- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Αυτά που μου έμαθε η Έλλη Λαμπέτη
Ήταν αερικό, μια μελαγχολική νεράιδα αλλά με δυνατή ψυχή. Είχε ιδιαίτερη φωνή και ένα μεγάλο ταλέντο που το αφιέρωσε στο θέατρο και στον κινηματογράφο.
Αφιέρωμα στην Έλλη Λαμπέτη, που γεννήθηκε πριν 97 χρόνια, στις 13 Απριλίου 1926: Ο Γιώργος Παυριανός, που τη συνάντησε τρεις φορές, γράφει για τη μεγάλη ηθοποιό.
O Ιούνιος του 1967 ήταν ένας δύσκολος μήνας. Στην Ελλάδα, από τον Απρίλιο, είχε επιβληθεί στρατιωτικός νόμος, η Βουλή είχε διαλυθεί και τη χώρα κυβερνούσε η Χούντα των συνταγματαρχών. Όπως ήταν φυσικό, όλοι ζούσαν με φόβο και αγωνία για το αύριο. Όλοι εκτός από εμένα. Εγώ ζούσα μέσα στην τρελή χαρά. Ήμουν στην Πάτρα, τα σχολεία είχαν κλείσει και είχα πάρει το απολυτήριο του Δημοτικού με "Άριστα 10΄", με τόνο. Ο τόνος ήταν μια οξεία που έβαζαν οι δάσκαλοι δίπλα στο 10, για να δείξουν ότι ο μαθητής αξίζει πιο πολύ από ένα απλό "Άριστα 10". Για να λέμε όλη την αλήθεια, τον τόνο τον είχα προσθέσει εγώ, πηγαίνοντας προς το σπίτι. Μόλις είδα ότι δεν τον είχε βάλει η δασκάλα μου, η κυρία Μαργαρίτα, έβγαλα ένα κόκκινο BIC από την τσάντα μου και τον κοτσάρισα δίπλα στο 10. Τι διάολο! Όλο τον χρόνο είχα ξεσκιστεί στο διάβασμα, ήμουν πρώτος σε όλα τα μαθήματα, τον άξιζα τον τόνο και με το παραπάνω! Κράταγα λοιπόν το απολυτήριο στο χέρι και προχωρούσα στη γειτονιά καμαρωτός-καμαρωτός. «Με τι βαθμό πήρες το απολυτήριο, Γιωργάκη;» με ρωτούσαν οι γείτονες. «Άριστα 10 με τόνο!» «Με τόνο; Για να δούμε!» Και έπιαναν το απολυτήριο με δέος γιατί οι περισσότεροι δεν είχαν πάρει όχι απολυτήριο, ούτε μέχρι την Τρίτη Δημοτικού δεν είχαν πάει.
Έγινα το πρόσωπο της γειτονιάς. Η μάνα μου δεν έκρυβε τη χαρά της. Και επειδή στις 29 Ιουνίου ήταν τα γενέθλιά μου, για πρώτη φορά το θυμήθηκε και το γιορτάσαμε, μη φανταστείτε τούρτες και κεράκια, μαγείρεψε όμως το αγαπημένο μου φαγητό, μακαρόνια με κιμά, και το απόγευμα μου είπε να καλέσω όλα τα παιδιά της γειτονιάς και τα κέρασε το υπέροχο βύσσινο γλυκό που έφτιαχνε με τα χεράκια της. Όταν έφυγαν όλοι, ο πατέρας μου, που ήταν πιο χαρούμενος κι από τη μάνα μου, μου χάιδεψε το κεφάλι, μου ευχήθηκε καλή πρόοδο και μου έδωσε ένα χάρτινο κουτί που είχε μέσα ένα τρανζιστοράκι AIWA! Κόντεψα να τρελαθώ από τη χαρά μου! Το ίδιο βράδυ, ξαπλωμένος σε ένα ντιβάνι έξω στην αυλή, με τα τριζόνια συντροφιά, κάτω από τα αστέρια που έλαμπαν στον ουρανό, έβαλα το ακουστικό στο αυτί μου, άνοιξα το τρανζιστοράκι και άκουσα την εκφωνήτρια να λέει: «To θέατρο της Τετάρτης». Ήταν το έργο «Πεγκ, καρδούλα μου» και έπαιζε η Έλλη Λαμπέτη.
Έτσι πρωτάκουσα ραδιόφωνο, έτσι πρωτάκουσα θέατρο, έτσι πρωτάκουσα την Έλλη Λαμπέτη. Η φωνή της ήταν ξεχωριστή, είχε κάτι το ιδιαίτερο που το κατάλαβα μετά από λίγο. Είχε ένα ψεύδισμα, που δεν ήταν όμως ενοχλητικό, το αντίθετο, της έδινε μια εσωτερική δύναμη, ακουγόταν γεμάτη πείσμα και πάθος. Και, παρόλο που το έργο ήταν κωμωδία, η φωνή της έκρυβε μια αδιόρατη μελαγχολία. Μαγεύτηκα. Άκουγα τις φωνές των ηθοποιών, άκουγα τις μουσικές και τους ήχους, τα λόγια του έργου και τα παράξενα ονόματα των ρόλων, και όταν τελείωσε, ευχήθηκα στο φεγγάρι, στα αστέρια και στον ουρανό, να μπορέσω κι εγώ κάποια στιγμή να σκηνοθετήσω τέτοια έργα στο ραδιόφωνο.
