Πολιτισμος

Το Μικρό Σίτυ στο Λιβάδι

Έξω, οι δρόμοι της Αθήνας μυρίζουν λιωμένο μισελέν

Γιάννης Νένες
ΤΕΥΧΟΣ 224
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

● Στα μέσα του καλοκαιριού, πέθανε η θεία Σοφία. Τη θάψαμε κάπως ψηλά, ίσως να έχει λίγη θέα από εκεί, ανάμεσα σε κίτρινα, ξερά χόρτα, κάτω από μία μεγάλη σκιά δέντρου. Γύρω σπασμένα μάρμαρα και πλαστικά ποτηράκια για κεριά του ενός ευρώ. Η θεία Σοφία έφτιαχνε την καλύτερη (μηλόπιτα) shepherd’s pie σε όλη τη δυτική ακτή του Μέρσεϋσάιντ. Φορούσε τα παστέλ με ίσια παπούτσια ασορτί, σαν να ζούσε ακόμα στη δεκαετία του ’50. Τα ήξερε πολύ καλά τα εκάιγ και τα βεραμάν, τα μαλακά μπεζ και ανοιχτά γαλάζια. Ήταν η πιο ήσυχη, ευγενική γυναίκα του κόσμου.

● Μια φορά μου είχε χαρίσει σε κασέτα το πρώτο άλμπουμ των Clash και των Stranglers, μόλις είχαν κυκλοφορήσει. Τα έβλεπε παντού στα σταντς στα Woolworths. «Ξέρω ότι σου αρέσουν αυτά, αγόρι μου» είχε πει. Την επόμενη μέρα είχαμε δει μαζί στο Top Of The Pops τους Sex Pistols, σε εκείνη την επεισοδιακή πρώτη τους εμφάνιση που τα έσπασαν. Χαμογέλασε και σηκώθηκε, μέσα στα μερσεριζέ της, να πάει να ταΐσει τις γάτες της που, νομίζω, τις έλεγε όλες Σίμπα. Επίσης νομίζω ότι εκτός από τις γάτες αγαπούσε και τον Έλβις. Πάλι μαζί της ήμουνα όταν μάθαμε ότι πέθανε, Αύγουστος του ’77. «Τι ωραίος καλλιτέχνης, κρίμα...» είχε πει και κάπως σαν να καμπούριασε λίγο, για πρώτη φορά, το αδύνατο σώμα της. Εκτός από τις γάτες και τον Πρίσλεϊ, νομίζω ότι η θεία αγαπούσε και τη Νάνα Μούσχουρη. Καταρχάς είχαν τα ίδια γυαλιά – εκείνης όμως από ανοιχτόχρωμη ταρταρούγα γιατί ήταν ξανθιά.

● Είμαι στο διαμέρισμα της πεθαμένης θείας και προσπαθώ να ταΐσω τις γάτες, τον Ριρίκο και την Ξανθούλα. Είναι και οι δύο εξαφανισμένες κάτω από έπιπλα, ψάχνουν την αφεντικίνα τους, δεν θέλουν ούτε που να με δουν. Είναι αργά το απόγευμα, ο ήλιος πέφτει, το σπίτι σκοτεινιάζει, τα κάδρα είναι κάτω, ακουμπισμένα στο πάτωμα, παλιές φωτογραφίες και σκονισμένα γυαλικά, ποτήρια μαρτίνι και μπουκάλια Τσιντσάνο, κάπως αγριεύομαι. Με τα φρίσκις στο χέρι σκύβω να ψάξω κάτω από το κρεβάτι και νομίζω ότι βλέπω τα μαλακά, ζαχαρί μοκασίνια της θείας να περνάνε αθόρυβα από την απέναντι πλευρά. Από πίσω, τα ακολουθούν ο Ριρίκος και η Ξανθούλα.

● Έξω, οι δρόμοι της Αθήνας μυρίζουν λιωμένο μισελέν. Αλβανοί με σαγιονάρες σταματούν με μεγάλα αυτοκίνητα έξω από τα ψιλικατζίδικα. Ανοίγουν τις πόρτες και ξεχύνεται στα πόδια μου πολικός κλιματισμός και το Disco Partizani να ραγίζει τα τσιμέντα. Παίρνουν μια μπίρα, κρακ, ανοίγουν, κάθονται εκεί στο κεφαλόσκαλο πάνω στις πατημένες μαύρες τσίχλες και την πίνουν, λέγοντας ιστορίες από το χωριό τους.

