Πολιτισμος

O Καραγκιόζης Μαντόνα

Αφιέρωμα Madonna.gr

Γιώργος Παυριανός
ΤΕΥΧΟΣ 227
1’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Πάντα η ίδια διαδικασία όταν πηγαίνω στο σπίτι του Ευγένιου Σπαθάρη στο Μαρούσι. Είναι ένα διώροφο γεμάτο λουλούδια και γάτες, που φροντίζει με αγάπη η γυναίκα του Φανή. Πρώτα χτυπάω και τα δυο κουδούνια, το ένα που γράφει ΟΙΚΙΑ και το άλλο που γράφει ΜΟΥΣΕΙΟ. Μετά από λίγο ακούγεται η φωνή του ίδια με του Καραγκιόζη: «Φανή, κάποιος χτυπάει την πόρτα! Πήγαινε ν’ ανοίξεις!». «Δεν μπορώ, Ευγένιε, φτιάχνω φαΐ για τις γάτες». «Γαμώ το κέρατό μου, μας φάγανε οι γάτες σου!».

Έπειτα από λίγο εμφανίζεται στο ισόγειο, με τα λευκά μαλλιά του ακατάστατα, με το μουστάκι, ίδιος ο Αϊνστάιν. «Α, εσύ είσαι, Γιωργάκη; Στάσου μια στιγμή να σου ανοίξω».

«Tην ξέρω την Athens Voice, μανάρι μου, τους είχα κάνει κι ένα εξώφυλλο. Τι θέλουν τώρα να τους φτιάξω;». Πάνω που πάω να του εξηγήσω ότι θέλουμε να ζωγραφίσει τη Μαντόνα, εμφανίζεται η Φανή ανήσυχη. «Γεια σου, Γιωργάκη μου, τι κάνεις; Ευγένιε, εξαφανίστηκε η Ντοντόνα!». Ο Ευγένιος γουρλώνει τα μάτια, πετάει κάτω τις φωτοτυπίες της Μαντόνα που μου είχε δώσει ο Νένες, πετάει τα μολύβια κι αρχίζει να φωνάζει: «Μωρέ, δεν με παρατάτε ήσυχο λέω εγώ! Ο ένας με τη Μαντόνα, ο άλλος με την Ντοντόνα! Θα με τρελάνετε; Έχω δουλειά, Φανούλα, δεν μπορώ να κυνηγάω τις γάτες σου!» Κάθομαι και παρακολουθώ χαμογελώντας. Τον ξέρω 25 χρόνια. Το επόμενο λεπτό έχει ηρεμήσει, βγαίνει στην αυλή και πάντα με τη φωνή του Καραγκιόζη: «Ντοντόνα. Ντοντόνα! Πού έχεις κρυφτεί, μωρή;». Η Ντοντόνα εμφανίζεται, ο Ευγένιος επιστρέφει, ξαναπαίρνει το μολυβάκι του και αρχίζει να σχεδιάζει: «Τι σουτιέν είναι αυτό, γαμώ το κέρατό μου! Σαν κορνέτο! Να της βάλω σορτσάκι; Και μπότες; Καλά, άσε μου τις φωτοτυπίες και θα κάτσω αύριο το πρωί να το φτιάξω. Έλα το απόγευμα να το πάρεις».

Éχουν έρθει ο Δημήτρης και ο Νίκος, φίλοι χρόνια, βγαίνουμε όλοι μαζί για ένα κρασί. Ο Ευγένιος τρώει απ’ όλους τους μεζέδες και πίνει και το κρασάκι του. Κάνουμε σχέδια για το μέλλον. Μια παράσταση Ο Καραγκιόζης στο Μέγαρο, με τις καλύτερες στιγμές, τις ωραιότερες ατάκες και συγχρόνως μια μεγάλη έκθεση με φιγούρες. Μιλάει με τον ενθουσιασμό παιδιού. «Πόσο χρονών είσαι, Ευγένιε;» «Του ’24». Κρατάω μόνο το 24. Τόσο πρέπει να είναι, ούτε ένα χρόνο παραπάνω.

Την επόμενη μέρα πάλι τα ίδια, ΟΙΚΙΑ, ΜΟΥΣΕΙΟ, «Φανή, κάποιος χτυπάει την πόρτα!», ανεβαίνουμε στο δωματιάκι στην ταράτσα, εκεί που ζωγραφίζει. Μου δείχνει το έργο. «Καλά, τέλεια την έκανες, ξέχασες μόνο να βάλεις την ελιά. Και από κάτω πρέπει να γράψουμε κάτι. Η Μαντόνα έχει πει ένα τραγούδι που λέγεται Papa don’t Preach, δηλαδή Μπαμπά μη με κατηγορείς». «Ε, δεν βάζουμε κι εμείς Μπαμπάκο, ντοντ πριτς!; Πριτς αυτή, πριτς κι εμείς. Χα, χα, χα!»