Άρχισα λοιπόν να ακούω ότι είχε σχέση με το θέατρο. Tο «Θέατρο της Δευτέρας», το «Θέατρο της Τετάρτης», το «Θέατρο της Κυριακής», τα «Δίχτυα της Αράχνης», τις «Αστυνομικές ιστορίες του Νίκου Φώσκολου», και όλα τα πρωϊνά ραδιοφωνικά σίριαλ, από το «Μικρή πικρή μου αγάπη» και τη «Λάουρα», μέχρι το «Μείνε κοντά μου αγαπημένη», το «Σπίτι των ανέμων», τον «Πύργο των καταιγίδων» και φυσικά την «Τζέιν Έιρ», όπου τον ομώνυμο ρόλο έπαιζε η Έλλη Λαμπέτη. Ακόμα και τώρα θυμάμαι τον μοναδικό τρόπο που έλεγε το όνομα του αφεντικού της: «Mε ζητήσατε, κύριε Ρότσεστερ;» «Το δείπνο είναι έτοιμο, κύριε Ρότσεστερ!» «Αφήστε με, κύριε Ρότσεστερ! Θα φωνάξω!». Ανάλογα με τον τρόπο που έλεγε το «κύριε Ρότσεστερ» καταλάβαινα τι θα επακολουθούσε.
Την είχα ακούσει λοιπόν ως τώρα σε δύο έργα, αλλά δεν είχα δει το πρόσωπό της, ούτε ήξερα κάποιο άλλο στοιχείο για αυτήν. Άρχισα να ψάχνω σε εφημερίδες και περιοδικά. Εκεί λοιπόν είδα φωτογραφίες της. Είχε ένα μελαγχολικό πρόσωπο, θλιμμένα μάτια, και ένα στόμα σφιγμένο, που έδειχνε πείσμα και περηφάνια. Είχε γεννηθεί το 1926 στα Βίλια της Αττικής και ήταν η μικρότερη από τα 6 αδέλφια της, 2 αγόρια και 4 κορίτσια. Τα περισσότερα πέθαναν νωρίς από καρκίνο και η μάνα της σκοτώθηκε στον Εμφύλιο με έναν πολύ περίεργο τρόπο. Βγήκε στο παράθυρο να δει μια συμπλοκή, μια σφαίρα εξοστρακίστηκε και τη βρήκε στο στήθος.
Το πραγματικό της όνομα ήταν Έλλη Λούκου, το Λαμπέτη το δανείστηκε από έναν ήρωα στο ποίημα «Αστραπόγιαννος» του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη. Είχε δώσει εξετάσεις στη Σχολή του Εθνικού και στη Σχολή της Μαρίκας Κοτοπούλη και απέτυχε και στις δύο. Όμως το έμπειρο μάτι της Κοτοπούλη την ξεχώρισε και το 1942, ενώ είχε ξεκινήσει η δίνη του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου, της έδωσε να παίξει ένα μικρό ρόλο στο έργο «Η Χάνελε πάει στον Παράδεισο». Οι κριτικές ήταν ενθουσιαστικές και το 1946 την κάλεσε ο Κάρολος Κουν να παίξει την Λώρα στον «Γυάλινο Κόσμο» του Τενεσί Ουίλιαμς. Στο τέλος του έργου, ο πατέρας της, της λέει: «Λώρα, σβήσε τα κεριά, αυτός ο κόσμος φωτίζεται από αστραπές!» Επί ένα μήνα έκανε πρόβες σπίτι της για να μπορέσει να σβήσει τα κεριά χωρίς να κάνει γκριμάτσα ή να αλλάξει η έκφραση στο πρόσωπό της! Και φαίνεται ότι το έκανε τόσο επιτυχημένα, που άνθρωποι των γραμμάτων, ο Άγγελος Σικελιανός, ο Γιώργος Σεφέρης, ο Ηλίας Βενέζης, ο Οδυσσέας Ελύτης, πήγαν δυο και τρεις φορές στο Θέατρο Τέχνης για να θαυμάσουν τον τρόπο που έσβηνε τα κεριά!
