- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
- Ωραία τα άλμπουμ αφιερώματα σε μεγάλα ονόματα της μουσικής με διπλό cd – ανθολογία και συνοδευτικό βιβλίο κόμικς σε μακρόστενο σχήμα με σέξι πλαστικοποιημένο, σκληρό εξώφυλλο και ράχη, που κυκλοφορεί εδώ και κάποια χρόνια η γαλλική Nocturne, για τη σειρά bdworld. Ωραία δηλαδή, σαν τουριστικό ενθύμιο ενός γλυκού ταξιδιού στον κόσμο του κάθε καλλιτέχνη, μέσα από το πενάκι διαφορετικών, Γάλλων κυρίως, κομικάδων στην κάθε έκδοση. Ακούγοντας τα κλασικά αυθεντικά κομμάτια ξεφυλλίζεις ένα συνοπτικό σενάριο μιας ζωής – ή μιας σκηνής, μιας ιστορίας απ’ όλη τη ζωή, ή σκόρπιους στίχους, σαν ένα αρτίστικο κλιπάκι. Τα σχέδια είναι συμπαθητικά με τον τρόπο που φαίνεται να έχουν ανατρέξει, οι ζωγράφοι, στις διάφορες εποχές, μεταποιώντας φωτογραφίες των παπαράτσι, αφίσες συναυλιών και μπαρ, αποκόμματα και ετικέτες από παλιά σαρανταπεντάρια, από μπουκάλια τεκίλα, αεροπορικά εισιτήρια και αρχαίες καρτ ποστάλ της εποχής.
- Είναι μία καλή ιδέα μίας αρτίστικης εταιρείας δίσκων να κυκλοφορήσει μουσικές με ιστορική αναφορά (μέχρι τώρα έχει φτάσει τα 122 άλμπουμ – μπορεί να τα βρει κανείς στο nocturne.fr), με αυθεντικές, κλασικές ηχογραφήσεις, σε cd –αντικείμενα που το κοινό δεν θα θέλει να αντιγράψει– κι ας το κάνει, αλλά θα θέλει να τα έχει. Απόηχος της επιμονής για «το αυθεντικό εξώφυλλο», το κυνήγι των στίχων και των λεπτομερειών γραμμένων με οχταράκια γραμματοσειρά στις άκρες των ένθετων, της ηδονής των φετιχιστών της μουσικής, να αγγίζουν και να κρατούν στα χέρια τους (κινώντας απαλά, όλη την ώρα, χαϊδευτικά, τον αντίχειρα, νιώθοντας την υφή του χαρτιού), έναν όμορφο, εικαστικό «φάκελο» όση ώρα παίζει ο δίσκος.
- Για το κόμικ - διπλό cd αφιερωμένο στην Amàlia Rodrigues, η Γαλλίδα Aude Samama σχεδίασε ένα πορτογαλικό «πανόραμα» με θαλασσοδαρμένους ναύτες που ακούνε τη θάλασσα να τους τραγουδάει με τη φωνή της Amalia, τυπική fado αναφορά, μοβ και λευκές μπουγάδες κρεμασμένες στα στενά της Αλφάμα, το γνωστό, μικρό τραμ που ανεβαίνει την πόλη, τον τέλειο πορτοκαλί ουρανό της Λισσαβόνας την ώρα της δύσης (και πόσο όμορφα τον τεμαχίζει, τεράστιος όπως είναι, ο ιστός των καλωδίων στην Πλατεία Εμπορίου... ξέφυγα λίγο). Αναπαραγωγή από γνωστούς πίνακες και εικόνες – συνειρμούς της πορτογαλέζικης κουλτούρας, πορτρέτα του Pessoa και του Luis de Camoes, στίχοι τραγουδιών που βγαίνουν αιμάτινοι μέσα από τα κατακόκκινα χείλη της Rodrigues και οδηγούν σε μαρκίζες με κατακόκκινα γράμματα από νέον, καμαρίνια, κόκκινα μαλλιά, βαθιά κόκκινη αυλαία, άντρες με μαύρο κοστούμι και λευκό πουκάμισο. Λυπημένα fado και τανγκό, κόκκινο κρασί, κόκκινα μπαρ, έρωτες, αποθέωση, νεύρωση και μαύρα γυαλιά, αεροπλάνα που χάνονται μέσα στον, πορτοκαλί πάντα, ουρανό.
- Αναρωτιέμαι πόσοι Έλληνες ερωτεύονται ακόμα με Amàlia Rodrigues. Κάτι ωραίες, παλιές λεσβίες των καμπαρέ και των χαμένων μπαρ σε στενά. Μερικές αδερφές της άγονης γραμμής. Μία μερίδα μουσικών, εννοείται. Οι παραγωγοί του Cosmos. Κάτι άντρες περίεργοι, όλο ανησυχία, με τσιγάρα πάφα πούφα που κοιτάνε τα πάντα έτοιμοι να τα αγγίξουν, σαν να διψάνε συνεχώς. Έμποροι ειδών έθνικ, ταξιδιώτες, εισαγωγείς, μεγάλοι ανατολικοί. Όσοι Έλληνες φοράνε ακόμα παναμά (ή μάλλον όχι αυτό, βγάλ’ το). Τυχοδιώκτες και ηρωικοί δισκάδες της επαρχίας. Η μαμά μας, σε μερικές περιπτώσεις – γραφικό.
