Πολιτισμος

Ο Μάκης Πανώριος και η επιστημονική φαντασία

Ένας από τους πρωτοπόρους του είδους στην Ελλάδα

Κυριάκος Αθανασιάδης
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Μάκης Πανώριος: Συγγραφέας, ανθολόγος, ζωγράφος, ηθοποιός — μία ξεχωριστή και σπάνια προσωπικότητα

Έκατσα και υπολόγισα με τα δάχτυλα πόσο χρονών ήμουν όταν γνώρισα τον Μάκη Πανώριο, πίσω στο 1986: είκοσι τριών. Ο Πανώριος τότε ήταν πενήντα ενός, δηλαδή οχτώ χρόνια μικρότερος από όσο είμαι εγώ σήμερα.

Εκείνο τον καιρό —δηλαδή μιάμιση γενιά πίσω—, και για αρκετά χρόνια ακόμα, γράφαμε σε γραφομηχανές. Εκείνος, νομίζω, έγραφε για ακόμα περισσότερο καιρό. Και ποιος, ε; Ένας από τους μαΐστρους της Επιστημονικής Φαντασίας, του είδους που μιλά όλο για μεγάλα τεχνολογικά επιτεύγματα και τέτοια. Αλλά δεν μιλά μόνο γι’ αυτά. Τις αγαπούσε πολύ τις γραφομηχανές ο Πανώριος. Κι εγώ τις αγαπούσα, και είχα κι από παιδί σχεδόν μία δικιά μου, αλλά εκείνος μάλλον περισσότερο. Και δεν βαριόταν να δουλεύει σ’ αυτές, να γράφει ξανά και ξανά το ίδιο κείμενο, μέχρι να τον ικανοποιήσει καλά-καλά, να δει πως δεν υπάρχει κάποια λέξη παράταιρη, πως όλα ισορροπούν όπως πρέπει, πως ανάμεσα από τις λέξεις πνέει η σωστή πνοή, πως όλα είναι εντάξει. Έγραφε και ξανάγραφε τα βιβλία του, και τα άλλα κείμενά του, και τους προλόγους του, τα δοκίμια, τις κριτικές, τα θεωρητικά κείμενα, τα άρθρα. Τα έγραφε και τα ξανάγραφε. Και μετά, που τα ξανάβλεπε άλλη μία, τα διόρθωνε και με το μπλάνκο από πάνω, ή με το στιλό. Έκανε πολύ καλά γράμματα, ήταν ζωγράφος και καλός σχεδιαστής.

Εμείς που μεγαλώναμε μεθυσμένοι από την Επιστημονική Φαντασία εκείνο τον καιρό μεθύσαμε χάρη στη δουλειά μιας χούφτας ανθρώπων. Σκαπανέων. Με τα βιβλία του «Κάκτου» από τον Οδυσσέα Χατζόπουλο, που ήταν μια φουρτουνιασμένη θάλασσα, με τις χρονολογικές και θεματικές ανθολογίες Επιστημονικής Φαντασίας του Βασίλη Καλλιπολίτη στον «Εξάντα», εκείνο το ανυπέρβλητο έπος, με τα διηγήματα που βρίσκαμε στα «Αινίγματα του Σύμπαντος» του Χρήστου Λάζου, με σκόρπιους τίτλους δεξιά και αριστερά, με τα ΒΙΠΕΡ όταν ήμασταν τυχεροί, και με άλλα βιβλιαράκια τσέπης που ακόμη και τότε ήτανε παλιά και τα ’βρισκες μόνο στα παλαιοβιβλιοπωλεία — ή μάλλον στα παλιατζίδικα, παλαιοβιβλιοπωλεία δεν είχε τότε. Και βέβαια ήταν εκείνη η εποχή, αρχές και μέσα της ωραίας και παράξενης δεκαετίας τού ’80, που είδαμε να εκδίδονται περιοδικά ΕΦ (η «Επόμενη Μέρα» με τα κόμικς της, ο «Απαγορευμένος Πλανήτης» που τον αγαπήσαμε πολύ), να ξεκινούν εκδοτικοί οίκοι που θα έβγαζαν αποκλειστικά ΕΦ (η «Ars Longa» του Γιώργου Μπαζίνα, που είχε το υπέροχο «Παρά Πέντε», περιοδικό και βιβλιοπωλείο, με την πολλή και πολύ υψηλού επιπέδου δουλειά του Δημήτρη Αρβανίτη σε όλα αυτά — φυσικά δεν ξεχάσαμε ποτέ τη «Βαβέλ»), ενώ κάπου τότε ξεκίνησε και η Ωρόρα με τις μεταφράσεις του τρομερού Γιώργου Μπαλάνου. Και, εντέλει, η σειρά ΕΦ και Τρόμου στον πρωτοπόρο «Αίολο».

