- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Σαν σήμερα, η Νίκη της Σαμοθράκης καταλήγει στο Παρίσι
Η θαυμαστή θεά με τα ανοιχτά φτερά δεσπόζει στην κορυφή της «σκάλας Daru» με τα 32 σκαλοπάτια
Σαν σήμερα 11 Μαΐου η Νίκη της Σαμοθράκης φτάνει στο Παρίσι - Πώς βρέθηκε στα χέρια των Γάλλων και γιατί ήταν σε πολλά κομμάτια
H μεγαλειώδης σιλουέτα της Νίκης της Σαμοθράκης, ένα από τα διασημότερα έργα τέχνης από το Μουσείο του Λούβρου, έφτασε στο Παρίσι σε πολλά κομμάτια κι έχοντας υποστεί σημαντικές φθορές κατά τη μετακίνησή του. Με ύψος 3,28 μ.με τα φτερά και 5,58 μ. με τη μαρμάρινη πλώρη πλοίου πάνω στην οποία είναι τοποθετημένο σήμερα θεωρείται ένα από τα αριστουργήματα της ελληνικής τέχνης. Το ημερολόγιο έγραφε 11 Μαΐου 1864, μία ημέρα σαν σήμερα όταν έφτασε στο Λούβρο και αυτή είναι η ιστορία του φημισμένου αγάλματος που το όνομα του ιδιοφυή γλύπτη παραμένει ακόμη άγνωστο.
«Κύριε, εύραμεν μια γυναίκα!»: Πώς η Νίκη της Σαμοθράκης βρέθηκε στα χέρια των Γάλλων
Τα κομμάτια του γλυπτού βρέθηκαν τμηματικά και στην αρχή η Νίκη εκτίθετο στο Λούβρο δίχως τον κορμό και τα φτερά της αλλά και δίχως την πλώρη, τα κομμάτια της οποίας οι Γάλλοι ειδικοί στην αρχή είχαν εκλάβει ότι ανήκαν σε τύμβο και τα είχαν αφήσει στη Σαμοθράκη. Συγκεκριμένα, η ανεύρεση άρχισε το 1863 από μια αρχαιολογική αποστολή στην οποία επικεφαλής ήταν ο Κάρολος Σαμπουαζό, υποπρόξενος της Γαλλίας στην Αδριανούπολη (σημερινό Εντιρνέ της Τουρκίας, στην Ανατολική Θράκη).
Ενώ έσκαβαν σε μια χαράδρα στις 15 Απριλίου του 1863, στα βόρεια του νησιού, ένας Έλληνας εργάτης φώναξε στον Σαμπουαζό «Κύριε, εύραμεν μια γυναίκα!» - ήταν η μισή Νίκη της Σαμοθράκης.
Ο Σαμπουαζό ήρθε αμέσως σε επικοινωνία με τον πρέσβη της πατρίδας του στην Κωνσταντινούπολη και εκείνος φρόντισε η Υψηλή Πύλη να δώσει τότε έγκριση για να αποπλεύσει γαλλικό πολεμικό πλοίο και να φορτώσει τη Νίκη της Σαμοθράκης για τη Γαλλία -η Σαμοθράκη είχε σημαντική αυτονομία, αλλά ανήκε ακόμα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Το άγαλμα έφτασε στο Λούβρο στις 11 Μαΐου του 1864 και δύο χρόνια μετά εκτέθηκε για πρώτη φορά μετά τις απαραίτητες εργασίες – χωρίς όμως ακόμα να μπορεί να εκτεθεί το επάνω μέρος του κορμού και τα φτερά. Το άγαλμα υπέστη φθορές κατά τη μετακίνησή του από τη Σαμοθράκη στο Παρίσι, σύμφωνα με πόρισμα της ομάδας των συντηρητών που ανέλαβε τον καθαρισμό του, τον Σεπτέμβριο του 2013.
Το άγαλμα βρέθηκε σε πολλά κομμάτια γιατί στα ελληνιστικά χρόνια οι καλλιτέχνες δούλευαν το γλυπτό τους τμηματικά εξαρχής – στην αρχαία Ελλάδα δούλευαν χωριστά μόνον το κεφάλι και τα άκρα που εξείχαν. Ο άγνωστος λοιπόν γλύπτης είχε επεξεργαστεί το έργο του κατά τμήματα τα οποία τελικά είχε ενώσει, οπότε στο σεισμό με την κατακρήμνιση του γλυπτού, αυτό έσπασε πολύ πιο εύκολα σε πολλά κομμάτια.