Έτσι είχαν τα πράγματα όταν, λίγα χρόνια μετά, το καλοκαίρι του 1970 η καλή μου τύχη το έφερε να πιάσω δουλειά στον θερινό κινηματογράφο "Έλλη". Και λέω η καλή μου τύχη, γιατί ο ιδιοκτήτης ήταν φίλος του πατέρα μου και μεγάλος θαυμαστής της Έλλης Λαμπέτη, εξ ου και το όνομα του κινηματογράφου. Κάθε καλοκαίρι έπαιζε όλες τις ταινίες της, παλιές και καινούργιες. Όταν του είπα ότι είχα ακούσει το "Πεγκ καρδούλα μου" και την "Τζέιν Εϋρ" στο ραδιόφωνο και ότι ήμουν θαυμαστής της, αφού ρώτησε πρώτα τον πατέρα μου, με πήρε να δουλεύω εκεί. Είχα ένα δίσκο και στο διάλειμμα, πηγαινοερχόμουν στο διάδρομο και φώναζα: «Σάμαλη, φυστίκια, κωκ! Σάμαλη, φυστίκια, κωκ!» Δεν είχα μόνο αυτά. Είχα πορτοκαλάδες, λεμονάδες και γκαζόζες Lux, που τις έφτιαχναν τότε μόνο στην Πάτρα, είχα Tam-Tam, που ήταν η Coca Cola της εποχής, είχα τσίχλες, πασατέμπο, ηλιόσπορους, πατατάκια τσιπς. Πολλές φορές, κατά τη διάρκεια της προβολής, οι άντρες που συνόδευαν τις γυναίκες τους και βαριόντουσαν, με φώναζαν ψιθυριστά στο σκοτάδι, μου έδιναν ένα τάλιρο και μου έλεγαν να πάω απέναντι στην ταβέρνα, να πάρω μια παγωμένη μπίρα Fix. Αλλά παρασύρθηκα και δεν είπα το σπουδαιότερο. Χάρις σ’ αυτή τη δουλειά είδα τη Λαμπέτη στον κινηματογράφο. Θυμάμαι πως η πρώτη ταινία που την είδα να παίζει ήταν η «Κάλπικη Λίρα».
Στην ταινία αυτή, η Λαμπέτη είναι η Αλίκη, ένα πλουσιοκόριτσο που εγκαταλείπει τις ανέσεις της για να ζήσει με ένα φτωχό ζωγράφο, τον Παύλο, ένα ρόλο που τον έπαιζε ο μεγάλος έρωτας της ζωής της, ο Δημήτρης Χορν. Το ζευγάρι ζει τον έρωτά του σε μια μικρή σοφίτα, ο Παύλος ζωγραφίζει το πορτρέτο της Αλίκης, βρίσκουν την κάλπικη λίρα, που τη νομίζουν για αληθινή, όμως κάποια στιγμή, η Αλίκη δεν αντέχει τη φτώχεια, εγκαταλείπει τον Παύλο και κάνει έναν πλούσιο γάμο. Μετά από χρόνια, συναντιούνται τυχαία, στο δρόμο και θυμούνται τα παλιά.
Στον κινηματογράφο Έλλη είδα και άλλες ταινίες με την Έλλη Λαμπέτη. Το «Κυριακάτικο ξύπνημα», το «Κορίτσι με τα μαύρα», το «Τελευταίο Ψέμα». Καθόμουν και τη χάζευα να κινείται σαν αερικό, από δωμάτιο σε δωμάτιο, να αγκαλιάζει τους άντρες, άλλοτε ψεύτικα και άλλοτε απελπισμένα, παρατηρούσα τα μάτια της, που κοιτούσαν σαν υπνωτισμένα το φακό, σα να έβλεπαν κάτι πίσω από τις κάμερες. Έβλεπα το στόμα της, να σφίγγει τα χείλη, σα να ήθελε να κλάψει και ξαφνικά να ξεσπάει σε ένα τρελό γέλιο. Και άκουγα αυτή τη φωνή, με ένα κόμπο πάντα στο λαιμό, να παρακαλάει, να κοροϊδεύει, να σπαράζει, να σαχλαμαρίζει, να λέει συγκλονιστικές αλήθειες. Η Λαμπέτη δεν αγαπούσε το σινεμά, έλεγε πως έκανε τις ταινίες για τα χρήματα, δεν της άρεσε, την ώρα που είχε ζεσταθεί και είχε βρει το ρόλο, να ακούει το σκηνοθέτη να της λέει Cut και να της κόβει το συναίσθημα στη μέση. Από την άλλη όμως, ευτυχώς που έκανε αυτές τις ταινίες και ο φακός την κατέγραψε στην καλύτερη στιγμή της, όταν ήταν νέα, ωραία, δυνατή, με όλα της τα ταλέντα ανθισμένα.
Την είχα ακούσει στο ραδιόφωνο, την είχα δει στο σινεμά, μόλις ήρθαμε οικογενειακώς από την Πάτρα, έψαξα να δω σε ποιο θέατρο παίζει. Ήταν στο Μπροντουγέϊ και έπαιζε την «Γλυκιά Ιρμα». Με την πρώτη ευκαιρία πήγα να την δω. Έξω από το θέατρο γινόταν χαμός, αλλά ευτυχώς επειδή ήμουν μόνος μου, βρήκα μια θέση και μάλιστα στην τρίτη σειρά. Όταν άρχισε η παράσταση και βγήκε στη σκηνή, έπαθα σοκ. Συνηθισμένος μέχρι τότε να τη βλέπω στη μεγάλη οθόνη, που όλα είναι τεράστια, όταν την είδα πάνω στο σανίδι, μου φάνηκε μικρή κι ασήμαντη, σα να είχε συρρικνωθεί. Μόλις όμως άρχισε να παίζει, σαν να έγινε κάτι μαγικό, ο χώρος γέμισε με την παρουσία της. Το έργο ήταν κωμωδία, η Λαμπέτη έπαιζε μια πόρνη, δεν την είχα φανταστεί ποτέ σε τέτοιο ρόλο, δεν μου άρεσε πολύ. Τραγουδούσε όμως, υπέροχα, με την μοναδική αισθαντική φωνή της, ένα τραγούδι που της είχαν γράψει ο Γιάννης Σπανός και ο Λευτέρης Παπαδόπουλος.
