Πολιτισμος

«Τι μου λέτε», ή: «Δεν μας νοιάζει αν δεν σου άρεσε»

Η τέχνη, τα social media, και οι απόψεις

Κυριάκος Αθανασιάδης
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Όχι, το προσωπικό γούστο δεν είναι κριτική — ποτέ δεν ήταν

Ίσως θα αναγνωρίσει κανείς μια αλήθεια στην αποστροφή ότι τα πράγματα δεν πάνε και πολύ καλά. Όχι τώρα — γενικά. Μάλιστα, η αλήθεια είναι πως τώρα είμαστε καλύτερα από ποτέ. Όχι και πολύ παλιά (μόλις τον προηγούμενο αιώνα), οι άνθρωποι στα σαράντα τους είχαν μείνει με τα μισά τους δόντια και ήταν ήδη έτοιμοι να εκδημήσουν εις Κύριον. Αλλά τα πράγματα εξακολουθούν να μην πηγαίνουν και πολύ καλά. Έχουμε αρρώστιες, έχουμε ατυχήματα, έχουμε φτώχεια σε πολύ κόσμο, έχουμε λιγότερες ευκαιρίες από όσες θα θέλαμε, στον πλανήτη ολόκληρα κράτη διοικούνται σαν χαρέμια και σαν φυλακές από ημίτρελους και κανίβαλους, από μακελάρηδες που κάνουν πολέμους, σφάζουν τον κοσμάκη και ράβουν με βελόνα και κλωστή το στόμα των ανθρώπων, έχουμε ατυχήματα, δυστυχήματα, λάθη, μεγαλύτερα λάθη, πράγματα παλαβά που συμβαίνουν λίγο-πολύ σε όλους. Έτσι πάει το πράγμα. Και πώς αλλιώς. Ένας Παράδεισος μάλλον θα μας αποτρέλαινε με την τόση του πρασινάδα και την ησυχία. Ποιος να ξέρει.

Εν πάση περιπτώσει, μέσα σε όλα αυτά έχουμε και τέχνη. (Και πολλά άλλα, δόξα τω Θεώ, τόσα καλά και τόσο καλά, που κανείς ποτέ δεν θα μπορούσε, όχι να τα γευτεί όλα, μα ούτε και να ακούσει καν γι’ αυτά. Εντέλει ζούμε πράγματι στον Παράδεισο). Αλλά έχουμε και τέχνη, λέγαμε. Και την καταναλώνουμε. Με βουλιμία. Διαβάζουμε βιβλία, βλέπουμε ταινίες και σειρές, ακούμε μουσικές και τραγουδάκια, πάμε σε κάνα θέατρο (λέμε τώρα), χαζεύουμε ζωγραφιές — ό,τι αγαπά ο καθένας μας. Όλα είναι καλά, όλα είναι επιτρεπτά. Και όλα τους είναι ωραία για όποιον είναι ωραία.

Και έχουμε και φωνές από κάτω: «Βλακεία». «Μην το δείτε, θα κλαίτε τα λεφτά σας». «Ποιος θα μου δώσει πίσω τις δυο ώρες που έχασα;» «Lol όμως». «Τόσο κακό που δεν είναι “καλό-κακό” αλλά πολύ κακό-κακό». «Μάπα το καρπούζι». «Ε βέβαια: Netflix». «Ίσως ό,τι χειρότερο έχει γραφτεί ποτέ στην ιστορία των κακών βιβλίων». «Αυτό το κάνω κι εγώ». Ο κατάλογος είναι ατέλειωτος, και μεγαλώνει καθημερινά με αφόρητες (και ούμπερ κριντζ) επαναλήψεις των ίδιων και των ίδιων όχι ακριβώς ευφάνταστων αποφάνσεων.

Δεν μπορώ να φανταστώ κάτι πιο μίζερο, και η δουλειά μου είναι να σκέφτομαι ποικίλα εναλλακτικά σενάρια. Δεν το μπορώ γιατί δεν υπάρχει κάτι πιο μίζερο. Σε έναν κόσμο γεμάτο κυνισμό και αρνητικότητα, το τελευταίο πράγμα που χρειαζόμαστε είναι να απαξιώνουμε τις δημιουργικές προσπάθειες των άλλων. Αυτό είναι μιζέρια βαρυτάτου βαθμού. Και βρίσκεται στον αντίποδα του ενθουσιασμού. Που είναι όπλο κατά της μιζέριας, της δημαγωγίας, του φρικώδους λαϊκισμού, της κακοήθους λαίλαπας μιας κάποιας τάχα μου ισοπέδωσης.

