- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Λάκης Παπαστάθης 1943 - 2023: Σκηνές από έναν δρόμο
Οι ιστορίες που μοιράστηκε ο μεγάλος σκηνοθέτης και συγγραφέας για την οδό Πανεπιστημίου στην ATHENS VOICE
Λάκης Παπαστάθης: Οι αναμνήσεις του σκηνοθέτη και συγγραφέα από την οδό Πανεπιστημίου, στο βιβλίο «21 Υπέροχοι Έλληνες μιλούν για την Αθήνα», του Μάκη Προβατά, εκδόσεις ATHENS VOICE Books.
Ο Λάκης Παπαστάθης, βραβευμένος σκηνοθέτης, παραγωγός και συγγραφέας, έφυγε από τη ζωή τα ξημερώματα της Τετάρτης 8 Μαρτίου σε ηλικία 79 ετών, μετά από πολύμηνη μάχη με τον καρκίνο. Ο Λάκης Παπαστάθης ήταν ένας από τους κύριους εκπροσώπους του Νέου Ελληνικού Κινηματογράφου, αλλά και ένας πολύπλευρα δημιουργικός άνθρωπος, ο οποίος άφησε το αποτύπωμά του σε ποικίλα είδη τέχνης και με διαφορετικά μέσα έκφρασης.
«Όταν ξεκίνησε το σινεμά της γενιάς μου, όλοι οι σκηνοθέτες του Νέου Ελληνικού Κινηματογράφου νιώθαμε πως η απόλυτη ρήξη με τον παραδοσιακό εμπορικό κινηματογράφο έπρεπε να επεκταθεί και στους ηθοποιούς που τον υποστήριξαν. Τους γυρίσαμε την πλάτη. Πιστεύαμε πως ήταν φθαρμένοι, θεατρικοί, εξωτερικοί, μαθημένοι να υπηρετούν, ο καθένας με τη μανιέρα του, ρόλους κομμένους και ραμμένους πάνω στον «τύπο» που οι ίδιοι δημιούργησαν στο θέατρο και στον κινηματογράφο. Έπαιζαν σχεδόν πάντα τον εαυτό τους. Οι θεατές ταύτιζαν τους ρόλους με τους ηθοποιούς. Δεν μπορούσαν να ξεχωρίσουν πως άλλο είναι ο ηθοποιός κι άλλο ο ρόλος που έπαιζε. Έτσι δημιουργήθηκε μια “τυπολογία χαρακτήρων” απόλυτα αναγνωρίσιμων που είχε την όψη, τη φωνή, την κίνηση του κάθε ηθοποιού που τον έπαιζε. Ο μεθυσμένος, ο μπούφος, ο λελές, ο ομοφυλόφιλος, ο βλάχος κ.λπ. Οι δικές μας επιλογές στράφηκαν σε σχετικά άγνωστους ηθοποιούς, σε ερασιτέχνες ή σε νέους που «δεν είχαν ακόμη προλάβει να φθαρούν»! είχε εκμυστηρευτεί ο Λάκης Παπαστάθης στην ATHENS VOICE μιλώντας το 2010.
Στο βιβλίο «21 Υπέροχοι Έλληνες μιλούν για την Αθήνα», του Μάκη Προβατά, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ATHENS VOICE Books, ο Λάκης Παπαστάθης ζωντάνευσε την οδό Πανεπιστημίου σαν νεορεαλιστική ταινία του Ντε Σίκα, σχολιάζοντας με συγκίνηση φωτογραφίες μίας άλλης εποχής από την πόλη.