Μ’ αυτά είχαμε μεθύσει —και με όσα ξεχνώ τώρα και αμελώ να μνημονεύσω— και με τις δουλειές του Μάκη Πανώριου, που από τα μέσα της δεκαετίας συνδέει ακριβώς για πάντα το όνομά του με τον «Αίολο».

Ο πιο σημαντικός ανθολόγος του είδους στην Ελλάδα (το εξάτομο έργο του «Το ελληνικό φανταστικό διήγημα», «Αίολος» 1987-2012, είναι μοναδικό και αξεπέραστο), ακούραστος και ακαταπόνητος, δούλεψε όσο λίγοι για να αναδείξει την ΕΦ —ήταν η μεγάλη του αγάπη, παρά τις γνώσεις του και τα βιβλία που έβγαλε στον Τρόμο—, και για να πετάξει από πάνω της τις ετικέτες που της κολλούσαν διάφοροι πληβείοι και ημιμαθείς, πράγμα που σαφώς τον εκνεύριζε. Και δικαίως.

* * *

Καγχάζω συνήθως όταν ορισμένοι, όποτε πεθάνει κάποιος διάσημος, μιλούν για τη σχέση που είχαν οι ίδιοι με τον τεθνεώτα, και όχι απευθείας γι’ αυτόν — μα νά που δεν μπορώ να το αποφύγω κι εγώ στην περίπτωση του Πανώριου, που πάντα έβλεπα σαν έναν μεγάλο και σοφό αδελφό, αν όχι σαν πατέρα. (Αυτό το τελευταίο θα τον έβγαζε από τα ρούχα του). Έναν άνθρωπο πολύ κοντινό μου, οικείο, έναν φίλο, και συνάδελφο εν όπλοις (μολονότι εκείνος οπλίτης και εγώ πελταστής), που βρισκόταν σε αποστολή. Έναν μαχητικό διανοούμενο, που μιλούσε πάντα με πάθος, με ένταση, και που μπορούσε να αστράψει και να βροντήξει όποτε άκουγε άλλη μία πομφόλυγα από κάποιον αστοιχείωτο, ακαλλιέργητο, που όμως έγραφε στα λογοτεχνικά περιοδικά. Με πάθος, ένταση, αλλά και με πολύ χιούμορ μαζί — και με μεγάλες δόσεις σαρκασμού: οι συναντήσεις με αυτόν τον αθεράπευτο είρωνα κατέληγαν πάντα σε πολλά γέλια, μέχρι δακρύων. Μέχρι και τα δικά του υπέροχα γαλανά μάτια δάκρυζαν από τα γέλια, από εκείνη τη «σκανταλιάρικη» διάθεσή του.