Η θέση μου εδώ είναι ότι ο χι ενθουσιασμός για κάτι ισοδυναμεί με την πρόσκληση σε τρίτους να συμμετάσχουν στην απόλαυση που μόλις βιώσαμε. Δεν υποστηρίζουμε απλώς τα πλεονεκτήματα του τάδε βιβλίου ή εκείνης της ταινίας. Ο ενθουσιασμός καλλιεργεί μια αίσθηση κοινότητας, σφυρηλατώντας δεσμούς μεταξύ ατόμων που διαφορετικά θα μπορούσαν να είναι απολύτως ξένα μεταξύ τους — και εν πολλοίς παραμένουν ξένα, ενωμένα όμως από την κοινή τους αγάπη για ένα συγκεκριμένο έργο τέχνης (ή οτιδήποτε άλλο). Σαν φάρος θετικού προσήμου, ο ενθουσιασμός δείχνει με το δάχτυλο μιαν ομαλή και ευχάριστη πορεία σε έναν ταραχώδη κόσμο, σε έναν ναυαγό που τυραννιέται από τη ναυτία. Σε μια εποχή που (όπως και κάθε άλλη) χαρακτηρίζεται από διχασμό και διχόνοια, η ικανότητα να βρίσκεις χαρά στην απλή πράξη της αφήγησης ή της όποιας καλλιτεχνικής έκφρασης και να τη μεταδίδεις είναι ένα πολύτιμο δώρο. Ψέματα: ένα ΘΕΙΟ δώρο. Μας θυμίζει την ανθρωπιά μας, μας προσφέρει στιγμές ανάπαυσης από το χάος πάνω στο οποίο περπατάμε γλιστρώντας —κινδυνεύοντας ανά πάσα στιγμή να φάμε τα μούτρα μας ή να σπάσουμε τη μέση μας— όλοι εμείς οι μετέχοντες στην κοινή ανθρώπινη μοίρα. Υπ’ αυτή την έννοια, η έκφραση του ενθουσιασμού δεν είναι απλώς μια προσωπική τέρψη, δεν αφορά μόνο τον ήδη ενθουσιασμένο με κάτι: είναι μια ηρωική πράξη περιφρόνησης ενάντια στις δυνάμεις του κυνισμού. Είναι κάτι γενναίο και όμορφο. Κοινοτικό και συμπεριληπτικό. Αγκαλιάζοντας το έργο, αγκαλιάζεις και όλους τους άλλους που το αγαπούν. Όλους αυτούς τους διαφορετικούς.

Στον αντίποδα όλου αυτού έρχεται να ξύσει τη μακριά μύτη της η μιζέρια. Και η χειρότερη όλων ανάμεσά τους, αυτή που κρατά τα ηνία στο ξύσιμο: η μιζέρια της Προσωπικής Γνώμης. Μα, δεν είναι σεβαστή κάθε γνώμη; Ε… όχι, πόθεν, από πού κι ώς πού; Από το: «Μου άρεσε, το λάτρεψα, το αγαπώ» (που για Ο,ΤΙ και να λέγεται ομορφαίνει τη μέρα μισού ανθρώπου και βάλε) μέχρι το: «Σκουπίδι» (που είναι μια χαζομαρούλα χωρίς έρμα, κάτι σαν τον ήχο της γαργάρας με αλατόνερο που κανείς επιτρέπεται να κάνει μόνος του, κλεισμένος στο μπάνιο — εκτός κι αν παίζει σε ταινία του ιταλικού νεορεαλισμού) υπάρχει μία πελώρια, μία χαοτική έκταση. Και υπάρχει και ένα: «Κι εμάς τι μας νοιάζει άμα και δε σου άρεσε; ΓΙΑΤΙ ΜΑΣ ΤΟ ΛΕΣ; Για να μας προστατέψεις; ΠΟΙΟΣ, ΕΣΥ; Πας καλά;!»

