Όθωνα! Εδώ κάτι συμβαίνει... Λίγες ημέρες αργότερα βρίσκομαι στο γραφείο του, στο Νέο Ψυχικό. Του περιγράφω το θέμα που θέλω να γράψω και του ζητώ να με κατατοπίσει. Αρχίζει ο μοντερνισμός στην Ελλάδα από τον κλασικισμό; Πόσο ανάποδοι είμαστε ως χώρα; «Αυτό που διαβάσατε είναι η συμβολή μου στο θέμα του μοντερνισμού και ταυτόχρονα το ανάθεμα» απαντά ο καθηγητής. Εδώ, λοιπόν, αρχίζει το αφήγημα. 

«Υποτίθεται πως οι μοντέρνοι του ’30 ήταν ενάντιοι στον κλασικισμό. Νερό και λάδι. Εμένα με ενδιαφέρει το πώς λειτουργήσανε τα πράγματα. Η ουσία είναι ότι έχουμε δύο κινήματα καινούργια, τα οποία ήρθαν από την Ευρώπη και θεωρούνταν επαναστατικά. Από την άλλη, και στα δύο εμείς αναζητήσαμε την ελληνική ταυτότητά μας. Στην πρώτη περίπτωση, στον κλασικισμό, βλέπουμε μια κοινωνία το 1830, που έβγαινε μέσα από την τουρκοκρατία ζαλισμένη και τα ζητούμενα ήταν δύο: εξευρωπαϊσμός και αναζήτηση ταυτότητας στην αρχαιότητα. Οπότε απόρριψη, φτύσιμο, σε οτιδήποτε υπήρχε μέχρι τότε ως σημάδι του επονείδιστου παρελθόντος της τουρκοκρατίας».

Εννοείται πως ο εξευρωπαϊσμός αφορούσε τον σχεδιασμό ολόκληρης της ζωής του νέου κράτους. Και φυσικά της Αθήνας, που ήταν η πρωτεύουσά του. Για πρώτη φορά τότε είχαμε ένα σχέδιο πόλης (ίσως και για τελευταία). «Το σχέδιο ήταν μεγάλη επανάσταση! Κι όσο επαναστατικό ήταν αυτό, άλλο τόσο επαναστατικά ήταν και τα κτίρια που περιελάμβανε». Βλέπουμε λοιπόν και τους πλούσιους Έλληνες της διασποράς που έρχονταν και έχτιζαν μέγαρα, βλέπουμε τις στολές της φρουράς του Όθωνα (ο ίδιος για λόγους πολιτικής προπαγάνδας προτίμησε τη φουστανέλα), βλέπουμε τις βεγγέρες, την κοινωνική ζωή. «Όλα αυτά με μικροπροσαρμογές συνεχίζονται ως σήμερα. Μια ματιά στις εφημερίδες της εποχής και τις σημερινές το αποδεικνύει». Παράλληλα λοιπόν με τα μεγάλα κτίρια που χτίζονταν εντός σχεδίου, άρχισε και ο μικροαστικός κλασικισμός, δηλαδή τα νεοκλασικά σπίτια στην Πλάκα και σε άλλες γειτονιές. Στις περιπτώσεις που υπήρχαν ήδη κτίσματα, τα παλιά παραδοσιακά με τις κεντρικές αυλές δεν γκρεμίζονταν, αλλά αποκτούσαν νεοκλασική πρόσοψη! Το ίδιο θα γινόταν και αργότερα, με τις μοντερνιστικές προσόψεις. Η εξωτερική εικόνα έπαιζε πάντα μεγάλο ρόλο.

Δημήτρης Φιλιππίδης

Βεβαίως, ο κλασικισμός, που το 1830 μας ήρθε απ’ έξω ως το «νέο πνεύμα», στην Ευρώπη θεωρούνταν ήδη ξεπερασμένος. Εκεί είχε ήδη δώσει τη θέση του στον ιστορικισμό. Στην Ελλάδα, όμως, αυτά τα δύο κινήματα, κλασικισμός και ιστορικισμός έγιναν ένα, διότι για εμάς, αμφότερα πρέσβευαν στην επιστροφή στις ρίζες μας. «Και κάπως έτσι φάγαμε έναν αιώνα…». 