Την ώρα που η Λαμπέτη τραγουδούσε, μπροστά μου, δύο κυρίες, είχαν στήσει ψιλοκουβέντα. «Δες την! Δες την! Δεν είναι χάρμα; Κρίμα που έχει καρκίνο!» έλεγε η μία. «Ναι, ναι, το έμαθα. Κρίμα, πολύ κρίμα! Έχει κάνει ολική μαστεκτομή, έχει κόψει και τα δύο στήθη!» έλεγε η άλλη. Στεναχωρήθηκε πολύ με το παιδί που είχε υιοθετήσει. Της το πήραν μέσα από τα χέρια της!» συμπλήρωσε η πρώτη. Τις άκουγα και δεν το πίστευα. Πώς ήταν δυνατόν;
Όταν τελείωσε η παράσταση, ενώ ήθελα να πάω στα καμαρίνια και να τη γνωρίσω από κοντά, ήμουν τόσο στεναχωρημένος που προτίμησα να φύγω και να πάω στο "Μονπαρνάς" στη Χάριτος να πιω κάνα ποτό να συνέλθω. Η Ράτκα Κούνδουρου που είχε το μπαρ, ήταν φίλη μου, πάντα με κέρναγε ποτά και πολλές φορές με τάιζε δωρεάν. Και για να μην αισθάνομαι άσχημα με είχε κάνει «δοκιμαστή», κάθε φορά που πήγαινα, με έβαζε να δοκιμάζω τα καινούργια κοκτέιλ και τα καινούργια φαγητά που έφτιαχνε για το μαγαζί. Στο μπαρ δούλευε εκείνη την εποχή η Ζυράννα Ζατέλη, η σπουδαία αυτή συγγραφέας, που ήταν μεγάλη θαυμάστρια της Έλλης Λαμπέτη. «Έχεις ακούσει τίποτα για την υγεία της Λαμπέτη;» της λέω. Μου επιβεβαίωσε όλα αυτά που συζητούσαν οι δύο καρακάξες στο θέατρο. Είχε καρκίνο και είχε κάνει ολική αφαίρεση στήθους και τώρα ήταν καλά. Όσο για το παιδί που είχε υιοθετήσει, ήταν και αυτό αλήθεια. Είχε υιοθετήσει ένα κοριτσάκι, την Ελίζα, και μετά από 4 χρόνια που έζησε μαζί της, οι φυσικοί γονείς, ζητούσαν πάλι το παιδί τους πίσω. Την άκουγα και σκεφτόμουν τη μοίρα της Λαμπέτη. Να έχει καρκίνο, να θέλουν να της πάρουν το παιδί κι αυτή, κάθε βράδυ, να παίζει την ευτυχισμένη πόρνη! Ήπια άλλο ένα ποτό, καληνύχτισα τη Ζυράννα και τη Ράτκα και την αγαπημένη μου Μαρία Μαργέτη, που δούλευε στην κουζίνα του "Μονπαρνάς" και μου είχε ετοιμάσει ένα πακέτο με φαΐ να πάρω στο σπίτι μου.
Σε όλες τις καλλιτεχνικές παρέες που έτυχε να βρεθώ μιλούσαν με δέος, για να μην πω με φόβο, για την Έλλη Λαμπέτη. Το πόσο δύσκολη ήταν σαν συνεργάτης, πόσο επίμονη και ξεροκέφαλη σε αυτό που πίστευε σωστό, πόσο σκληρή γινόταν με τους άλλους, αλλά και με τον εαυτό της. Κοντά σε αυτά έλεγαν και άλλες, πικάντικες ιστορίες που έδειχναν το χαρακτήρα της αλλά και όσα τραβούσε στα παρασκήνια.
Όταν έπαιζε με τη Μαρίκα Κοτοπούλη, ο δημοσιογράφος, ακαδημαϊκός και λογοτέχνης Σπύρος Μελάς, είχε γράψει για αυτήν ένα υμνητικό άρθρο με τίτλο «Το Λαμπετάκι». Μετά το άρθρο όμως, πήγαινε στα παρασκήνια και αγκάλιαζε τη Λαμπέτη και προσπαθούσε να την φιλήσει. Μια-δυο- τρεις, πάει η Λαμπέτη στην Κοτοπούλη και της λέει: «Kυρία Μαρίκα, πείτε στον κύριο Μελά να μην με ενοχλεί». Τον φωνάζει η Κοτοπούλη, «Έλα εδώ, βρε παλιόγερε! Γιατί ρίχνεσαι στο κορίτσι και δεν το αφήνεις στην ησυχία του;» «Πατρικά Μαρίκα μου, πατρικά» της απαντάει ο Μελάς. «Εδώ μου λέει ότι την αγκάλιασες και προσπαθούσες να τη φιλήσεις!» «Πατρικά Μαρίκα μου, πατρικά» «Τι πατρικά, βρε παλιόγερε; Σε λίγο θα την πηδήξεις και θα μας λες ότι το έκανες πατρικά!» του λέει η Κοτοπούλη που δεν μάσαγε τα λόγια της.