O Λάκης Παπαστάθης και οι μικρές ιστορίες στην οδό Πανεπιστημίου
Μνήμη Κ.Φωτεινού
Όταν στις αρχές της δεκαετίας του ’60 ήρθα από τη Μυτιλήνη στην Αθήνα για σπουδές, η οδός Πανεπιστημίου συνδέθηκε αμέσως με τη ζωή μου. Εκεί το rex με το Σινεάκ και το θέατρο με τη μεγάλη ιστορική παράδοση, εκεί οι συναυλίες της Κρατικής Ορχήστρας και η μεγάλη αίθουσα του κινηματογράφου που έπαιζε από τις 9 το πρωί, εκεί το Ideal και το Τιτάνια με τον τεράστιο φθηνό εξώστη πού πήγαιναν οι φοιτητές, εκεί και το καφενείο Πανελλήνιον που ήταν το στέκι των Μυτιληνιών. Τα ραντεβού μας δίνονταν συνήθως μπροστά στον Μαρινόπουλο στα Χαφτεία ή δίπλα στον Ρήγα Φεραίο, στο πρώτο άγαλμα που στήθηκε μπροστά στη λαμπρή τριλογία των Χάνσεν. Από το Πανεπιστήμιο μέχρι την Ομόνοια περπατούσε ο λαϊκός κόσμος, οι επαρχιώτες, οι φοιτητές και οι φαντάροι. Η αντίθετη διαδρομή προς το Σύνταγμα μας φαινόταν λιγότερο ζωντανή, πιο αριστοκρατική και μας αποξένωνε.
Η σχολή κινηματογράφου που σπούδαζα ήταν Καπλανών και Μασσαλίας γωνία. «Απόψε δεν θα κάνουμε μάθημα εδώ, θα πάμε βόλτα στην οδό Πανεπιστημίου, δυο βήματα είναι. Θα την πιάσουμε από το Σύνταγμα και θα προχωρήσουμε μέχρι την Ομόνοια». Δάσκαλος και 12 μαθητές έστριψαν στην Ακαδημίας, έπιασαν τη Βασιλίσσης Σοφίας και στάθηκαν απέναντι από το ξενοδοχείο της Μεγάλης Βρετανίας. «Από εδώ ξεκινάμε. Το ξενοδοχείο αυτό είναι από τα πρώτα κτίρια της Αθήνας μετά την απελευθέρωση, απέναντι είναι ένα ωραίο νεοκλασικό που ανήκε σε έναν μεγιστάνα του 19ου αιώνα, τον Παππούδωφ». Συνέχισε να μας μιλάει μέχρι που φτάσαμε στην Ομόνοια. Κάναμε 20 στά- σεις όρθιοι και ήπιαμε καφέ στην Κοραή. Σε κάθε στάση –πλάνο, πλάνο– οδηγούσε το βλέμμα μας στα κτίρια και τους κάθετους δρόμους. Έτσι τρομερός παιδαγωγός που ήταν, καταλάβαινε πως έπρεπε να ανοίξει τον δρόμο στην ψυχή μας για να αγαπήσου- με την Πανεπιστημίου χωρίς να εμποδιζόμαστε από μεγάλο φορτίο πληροφοριών. Εκτός των άλλων δημιουργούσε ιστορική αίσθηση στον καθένα μας και αναφερόταν στην ιδεολογία και τον τρόπο της ζωής που γέννησε τα κτίρια. «Είμαι σίγουρος πως από σήμερα γνωρίζετε τα κύρια χαρακτηριστικά αυτής της λεωφόρου. Γιατί χωρίς να το καταλάβετε κάνατε μοντάζ νοητό, συνθέσατε τις επιμέρους εικόνες της και έχετε τώρα την αίσθηση ολόκληρου του δρόμου, χωρίς να τον έχετε δει από ψηλά. Αλλά και να μπορούσατε να τον δείτε σε ένα πλάνο δεν θα τον γνωρίζατε όπως τον μάθατε με το μοντάζ των δεκάδων στοιχείων του. Η αφήγηση, η γραμματική και το συντακτικό του κινηματογράφου στηρίχτηκε στην ανθρώπινη εμπειρία. Τώρα, μετά τη βόλτα, για την Πανεπιστημίου μπορείτε να πείτε πως την ξέρετε, κάνατε μοντάζ στο χώρο και την ενοποιήσατε».