Στο μεταξύ αναπτύχθηκε η Μεγάλη Ιδέα… Ήρθαν οι Βαλκανικοί Πόλεμοι. Ήρθε ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος. Ήρθε η Μικρασιατική Καταστροφή. Ήρθαν οι πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία. Το κλίμα στην Ελλάδα και στην Αθήνα έγινε ασφυκτικό. Ήττα, φτώχεια, παράγκες, αρρώστιες. Ο Βενιζέλος άρχισε να χτίζει νοσοκομεία και 3.000 σχολεία σε όλη την Ελλάδα. Το Τμήμα Αρχιτεκτονικής του ΕΜΠ λειτουργούσε ήδη από το 1917. Η χώρα είχε πλέον τους δικούς της αρχιτέκτονες. Οι οποίοι εμφορούνταν από το ευρωπαϊκό πνεύμα, και το νέο ευρωπαϊκό πνεύμα ήταν το μοντερνιστικό. Η Ευρώπη ξαναχτιζόταν. Το ίδιο έπρεπε να κάνει και η Ελλάδα. 

Δημήτρης Φιλιππίδης

Το 1933 έγινε, στο προαύλιο του Πολυτεχνείου, η τελευταία εκδήλωση του 4ου Συνεδρίου Διεθνούς Μοντέρνας Αρχιτεκτονικής CIAM, με συμμετοχή πολλών νέων αρχιτεκτόνων, ανάμεσά τους και ο Λε Κορμπυζιέ. Το συνέδριο είχε νωρίτερα ξεκινήσει πάνω στο πλοίο Πατρίς II, που ταξίδεψε από τη Μασσαλία ως τον Πειραιά. Θέμα του ήταν η «Λειτουργική πόλη» στην εποχή της βιομηχανοποίησης και της αστυφιλίας. Στο προαύλιο συζητήθηκαν οι αρχές του μοντερνισμού (που ήδη εφαρμοζόταν στα σχολεία και στα νοσοκομεία του Βενιζέλου) και εκεί, ο Αναστάσιος Ορλάνδος (1887-1979), αρχιτέκτονας και αρχαιολόγος, ως καθηγητής και κοσμήτορας της Αρχιτεκτονικής Σχολής, υποδέχτηκε τους συνέδρους και τους είπε: «Ο μοντερνισμός προϋπήρχε στην Ελλάδα! Κοιτάξτε τους λευκούς κύβους στα νησιά!». Για μία ακόμη φορά βλέπουμε τις ρίζες μας σε κάτι που μας έρχεται απ’ έξω... Και συνακολούθως μέσα στο ίδιο κίνημα συγκροτούνται δύο σχολές: οι υπέρμαχοι του ευρωπαϊκού μοντερνισμού π.χ. Πάτροκλος Καραντινός. Και οι άλλοι, που πρέσβευαν την επιστροφή στις ρίζες, π.χ. Δημήτρης Πικιώνης.

Όμως σε κάθε περίπτωση, και βάζοντας στην άκρη τις όποιες διαφορές αισθητικού ή ιδεολογικού χαρακτήρα, η νέα γενιά αρχιτεκτόνων έβλεπε ενιαία το πρόβλημα της Αθήνας και ήθελε να το λύσει. Με νέες σχεδιαστικές μεθόδους, με νέες τεχνολογίες, με όραμα για μια καλύτερη ζωή. Στις 24 Δεκεμβρίου 1934, οι αρχιτέκτονες Ιωάννης Δεσποτόπουλος, Αλέξανδρος Δραγούμης, Γεώργιος Κοντολέων, Νίκος Μητσάκης, Δημήτρης Πικιώνης, Ευάγγελος Ρουσόπουλος, Άγγελος Σιάγας, Πάτροκλος Καραντινός και Κώστας Μπίρης έστειλαν μια επιστολή στον Νίκο Κιτσίκη, πρόεδρο του ΤΕΕ, στην οποία τόνιζαν την επιτακτική ανάγκη λήψης μέτρων για την εξυγίανση της πρωτεύουσας και προσφέρονταν να εργαστούν αφιλοκερδώς για την εκπόνηση μιας συνολικής πολεοδομικής μελέτης της Αθήνας. Η κίνηση αυτή οδήγησε τελικά στην ίδρυση του Υπουργείου Διοικήσεως Πρωτευούσης (ΥΔΠ), επί καθεστώτος Μεταξά. Εννοείται, βέβαια, το ΥΔΠ δεν προχώρησε ποτέ στον επανασχεδιασμό της Αθήνας. Περιορίστηκε απλώς σε αποσπασματικά εξωραϊστικά πασαλείμματα. Μια χαμένη ευκαιρία. 