Μια άλλη φορά, πάνω σε μια πρόβα, η θιασάρχης κυρία Κατερίνα, επειδή δεν θυμόταν τα ονόματα των ηθοποιών, τους φώναζε με χρώματα. Γυρνάει κάποια στιγμή στη Λαμπέτη και της λέει: «Εσύ η μπλε, ξαναπές τα λόγια σου!» Η Λαμπέτη δεν αντιδρά και η κυρία Κατερίνα επανέλαβε: «Εσύ η μπλε, ξαναπές τα λόγια σου!» Πάλι δεν αντέδρασε η Λαμπέτη και όταν πια εκνευρισμένη η κυρία Κατερίνα της το είπε για τρίτη φορά, η Λαμπέτη, κάνοντας την ξαφνιασμένη γυρνάει και της λέει: «Σε μένα μιλάτε; Με συγχωρείτε, έχω αχρωματοψία!»
Για τη Βουγιουκλάκη είχε πει ότι όλες τις χαριτωμενιές που έκανε τις έκλεψε από αυτήν. Όταν το έμαθε η Αλίκη, που βρισκόταν στις δόξες της, σχολίασε: «Φαίνεται πως κάνω τις χαριτωμενιές καλύτερα από την Λαμπέτη, γιατί σ' εμένα έρχεται διπλάσιος κόσμος να με δει!»
Ο Άρης Δαβαράκης, που είχε μεταφράσει τη «Ντόλυ», μου έχει αφηγηθεί ένα περιστατικό που είναι ενδεικτικό του χαρακτήρα της. Λίγες μέρες πριν την πρεμιέρα της «Ντόλυ», η ηθοποιός Αλίκη Αλεξανδράκη είναι έξω από το θέατρο και διαμαρτύρεται στον παραγωγό Σωτήρη Μπασιάκο, για τη σειρά που έχει το όνομά της στη μαρκίζα. Εκείνη τη στιγμή έρχεται η Λαμπέτη και όταν μαθαίνει τι συμβαίνει, γυρίζει και λέει στην Αλίκη Αλεξανδράκη: «Μην στεναχωριέσαι, χρυσό μου! Θα αλλάξουμε τη μαρκίζα και θα βάλουμε πάνω-πάνω "Θίασος Αλίκης Αλεξανδράκη". Και το δικό μου όνομα θα το βάλουμε εκεί που είναι τώρα το δικό σου. Να δούμε, θα παίξεις καλύτερα εάν σε βάλουμε πρώτη στη μαρκίζα;» Κόκκαλο η Αλεξανδράκη.
Έλεγαν και άλλα για τη Λαμπέτη, πιπεράτα σχόλια για την ερωτική της ζωή και τις σεξουαλικές της επιλογές, αλλά κανείς δεν ήξερε αν ισχύουν ή είναι απλώς υπερβολές. Βλέπετε, τα πρόσωπα σαν την Λαμπέτη δημιουργούν γύρω τους ένα μύθο, όπου η αλήθεια μπλέκεται με το ψέμα. Πάντως πέρα από τα κουτσομπολιά και τα ανέκδοτα, οι περισσότεροι στο σινάφι των ηθοποιών έδειχναν να την σέβονται και να την εκτιμούν. Και όλοι, μα όλοι, έλεγαν τι κρίμα να μην έχει παίξει και σε άλλες ταινίες. Ξένοι παραγωγοί, την είχαν δει στις ταινίες του Κακογιάννη, και της πρότειναν μεγάλη καριέρα στο εξωτερικό, αλλά αυτή αρνήθηκε.
Ήμουν φοιτητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, ήξερα σχεδόν τα πάντα για αυτήν, είχα δει ταινίες και παραστάσεις, είχε φτάσει η ώρα να την γνωρίσω κι από κοντά. Στο Πάντειο είχαμε κάνει Θεατρική Ομάδα, θα ανεβάζαμε τον «Καλό άνθρωπο του Σετσουάν» του Μπρεχτ και θα το σκηνοθετούσα εγώ! Τέτοιο θράσος! Ήμουν 20 χρονών, χωρίς καθόλου γνώσεις, και ήθελα να σκηνοθετήσω και μάλιστα έργο του Μπρεχτ! Τέλος πάντων! Κάποια στιγμή στο έργο μιλάνε οι θεοί και σκέφτηκα έναν από αυτούς να τον κάνει η Λαμπέτη. Φυσικά δεν θα έπαιζε, θα μαγνητοφωνούσα τη φωνή της και θα έβαζα την ταινία να παίξει την κατάλληλη στιγμή. Είχα μάλιστα βρει και επιχείρημα, ότι το ψεύδισμά στη φωνή της, θα έδειχνε πόσο ψεύτες είναι οι θεοί! Έτσι, πήγα να τη δω στο θέατρο και να της μιλήσω. Έπαιζε τη «Δεσποινίδα Μαργαρίτα», το μονόλογο μιας δασκάλας που μιλάει υποτίθεται στα παιδιά, τα οποία είναι οι θεατές. Η παράσταση άρχισε, η Λαμπέτη διέσχισε την πλατεία του θεάτρου, φορώντας ένα αυστηρό ταγιεράκι, με μια μαύρη περούκα κομμένη καρέ, με το πρόσωπο βαμμένο λευκό. Ανέβηκε πάνω στη σκηνή και άρχισε το μάθημα.