● Η πιο αγαπημένη μου φίλη από το νηπιαγωγείο, είναι έγκυος. Το πρόσωπό της είναι ξαφνικά χαμογελαστό, ρόδινο και λαμπερό σαν να έχει πασαλειφτεί κρέμες. Τα μαλλιά της ίσιωσαν, πλούτισε η φιγούρα της, είναι πανέμορφη. Αποφασίσαμε να τη φωνάζουμε Σάρα. Ένας άλλος φίλος ξαναβρέθηκε με το γιο του στο Facebook. Ένα βράδυ, ο αδερφός μου, κρατώντας μία μπίρα –κρακ– στο χέρι μού είπε: «Ξέρεις ποιος με βρήκε στο Facebook; Ο ανιψιός μας ο Σ». Συνεχίσαμε να λέμε ιστορίες για οικογένειες και χαμένους, ελπίζοντας σε λίγο να δροσίσει.

● Είναι νύχτα, καθόμαστε σε μια ανεμοδαρμένη ταράτσα, σε ένα χωριό που δεν έχει ούτε ψιλικατζίδικο να πάρεις μια μπίρα, βλέπουμε άστρα και Αιγαίο και μιλάμε για το βιβλίο που είναι ακουμπισμένο πάνω στο τσίγκινο τραπεζάκι, τον «Τελευταίο Κινέζο Σεφ» της Nicole Mones («Χαμένοι στη μετάφραση»), που κυκλοφόρησε πρόσφατα στις εκδόσεις Μελάνι. Για κάποιον που πενθεί, λέει ο Κινέζος, μαγείρεψέ του σχινόπρασσο, πιπερόριζα, κόλιαντρο και δενδρολίβανο. Η αψάδα τους τραβάει τη θλίψη από το σώμα. Την ελευθερώνει στον αέρα. Γιατί έτσι είναι: οι μυστηριώδεις δυνάμεις του φθινοπώρου δημιουργούν στη γεύση αψάδα, στην καρδιά λύπη, μέταλλο στη γη και στον παράδεισο ξηρότητα. Μετά, έπιασε φωτιά το βουνό μας.

● Τρεισήμισι τη νύχτα, σκοτάδια, ποδοβολητά, καμπάνες, το χωριό κινδυνεύει, άρπαξε το πάρκινγκ, μας βαρούσαν την πόρτα και φώναζαν να φύγουμε όπως είμαστε, μόνο τις μπανάνες και τις σαγιονάρες μας, τρέχαμε κάτω στη θάλασσα, χωρίς ηλεκτρικό, μόνο ledάκια μπρελόκ να φωτίζουμε τα άστρα ψηλά μέχρι να αρχίσει να χαράζει, να έρθουν τα ελικόπτερα λες και μας σκηνοθετούσε ο Κόπολα.

● Κοιμόμασταν 15 ώρες. Ξύπνησα με το μάτι πρησμένο από μόλυνση, ήμουνα σαν τον Ρόκι Νούμερο Πέντε. Με πήγανε στη Χώρα για φαρμακείο και γλυκά μασουράκια από τον Αυγουστάκη (πασπαλισμένα σκόνη αμυγδάλου).

● Την ίδια ώρα, ο Ριρίκος και η Ξανθούλα έτρωγαν μαζί με τα φρίσκις τους και από ένα travel pill ο καθένας. Μόλις άρχισαν να παραντουράνε, ξάπλωσαν στα ταξιδιωτικά τους κλουβάκια και οδηγήθηκαν σε ένα όμορφο χωριό πνιγμένο στα δέντρα, ήσυχο, ήρεμο, ούτε ψιλικατζίδικο να φανταστείς δεν έχει, ενώ σε ένα άλλο σημείο της μικρής μας πόλης (στο Ηρώδειο) η Νάνα Μούσχουρη έδινε τις αποχαιρετιστήριες συναυλίες της.

● Μια μέρα, στις μεγάλες ζέστες, ανηφόρισα στο πάνω λιβάδι, στα βόρεια της πόλης, εκεί που είναι τα καινούργια. Πήγα να δω ένα νέο ραδιόφωνο που με φώναξαν να παίζω τραγουδάκια τα απογεύματα. Μπήκα στο μεγάλο, γυάλινο, μπλε τους διαστημόπλοιο, κάθισα στο μαύρο πιλοτήριο, άναψα όλα τα ledάκια να φωτιστούν με άστρα οι κονσόλες και άρχισα να μπερδεύω τα λόγια μου και πάλι, μετά από καιρό, μαζί με μουσικές για τους φίλους μου, τα καινούργια και τα χαμένα τους παιδιά, για τη θεία που ακούει και ξέρει. Τραγούδια από τα φυλαγμένα μου που μιλάνε για μαγειρική και λύπη, λίπη και πένθος, για σεξ, γάτες, αντιβιοτικά, πυρκαγιές, θάλασσες, μπίρες και άλλες ιστορίες από το Μικρό Σίτυ στο Λιβάδι.


Φωτό: «ΠΑΙΔΙΑ ΚΑΙ ΖΑΧΑΡΟΤΕΥΤΛΑ», ΤΟΥ L. C. HΑRMON, HALL COUNTY, NEBRASKA, ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 1940