Μετά την αξέχαστη ξενάγηση άρχισα να συλλέγω φωτογραφίες και καρτ-ποστάλ. Το κινηματογραφικό μάθημα οδήγησε τα ενδιαφέροντά μου, ενώθηκε με τη ζωή μου.
Από τα τέλη της δεκαετίας του ’50 αλλά και μέσα στη Χούντα, η μεγάλη ανοικοδόμηση άλλαξε τη μορφή της Ελλάδας ξεκληρίζοντας σπίτια και οικογενειακές μνήμες. Μαζί με τα έπιπλα αξίας, τα βιβλία και τα παλιά αντικείμενα γέμισε το Μοναστηράκι από χιλιάδες, εκατομμύρια ίσως, φωτογραφίες. Ήταν η εποχή που οι περισσότεροι Έλληνες κοίταζαν μπροστά, ήθελαν να σβήσουν το παρελθόν. Πετούσαν ακόμη και τις φωτογραφίες των πιο κοντινών ανθρώπων –παιδιά, γονείς, παππούδες και λοιπά– που τις έπαιρνε ο παλιατζής καθώς άδειαζε τον χώρο των σπιτιών. Φορτώνονταν μαζί με τα συρτάρια των γραφείων, τις ντουλάπες και τα μπαούλα.
Σύντομα εντόπισα με συγκίνηση τις μικρές φωτογραφίες των πλανόδιων φωτογράφων που αλώνιζαν την Πανεπιστημίου φωτογραφίζοντας περαστικούς. Ευτυχώς αυτές αποτελούσαν συλλεκτικό υλικό δεύτερης και τρίτης κατηγορίας και μπορούσα εύκολα να αποκτήσω χιλιάδες από αυτές έναντι ευτελούς τιμήματος. Με τον καιρό άρχισα να συνθέτω νοητά ντοκιμαντέρ με αυτό το απέραντο υλικό. Σχεδόν όλες οι μικρές φωτογραφίες είναι ανυπόγραφες, κανείς φωτογράφος δεν ενδιαφερόταν για την πνευματική ιδιοκτησία, αναζητούσαν μόνον το μεροκάματο... «Παρακαλώ, μία φωτογραφία... κοιτάξτε τον φακό, χαμογελάστε!»... μετά έκοβαν το χαρτάκι με τη διεύθυνση του φωτογραφείου, το έδιναν στους πελάτες και σε τρεις μέρες οι φωτογραφίες ήταν έτοιμες. Στήνονταν συνήθως στα Χαφτεία, στην Ομόνοια με φόντο την Πανεπιστημίου, μπροστά στους κινηματογράφους και δίπλα στα αγάλματα της τριλογίας. Για ακόμη μία φορά στην Ελλάδα οι Ανώνυμοι διέσωσαν κάτι από τον παλμό του τόπου. Δεκαετίες τώρα αναγνωρίζω τα πρόσωπα των φωτογραφιών σαν να είναι ζωντανά. Ο φαντάρος από την επαρχία που πήρε απογευματινή άδεια και γυρίζει με τη στολή ολομόναχος σαν την άδικη κατάρα στη μεγαλούπολη, η οικογένεια που βγαίνει για φαγητό προκειμένου να γιορτάσει την ονομαστική εορτή του μικρού κοριτσιού, οι δύο φίλες που κατευθύνονται στον κινηματογράφο, το κορίτσι που αποχαιρετάει τον αγαπημένο της που φεύγει το πρωί για το μέτωπο του Εμφυλίου, οι χιλιάδες περαστικοί μπροστά από τον Μαρινόπουλο, ο καθένας και μια ψηφίδα από το ψηφιδωτό των μεταπολεμικών χρόνων Στην Ελλάδα δεν αναπτύχθηκε, εκτός από ελάχιστες εξαιρέσεις, το νεορεαλιστικό κίνημα στον κινηματογράφο. Την ίδια εποχή όμως, από τα μέσα της δεκαετίας του ’40, κυρίως, ως τις αρχές της δεκαετίας του ’50, δεκάδες φωτογράφοι γύριζαν τους κεντρικούς δρόμους και φωτογράφιζαν σκηνές από την καθημερινή ζωή και αυτό έμοιαζε, και ας ήταν στιγμιαία φωτογραφία, με την ευαισθησία, την αισθητική, αλλά και την ηθική στάση απέναντι στην πραγματικότητα των μεγάλων ιταλών μετρ. Κύριο χαρακτηριστικό η αφτιασίδωτη καθημερινότητα, τα αυθεντικά πρόσωπα, τα πλήθη στους δρόμους και ο λαϊκός κόσμος με τον πλούσιο και σύνθετο ψυχισμό ως πρωταγωνιστής.