Δημήτρης Φιλιππίδης

Όμως... πάλι το «όμως»... Μπορεί η Αθήνα να μην επανασχεδιάστηκε ως μια μοντέρνα και βιώσιμη πόλη, αλλά η αισθητική του μοντερνισμού εισέβαλε στις γειτονιές. Και πρότυπο, αυτή τη φορά, δεν ήταν τα ανάκτορα (τα νεοκλασικά θεωρούνται όλα μικρογραφίες των ανακτόρων) αλλά οι πρώτες μοντερνιστικές πολυκατοικίες! Στο Κολωνάκι, στο Πεδίον του Άρεως, στο κέντρο, στην Κυψέλη, στα Πατήσια, στα Εξάρχεια. Είναι οι πολυκατοικίες που σήμερα τις βλέπουμε με θαυμασμό. Αυτές οι πολυκατοικίες το 1930 συμβόλιζαν για τους Αθηναίους, την είσοδο σε μια νέα ζωή. Σε ένα διαμέρισμα με θέα, με ασανσέρ, με ρεύμα, με καλοριφέρ, με ζεστό νερό, με μπανιέρα, με στόρια. Κι έτσι άρχισαν να χτίζονται και τα μικροαστικά μοντερνιστικά σπίτια (αναλόγως με τις οικονομικές δυνατότητες του καθενός). Και όταν το σπίτι ήδη υπήρχε, άλλαζε μόνο η πρόσοψη. Για το «θεαθήναι».

Αυτή η ιστορία συνεχίστηκε και μεταπολεμικά. Μέχρι να έρθει το νέο κύμα εσωτερικών προσφύγων από την επαρχία, μετά τον Εμφύλιο, και συνακολούθως η αντιπαροχή για να τα σαρώσει όλα. Με τα γνωστά αποτελέσματα. Κάπου εδώ το νήμα κόβεται... Ή μήπως όχι;

Τρίτη στάση: PROVELEGGIOΣ

Κεραμεικός. Παραμυθίας 11. Εδώ έχουμε μία ομάδα. Η οποία αποτελείται από τρία άτομα. Τον σεφ Σωτήρη Κοντιζά, τον επιχειρηματία Κώστα Πισιώτη, τον αρχιτέκτονα-designer Μάνο Μπαμπούνη. Οι τρεις τους, μετά την επιτυχία του Nolan, στην οδό Βουλής 31, και αφού αρνήθηκαν 5 φορές να μεταφέρουν ομώνυμο παράρτημα στη Μύκονο, αποφάσισαν να ανοίξουν ένα ακόμη αστικό εστιατόριο. Επέλεξαν ως περιοχή τον Κεραμεικό. Και έπεσαν πάνω στο κτίριο που έχτισε ο Αριστομένης Προβελέγγιος, το 1936. Στην Αθήνα ο αρχιτέκτονας είχε μείνει ως το 1945, οπότε και έφυγε για το Παρίσι, λόγω φρονημάτων. Συμμετείχε από το 1941 στο ΕΑΜ, βλέπετε... Στο Παρίσι, σπούδασε πολεοδομία στη Σορβόννη και, παράλληλα με τις σπουδές, το 1946 προσχώρησε στο γραφείο το Λε Κορμπυζιέ. Από το 1968 έως το 1979 δίδαξε και ως καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Παρισιού. Στην Ελλάδα επέστρεψε το 1979. Η Ελλάδα, βεβαίως, τον αγνόησε, όπως αγνόησε και τον Δεσποτόπουλο. Τελικά ανακηρύχθηκε επίτιμος διδάκτορας στο Πολυτεχνείο το 1998, έναν χρόνο προτού πεθάνει.  