Το άγαλμα αποτελείται από ένα μεγάλο κομμάτι κάτω από το στήθος μέχρι τα πόδια, από ένα δεύτερο κομμάτι που είναι ο άνω κορμός, το αριστερό φτερό (το δεξί προστέθηκε αντιγράφοντας το αριστερό) και από το κεφάλι – αυτό δεν βρέθηκε ποτέ από όσο γνωρίζουν οι ειδικοί. Τα χέρια, τα φτερά και τα πόδια, όπως και πολλά κομμάτια του ενδύματος, σμιλεύονταν τότε χωριστά και μετά το άγαλμα συναρμολογείτο. Τα φτερά ήταν από δύο μεγάλα μάρμαρα που ήταν συνδεδεμένα στην πλάτη χωρίς εξωτερική στήριξη και αυτό δημιουργούσε πρόβλημα ισορροπίας στο άγαλμα, το οποίο ο γλύπτης ωστόσο έλυσε χρησιμοποιώντας την πλώρη ως αντίβαρο.
Η πλώρη του πλοίου αποτελείται από 23 κομμάτια μαρμάρο. Σε μια ορθογώνια βάση από έξι μαρμάρινες πλάκες στερεώνονταν 17 κομμάτια που ενώνονταν αρχικά με μέταλλο και σχημάτιζαν τρεις οριζόντιες σειρές που κλιμακώνονταν προς τα εμπρός για το σχηματισμό της πλώρης. Άγαλμα και πλοίο ισορροπούσαν το ένα το άλλο σαν αντίβαρα και το κέντρο βάρους του αγάλματος είχε σταθμιστεί έτσι ώστε να πέφτει στο σημείο που ανασηκωνόταν ζωηρά η πλώρη σαν αληθινού ξύλινου καραβιού – το άγαλμα δεν μπορούσε δηλαδή να μετακινηθεί χωρίς να διαλυθεί το πλοίο. Το όλο σύμπλεγμα θεωρείται όχι μόνον αριστουργηματικό από καλλιτεχνική άποψη, αλλά και ιδιοφυές.
Το 1875 Αυστριακοί αρχαιολόγοι είδαν στον τόπο της ανασκαφής τα μάρμαρα που ο Σαμπουαζό νόμισε ότι ανήκαν σε τύμβο και αναλογιζόμενοι ελληνικά νομίσματα που απεικόνιζαν τη Νίκη σε πλώρες πλοίων κατάλαβαν ότι τα μάρμαρα ήταν τμήματα μαρμάρινης πλώρης. Ο Σαμπουαζό έμαθε για τα μάρμαρα της πλώρης το 1879 και κατάφερε να τα πάρει κι αυτά στο Λούβρο. Η συναρμολόγηση και αποκατάσταση (π.χ. του αριστερού φτερού που βρέθηκε σε πολλά κομμάτια και του δεξιού που ουσιαστικά είναι σχεδόν όλο προσθήκη μια που βρέθηκε ένα πολύ μικρό κομμάτι του) ολοκληρώθηκε το 1884.
Τον Αύγουστο του 1939 η «Νίκη της Σαμοθράκης» μεταφέρθηκε με μεγάλη δυσκολία με μια ξύλινη ράμπα, ώστε να απομακρυνθεί, όπως και όλα τα πολύτιμα εκθέματα του Μουσείου, σε ασφαλέστερη τοποθεσία λόγω του πολέμου -φυλάχτηκε μαζί με την Αφροδίτη της Μήλου και τους «Σκλάβους» του Μιχαήλ Αγγέλου στο Château de Valençay.
Το 1950 συναρμολογήθηκε και η δεξιά παλάμη της οπότε και εκτέθηκε και αυτή.
Οι τρεις φτερωτές Νίκες από τον τον Ναό της Σαμοθράκης
Η Νίκη που εκτίθεται στο Λούβρο είναι μία από τις τρεις φτερωτές Νίκες που βρέθηκαν στον Ναό της Σαμοθράκης. Οι άλλες δύο εκτίθενται η μεν πρώτη, που αποτελεί ρωμαϊκό αντίγραφο και το βρήκαν Αυστριακοί αρχαιολόγοι, στο Μουσείο Kunsthistorisches Museum της Βιέννης και η δεύτερη, που βρέθηκε από την αμερικανική αποστολή του Karl Lehmann και της Phyllis Williams-Lehmann το 1949, στο αρχαιολογικό Μουσείο της Σαμοθράκης.