«Μα, είναι κριτική!» Θα λέγαμε τώρα τι είναι… Πάντως όχι, δεν είναι κριτική. Η κριτική, σαν βασική ικανότητα για την καλλιέργεια ενός απαιτητικού και στοχαστικού κοινού, είναι ζόρικο πράγμα, δεν είναι ανάρτηση στο Facebook με φωτογραφία γατάκι που παίζει. ΟΧΙ, δεν είναι κριτική, είναι μια ακόμη στάξα μελάνι στη γενική δυστυχία. Δεν είναι καν έκφραση δυσαρέσκειας, που τέλος πάντων τη βλέπει κανείς με συμπάθεια· που νιώθεται. Είναι σαν βήχας στα μούτρα μας. Και δεν δεχόμαστε με χαρά ή ουδέτερα τον βήχα στα μούτρα μας — εδώ καλά-καλά χειραψία δεν κάνουμε.

Ως εκ τούτου, προτείνω να παραμείνουμε —όσοι το κάνουμε— ενθουσιώδεις οπαδοί του ενθουσιασμού. Του χτύπου της καρδιάς πίσω από αμέτρητες λέσχες βιβλίων, άπειρες μεταμεσονύκτιες προβολές, συζητήσεις σε καφέ-μπαρ ων ουκ έστιν αριθμός. Της ζέσης με την οποία υπερασπιζόμαστε τα αγαπημένα μας βιβλία, τις ταινίες που μας μεγάλωσαν ή εκείνες τις καινούργιες, τις no-budget ή τα blockbuster, που για χάρη τους ξενυχτήσαμε ψες. Των κοινών στιγμών χαράς και ανακάλυψης που πυροδοτούν τα πάθη μας και κάνουν τη ζωή τέτοια που να αξίζει να τη ζήσεις ώς το μεδούλι.

Ας απολαύσουμε τη χαρά της ανακάλυψης και τη συγκίνηση της κοινής εμπειρίας, φωνάζοντας: «Όχι στον ψευδοκριτικό μεσσιανισμό! Κάτω η μιζέρια!»

ΥΓ. Οι κριτικοί, είτε ερασιτέχνες είτε επαγγελματίες, διαδραματίζουν ζωτικό ρόλο στη διαμόρφωση του πολιτιστικού τοπίου. Οι αξιολογήσεις τους παρέχουν πολύτιμες γνώσεις για τα δυνατά και τα αδύνατα σημεία ενός δεδομένου έργου, βοηθώντας το κοινό να περιηγηθεί στην απέραντη θάλασσα της καλλιτεχνικής προσφοράς. Η απόρριψη της κριτικής σημαίνει ότι αρνούμαστε στον εαυτό μας την ευκαιρία για ανάπτυξη και ενδοσκόπηση: σαν να κλείνουμε τα μάτια μπροστά στην πολυπλοκότητα και τις αποχρώσεις που είναι εγγενείς στη δημιουργική διαδικασία. Ο δε εναγκαλισμός της ισοδυναμεί συχνά με μια απόδειξη της επένδυσής μας στην τέχνη, μια αναγνώριση των δυνατοτήτων της να ξεπεράσει τους τρέχοντες περιορισμούς της. Ενθαρρύνοντας τον ανοιχτό διάλογο και τη συζήτηση, καλλιεργούμε μια κουλτούρα πνευματικής περιέργειας και ανταλλαγής, όπου οι διαφορετικές απόψεις δεν αντιμετωπίζονται σαν απειλές, αλλά σαν ευκαιρίες για μάθηση και ανάπτυξη. Τόσο η αμέριστη χαρά για ένα έργο τέχνης, από τη μία πλευρά, όσο και η κριτική αποδόμησή του, από την άλλη —και όλα τα ενδιάμεσα στάδια—, αποτελούν ζωτικά στοιχεία του πολιτιστικού οικοσυστήματος, καθώς όλα τους εξυπηρετούν έναν μοναδικό σκοπό στη διαμόρφωση της συλλογικής μας κατανόησης για την τέχνη και τον αντίκτυπό της στον κόσμο γύρω μας. Είναι μία κατάφαση στην πολυπλοκότητα της ανθρώπινης εμπειρίας. Μόνο που η κριτική ποτέ δεν είναι γνώμη. Τις γνώμες τις έχουμε γραμμένες.

Η εικόνα είναι φτιαγμένη με το πρόγραμμα Copilot.