- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
I love Athens: Athens Metropolitan
«Τι κι αν είσαι ή δεν είσαι metropolitan; Εγώ σ’ αγαπάω, βρε κουτό».
Χρονικό ενός καταιγισμού ιδεών σχετικά με το αν η Αθήνα είναι, ή όχι, αληθινή μητρόπολη που κατέληξε σε δηλώσεις του τύπου: «Τι κι αν είσαι ή δεν είσαι metropolitan; Εγώ σ’ αγαπάω, βρε κουτό».
Αυτές τις συζητήσεις είναι ωραίο να τις κάνεις σε μπαρ, γιατί το αλκοόλ που ρέει απαλά είναι πάντα ένα κάποιο άλλοθι για όσα ξεστομίζονται. Δεν τους είχα προειδοποιήσει για το λόγο που τους καλούσα, αλλά είχα κοντά μου φίλους, ανθρώπους μορφωμένους, ενημερωμένους, ταξιδεμένους, οπότε δεν δίστασα να μπω στο θέμα από την οδό της ψυχρολουσίας. «Πιστεύετε ότι η Αθήνα είναι Metropolitan;» ρώτησα. Και μόνο το ότι χρησιμοποιούσα το αγγλικό δάνειο από την ελληνική γλώσσα τούς έκανε να με κοιτάξουν με συμπόνια. Είναι όμως καλοί άνθρωποι και δεν άλλαξαν θέμα. Από την πλευρά μου τους συνεχάρην που ήταν τόσο περήφανοι για τη γλώσσα τους, λέγοντας ότι αυτό και μόνο τους κάνει πολύ μητροπολιτικούς. Δυστυχώς, εκείνη τη στιγμή ένας πετάχτηκε και πρότεινε να τη λέμε Μητρο-politan (συσχετίζοντας την Αθήνα με ένα γνωστό του –τσοπάνη στη Λακωνία– που τον λένε Μήτρο Μέγκουρα). Γρήγορα όμως η κουβέντα ξέφυγε από το χωρατατζίδικο τόνο και παρά το ότι ακουγόμασταν κάπως σαν κριτική επιτροπή καλλιστείων, όλοι μοιάζαμε να μιλάμε για κάτι που μας αφορά.
Από την κοιλαδογέφυρα στην πεζογέφυρα.
Το μέγεθος μετράει. Με περίπου 5.000.000 κατοίκους η Αθήνα πληροί μια χαρά το κριτήριο μεγαλούπολη, άρα μητρόπολη. Επιπλέον κερδίζει στο σημείο και με βάση την πυκνότητα του πληθυσμού της (χάρη στην Κυψέλη, που ανεβάζει πολύ τον πήχη διεθνώς καθώς ανταγωνίζεται το Τόκιο και το Χονγκ Κονγκ). Από το 2004, η Αθήνα κερδίζει αρκετούς πόντους και στο σημείο των υποδομών. Δεν είναι μόνο τα ίδια τα έργα και η κλίμακά τους που την έκαναν πιο βιώσιμη πόλη, αλλά και ο τρόπος με τον οποίο σήμερα τα θεωρούμε «κεκτημένα δικαιώματα». Όταν λέμε «θα σε συναντήσω στη 18», θεωρώντας αυτονόητο να παραλείπουμε το «στην έξοδο της Αττικής οδού Νο…», σημαίνει κατά κάποιο τρόπο ότι ο «ταχείας κυκλοφορίας» ως μητροπολιτική πολεοδομική δομή μάς είναι πια οικείος. Ανάλογα όταν αναδυόμαστε από την κοιλαδογέφυρα και βλέπουμε την πεζογέφυρα αναγνωρίζουμε ότι η νέα υποδομή όχι μόνο εξυπηρετεί, αλλά επιθυμεί –μερικές φορές με επιτυχία– να προσφέρει και αισθητική απόλαυση (π.χ. η πεζογέφυρα του Calatrava). Η διάθεση με την οποία προσλαμβάνουμε σήμερα αυτές τις δομές κάνει την πόλη πιο μητρόπολη κι απ’ όσο την καθιστούν οι ίδιες.
Το μετρό βγαίνει από το metropolitan.