- Η Argentina Santos, άλλη, πιο καινούργια τραγουδίστρια fado, στη χαμηλοτάβανη ταβέρνα της στην Αλφάμα, τραγουδάει σπαραχτικά, υπέροχα τραγούδια της Rodrigues κάτω από το φως των κεριών, τυλιγμένη με μία εσάρπα. Είναι κοντούλα και στρουμπουλή. Στα διαλείμματα σερβίρει ψάρι στους πελάτες και τους προτείνει να αγοράσουν το cd της ή κάθεται στο ταμείο, μαυροντυμένη, και διαβάζει ασπρόμαυρα φωτορομάντζα (μα υπάρχουν ακόμα;) για μεγάλους έρωτες και παιχνίδια της μοίρας, σαν εικονογραφημένα fado κατά κάποιον τρόπο.
- Ακούω την Amalia ένα πρωί με καυτό ήλιο ενώ ετοιμάζομαι να πάω σε μία κηδεία. Φοράω ένα λευκό πουκάμισο, αλλάζω γνώμη και βάζω μαύρο. Στη βαριά, καμένη ηρεμία της μέρας, τα παλιά αυτά τραγούδια, χαμηλά μέσα στη μονοφωνική τους ηχογράφηση, σαν φωνές από το διπλανό δωμάτιο, στάζουν μερικές σταγόνες νοσταλγίας, δροσίζεται η ξεραΐλα της αθηναϊκής ζωής. Σαν κάτι να χάθηκε και το ακούω που υπάρχει στον αέρα για πάντα, ένα μακρινό, αδικαιολόγητα οικείο τραγούδι που το άκουσαν εκατομμύρια άλλοι πίνοντας, μεθώντας, ερωτευμένοι, χωρίζοντας, ταξιδεύοντας, πεθαίνοντας. Η θλίψη είναι χυμώδες συναίσθημα.
- Επιστρέφοντας από του Ζωγράφου, τρίβω επίμονα, απαλά τον αντίχειρα, όλη την ώρα, στην παλάμη μου. Δεν θέλω να μιλάω, το βλέμμα μου είναι συγκεντρωμένο σε ένα σημείο, προσπαθώ να το τρυπήσω. Στην κάθοδο της Παπαδιαμαντοπούλου, περπατάει μία γυναίκα τυλιγμένη με ολόμαυρη μπούργκα. Έχει καλυμμένο όλο το πρόσωπο. Ανάμεσα από ένα άνοιγμα στο μαύρο τουλπάνι φαίνονται μόνο ένα ζευγάρι μαύρα τεράστια γυαλιά ηλίου. Ακόμα και στα χέρια της φοράει μαύρα γάντια. Κρατάει μία μαύρη τσάντα φάκελο αλλά, κάπως κομψά. Κάπως δυτικά. Μέσα από τους κυματισμούς της φαρδιάς της κελεμπίας, διακρίνεται ένα ευλύγιστο, καλοφτιαγμένο κορμί. Περπατάει αγέρωχα και κάπως γρήγορα, δεν έχει το ύψος που θα περίμενα, είναι πιο ευθυτενής απ’ όσο το βάρος αυτής της ενδυμασίας επιτρέπει. Εμπνέει μια περίεργη ανησυχία. Δεν ξέρω, αλλά λικνίζεται. Τι είναι αυτό; Είναι καταπιεσμένη; Είναι μοντέλο που τρελάθηκε; Είναι φανατική; Είναι Μαύρη Χήρα; Είναι ο Θάνατος;
- Στα φανάρια τη χάνω, στρίβει Μιχαλακοπούλου δεξιά. Koιτάζω την παλάμη μου και έχει ανοίξει μια τρύπα.
- Είναι μέρες και στιγμές της ζωής σου, μουσικές και αδικαιολόγητες, άγνωστες αναμνήσεις, νοσταλγία για κάτι που δεν ξέρεις, που σε ρίχνουν σε ένα τέλειο trance, όπως όταν στριφογυρίζει η Θεοδοσία χορεύοντας στη σκηνή. Το απόγευμα της επόμενης μέρας παίρνω μήνυμα από τη Θεοδοσία: Κατέβασε το Babalu, νέο τραγούδι, δωρεάν σε όλους, στο myspace.com/theodosiaofficial. Είναι ένα τραγούδι από αυτά τα ωραία, στριφογυριστά της, έχει τραγανιστό ρυθμό, παίζει κι ένα καλοκαιριάτικο, γάργαρο μπουζούκι στα μισά του κομματιού. Τραγουδάει με όμορφα και σέξι σίγμα ανάμεσα σε αναπνοές που τις ακούς σαν ζωντανές, πίσω από το αυτί σου. Μουρμουρίζει, τινάζει τα μαλλιά της η Μπαμπαλού, και μετά ορμάει σε αυτά τα μακρινά φωνήεντα έτσι όπως μ’ αρέσει όταν το κάνει, χαμηλώνει και τραβάει τη φωνή της σαν λαρυγγισμό, γουστάρω τρελά, και μετά σταθερά σηκώνεται, ορθώνεται, τινάζεται στον ουρανό, στρίβει Μιχαλακοπούλου δεξιά και χάνεται.
- Γειά σου, Μπαμπαλού.