Ο Lehmann και η σύζυγός του βρήκαν αργότερα (το 1950) σε ανασκαφές και τμήματα του δεξιού χεριού του αγάλματος. Λίγους μήνες μετά το ίδιο ζευγάρι αρχαιολόγων εντόπισε και δάχτυλα του δεξιού χεριού της ίδιας Νίκης στο προαναφερόμενο αυστριακό μουσείο, που τα είχε ακαταχώρητα και δεν γνώριζε ότι ανήκαν σε εκείνην. Η δεξιά παλάμη της ανασυστάθηκε αποκαλύπτοντας ότι δεν κρατούσε σάλπιγγα όπως πολλοί πίστευαν μέχρι τότε και εκτίθεται επίσης στο Λούβρο, σε χωριστή βιτρίνα κοντά στο άγαλμα.
Ποιος δημιούργησε το περίφημο άγαλμα;
Το άγαλμα έχει ύψος 3,28 μ. (με τα φτερά) και 5,58 μ. με τη μαρμάρινη πλώρη πλοίου πάνω στην οποία είναι τοποθετημένο σήμερα. Φιλοτεχνήθηκε για να τιμήσει τη θεά Νίκη αλλά και μια ναυμαχία – δεν είναι βέβαιο ποια. Ήταν αφιερωμένο σε ναό της Σαμοθράκης και χρονολογείται μεταξύ και 220 και 190 π.Χ. – οι περισσότερες εκτιμήσεις συγκλίνουν στο 190 π.Χ. Σήμερα στο Μουσείο του Λούβρου είναι τοποθετημένο σε βάση και αυτή με τη σειρά της είναι στερεωμένη σε μαρμάρινη πλώρη πλοίου. Στην αρχαιότητα εικάζεται ότι εκείνος που αφιέρωσε το έργο στο ναό της Σαμοθράκης (τόπο φημισμένο στην αρχαιότητα για την ιερότητά του) είχε δώσει παραγγελία να σχεδιαστεί ένα μικρό σύμπλεγμα θεάς και πλοίου.
Η μεν θεά φιλοτεχνήθηκε χωριστά από λευκό παριανό μάρμαρο και ίσως κρατούσε στεφάνι για το νικητή ή είχε υψωμένο το χέρι της στο στόμα για να διαλαλήσει τη νίκη χωρίς να κρατά τίποτα ή, τέλος, ίσως χαιρετούσε. Το άγαλμα στο ελληνιστικό σύμπλεγμα ήταν στερεωμένο στην επίσης μαρμάρινη πλώρη ενός πλοίου και έδινε την αίσθηση ότι μόλις είχε «προσγειωθεί» σε αυτό και πατούσε φευγαλέα. Το πλοίο ήταν από μάρμαρο Ρόδου (το γκριζωπό μάρμαρο της Λίνδου και συγκεκριμένα της Λάρδου). Οι ειδικοί εικάζουν ότι το έργο ήταν σχεδιασμένο για να το βλέπει ο κόσμος από τα αριστερά, κατά τα ¾ του προφίλ, επειδή η μία πλευρά του είναι πιο καλοδουλεμένη –και στα ελληνιστικά χρόνια αυτό συνηθιζόταν για την πλευρά την οποία θα έβλεπε το κοινό.
Μία εκδοχή των αρχαιολόγων για το αφιέρωμα επί πολλά χρόνια ήταν πως το είχε κάνει ο Δημήτριος ο Πολιορκητής (337-283 π.Χ.) όταν νίκησε τον στόλο του Πτολεμαίου στα ανοιχτά της Κύπρου γύρω στο 290 π.Χ. Σήμερα όμως πολλοί πιστεύουν ότι το αφιέρωσαν οι Ρόδιοι όταν το 191 π.Χ., συμμαχώντας με την Πέργαμο, νίκησαν τον Αντίοχο Γ΄ της Συρίας σε ναυμαχία στα ανοιχτά της Σίδης.
Το δεξιό φτερό βρέθηκε σχεδόν διαλυμένο εκτός από μικρά κομμάτια του και αποτελεί πρόσθετο έργο ανασύστασης «καθρέφτη» του αριστερού, από εμπειρογνώμονες του Λούβρου. Το άγαλμα εικάζεται ότι κατακρημνίστηκε και έσπασε εξαιτίας μεγάλου σεισμού κατά τον 6ο μ.Χ. αιώνα.