Πολιτισμος

Στάχτη και μπέρμπερις

Θα ήθελα να είμαι στην πορεία αλλά μου έχει τελειώσει ο χρόνος, η αναπνοή και ο ενθουσιασμός

Γιάννης Νένες
ΤΕΥΧΟΣ 238
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

● Τη Δευτέρα, μόλις έχει νυχτώσει. Είμαι στη Σκουφά – θα ήθελα να είμαι στην πορεία αλλά μου έχει τελειώσει ο χρόνος, η αναπνοή και ο ενθουσιασμός. Μυρίζει καμένα χριστούγεννα, μπουρλότο, φωτισμένη Αθήνα όντως. Στην εφημερίδα παίρναμε mails, «αναβάλλεται το πάρτι εγκαινίων, το κατάστημά μας συμπαραστέκεται κ.λπ.». Στάχτη και burberys όλα. Ανεβαίνω τα στενά για το σπίτι, κάποιοι που ξέρουν τις καβάτζες τρέχουν προς Δαφνομήλη. Στο σάκο μου κουβαλάω τις μουσικές για την εκπομπή που δεν έκανα απόψε και σημειώσεις πανικοβάλ τόσο άχρηστες που θέλω να σταματήσω εκεί στη μέση του χάους και να τους βάλω φωτιά από το διπλανό κάδο.

● Ανάμεσα στη μουσική και τις πυρκαγιές, στην οργή και τον έρωτα, στο παλιό που καταρρέει και το νέο που έρχεται σαν τσουνάμι, μιάμιση σελίδα από ένα βιβλίο που διαβάζω, συμπτωματικά, αυτές τις μέρες, «In Europa - Ταξίδια στον 20ό αιώνα» του Geert Mak (εκδ. Μεταίχμιο):

Η ευρωπαϊκή και αμερικανική νεολαία που –με την εξαίρεση των Γερμανών– κατά το καλοκαίρι του έρωτα του 1967 κήρυττε ακόμη τον ολοκληρωτικό έρωτα, εννιά μήνες αργότερα στεκόταν παντού με πέτρες στο χέρι μπροστά στα οδοφράγματα.

(…) Ένας Παρισινός φίλος μού είπε κάποτε, αμέσως πριν από τη χιλιοστή έφοδο, πως περνούσε δίπλα από τις δυνάμεις της αστυνομίας και προς έκπληξή του δεν είδε πίσω από τις μάσκες πρόσωπα ρομπότ αλλά κουρασμένους άντρες κάποιας ηλικίας, πιθανόν με παιδιά στην εφηβεία στο σπίτι. Καθόμασταν στο βραδινό ήλιο μπροστά στο καφέ Φλορ, ένα από τα επαναστατικά στέκια εκείνα τα χρόνια. «Αχ» είπε, «στην ουσία οι άνθρωποι εδώ δεν έχουν αλλάξει. Μόνο που τώρα παίζουν σε διαφορετικό έργο».

Τρέξε, σύντροφε, ο παλιός κόσμος σε κυνηγάει.

Απαγορεύεται η απαγόρευση.

Η φαντασία στην εξουσία.

Μέτρησε όλες τις μνησικακίες σου και νιώσε ντροπή.

Να είσαι ρεαλιστής, ζήτα το αδύνατο.

Κάτω από το οδόστρωμα υπάρχει η παραλία.

Μπορεί η ανάμνηση του Μάη του ’68 να έχει καταγραφεί σε τόσο ωραία μονόστιχα, η καθημερινή, όμως, πρακτική της περίφημης παρισινής επανάστασης ήταν αρκετά χαοτική. Ένας από τους φοιτητές είπε αργότερα ότι εκείνες τις μαγιάτικες νύχτες στο Καρτιέ Λατέν αισθανόταν περίπου όπως ο ήρωας του Σταντάλ Φαμπρίς ντελ Ντογκό κατά τη διάρκεια της μάχης του Βατερλό: συνέβαιναν πολλά και διάφορα, αλλά την ίδια στιγμή δεν καταλάβαινε σχεδόν τίποτα απ’ όσα γίνονταν. Αρχικά η εξέγερση δεν ήταν τίποτα περισσότερο από μια παρατεταμένη μαζική αλληλουχία από οδομαχίες, οι οποίες στο μεγαλύτερο μέρος τους συνδαυλίζονταν από τη βία που ασκούσε η αστυνομία. Αυτό άρχισε ήδη στις 22 Μαρτίου στη Ναντέρ, όταν έσπασαν στο ξύλο τους συμμετέχοντες σε μια διαδήλωση, και στις 3 Μαΐου, όταν οι τότε ακόμη μη-βίαιοι φοιτητές απωθήθηκαν από τη Σορβόννη στη διάρκεια μιας αιματηρής συμπλοκής.

