Design & Αρχιτεκτονικη

Η Μ. Ζουμπουλάκη επιμένει Ελληνικά

Ο ντόπιος καναπές είναι ο καλύτερος

Μανίνα Ζουμπουλάκη
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Sofa, so good!

Φανταστείτε ένα μαραγκό σα να βγήκε από spaghetti western του Σέρτζιο Λεόνε, με ψαθάκι, μπότες, γένια τριών ημερών και καουμπόικο μαντίλι στο λαιμό: κάπως έτσι ήταν ο μαραγκός της γειτονιάς όταν μεγάλωνα, τις (όλο και πιο) μακρινές δεκαετίες ’60-70 στην ελληνική επαρχία. Είχε ένα βοηθό που κουβαλούσε τα εργαλεία, ένα μαγικό όργανο σα θερμόμετρο με γυάλινο μίνι-παραθυράκι στο οποίο κυλούσε μια σταγόνα λάδι και στεκόταν ίσια όταν «έπιανε» ευθεία… Είχε πριόνια, καρφάκια πολλών αναστημάτων, πριτσιναδόρους με ασορτί πριτσίνια και όρεξη για μπλα-μπλα. Είχε επίσης άποψη για το πώς έπρεπε να φτιαχτεί το σαλόνι και πώς να βερνικωθεί το τραπέζι. Έβρισκε θέσεις για ράφια, ντουλάπια, συρτάρια, σκαμνάκια, τραπεζάκια και παπουτσοθήκες. Ήταν ο πρόδρομος του ντεκορατέρ και επειδή θυμίζει όλο και περισσότερο ήρωα του (σκιτσογράφου) Gotlib τον παρατάω στα ρομαντικά ροκανίδια του: αυτού του τύπου ο μαραγκός με δυσκολία τα φέρνει βόλτα σήμερα, κι έχει περιορίσει τις υπηρεσίες του στις επισκευές-συναρμολογήσεις. Ο κύριος που έρχεται σπίτι σας να «στήσει» το καινούργιο σαλόνι το οποίο αγοράσατε από μεγάλη αλυσίδα ξένου επιπλάδικου, κατά πάσα πιθανότητα είναι ο γιος ή ο πρώην παραγιός ενός τέτοιου κλασικού μαραγκού… Και ο ίδιος, ενώ συναρμολογεί τον καναπέ σας και μελετάει τις κομπλικέ κινεζουάρ οδηγίες-εφάμιλλες-ΝΑΣΑ, λέει ότι «το εισαγόμενο είναι φθηνότερο» – ο καναπές των 500 ευρώ θα σας κόστιζε κοντά χιλιάρικο αν ήταν φτιαγμένος στην Ελλάδα. Βέβαια θα είχατε πρόχειρο τον «τεχνίτη» να αλλάξει σούστες, να σας πάει στην καλυμματού, να αντικαταστήσει τα ποδαράκια και να κλείσει τις τρύπες, αν προέκυπταν τέτοια θέματα. Που δεν προκύπτουν συχνά – η μαμά μου έχει το ίδιο ελληνικό σαλόνι από τη δεκαετία του ’70, φτιαγμένο με τα χεράκια του παραδοσιακού μαραγκού. Άλλαξε υφάσματα και μαξιλάρια κάμποσες φορές, αλλά ο σκελετός έμεινε ντούρος.