©Θανάσης Καρατζάς

Ας επιστρέψουμε όμως στην οδό Παραμυθίας, που σήμερα είναι πεζόδρομος. Το αρχικό κτίριο είχε σχεδιαστεί για να στεγάσει μια οικογενειακή βιοτεχνία στο ισόγειο και στο υπόγειο, και την κατοικία της οικογένειας, που έκανε την ανάθεση, στον πρώτο όροφο. Η κατάστασή του, όταν το έδειξε ο μεσίτης στην ομάδα του Nolan, ήταν άθλια. Ένα γκρεμίδι που κατέρρεε. Ένα γκρεμίδι όμως –να πάλι το «όμως»– με υπέροχα παράθυρα και με μια διαρρύθμιση που επέτρεπε στην ομάδα να κάνει πραγματικότητα το όραμα για το νέο εστιατόριο, που δεν θα ήταν ακριβώς εστιατόριο... αλλά ένα εργαστήριο γευστικών πειραμάτων και διεργασιών.
Το κτίριο κλείστηκε αμέσως και οι εργασίες αναστήλωσης, από τον Μάνο Μαμπούνη και τους συνεργάτες του αρχιτεκτονικού γραφείου του, διήρκεσαν 13 μήνες. Όλα κρατήθηκαν όπως ακριβώς ήταν στο σχέδιο του 1936. Οι νέοι ένοικοι προσάρμοσαν τη λειτουργία του εστιατορίου τους στις δομές του Προβελέγγιου. Ακόμα και η βρύση στις τουαλέτες είναι ίδια με τη βρύση που υπήρχε στο μπαλκόνι του πρώτου ορόφου. Δεν τους υποχρέωσε κανείς να κάνουν τέτοια δουλειά. «Κάναμε αυτό που νιώσαμε», λένε ο Κώστας Πισιώτης και ο Μάνος Μπαμπούνης. «Ακολουθήσαμε το ένστικτό μας. Είναι κάποια στιγμή που νιώθεις ότι αυτό που κάνεις είναι το σωστό».

Προβελέγγιος ©Θανάσης Καρατζάς

Όταν ολοκληρώθηκε η αναστήλωση μπήκε μπροστά και η διαδικασία σχεδιασμού της πολυσυζητημένης πρόσοψης. «Έπεσε πολλή μελέτη για να καταλήξουμε», λέει ο Κώστας Πισιώτης. «Ο Μάνος αρχικά πρότεινε να κάνουμε κάτι απλό. Ο Σωτήρης να κάνουμε ένα γκράφιτι. Εξάλλου στην είσοδο του εστιατορίου, όταν το νοικιάσαμε, υπήρχε μία γκαραζόπορτα, που την κρατήσαμε βέβαια, η οποία έφερε ένα γκράφιτι του Achilles. Όμως εγώ ήθελα κάτι πιο θεσμικό για την πρόσοψη. Έτσι πήραμε επιμελητή. Συνεργαστήκαμε με τον Πάνο Γιαννικόπουλο. Τον φέραμε εδώ, του είπαμε τι κάνουμε, τι χρειαζόμαστε, και εκείνος μας σύστησε πολλούς καλλιτέχνες. Καταλήξαμε στον Παύλο Τσάκωνα». Ο οποίος ανέτρεξε στα μοτίβα και την παλέτα του γαλλικού μοντερνισμού και του Μπάουχαους και τελικά δημιούργησε την τοιχογραφία που βλέπουμε σήμερα.

Προβελέγγιος ©Θανάσης Καρατζάς

Τι θα σκεφτόταν άραγε ο Αριστομένης Προβελέγγιος, αν έβλεπε το πρώτο του κτίριο πριν και μετά την αναστήλωση; Αν έβλεπε την πρόσοψη; Αν έβλεπε την εσωτερική διαμόρφωση και τη νέα λειτουργία; Εξάλλου και ο ίδιος είχε εμπειρία από χώρους εστίασης. Δικό του δημιούργημα είναι το μπαρ Aurevoir στα Πατήσια, που το διαμόρφωσε και το διακόσμησε εξ ολοκλήρου, για να βοηθήσει τον φίλο του μπάρμαν και ιδιοκτήτη. Κι όποτε πήγαινε εκεί, επειδή δεν έπινε, έτρωγε ομελέτα. Τι θα έτρωγε λοιπόν ο Αριστομένης Προβελέγγιος στο εστιατόριο (που βάφτισε ο Γιώργος Κορρές) PROVELEGGIOΣ, αν ερχόταν σήμερα; Χμ... τώρα περνάμε στην ουσία των πραγμάτων. Ο Σωτήρης Κοντιζάς, μαζί με τους άλλους δύο της ομάδας, δημιούργησαν τελικά το εργαστηριακό εστιατόριό τους. Το οποίο, αντί για κουζίνα προετοιμασίας, έχει στον υπόγειο χώρο του κτίσματος ένα αληθινό εργαστήριο, που παράγει αυτή τη στιγμή τυριά (μπουράτα και lacticcheese), αλλαντικά (λουκάνικα και ‘nduja), ψωμί (μακράς ωρίμανσης, χωρίς μαγιά). Η παραγωγή και τα πειράματα γίνονται εκεί, σε δημόσια θέα.