Ήταν συγκλονιστική. Η φωνή της τραχιά και απελπισμένη, σα να πνιγόταν, τα χαρακτηριστικά του προσώπου τραβηγμένα από την ένταση, τα μάτια της σαν κάρβουνα αναμμένα, τα χέρια της να ανεμίζουν δεξιά κι αριστερά σαν φτερά. Μια Λαμπέτη διαφορετική από όσες είχα δει ως τότε. Την παρακολουθούσα και σκεφτόμουν γιατί δεν είχε παίξει ποτέ αρχαία τραγωδία. Θα ήταν ιδανική Αντιγόνη και Ηλέκτρα και Άλκηστη και Πολυξένη. Ποιος ξέρει ποιες ίντριγκες στο Εθνικό Θέατρο, την κράτησαν μακριά από αυτούς τους ρόλους!
Όταν τελείωσε η παράσταση περίμενα στην ουρά, έξω από το καμαρίνι της, και όταν έφτασε η σειρά μου, μπήκα μέσα σχεδόν τρέμοντας. Ο χώρος ευωδίαζε από το άρωμά της, φορούσε ένα μπουρνούζι, καθόταν μπροστά στον καθρέφτη και έβγαζε το μακιγιάζ. "Αυτό το μακιγιάζ μου παίρνει 1 ώρα να το φτιάξω και 2 ώρες για να το βγάλω!" μου είπε σα να την είχα ρωτήσει, γύρισε με κοίταξε, και μου χαμογέλασε. "Πώς σας φάνηκε η παράσταση;" "Είσαστε μοναδική!" της λέω και θες το τρακ, θες η ανάγκη μου να πω κάτι ακόμα, "Είχα κι εγώ μια δασκάλα που την έλεγαν Μαργαρίτα!" συμπληρώνω εντελώς ξεκάρφωτα. "Άρα δεν είμαι μοναδική, υπάρχει κι άλλη Μαργαρίτα! Και τι σας δίδασκε αυτή η δασκάλα; Σας έλεγε αυτά που λέει η δεσποινίς Μαργαρίτα;" "Καμία σχέση!" απαντώ και προσπαθώ να αποφύγω το βλέμμα της, που με κοιτάζει ειρωνικά. Φαίνεται πως το καταλαβαίνει και αλλάζει έκφραση, ξαφνικά γίνεται η γλυκιά Ίρμα. "Τέλος πάντων χρυσό μου, τι μπορώ να κάνω για σένα;" ρωτάει με ενδιαφέρον. Με δυσκολία της εξηγώ το λόγο που έχω έρθει. Όταν τελειώνω γελάει. "Μα πώς σας ήρθε η ιδέα να παίξω εγώ σε ένα έργο του Μπρεχτ; Αυτά τα παίζουν οι κομμουνισταί!" "Σκέφτηκα ότι το ψεύδισμά σας θα έδειχνε το ψέμα των θεών!" Γουρλώνει τα μάτια. "Το ψεύδισμά μου;" λέει όσο πιο ψευδά μπορεί. "Ακούτε εσείς κάποιο ψεύδισμα;" Έχω χάσει τελείως τη φωνή μου, στέκομαι και την κοιτάω σαν μαρμαρωμένος, δεν ξέρω τι να πω, ο κόσμος που περιμένει έξω από το καμαρίνι διαμαρτύρεται, απλώνει το χέρι της κι ενώ σκύβω να το φιλήσω μου λέει αυστηρά με τη φωνή της δεσποινίδος Μαργαρίτας: "Θα γράψεις τιμωρία 100 φορές "Δεν θα ασχοληθώ ξανά με τον Μπρεχτ!" και αύριο θα έρθεις με τον κηδεμόνα σου!" και ξεσπάει σε ένα δυνατό γέλιο. Έφυγα σαν κυνηγημένος, ούτε ένα αυτόγραφο δεν πρόλαβα να ζητήσω!
Αυτή ήταν η πρώτη συνάντηση μαζί της και θα μπορούσαμε να την πούμε τραυματική. Τα λόγια της και πιο πολύ το ύφος της με έκαναν να χάσω αμέσως το νεανικό μου και αγνό ενθουσιασμό. Εγκατέλειψα το σχέδιο με τον Μπρεχτ και τελικά σκηνοθέτησα δύο μονόπρακτα, ένα του Γιώργου Σκούρτη και ένα του Μήτσου Ευθυμιάδη που τα παρουσιάσαμε σε μια αίθουσα πίσω από τη σχολή. Ήταν η πρώτη και η τελευταία μου συνεργασία με τη Θεατρική Ομάδα Παντείου. Λίγους μήνες αργότερα γνώρισα τον Μάνο Χατζιδάκι, με προσέλαβε στο Τρίτο Πρόγραμμα της ΕΡΤ σαν ραδιοσκηνοθέτη και άρχισα να εργάζομαι εκεί.