Όταν πρωτοβλέπεις μία παλιά φωτογραφία υπάρχει ένας νεκρός χρόνος αναμονής, το βλέμμα αναζητά τη σχέση σου με την εικόνα, ψάχνει. Τα πρώτα ερεθίσματα σε οδηγούν συνήθως στη συγκίνηση των προσώπων, των αντικειμένων, του φωτός, στην αναγνώριση του χώρου. Οι πολλές πληροφορίες που περιέχονται στην εικόνα ανασύρονται και συνθέτουν την πρώτη της ταυτότητα. Την τοποθετούν στον χώρο και τον χρόνο. Συνήθως όμως η συγκίνηση αργεί. Χρειάζεται πολύ προσάναμμα για να ανάψει και για να γίνει αυτό, δεν πρέπει να ψάχνεις μόνο στην εικόνα αλλά και μέσα σου. Σε σπάνιες περιπτώσεις η συγκίνηση είναι ακαριαία λες και το κλικ της «αποφασιστικής στιγμής» συνέλαβε τον παλμό της κίνησης. Αλλά και σε αυτή την περίπτωση η μακροχρόνια παρατήρηση βαθαίνει τη σχέση σου με την εικόνα και την κάνει πιο πλούσια.
Κοιτάζω τις παλιές φωτογραφίες, όπως διαβάζω την ποίηση σε ένα βιβλίο. Ξανά και ξανά. Πάντα κάτι καινούργιο μου αποκαλύπτεται. Στην αρχή νιώθω πως ό,τι υπάρχει μέσα στην εικόνα είναι σταθερό και ακίνητο και λάμπει σαν τις λέξεις της ποίησης, σιγά-σιγά όμως ανακαλύπτω, σαν τον ήρωα του «Blow up» του Αντονιόνι, πως κάπου είναι κρυμμένο ένα αόρατο κουβάρι που αν το σπρώξεις ελαφρά με τον δείκτη της παλάμης σου αρχίζει να κυλάει ξετυλίγοντας το νήμα της αφήγησης και κάνει τα πρόσωπα ήρωες διηγημάτων ή ρόλους για το θέατρο και τον κινηματογράφο. Όταν η εικόνα συναντιέται με τον λόγο, με το κείμενο, τότε κυριολεκτικά βουλιάζει από το βάρος της ζωής και γίνεται σύγχρονη, παρούσα σε ενεστώτα χρόνο, μιλάει για τις μέρες μας και τους ανθρώπους μας.