Όσο κι αν επιβεβαιώνουμε πάντα τη φήμη ότι δεν αποχωριζόμαστε το αυτοκίνητο για τις μετακινήσεις μας, το μετρό μοιάζει να είναι όλο και πιο γεμάτο. Αυτό από μόνο του κάνει αρχι-μητροπολιτικό. Η επέκταση της γραμμής μέχρι το Αιγάλεω ένωσε θριαμβευτικά τη δυτική περιφέρεια με το κέντρο (και αντίστροφα), καταλύοντας κάτι απομεινάρια «ψυχολογικών» ορίων σαν τον Κηφισό. Η αναμενόμενη επέκταση της λειτουργίας των συρμών μέχρι τις 2 μετά τα μεσάνυχτα θα προσθέσει το bonus - μητροπολιτικό εφέ να βλέπεις τον κόσμο, αργά το βράδυ, αμπιγιέ στα βαγόνια. Όσο για το hi-tech και grandiose προφίλ σταθμών σαν τον Κεραμεικό, που έχουν καταξιωθεί ως σημεία συνάντησης, η διαφορά προς το μητροπολιτικότερο είναι αυταπόδεικτη για όποιον θυμάται ακόμα την allure των ραντεβού μπροστά από τον Μπακάκο στην Ομόνοια. Ανάλογα μητροπολιτικά σήματα στέλνει και ο βόμβος του shopping στο κέντρο της πόλης και στα νέα μεγάλα εμπορικά κέντρα. Αλλά και η λαχτάρα να μένεις σε loft. (Ευτυχώς ορισμένες κατασκευαστικές εταιρείες αποφάσισαν να απαλύνουν την αγωνία των νέων εποίκων του κέντρου κατασκευάζοντας loft εκεί που δεν υπήρχαν.)
Με δύναμη απ’ το Ισλαμαμπάντ.
Κάθε μεγάλη δυτική μητρόπολη που σέβεται τον εαυτό της έχει μια ξεκάθαρα χαρτογραφημένη Κινεζούπολη (βλ. Chinatown). Στην Αθήνα, αυτή τη στιγμή είναι πιο σωστό να μιλάμε για Κινεζοχωριό. Ωστόσο, ο ρυθμός με τον οποίο «κιτρινίζει» η περιοχή του Κεραμεικού δίνει μερικούς μητροπολιτικούς πόντους στην πόλη. Τα «ντουζ πουέν» κατοχυρώνονται αβλεπί σε περιοχές σαν την πακιστανική οδό Μενάνδρου, την αφρικανική Κυψέλη, τη σλαβική πλατεία Αμερικής ή την αραβική πλατεία Αττικής, όπου –από πλευράς όγκου– ο πολυεθνικός - πολυπολιτισμικός χαρακτήρας γνωρίζει το αθηναϊκό απόγειό του.
Από γκουρού σε γκουρού.
Κάτι τέτοια λέγαμε εκείνο το βράδυ και θ’ ανοίγαμε σαμπάνιες στην υγειά της μητροπολιτικής Αθήνας, αν ο «σοφός» της παρέας δεν έλεγε ότι παρ’ όλ’ αυτά –ως μητρόπολη– η πολυάνθρωπη, πυκνοκατοικημένη, πολυπολιτισμική πόλη με τα «βουλεβάρτα» και τις κοιλαδογέφυρές της δεν αγγίζει ούτε στο μικρό δαχτυλάκι του το μεγαλείο της αρχαίας προγόνου της – της αραιοκατοικημένης, με μόλις 100.000 κατοίκους Αθήνας του Περικλή, που ήταν ένα από τα σημαντικότερα αστικά κέντρα της εποχής της. Οι υπόλοιποι του τονίσαμε ότι η προγονοπληξία δεν είναι καθόλου metropolitan στάση ζωής. Εκείνος, όμως –ως άσο κρυμμένο στο μανίκι–, μας πέταξε στο τραπέζι ότι σύμφωνα με όλα τα ιστορικά τεκμήρια καμιά πόλη δεν υπήρξε αληθινή μητρόπολη αν η ίδια, ή η χώρα στη οποία ανήκε, δεν είχε αυξημένη πολιτική επιρροή – τουλάχιστον στην ευρύτερη περιοχή γύρω της. Το επιχείρημά του έμοιαζε ακλόνητο. Ευτυχώς όμως είχαμε και δεύτερο «σοφό» στην παρέα, ο οποίος είχε τύχει να διαβάσει κάποιες απόψεις του Charles Landry, του Άγγλου γκουρού του στρατηγικού σχεδιασμού της πολιτισμικής ανάπτυξης μεγαλουπόλεων. Σύμφωνα με τον Landry, λοιπόν, στην εποχή της παγκοσμιοποίησης που ζούμε, περισσότερο κι από την πολιτική επιρροή μετράει η ικανότητα μιας πόλης να αναδεικνύει και να προάγει τις ιδιαίτερες «ικανότητες» των κατοίκων της, έτσι ώστε αυτές να αρχίσουν να καταγράφονται από τους «διεθνείς παλμογράφους». Δηλαδή, η επίδοξη μητρόπολη οφείλει αρχικά να εντοπίσει «ικανότητες» και μετά να δημιουργήσει τις ευνοϊκές συνθήκες που θα τους επιτρέψουν να αποδώσουν στο μέγιστο. Έτσι οι κάτοικοι που τις διαθέτουν θα παραμείνουν στην πόλη, ενώ παράλληλα οι ίδιες αυτές συνθήκες θα προσελκύουν άλλο πληθυσμό με τις ίδιες «ικανότητες» που θα έρθει να εγκατασταθεί στην πόλη, κάνοντάς την ακόμα μεγαλύτερο και άρα σημαντικό κέντρο. Κατά τα λεγόμενα του δεύτερου «σοφού» η θεωρία αυτή επαληθεύτηκε στο Βερολίνο, όπου χάρη στις προσπάθειες του δημάρχου του έγινε μέσα σε λίγα χρόνια διεθνές κέντρο για τις τέχνες και τώρα μετοικούν καθημερινά εκεί καλλιτέχνες απ’ όλο τον κόσμο. Το παράδειγμα του Βερολίνου μάς βοήθησε πολύ κι έτσι αρχίσαμε αμέσως ν’ απαριθμούμε «ικανότητες» για την Αθήνα. Έβγαινε κατάλληλη κυρίως για μητρόπολη της λαμογιάς, της παραοικονομίας, του «δημιουργικού» παράνομου παρκαρίσματος και λοιπά τέτοια άκομψα. Αν και όλα τους βάσιμα ήταν εντελώς εκτός μενού, δεδομένου ότι το πνεύμα της συζήτησης ήταν σοβαρό μεν, αγαθιάρικα καλοπροαίρετο δε. Εξάλλου, μας καθησύχαζε το ότι ο Landry έχει δηλώσει ότι δεν του πολυαρέσουν οι βορειοευρωπαϊκές πόλεις, όπου όλα είναι όμορφα, νοικοκυρεμένα και λειτουργούν ακολουθώντας αυστηρούς προγραμματισμούς. Προτιμά τις πόλεις με αντιφάσεις. Αυτές όπου κανείς ανακαλύπτει μια γλυκιά ισορροπία μεταξύ χάους και τάξης. Μια σπουδαία μητρόπολη δεν μπορείς μόνο να την αγαπάς. Πρέπει να μπορείς και να τη μισείς (οπότε όλ’ αυτά δίνουν στην Αθήνα αρκετούς ρούμπους).
Η κοινωνία της γνώσης.
Παράλληλα, ο Landry λέει ότι από τη στιγμή που τα κέντρα της βιομηχανικής παραγωγής μετανάστευσαν (μάλλον οριστικά) στην Άπω Ανατολή, μια δυτική μητρόπολη για να διατηρήσει τον τίτλο της πρέπει να είναι ελκυστική για εκείνους που γεννούν ιδέες και μελετούν τις εφαρμογές τους. Ανθρώπους δηλαδή που ανήκουν σε μια ελίτ της γνώσης, που παράγει και εξάγει τεχνογνωσία. Η σύγχρονη μητρόπολη είναι ένας «κυνηγός κεφαλών». Τα «μεγάλα κεφάλια» με τη σειρά τους είναι απαιτητικοί φιλοξενούμενοι. Για να μείνουν σε μια πόλη, αυτή πρέπει να τους φαίνεται όμορφη (αλλά να μην είναι και τόσο όμορφη που να τους ταλαιπωρεί ο τουρισμός).
Στο δρόμο με τα μέλαθρα.