Εκείνη την εποχή ήμασταν συγκάτοικοι με τον Δημήτρη Λέκκα. Είχε αναλάβει μια εκπομπή με έλληνες ποιητές και έκανε τη μουσική επιμέλεια. Όταν ήταν να παρουσιάσει τον Κωνσταντίνο Καβάφη σκέφτηκε να βάλει τη Λαμπέτη να απαγγείλει και την Στέλλα Γαδέδη να παίξει θέματα στο φλάουτο για να τα βάλει μετά σαν μουσική υπόκρουση κάτω από την απαγγελία. Και καλά, η Γαδέδη ήταν φίλη μας, αν της το λέγαμε, θα ερχόταν μετά χαράς να παίξει. Ποιος όμως θα έκανε τις συνεννοήσεις με την Λαμπέτη; "Δεν την παίρνεις εσύ τηλέφωνο;" μου λέει ο Λέκκας. Θυμήθηκα τη συνάντηση που είχαμε για τον Μπρεχτ και την απόρριψη που είχα φάει. Μια φορά μου ήταν αρκετή δεν ήθελα και δεύτερη. "Να την πάρει τηλέφωνο ο Χατζιδάκις!" του λέω, "Αυτός θα την πείσει αμέσως!" Πράγματι, ο Άγιος Χατζιδάκις, την πήρε τηλέφωνο και ένα βράδυ στον "Μαγεμένο Αυλό", λέει του Δημήτρη: " Αύριο το μεσημέρι θα ανέβει στην ΕΡΤ η Λαμπέτη, για να διαβάσει τα ποιήματα του Καβάφη. Ειδοποίησε και την Γαδέδη να έρθει για να παίξει και να πας κι εσύ Γιώργη," λέει σε εμένα, "να την βοηθήσεις σε ότι χρειαστεί". Με έπιασε η μεγαλομανία μου. "Μη σε νοιάζει Μάνο, θα κάνω μια τέλεια ραδιοσκηνοθεσία!" Ο Χατζιδάκις γέλασε. "Όχι παιδί μου, προς Θεού! Η Έλλη δεν έχει ανάγκη από σκηνοθεσία! Ξέρει αυτή πως θα διαβάσει. Θέλω να είσαι εκεί για να της δείξεις το στούντιο, να έχεις το νου σου μήπως θέλει νερό, κανά τσάι, κάνα αναψυκτικό, τέτοια πράγματα!" Κόπηκαν λίγο τα φτερά μου, αλλά μετά σκέφτηκα ότι θα είμαι ο πρώτος που θα την δει από κοντά να διαβάζει Καβάφη, κάτι ήταν κι αυτό, άλλοι θα έκαναν τα πάντα για να είναι στη θέση μου.
Την περιμέναμε στην είσοδο της ΕΡΤ. Ήρθε στην ώρα της. Φορούσε μια γκρι φούστα, μαύρο πουλόβερ και είχε τα μαλλιά της τραβηγμένα πίσω. Χειροφιλήματα, συστάσεις, όταν της είπα το όνομά μου δεν έδειξε να με θυμάται. Μπήκαμε στο ασανσέρ, για να ανεβούμε στον 1ο όροφο που ήταν τα στούντιο του Τρίτου και το κυλικείο της ΕΡΤ. "Σε λίγο θα έρθει και η Στέλλα Γαδέδη να παίξει μουσικά θέματα στο φλάουτο." της λέω. "Και τι θα τα κάνετε αυτά τα μουσικά θέματα;" ρωτάει με απορία. "Θα τα βάλουμε σαν μουσική υπόκρουση κάτω από την απαγγελία σας". Με κοίταξε με το ίδιο ειρωνικό βλέμμα, όπως τότε, όταν της είχα πει για τον Μπρεχτ. "Και ποιος σας είπε ότι θέλω μουσική υπόκρουση κάτω από τη φωνή μου; Όχι! Όχι! Δεν θέλω καμιά μουσική υπόκρουση, ιδίως από φλάουτο!" είπε και έσφιξε πεισματάρικα τα χείλη της. Έπεσε βαριά σιωπή, ευτυχώς φτάσαμε στον 1ο όροφο, βγήκαμε από το ασανσέρ, "Θέλετε κάτι από το κυλικείο;" τη ρωτάω, περισσότερο για να σπάσω τη σιωπή. "Ένα τσάι με μέλι, σας ευχαριστώ" μου λέει και ακολουθεί τον Λέκκα στο στούντιο Ε.
Στο κυλικείο συναντώ την Γαδέδη, της εξηγώ την κατάσταση, παίρνουμε τα τσάγια και τους καφέδες και πηγαίνουμε στο στούντιο Ε. Η ατμόσφαιρα έχει αλλάξει, ο Λέκκας έχει αρχίσει να της μιλάει για τα Βίλλια που γεννήθηκε. Η Λαμπέτη είναι χαμογελαστή και τον ακούει με προσοχή, τουλάχιστον αυτός απέκτησε την εμπιστοσύνη της, σκέφτομαι και κάνω τις συστάσεις. "Από δω η φλαουτίστρια μας, η Στέλλα Γαδέδη!" "Χρυσό μου, μην το πάρεις προσωπικά, δεν έχω τίποτα εναντίον σου, αλλά πιστεύω ότι το φλάουτο δεν ταιριάζει με τα ποιήματα του Καβάφη!" της λέει παθιασμένα. Η Στέλλα ευγενική και λίγο τρακαρισμένη συμφωνεί, είναι έτοιμη να φύγει, όταν, ο ηχολήπτης μας, ο Γιάννης Συγλέτος, δίνει μια συμβιβαστική λύση. Να διαβάζει η Λαμπέτη χωρίς μουσική κάτω από τη φωνή της και η Γαδέδη να παίζει μετά, μουσικές γέφυρες ανάμεσα στα ποιήματα. "Κι αν δεν μου αρέσουν οι μουσικές;" ρωτάει η Λαμπέτη. Και τότε μου έρχεται θεία έμπνευση. "Θα σας ηχογραφήσουμε τώρα και τις δύο. Μόλις θα τελειώνει η απαγγελία, θα αυτοσχεδιάζει το φλάουτο! Έτσι θα μπορέσετε να ακούσετε τα μουσικά θέματα" "Ναι, αλλά αν δεν μου αρέσουν εγώ θα το λέω!" επιμένει η Λαμπέτη, αλλά είχε ήδη σηκωθεί και μαζί με την Γαδέδη μπαίνουν στον θάλαμο της ηχογράφησης. Υπήρχε ένα τραπέζι εκεί, με ένα μικρόφωνο πάνω. Σε αυτό έκατσε η Λαμπέτη και ακούμπησε τα χαρτιά της. Δίπλα της, όρθια, μπροστά σε ένα άλλο μικρόφωνο, στάθηκε η Στέλλα.