Θα μπορούσε να είναι σκηνή από νεορεαλιστική ταινία του Vittorio Jessica ή του Ρομπέρτο Ροσελίνι. Στην Ελλάδα δεν αναπτύχθηκε, εκτός από ελάχιστες εξαιρέσεις, το νεορεαλιστικό κίνημα στον κινηματογράφο. Την ίδια εποχή όμως, από τα μέσα της δεκαετίας του ’40 ως τις αρχές της δεκαετίας του ’50, δεκάδες φωτογράφοι γύριζαν στους κεντρικούς δρόμους και φωτογράφιζαν σκηνές από την καθημερινή ζωή. Το νέο ζευγάρι της φωτογραφίας περνάει μέσα από το πλήθος στο πλάι του Πανεπιστημίου, ένα απόγευμα του 1949. Φωτογραφία: Μ. Γενοβέζος, Αιόπου 105
Στην Πανεπιστημίου, με φωτό το σπίτι Λιντερμάγιερ, στη γωνία με την Ιπποκράτους. Οι νέοι και οι νέες που πέρασαν στην εφηβεία κατά τα τελευταία χρόνια της Κατοχής και έζησαν κάπως ώριμοι τις ελπίδες και τα όνειρα που έφερε η απελευθέρωση, αποτελούν μία από τις πιο δημιουργικές, τις πιο φωτεινές γενιές της νεότερης Ελλάδος. Το ανοιχτό χαμόγελο του αγοριού και το συγκρατημένο του κοριτσιού που είναι δίπλα του, επιβεβαιώνουν τη γλυκιά αναμονή και την πίστη στις καλύτερες ημέρες που θα έρθουν. «Η οδύνη στρίβει το καλό ακρωτήρι...» έγραψε λίγο πριν ο Ελύτης. Είναι Αύγουστος του ’45. Τα παιδιά δεν πήγαν στο χωριό του παππού για διακοπές, επειδή διάβαζαν για το πανεπιστήμιο. Ζούσαν στο μεσοδιάστημα κάποιας ηρεμίας, γιατί ο εμφύλιος δεν έχει ακόμα αρχίσει. Τη σπουδαία φωτογραφία τράβηξε το ΦΩΤΟ Δίκο, Σταδίου 54, τηλέφωνο 35690.
Ποιος ξέρει γιατί ο φωτογράφος ονόμασε το φωτογραφείο του Baroque. Ίσως να είδε σε κάποιο βιβλίο ζωγραφιές του Καραβάτζιο και ενθουσιάστηκε. «Πήγα τον γιο μου στον ράφτη, Πανεπιστημίου και Θεμιστοκλέους, να του πάρει μέτρα για μακρύ παντελόνι». Και πιο κάτω, με άλλο γραφικό χαρακτήρα «Μπαρόκ σημαίνει μια εικόνα που σε τρομάζει, Νίκος». Στο βάθος της φωτογραφίας μια σκιά ενός καλωδίου δημιουργεί κάτι σαν ρωγμή στο ντουβάρι του σπιτιού Λιντερμάγιερ. Ένας φαντάρος ετοιμάζεται να ανεβεί στο τραμ. Φωτό BArOQUE, Bουκουρεστίου 24γ, Κωνσταντίνος Καλόθης.
Ιούνιος 1947. Φέρανε τα παιδιά τους στο άγαλμα και φωτογραφήθηκαν πριν ξημερώσει 25η Μαρτίου 1944. Στεφάνωσαμε τον Ρήγα. Οι δύο φύλαγαν τσίλιες και εγώ του φόρεσα το δάφνινο στεφάνι στο κεφάλι... Κάτω από τον Ρήγα Φεραίο, ένα τσούρμο από παιδιά.
Στη φωτογραφία, που θα μπορούσε να είναι το μνημείο της Κατοχής, δεκαπέντε άνθρωποι πάνω σε ένα ηρωικό χιλιομπαλωμένο σαράβαλο φτάνουν από κάποια συνοικία και φωτογραφίζονται μπροστά στα λαμπερά μάρμαρα της Βιβλιοθήκης. Ίσως για να δείξουν ότι είναι ακόμα ζωντανοί. Αν προσέξει κανείς στο αριστερό μέρος της φωτογραφίας, θα διακρίνει στο βάθος το γενικό πλάνο με τους ταγματασφαλίτες και τη μαυροφορεμένη γυναίκα.