Η αρχιτεκτονική παίζει ρόλο-κλειδί στο χαρακτηρισμό μιας πόλης ως μητρόπολης. Η Αθήνα μπορεί να περηφανεύεται ότι έχει κάνει ένα βηματάκι μπροστά για να μη θεωρείται μονολιθική «μπετονόπετρα» στης γης το δαχτυλίδι. Κτίρια σαν εκείνα της Εθνικής Ασφαλιστικής στη Συγγρού, της Εθνικής Τράπεζας στην Αιόλου, της Τράπεζας της Ελλάδος στην οδό Αμερικής, η Ιαπωνική Πρεσβεία στο Χαλάνδρι ή το πολύ καινούργιο κτίριο της Βιοϊατρικής στους Αμπελοκήπους (τόσο εντυπωσιακό που νομίζεις ότι δεν βρίσκεσαι στην Ελλάδα) είναι μόνο μερικά παραδείγματα αρχιτεκτονικής «αφύπνισης» και συνηγορούν υπέρ του μητροπολιτικού χαρακτήρα της πόλης. Έχει επίσης αποκτήσει ωραία μουσεία, όπως το νέο Μουσείο Μπενάκη και το Νέο Μουσείο της Ακρόπολης, που γρήγορα θα αναγνωριστεί ως ένα από τα πιο ενδιαφέροντα αρχαιολογικά μουσεία παγκοσμίως. Αναμένεται επίσης ότι θα ολοκληρωθούν άμεσα το νέο ΕΜΣΤ στο κτίριο του Φιξ και η επέκταση του Εθνικού θεάτρου. Οι φήμες θέλουν να δρομολογείται και το νέο μουσείο του Ιδρύματος Βασίλη και Ελίζας Γουλανδρή, ενώ λέγεται ότι οι περίφημοι designers αδελφοί Campana θα αναλάβουν τον ανασχεδιασμό ξενοδοχείου στην περιοχή Συντάγματος. Όλα αυτά αποτελούν σημάδια μιας ενδιαφέρουσας νέας «ροπής», αλλά είναι ακόμα σταγόνες στον ωκεανό του έτοιμου σκυροδέματος. Δεν αρκούν για να δώσουν ένα σαφές στίγμα της πόλης (κι έτσι να πάρει όλους τους μητροπολιτικούς ρούμπους που θα μπορούσε). Τις σπουδαίες σύγχρονες μητροπόλεις χαρακτηρίζει μια υπέρβαση, μια πληθώρα και μια υπερβολή στην αρχιτεκτονική. Για το λόγο αυτό η Αθήνα θα χρειαζόταν και ένα (τουλάχιστον) κτίριο-σταρ, που θα είναι αναγνωρίσιμο ακόμα κι από εκείνους που δεν έχουν έρθει ποτέ στην πόλη, επειδή θα έχει απασχολήσει το διεθνή τύπο. Κάτι όχι υποχρεωτικά εκτός κλίμακας, αλλά «τρανταχτό» και pop (με την έννοια «λαϊκό-δημοφιλές», που όμως αρέσει σε όλους – ακόμα και στους αρχιτέκτονες). Παράδειγμα του αντίκτυπου που θα όφειλε να έχει ένα τέτοιο οικοδόμημα είναι εκείνο κτιρίων σαν το Μουσείο Guggenheim στο Μπιλμπάο, το γήπεδο Allianz Arena στο Μόναχο ή, στην ίδια πόλη, το νέο κτίριο της BMW. Άσχετο-σχετικό: Υπάρχει ένα ενδιαφέρον στατιστικό στοιχείο που λέει ότι τέτοια κτίρια εμφανίζονται μια φορά στα πέντε χρόνια.
Άρτος και θεάματα.
Μια μητρόπολη έχει σπουδαία πολιτιστική κίνηση και είναι η έδρα δημιουργικών ανθρώπων που παράγουν πολιτισμό. Με βάση αυτό το κριτήριο η Αθήνα μαζεύει πάλι μερικούς πόντους. Η επιτυχία του Ελληνικού Φεστιβάλ είναι αδιαμφισβήτητη. Η πρώτη Μπιενάλε της Αθήνας έβαλε την πόλη στο χάρτη της διεθνούς εικαστικής σκηνής. Περιοδεύουσες μεγάλες εκθέσεις, σαν εκείνη για τον Πραξιτέλη που έγινε στο Αρχαιολογικό Μουσείο, κάνουν στάση στην Αθήνα. Θίασοι παρουσιάζουν εδώ υπερπαραγωγές που παλιότερα για να τις δει κανείς έπρεπε να πάει στο Λονδίνο, αν όχι στη Νέα Υόρκη. Όσο για τις συναυλίες, μπορεί μεν να μη μας έκανε τη χάρη η Madonna, αλλά ποιος νοιάζεται όταν αντηχεί στο Ολυμπιακό Στάδιο η λεβεντιά του George Michael;
«Μα την Ήρα, όμορφο μέρος για να καθίσουμε».