Αν αναρωτιέστε ποιο είναι το επιχείρημα, σόρι αλλά δεν υπάρχει επιχείρημα, κι εγώ αγοράζω έπιπλα-τσέτουλα από ξένες αλυσίδες επειδή μετακομίζω κάθε 6-7 χρόνια. Η βασική αρχή της δεκαετίας του ’60, ότι θα έμενες στο σπίτι αυτό ή εκείνο μέχρι να τινάξεις τα πέταλα, η αρχή της μονιμότητας δεν υπάρχει εδώ και δεκαετίες. Αλλάζουμε πόλη, χωριό, σπίτι, διαμέρισμα, χώρα, ήπειρο. Δεν ξέρουμε αν τα έπιπλά μας είναι από νοβοπάν (μοριοσανίδες) ή MDF (ινοσανίδες) και προτιμάμε κάτι φθηνό επειδή θα αλλάξουμε διακόσμηση αύριο-μεθαύριο. Το ελληνικό έπιπλο μας φαίνεται πολύ παραδοσιακό, πολύ βαρύ. Και δεν είναι, ή τουλάχιστον δεν είναι πάντα. Οι πέντε-δέκα ελληνικές εταιρείες επίπλων που έχουν απομείνει δεν έχουν τίποτα το ρουστίκ. Τα σχέδιά τους στέκουν στο ύψος των ιταλικών ή δανέζικων ή γουατέβερ επίπλων. Τα υφάσματά τους επίσης. Οι σκελετοί είναι φτιαγμένοι τσούκου-τσούκου με μεράκι. Τσεκάρετέ τα αν δεν το πιστεύετε (www.furniturefromgreece.com, π.χ.). Πριν αρχίσουν την τελευταία πενταετία να κλείνουν, κάμποσες ελληνικές επιπλοποιίες είχαν υιοθετήσει την πιστοποίηση, τις οικολογικές βαφές, τα αθώα βερνίκια και τις μη-τοξικές κόλλες. Όσο «ασφαλές» είναι ένα κομοδίνο από την Ιταλία, άλλο τόσο είναι και το αντίστοιχο κομοδίνο από τη Λάρισα.

Η ιδέα ότι τα ελληνικά έπιπλα είναι βλάχικα, με σταυροβελονιές σε τσόχινες μαξιλάρες και φλοκάτες παντού, είναι μια ιδέα ντιπ για ντιπ παλιακιά: οι Έλληνες σχεδιαστές έχουν σπουδάσει τα ίδια με τους συνάδελφούς τους Ιταλούς. Δεν είναι απομονωμένοι σε τίποτε κορφοβούνια με ένα πριτσίνι στο χέρι. Έχουν το ταλέντο, την αδιάκοπη ενημέρωση, τη δικτύωση με το διεθνές έπιπλο (!) και το know how, έστω κι αν τους λείπει η πελατεία. Η οποία πελατεία… οκέι, αναστενάζει με τα μέτρα, τα χαράτσια και τις απολύσεις/μειώσεις μισθών. Η πελατεία για το οτιδήποτε σήμερα στην Ελλάδα είναι καταρρακωμένη, σφίγγεται για να αγοράσει χαλάκι του μπάνιου, πόσο μάλλον ολόκληρο καναπέ. Προτιμάει το φθηνό, νοβοπάν-ξενοβοπάν, με την αισιόδοξη σκέψη «θα πάρουμε κάποτε κάτι καλύτερο».

Αυτά, στην Αθήνα. Στην επαρχία, που πέρασε από τη φάση της φιγούρας («θα φέρω όλα τα έπιπλα της κόρης μου από την Ευρώπη!») στη φάση της οικονομίας («θα φέρω τα έπιπλα της χαζοχαρούμενης από την Κίνα»), ο παραδοσιακός μαραγκός έχει αρχίσει πάλι να σηκώνει κεφάλι. Για την ακρίβεια, ο γιος ή ο εγγονός του, που έμαθε την Τέχνη κουβαλώντας το πιτσικωτό εργαλείο με το γυάλινο παραθυράκι (αλφάδι!) σήμερα κόβει ράφια. Καρφώνει κομοδίνα. Στήνει τραπεζάκια. Απέχει ένα βήμα από το να φιλοτεχνεί ολόκληρα σαλόνια όπως παλιά, και να λέει τη γνώμη του για το πώς πρέπει να φτιαχτεί ένα κιμπάρικο σπίτι.

Μάλιστα σε τιμές που δεν σου φέρνουν κόμπο στο λαιμό και με εξυπηρέτηση οικογενειακού γιατρού – ο εγγονός του μαραγκού της γειτονιάς στην οποία μεγάλωσαν οι γονείς σου, αν είσαι πολύ τυχερό άτομο, θα προσθέτει ράφια στην καινούργια σου βιβλιοθήκη μέχρι να μεγαλώσουν τα παιδιά των παιδιών σου…Ουάου. Αυτό κι αν είναι happy end για ελληνικό spaghetti western.