Μία εξαιρετικής ευαισθησίας φωτογραφία. Ο άγνωστος φωτογράφος έστησε τα δύο κορίτσια με τρόπο που να αξιοποιεί το φως, που εκείνη τη στιγμή φώτιζε το προαύλιο του Πανεπιστημίου. Δεν τον ενδιέφερε ο χώρος, αλλά οι άνθρωποι που ήταν απέναντί του. Τα πρόσωπα των κοριτσιών που είναι μισά φωτισμένα και μισά σκούρα, οι σκιές που πέφτουν στα ρούχα και γύρω τους, τα βλέμματά τους που τέμνουν τη νοητή γραμμή σκόπευσης του φακού, ο τρόπος που τις έχει τοποθετήσει στο κάδρο, συνθέτουν το βλέμμα του φωτογράφου που το χαρακτηρίζει τρυφερότητα και ευγένεια.
Τι σχέση έχει το λιγνό αγόρι που φοράει τα στρατιωτικά και το ναυτικό καπέλο, με το νέο κορίτσι; Πή- γαν μαζί στον σταθμό των λεωφορείων, να πάρουν τα τρόφιμα που ήρθαν από την επαρχία; Το καλάθι με το λευκό ραμμένο πανί από πάνω, που στέλνουν στα παιδιά οι γονείς απ’ το χωριό ή την επαρχιακή πόλη, είναι μια εικόνα-σύμβολο για την κοινωνική πορεία της Ελλάδας εκείνα τα χρόνια. Περπατάνε στην Ομήρου, που είναι πολυσύχναστη. Πίσω το οίκημα της Αρχαιολογικής Εταιρείας με την προσθήκη ορόφου στην αρχική κατασκευή του 1899.
Θερινή ναυτική στολή με κοντό παντελόνι. Μπαίνει σε λίγο ο Ιούνιος. Κατηφορίζει προς τη Θεμιστοκλέους «αντίδοτον λησμονιάς, αν ποτέ ήθελε χαθώ. Στράτος, 20/05/47. Από τον γυρισμό εκ της σχολής μου εν τη οδώ Πανεπιστημίου...» Πίσω από το πολυτελές αυτοκίνητο, τα ξενοδοχεία Ματζέστικ και Εθνικόν. Στο βάθος αριστερά, το οίκημα που κατεδαφίστηκε για να γίνει η Πλατεία Δικαιοσύνης μεταξύ Σανταρόζα και Αρσάκη.
Γυμνασιόπαιδα που έχουν μπει στην εφηβεία. Μοιάζουν παιδιά που θα ακολουθήσουν τον δρόμο των σπουδών. Δεν έχω εντοπίσει πού ακριβώς είναι, αλλά πίσω γράφει «Πάμε να μάθουμε πόσο κοστίζει το φροντιστήριο. Είμαστε στην Πανεπιστημίου». Η φωτογραφία των δεκαεξάρηδων αποπνέει ευγένεια και δημιουργεί νοσταλγία για τα νιάτα του καθενός.
Σεπτέμβριος 1947. Είναι προχωρημένο απόγευμα γιατί οι σκιές είναι μεγάλες. Ακόμα και ο φωτογράφος δεν μπορεί να αποφύγει τη σκιά του. Πίσω γράφει για μια ξεχασμένη σήμερα συνήθεια «...πήγαμε με τα πόδια στον σταθμό Λαρίσης να υποδεχτούμε τον φίλο μας τον Κώστα». Στον δρόμο της Πανεπιστημίου πεζοί, μοτοσικλέτες, στρατιωτικά τζιπ, λεωφορεία, κινούνται φύρδην μίγδην προς πάσαν κατεύθυνση. Οι δύο άντρες, που μάλλον έχουν κατεβεί από συνοικία, είναι χτενισμένοι με μία από τις μόδες της εποχής που θέλει τα μαλλιά στρωμένα πίσω. Δεξιά φαίνεται κάτι από τη λιγότερο φωτογραφημένη πλευρά του δρόμου.