Έτσι ξεκινάει ο Σωκράτης μια αισθαντική περιγραφή της ακροποταμιάς στην οποία τον παρέσυρε για περίπατο ο Φαίδρος, στο ομώνυμο έργο του Πλάτωνα. Ο Φαίδρος εκπλήσσεται με το πόσο έχει εντυπωσιαστεί ο Σωκράτης από το τοπίο και παρατηρεί ότι αναφέρεται σ’ αυτό σαν να είναι επισκέπτης που το βλέπει για πρώτη φορά και όχι κάτοικος της πόλης του. Ο Σωκράτης τότε του απαντά: «Συγχώρεσέ με, πολύ καλέ μου φίλε. Βλέπεις, μου αρέσει να μαθαίνω· τα εξοχικά μέρη, λοιπόν, και τα δέντρα δε μου διδάσκουν τίποτε, ενώ το αντίθετο μου συμβαίνει με τους ανθρώπους της πόλης» (μετάφρ. Παναγιώτης Δόικος). Ο Σωκράτης, ως γνωστόν, ήθελε να μάθει τον εαυτό του κι αυτό το ξέρει πολύ καλά ο Charles Landry όταν λέει ότι μια μητρόπολη πρέπει να εμπνέει τους κατοίκους της στο να αναγνωρίζουν ποιοι είναι. Πρέπει να υφίσταται «νοοτροπία πόλης» που θα τους χαρακτηρίζει και που θα ορίζει μια «ταυτότητα», η οποία θα τους ικανοποιεί και θα αντλούν περηφάνια απ’ αυτήν. Δεν μιλά για βλαχοτοπικισμό, αλλά για μια αστική αντίληψη του ανήκειν σε έναν τόπο. Κάτι που προκύπτει οσμωτικά μεταξύ των κατοίκων, από την αυθόρμητη και ελεύθερη ανταλλαγή ιδεών, η οποία με τη σειρά της προϋποθέτει την υπέρβαση κοινωνικών και ρατσιστικών διακρίσεων και μισαλλοδοξίας, όπως και τη φιλελεύθερη ανεκτικότητά μας για τους άλλους. Σ’ αυτά τα ζητήματα η Αθήνα χωλαίνει πολύ. Οι περισσότεροι κάτοικοί της ζουν –μέσα στα συρματοπλέγματα των συντηρητικών προκαταλήψεών τους– μια νοσταλγική χλαπάτσα, σαν να είναι «προσωρινά διερχόμενοι» από την πόλη και κάποια στιγμή θα επιστρέψουν επιτέλους στο πολυαγαπημένο τους χωριό (δεν φαίνεται να τους απασχολεί ότι αυτό μπορεί να πάρει και μια 35ετία – δηλαδή μέχρι να βγουν στη σύνταξη).
Φωτογραφία: ΤΑΣΟΣ ΒΡΕΤΤΟΣ
Love is in the air.
Τα λίγα δείγματα επινόησης αυθεντικής αθηναϊκής ταυτότητας προέρχονται από τον επιχειρηματικό κλάδο. Τα κοσμηματοπωλεία Ζολώτας, για παράδειγμα –με την πλήρη ανακαίνισή τους–, έχουν αποκτήσει μια ταυτότητα που είναι ξεκάθαρα ελληνική, αλλά απευθύνεται σε μια διεθνή γλώσσα. Όλα τα έπιπλα και ο εξοπλισμός τους έχουν σχεδιαστεί αποκλειστικά γι’ αυτούς. Δεν θυμίζουν κάτι άλλο και γοητεύουν με τον τρόπο που αγγίζουν την αρχαία παράδοση, ενώ είναι εντυπωσιακά μοντέρνα. Είναι καταστήματα που ο τουρίστας θα θυμάται και θα θυμάται επίσης ότι τα είδε στην Αθήνα. Ανάλογα, το ξενοδοχείο Athens Gate, στην οδό Συγγρού, έχει τοποθετήσει στην πρόσοψή του ένα «γλυπτό-πλέγμα», του Νίκου Αλεξίου – το «Πέπλο της Αμαλίας», όπως είναι ο τίτλος που του αποδόθηκε. Δεν είναι ασύνηθες για τα καλά αθηναϊκά ξενοδοχεία να διακοσμούν τους χώρους τους με ελληνική σύγχρονη τέχνη. Αλλά το συγκεκριμένο είναι ίσως το μόνο που προσφέρει μεγαλόψυχα την τέχνη στην πρόσοψή του, κάνοντάς την έτσι δημόσια και ανοίγοντας ένα διάλογο με τον περίγυρο. Συγχρόνως, το έργο αναδεικνύει ένα υψηλό εταιρικό προφίλ.
Για μας τους υπόλοιπους, που δεν ξέρουμε από πού ν’ αρχίσουμε να δομούμε τη μητροπολιτική μας ταυτότητα, αποφασίσαμε σ’ εκείνη την κουβέντα μας ότι καλό θα ήταν ν’ αρχίσουμε με «ασκήσεις αναπνοής» μέσα στην πόλη και κάνοντάς τις να της ομολογούμε κάθε τόσο (από μέσα μας καλύτερα) ένα λιτό, αλλά αισθαντικό «σ’αγαπάω, βρε κουτό».