Πολιτισμος

Ο Λάκης Λαζόπουλος κι εγώ

Ο Σταμάτης Κραουνάκης αποδελτιώνει μια φιλία που έχει περάσει από σαράντα κύματα και είναι ακόμα ζωντανή!

Σταυρούλα Παναγιωτάκη
ΤΕΥΧΟΣ 237
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

O Λάκης είναι σάτιρος. Εγώ είμαι σάτυρος. Μας ενώνει η ακοή και μας χωρίζει το γράμμα. Ανάμεσα σ’ ένα ύψιλον και ένα γιώτα παλέψαμε τη διαφορά μας και συγκλίναμε μόλις τα γκρίγκλις απειλήσανε μαζικά την καταγωγή. «Έβαλες εσύ την Κρήτη και τη Σμύρνη κι έφερα εγώ τα βόρεια της Λάρισας» (το ’πε το βράδυ που γράψαμε το τραγούδι εισόδου του στον «Βιολιστή - βιοπαλαιστή στη στέγη»).

Γνωριστήκαμε αρχές του ’80 σ’ ένα στούντιο –του Πρικόπουλου, πίσω από το Καραβέλ–, κάτι γινότανε, δεν θυμόμαστε, εγώ έπαιζα στο πιάνο τα «Σκουριασμένα χείλια» κι εκείνος ήρθε με κάτι παιδιά από ένα θέατρο και καθόσαντε όλοι χάμω στη μοκέτα, πίναμε όλοι και τραγουδάγαμε μέχρι πρωίας. Ήταν τα χρόνια που ακόμα ψάχναμε στέγη για το συναίσθημα και το σκορπάγαμε ασυλλόγιστα… Μετά με φωνάξανε στο Βέμπο με τον Ξανθούλη.

Πανδαισία! «Του ΠΑΣΟΚ τους το χαβά». Σκίσαμε. Την επόμενη χρόνια πλακώθηκα εγώ με τον Ξανθούλη, τα παράτησα... Ήρθε σπίτι μου και μ’ έψησε με δυο ατάκες. Μου ’χε πει, νομίζω: «Εγώ δεν μπορώ να παίξω άμα δεν ακούω τις νότες σου». Εκεί στο τέλος της δεύτερης χρονιάς, στο καμαρίνι του στο «Βέμπο», τελειώνανε οι αναβολές μας –μ’ ένα χρόνο διάφορα–, τα ’χαμε παίξει!

Έπεσε η ιδέα να φέρει τον Βουτσινά να κάνουμε «Αριστοφάνη», τον κούρντιζα. Εκείνος όμως πήγε τελικά στο Παρίσι και τον έφερε! Είχε αποφασίσει να την κάνει από τον Λειβαδά (το γνωστό βαρόνο του θεάτρου) και μίλαγε ήδη με τη Νινέτα και τον Γιώργο Λεμπέση. Τότε γίναμε πολύ καλοί φίλοι με την οικογένεια Λεμπέση, ήρθε ο Βουτσινάς, μπήκε στη ζωή μας κι έγινε η «Λυσιστράτη». Μνημειώδες καλοκαίρι…Έχουμε κάνει ήδη το «Κυκλοφορώ» με την Άλκηστη, μας τραγουδάει όλη η Ελλάδα, είμαστε τριαντάρηδες και στα ντουζένια μας! Ο θεός Βούτσι μεγαλουργεί και γίνεται κόλαση. Βρισκόμαστε στην απέναντι με Αλίκη, που κάνει «Λυσιστράτη» στην Επίδαυρο με Σολωμό και Χατζιδάκι. Χαλάει ο κόσμος. Λέει ο Λάκης την Αλίκη «Εθνική Αποκοιμίστρα», φωτογραφίζονται με Βουτσινά κόκκινοι και μπλε για «Ταχυδρόμο», γινόμαστε θέμα. Η Λίνα και γω τα ’χουμε πάρει στο κρανίο, γιατί είμαστε κλεισμένοι κατακαλόκαιρο στο σπίτι μου στο Φάληρο και κοπανιόμαστε με το έργο. Ο Λάκης, που έκανε τη διασκευή, έχει στείλει μόνο την πρώτη σκηνή! Γιατί ήταν στη Θεσσαλονίκη κι έπαιζε ακόμα την επιθεώρηση τη χειμωνιάτικη, υπόδουλος των υποχρεώσεών του ακόμα στον Λειβαδά. Κι εμείς γράφαμε ερήμην μετάφρασης τα χορικά του έργου, ή, όπου μας ζήταγε ο Βουτσινάς, σκηνές που τις θέλει τραγουδιστές.

Έχουμε αρχίσει και κολλάμε –λογικό– ο ένας στη Σαλόνικα κι ο άλλος να μας την πέφτει αφρισμένος, κάθε σούρουπο που τέλειωνε με τις άλλες του δουλειές (Εθνικό και εγκαίνια Νόνικας στο Ιλίσια) με τα δυο πεκινουά από τα λουριά στο Φάληρο, με τη φωνάρα του «ΤΙ ΚΑΝΑΜΕ ΣΗΜΕΡΑ».

Μετά οι πρόβες –χαρά– ολονυχτίες στο στούντιο. Ένα βράδυ κοιμηθήκαμε εγώ στο μπουθ της ντραμς μ’ ένα παρεό χάμω κι ο Λάκης κάτω από το πιάνο!

Ανεβαίνουμε 13 Αυγούστου στο Θέατρο Φιλίππων. Θρίαμβος. 25 λεπτά μπιζζζζ. Το ίδιο έγινε παντού. Εκείνο το βράδυ ένας καλός φίλος μου ’στειλε ένα σημείωμα: «Πετάξατε το γάντι, ετοιμαστείτε για πόλεμο».