«Στόχος είναι ο πελάτης να παίρνει το κρασί του από τη σάλα και να κατεβαίνει στο εργαστήριο, να δοκιμάζει, να σημειώνει τις παρατηρήσεις και τις εντυπώσεις του και γενικώς να λαμβάνει μέρος στη διαδικασία».

Εκεί, στο εργαστήριο, γίνονται και οι δοκιμές για τις νέες συνταγές που σερβίρονται στη σάλα. Ένα διαρκές work in progress. Μια βιοτεχνία γεύσεων. «Δεν ξέρω αν αυτό που κάνουμε λέγεται μοντερνισμός», λέει ο Κώστας Πισιώτης. «Εμείς σεβαστήκαμε αυτό που βρήκαμε εδώ, και, επειδή η δουλειά μας είναι η ζωή μας, φτιάξαμε ένα κέλυφος για να μπούμε μέσα και να ζήσουμε. Και καλούμε τους πελάτες μας να έρθουν να ζήσουν κι αυτοί μαζί μας»

Να ζήσουν τι; Λίγο πολιτισμό. Μια νέα αισθητική. Μια καινούργια θεώρηση των πραγμάτων, διαφορετική από την καθιερωμένη «αρπαχτή» που ενδύεται τον μανδύα της κρίσης. Ο PROVELEGGIOΣ είναι ένα μικρό ειλικρινές όραμα. Μια μικρή ιδιωτική πρωτοβουλία, όπως είναι και το ατελιέ του Άγγελου Μπράτη. 

Φεύγοντας από το εστιατόριο, σκεφτόμουν τα τελευταία λόγια του Δημήτρη Φιλιππίδη: «Δεν μπορούμε να περιμένουμε τίποτα από το κράτος. Δεν έχει κανένα νόημα, γιατί το κράτος λειτουργεί με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που λειτουργούσε το 1830. Εμείς τι μπορούμε να κάνουμε για να αξιοποιήσουμε αυτό που έχουμε;». 

Προβελέγγιος ©Θανάσης Καρατζάς

Κατευθυνόμενη προς το μετρό Μεταξουργείο, πέρασα από την οδό Ιάσονος. Στάθηκα μπροστά σε ένα ακόμα γκρεμίδι, μικροαστικό νεοκλασικό, με σφραγισμένες πόρτες. Είναι ένα από τα τρία σπίτια που έζησε στην Αθήνα ο Νίκος Σκαλκώτας από το 1933, όταν επέστρεψε από το Βερολίνο, ως τον θάνατό του το 1949. Τα άλλα δύο είναι στη Θερμοπυλών και στην Καλλιδρομίου. Ο Σκαλκώτας είναι μια ακόμη, αγνοημένη στην Ελλάδα, διεθνής μορφή του μοντερνισμού, στον τομέα της μουσικής αυτή τη φορά. Εδώ, στο Μεταξουργείο και στα Εξάρχεια, έγραψε στα βουβά, τις συμφωνίες του, τα μπαλέτα και τους χορούς, περίπου 100 έργα στα οποία υποκλίνεται η Δύση πάνω από μισό αιώνα τώρα και τα οποία ο ίδιος δεν άκουσε να παίζονται ποτέ. Στο Βερολίνο, στην είσοδο του φοιτητικού σπιτιού του, υπάρχει μια ταμπέλα που γράφει «Εδώ έζησε ο Νίκος Σκαλκώτας, από το 1921 έως το 1933». Στο σπίτι του, στην Ιάσονος που χρόνια τώρα καταρρέει, δεν υπάρχει καμία ταμπέλα. Κι αν υπήρχε θα έγραφε «ΠΡΟΣΟΧΗ! ΠΕΦΤΟΥΝ ΣΟΒΑΔΕΣ». Ναι, είμαστε μια ανάποδη χώρα. Και όλοι ευθυνόμαστε γι’ αυτό το αφήγημα.