Στη συνέχεια οι οδομαχίες στο Παρίσι κλιμακώνονταν μέρα με τη μέρα, και στο τέλος εκατοντάδες χιλιάδες διαδηλωτές γέμιζαν τις λεωφόρους. Και ταυτόχρονα υπήρχε η φαντασία, το όνειρο που για λίγο κυριάρχησε στους δρόμους. Ο Ολλανδός συγγραφέας Σέις Νόοτεμποομ περιέγραψε μια πορεία που περνούσε από μπροστά του, καθισμένος στα πόδια μιας κυρίας που κάθε δέκα λεπτά τραγουδούσε τη Διεθνή: «Μια πομπή που δεν λέει να τελειώσει, γεμίζει και τις δύο πλευρές της λεωφόρου, φοιτητές, Ισπανοί εργάτες, λευκοντυμένο νοσοκομειακό προσωπικό, στοιχειοθέτες, τυπογράφοι, οδηγοί, ξενοδοχειακό προσωπικό, καθηγητές, κάθε ομάδα με το δικό της τραγούδι, όλες οι ηλικίες, συχνά αλαμπρατσέτα, απίστευτα πολλές γυναίκες και κοπέλες ανάμεσά τους, όλοι όσοι κανονικά περπατούν σ’ όλα τα πεζοδρόμια του Παρισιού, ένα ευτυχισμένο πλήθος που τελικά χάνεται σαν ποτάμι μέσα στον ίδιο του τον εαυτό». Αργότερα πηγαίνει στο Οντεόν, όπου μια κατάμεστη αίθουσα κάνει διάλογο με τον εαυτό της. «Ένας νεαρός στον κεντρικό διάδρομο του θεάτρου συντονίζει τη συζήτηση. Παραμένει υπέροχο: κάποιος μιλάει από ένα από τα χρυσά θεωρεία, τα όμορφα και σοβαρά, επιτέλους όχι πια βαριεστημένα πρόσωπα έχουν στραφεί προς αυτή την κατεύθυνση, τα επιχειρήματα πηγαινοέρχονται ασταμάτητα στον πιο μακροσκελή διάλογο του κόσμου που συνεχίζει εδώ και μέρες καθ’ όλο το εικοσιτετράωρο».

Ο ίδιος κάλυπτα, μαζί με ένα συνάδελφο, την επανάσταση στο Παρίσι ως νεαρός συντάκτης ενός φοιτητικού περιοδικού του Άμστερνταμ. Θυμάμαι ένα φορτηγό γεμάτο φοιτητές που έτρεχε στα Ηλύσια Πεδία με μια κόκκινη σημαία να ανεμίζει, μια αίθουσα στη Σορβόννη όπου κοπέλες μοίραζαν σάντουιτς με λουκάνικα –ένα δωράκι των αλληλέγγυων πολιτών–, το βελούδο και τα χρυσά του κατάμεστου θεάτρου Οντεόν, και μια οικογένεια Ισπανών τσιγγάνων που έδινε παραστάσεις μπροστά στο θέατρο με μια μαϊμουδίτσα που χόρευε και μια κατσίκα με ζιπ κιλότ. Κόκκινες σημαίες, φορτηγά, τζάμπα φαγητό, αν αυτό δεν ήταν επανάσταση, τότε ούτε εμείς δεν ξέραμε πια τι ήταν. Βρήκα μερικές σημειώσεις από το Σαββατοκύριακο της 18ης Μαΐου.

Για την ατμόσφαιρα στην κατειλημμένη Σορβόννη: «Η έλλειψη ύπνου αρχίζει να παίρνει τεράστιες διαστάσεις. “Ενόψει του αυξανόμενου αριθμού νευρικών κρίσεων και περιπτώσεων κατάθλιψης, η υπηρεσία πρώτων βοηθειών σάς παρακαλεί να κοιμάστε τουλάχιστον πέντε ώρες κάθε νύχτα. Σύντροφοι, μόνο όποιος τρώει και κοιμάται τακτικά μπορεί να συνεισφέρει κάτι στην επανάσταση”. Στο χολ παίζουν Μπετόβεν, Σοπέν και τζαζ αλά Έρολ Γκάρνερ. Ένα αγόρι με κλαρινέτο παίζει το δικό του σκοπό, όλοι χειροκροτούν, ένας μεθυσμένος κλοσάρ χορεύει ένα γύρο».

Για τις δύσκολες επαφές μεταξύ των φοιτητών και των εργατών: «Έπειτα από έναν περίπατο δεκαπέντε χιλιομέτρων η υποδοχή στη Ρενό-Μπιγιανκούρ αποδείχτηκε μία ψυχρολουσία: δεν επέτρεψαν στους φοιτητές να μπουν μέσα. Μεγάλη χαρά όταν ήρθαν τελικά εργάτες στη Σορβόννη. Αρκετές αίθουσες τέθηκαν στη διάθεση της commission ouvriers-étudiants [Επιτροπής εργατών και φοιτητών], εθελοντές επιστρατεύτηκαν για να κάνουν διάλογο με τους εργάτες, οργανώθηκαν εκστρατείες για να συγκεντρωθούν χρήματα για τους απεργούς, παρά ταύτα οι σχέσεις παρέμειναν δύσκολες. Μέρα μεσημέρι η προαναφερθείσα επιτροπή μετρούσε ακριβώς πέντε άτομα. Εδώ που τα λέμε, αυτές οι διαφορές μπορούν εύκολα να εξηγηθούν: οι διεκδικήσεις των εργατών είναι, σύμφωνα με τις εφημερίδες τοίχου, ως επί το πλείστον υλικές, αυτές των φοιτητών όλο και πιο πολύ άυλες ή ακόμα και αντιυλικές».

Για τη νύχτα: «Στον παιδικό σταθμό ένα αγόρι με φυσαρμόνικα προσπαθεί να κοιμίσει τα παιδιά με το παίξιμό του. Στο γραφείο Τύπου γίνεται πατείς με πατώ σε. Ψόφιες από την κούραση κοπέλες γράφουν ολοένα καινούργια στένσιλ και μανιφέστα. Σε ένα μπουκάλι, μέσα στο αχούρι, στέκεται ένα κόκκινο τριαντάφυλλο».

● Φτάνοντας ψηλά, σαν επιτάφιοι οι φωτιές στην πόλη, ψάχνω να δω πού καίει ο έρωτας ή η μουσική σε αυτή την επανάσταση.