Κι ο πόλεμος άρχισε! Αρχές Οκτώβρη γεννήθηκε η κόρη του. Στο τέλος εκείνου του καλοκαιριού πέταξα τέσσερις σακούλες σκουπιδιών αποκόμματα εφημερίδων και έπαψα να παίρνω αποκόμματα – για ΠΑΝΤΑ! Ο Βουτσινάς έμεινε με μας δέκα χρόνια. Με τον Λάκη τα σπάσανε την επόμενη στον «Γιαπωνέζο» στο Αθήναιον, μεγάλη περιπέτεια... που με τη σάτιρα περί Σαρτζετάκη –ευτυχώς– γέμισε το θέατρο.

Αλλά εκλήθη κι ο Λάκης στο στρατό –πλακώθηκα κι εγώ μαζί του για 150.000 σκατοδραχμές –τίποτα–, αφορμή γιατί είχαμε σπαστεί πια. Παρ’ όλα αυτά ανέβηκα να τον δω στις Σέρρες όταν παρουσιάστηκε, πήγαμε με τη Νινέτα και την Τασούλα –τη γυναίκα του–, γιατί τον είχα έννοια! Στον «καταραμένο» «Γιαπωνέζο» όμως γνώρισα κι αγάπησα για πάντα την Άννα (Παναγιωτοπούλου) και γράψαμε τότε όλοι μαζί το «Αυτό θα μας φάει τον Έλληνα». Ψέματα;

Άλλο ένα σκοτεινό βράδυ μετά το στρατιωτικό του βρεθήκαμε με τη Νινέτα και τον Μίνω Βολανάκη στο θέατρο Πορεία για να κάνει «Το ημερολόγιο ενός τρελού». Πήγα γιατί ντρεπόμουνα να πω όχι στον Βολανάκη, αλλά βρήκα μια δικαιολογία και την «έκανα με πλαϊνά». Στα δεκαοχτώ χρόνια που δεν μιλάγαμε τραβήξαμε ο καθένας το δρόμο του. Εκείνος ήταν προσηνής, εγώ του είχα νεύρα. Μια φορά, τότε, είχαμε συναντηθεί στ’ αεροπλάνο. Μου ’χε πει: «Καλά, εμείς τώρα είμαστε τσακωμένοι;». Και του απάντησα: «Εγώ μπορεί να ’χω τσακωθεί και με μένα και να μην το ξέρω».

Τώρα μπροστά σ’ αυτό το μνημόνιο πρέπει να πω την Αλήθεια: Μου την έσπαγε που σκόρπαγε το ταλέντο του ενώ τον περίμενε ο Αριστοφάνης! Στον «Εν Λευκώ» ένα μεσημέρι με οργανωμένη παρέμβαση της Άννας Βλαβιανού πέσαμε ο ένας στην αγκαλιά του άλλου. Ήταν χάλια –είχε χάσει την αυτοπεποίθησή του μετά τις μαλακίες με τα κότερα– κι εγώ του είπα: «Ό,τι κι αν έχει συμβεί, εγώ τον Λαζόπουλο δεν θέλω να τον βλέπω έτσι. Κλείσε την Επίδαυρο, πάρε τη Νινέτα, θα πω στον Μαστοράκη να κάνουμε τον “Πλούτο”».

Μας έσκασε γιατί ήταν «στα ντάουν του», σ’ όλες τις πρόβες ήταν βασικά «απών», αλλά στην Κέρκυρα, με βοηθό το λατρεμένο μας Μπάμπη Γιωτόπουλο, του είπα «σε παρακαλώ, άκουσέ με φέτος, πειθάρχησε, και του χρόνου θα μ’ ευγνωμονείς!». Στην επόμενη παράσταση στις «Οινιάδες», σ’ ένα μαγικό θέατρο που παίξαμε χωρίς μικρόφωνα, βρήκε τον εαυτό του. Λύσσαξε!

Στην Επίδαυρο, μετά λίγες μέρες, ήταν Εξαιρετικός. Οι κριτικές τον αποθέωσαν.

Κι ένα χρόνο μετά που πήγα να τον δω στην πρεμιέρα του στους «Αχαρνής» με το Εθνικό, απάνω στους Δελφούς, μου είπε: «Σταμ είχες δίκιο, όλα τώρα είναι αλλιώς»... Αυτό με τον «Πλούτο» το ’χει πει δημόσια πολλές φορές και πάντα όποτε το κάνει νιώθω άβολα γιατί τον αγαπάω και τον καταλαβαίνω, και πια και τον πονάω όπως με πονάει κι αυτός.

Φέτος στον «Βιοπαλαιστή» του το γιορτάσαμε αυτό που νιώθουμε ο ένας για τον άλλον και το βράδυ που τραγουδήσαμε το «Όταν έχω εσένα» –έτσι «για τη μνήμη»– στο στούντιο, με τα παιδιά του θιάσου του καθισμένα στη μοκέτα, ένιωσα –κι εκείνος– ότι έκλεισε ο παλιός κι ανοίγει ένας καινούργιος κύκλος. Κι από τότε μέχρι εδώ αυτό που μας ενώνει είναι η αγάπη μας για τον τόπο μας και τους ανθρώπους του, και... το γέλιο*.

Υ.Γ. * Ο καλός λόγος θρέφει εφτά μέρες – το καλό γέλιο εφτά χρόνια.

Φιλιά, Σταμ