Ο Πανώριος έγραψε πολύ λιγότερα δικά του βιβλία από όσα θα έγραφε αν δεν είχε αφιερωθεί στο έργο των άλλων, σαν διευθυντής σειρών και επιμελητής, σαν ανθολόγος και μεταφραστής. Ουσιαστικά, θυσίασε και έβαλε στην άκρη τη δική του λογοτεχνική παραγωγή, που θα μπορούσε να ήταν πολύ μεγαλύτερη αλλά και να είχε τύχη στο εξωτερικό — αλληλογραφούσε με αγγλόφωνους συγγραφείς του χώρου, και υπήρξε φίλος με κάποιους από αυτούς, όπως για παράδειγμα με τον σπουδαίο Μπράιαν Άλντις.

Δεν νομίζω να παραπονέθηκε ποτέ γι’ αυτό, γιατί έκανε τόσο πολλά για το είδος που αγαπούσε από μικρός, που μάλλον τού έφταναν — εδώ που τα λέμε, τη δουλειά του θα μπορούσαν να τη μοιραστούν δέκα άλλοι, και πάλι να τους θεωρούμε ειδικούς και καλούς θεράποντες της ΕΕ.

Και να φανταστεί κανείς πως το κύριο επάγγελμά του —κι ας δούλεψε και στα εξώφυλλα των βιβλίων με πάθος, για πολλά χρόνια— ήταν ηθοποιός, με καλή καριέρα μάλιστα στο θέατρο, και με το πιο «γερμανικό» βλέμμα στην ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου — οι αφηγήσεις του από τα χρόνια εκείνα, δε, ήταν αμίμητες. Με καλύτερες αυτές για τη Βουγιουκλάκη, που υπήρξε στενή φίλη του. Μάλιστα, ο Πανώριος έπαιξε και στην περίφημη, ή έστω καλτ, σειρά του Νίκου Μαστοράκη «Η Συνωμοσία της Σιωπής» (6 επεισόδια, ΕΙΡΤ 1973) την πρώτη σειρά Επιστημονικής Φαντασίας που προβλήθηκε στην ελληνική τηλεόραση. Μια σειρά με πολλά εξωτερικά γυρίσματα, ειδικά εφέ, εκρήξεις κλπ., και με τον Μάκη Πανώριο πρωταγωνιστή, δίπλα στον Κώστα Πρέκα και την Μπέτυ Λιβανού. Κόπηκε λόγω υψηλού κόστους, δεν προβλήθηκε ποτέ σε επανάληψη, και κάποια στιγμή πετάχτηκαν και οι μπομπίνεςη σειρά δεν σώζεται στο Αρχείο του σταθμού, αλλά κάποιες σκηνές της οι παλιοί ίσως τις θυμόμαστε ακόμα.

Υπήρξε πολύ καλός και συμπονετικός γιος (η λέξη «μανούλα» έβγαινε από το στόμα του με μια γλυκύτητα ατέλειωτη) και αδελφός, κι αυτό τον χαρακτήριζε για πολλά-πολλά χρόνια. Θα λέγαμε, ήταν ένας άνθρωπος της θυσίας, ένας άνθρωπος που αυτοθυσιάστηκε σε πολλά επίπεδα. Αλλά με τακτ και αγόγγυστα. Και είχε μέχρι και για πολλά χρόνια μετά, όταν δεν ήταν πια πολύ καλά, αυτή την υπέροχη θεατρική φωνή στο τηλέφωνο —το αγαπούσε το τηλέφωνο, και πώς αλλιώς—, την ελαφρά έρρινη και υπόκωφα βροντώδη, που τον χαρακτήριζε.

Όπως τον χαρακτήριζε και η βανίλια που μοσχομύριζε πάντα ολόκληρος, και που δεν θα την ξεχάσουμε κι αυτήν ποτέ. Ήταν πολύ όμορφος.

* * *

Ο Μάκης Πανώριος πέθανε στα 88 του στις 7 του μηνός, και εμείς όλοι —οι φίλοι, οι φαν, ο χώρος, το είδος, οι επίγονοί του, η λογοτεχνία, η Ελλάδα— τού οφείλουμε πολλά. Ας είναι ελαφρύ το χώμα της Κεφαλλονιάς που θα τον σκεπάσει.