Πολιτισμος

Καλοκαίρι: Αναγνώσεις, αναρρώσεις, απώλειες - Παρά τρίχα τη γλιτώσαμε

Το καλοκαίρι είναι η εποχή που μετράς παγωτά και μπάνια. Έρχονται όμως και κάποιες φορές που είσαι αναγκασμένος να μετρήσεις απώλειες ή… παρά λίγο απώλειες. Το μόνο που σώθηκε αυτήν τη χρονιά ήταν οι αναγνώσεις. Ευτυχώς, λέμε

Γιώργος Φλωράκης
ΤΕΥΧΟΣ 927
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ο Γιώργος Φλωράκης γράφει για τις απώλειες, τις περιπέτειες και τα βιβλία του καλοκαιριού.

Αν υπάρχει ένα περιοδικό που θα ήθελα να συμμετέχω στη συντακτική του ομάδα, αυτό είναι το αμερικάνικο Believer. Πρωτοκυκλοφόρησε το 2003, ο τίτλος του δεν έχει να κάνει με κάποιο είδος θρησκευτικής πίστης, αλλά με μια ιδιόμορφη αισιοδοξία και η ύλη του περιλαμβάνει άρθρα επί παντός, πολλή τέχνη, ολίγη δημοσιογραφία –με την καλή έννοια–, συνεντεύξεις προσώπων που δεν συναντάς αλλού, κόμικς, ποίηση και ό,τι άλλο φανεί στους εκδότες του, που ανάμεσα στα άλλα δηλώνουν ότι το Believer «όπως κάθε καλό περιοδικό έχει πεθάνει μερικές φορές, αλλά επιστρέφει στη ζωή λόγω του πιστού κοινού του».

Στο περιοδικό αυτό, διατηρεί μια στήλη για βιβλία, από την αρχή της έκδοσής του, ο Nick Hornby, ο συγγραφέας –μεταξύ άλλων– του «High Fidelity». Η στήλη του ξεκινάει πάντα με δύο μικρές λίστες: «τα βιβλία που πήρα» και «τα βιβλία που διάβασα», όπου τα πρώτα σπανίως ταυτίζονται με τα δεύτερα. Ένα από τα βιβλία που διάβασα από σπόντα αυτό το καλοκαίρι, το «Άγριο βιβλίο» του Χουάν Βιγιόρο (εκδ. Carnivora, μετ. Χριστίνα Φιλήμονος), εξηγεί τις λίστες του Hornby και τις διαφορές ανάμεσα σ’ αυτά που πήρες για να διαβάσεις κι εκείνα που τελικά διάβασες: «ο σκοπός της βιβλιοθήκης δεν είναι να διαβάσεις όλα τα βιβλία της, αλλά να μπορείς να τα συμβουλευτείς όποτε θέλεις… Το σημαντικό δεν είναι να έχεις όλη την πληροφορία στο κεφάλι σου, αλλά να ξέρεις πού μπορείς να τη βρεις». Έτσι, ο θείος Τίτο του Βιγιόρο δίνει την απάντηση για όλα τα βιβλία που συνεχίζω να αγοράζω –ενώ υπάρχουν δεκάδες που δεν έχω διαβάσει–, αλλά και για όλους τους δίσκους που συνεχίζουν να στριμώχνονται σφραγισμένοι στο πάτωμα του σπιτιού/εργαστηρίου μου.

Αυτό το καλοκαίρι ήταν παράξενο. Επιφύλασσε ελάχιστες μέρες εκτός Αθήνας και απολύτως καμία στις θάλασσες της πατρίδας μου. Η Μάρκα είναι ένας σκύλος που δεν είναι ακριβώς δικός μου, αλλά έχει πάρει εξ αγχιστείας τη θέση που κατείχε η μοναδική γάτα της ζωής μου, η Σακούνταλα. Η Μάρκα έδωσε μια μεγάλη μάχη αυτό το καλοκαίρι και τελικά τα κατάφερε. Είναι το πιο γενναίο ζωάκι που έχω γνωρίσει κι επιπλέον είναι το πρόσωπο αυτού του καλοκαιριού. Πιο σωστά, η μουσούδα αυτού του καλοκαιριού!

Χάθηκαν όμως μερικοί άνθρωποι από αυτούς που αγάπησα: ο John Mayall, ο μουσικός πίσω από τα πρώτα βρετανικά blues που άκουσα ποτέ. Ο Martin Philips των Chills που μ’ έφερε κοντά στη σκηνή της Νέας Ζηλανδίας. Ο Toumani Diabate με τον ήχο του kora κι εκείνη την απίθανη συνεργασία με τη Φιλαρμονική του Λονδίνου το 2021.

Και πιο πολύ, η Τζένη Μαστοράκη. Γιατί πέρα από την πολύ σημαντική ροκ πλευρά της, η πρώτη μετάφραση στον «Φύλακα της σίκαλης» του Salinger με είχε καθορίσει. Τώρα διαβάζω τη δεύτερη μετάφρασή της στο ίδιο βιβλίο, με τίτλο «Στη σίκαλη, στα στάχια, ο πιάστης». Επιπλέον, το «Μ’ ένα στεφάνι φως» είναι για μένα ένα από τα κορυφαία ελληνικά ποιητικά κείμενα. Μέσω των προσωπικών αναγνώσεων αλλά και μέσω των μοιρασμάτων –στα εργαστήρια λογοτεχνίας και πέρα από αυτά– μπορώ να το απαγγέλλω πια χωρίς να το διαβάζω: «Αλλά δε θέλει να λησμονηθεί, γιατί κανείς, κανείς δεν θέλει να τον λησμονούνε, και να θυμίζει θέλει μια φορά, που τρυφερή κορόνα τους την είχαν, κι α πότε, βγάνοντας την κεφαλή στις ερημιές, τα χέρια ξάφνου τής λευκαίνονται… και ξεματώνει γλείφοντας τους χαρακωμένους της καρπούς, παραλογίζεται πως θα γινόταν άλλη, άνασσα στο βαθύ παλάτι των αγρών, αθλία φλώρα τ’ όνομά της, σαρακήνα, σαν βλασφημία, μενεξένη, άσβεστος, με το κακό του φεγγαριού αφρίζει, κι α ποτέ, γέρνει το κορμάκι της στις εξοχές, σαν ημισέληνος ωχρή ξεφέγγει, μικρή γυναίκα, γυναικίτσα, βάρβαρη, καλεί τον θάνατο, καλεί, που ήταν καλός, από μακριά σου μήνυσα, του λέει, ακραία κόρη και βαλεριανή, από μακριά, κι ετοιμαζότουν να φωνάξει δυνατά, και δε φωνάζει, δε λαλεί, δεν κλαίει».

Για τα βιβλία –τα πολλά– που διαβάστηκαν και για τις μουσικές τις μαγικές που ακούστηκαν, έχουμε πολλά να πούμε τη χρονιά που έρχεται. Καλό Σεπτέμβρη!