Έτσι έγινε η ηχοληψία, χωρίς πρόβες, χωρίς τίποτα, μια κι έξω! Ό,τι λέει η Λαμπέτη, το λέει από στήθους, εκείνη τη στιγμή, χωρίς σημειώσεις. Ακόμα και τα ποιήματα, τα έχει απαγγείλει μία και μοναδική φορά. Ηταν σαν μουσικός αυτοσχεδιασμός για φωνή και φλάουτο. Θα μπορούσε να ήταν και θεατρικό έργο, "Η Λαμπέτη, ο Καβάφης και ένα φλάουτο". Ό,τι κι αν ήταν όμως, για μένα, αυτή η δεύτερη συνάντηση, με ενδιάμεσο τον Καβάφη, γλύκανε την πίκρα της πρώτης συνάντησης και μου έδωσε την ψευδαίσθηση πως συνεργάστηκα, έστω και λίγο, μαζί της.
Για τη Σαπφώ Νοταρά θα κάνω ένα ιδαίτερο podcast όταν έρθει η ώρα. Αν την αναφέρω εδώ είναι γιατί στάθηκε η αιτία να συναντήσω για τρίτη φορά την Έλλη Λαμπέτη. Πρέπει να ήταν το 1978, όταν ανέβασε το έργο "Φιλουμένα Μαρτουράνο". Στις φτωχογειτονιές της Νάπολης ένας πλούσιος έμπορος, γνωρίζει μια νεαρή πόρνη τη Φιλουμένα Μαρτουράνο, την παίρνει σπίτι του, αυτή τον υπηρετεί και στο σπίτι και στο κρεβάτι, για 20 χρόνια, αλλά ο έμπορος αρνείται να την παντρευτεί μέχρι που η Φιλουμένα του παρουσιάζει τα τρία παιδιά που έχουν κάνει μαζί. Η Λαμπέτη έπαιζε τη Φιλουμένα, και η Σαπφώ την πιστή υπηρέτρια Ροζαλία. Είχαμε γίνει φίλοι με την Σαπφώ, μέναμε και οι δύο στο Κουκάκι, στην ίδια γειτονιά, μια μέρα με συνάντησε στο δρόμο "Πότε θα έρθεις να με δεις στη Φιλουμένα;" μου λέει άγρια. "Όλοι έχουν έρθει εκτός από εσένα!" Ντράπηκα, πήρα τηλέφωνο τη Ζυράννα Ζατέλη και τον Γιώργο Ευσταθίου και κανονίσαμε να πάμε να δούμε την παράσταση.
Το θέατρο ήταν φουλ, η παράσταση έσκιζε, όλοι ήταν εξαιρετικοί, αλλά η Σαπφώ σε δύο σκηνές, έπαιρνε όλο το χειροκρότημα. Στην πρώτη, άνοιγε νευριασμένη την πόρτα και έλεγε: "Εγώ θα τα βροντήξω και θα φύγω!" Κι ενώ έκλεινε την πόρτα έκανε με το στόμα της: "Μπαααμ!" Έπεφτε το θέατρο από τα γέλια. Αλλά εκεί που σηκωνόντουσαν όρθιοι και την χειροκροτούσαν, ήταν όταν έλεγε την πολύ σωστή παροιμία "Ξερό σκατό, στον τοίχο δεν κολλάει!" Γινόταν χαμός και στην υπόκλιση στο τέλος έπαιρνε τα περισσότερα χειροκροτήματα. Οι κακές γλώσσες έλεγαν ότι η Λαμπέτη ζήλευε την επιτυχία της Σαπφούς και κάθε φορά που τη χειροκροτούσαν γινόταν έξαλλη. Για να την τιμωρήσει την είχε βάλει σε ένα καμαρίνι ψηλά, έπρεπε να ανέβεις μια σιδερένια σκάλα για να πας εκεί.
Δεν τα πίστευα όλα αυτά, αλλά ήταν αλήθεια. Μετά την παράσταση, πήγαμε στα παρασκήνια για να συγχαρούμε τους ηθοποιούς. Μπαίνοντας, ακριβώς απέναντι, ήταν το καμαρίνι της Λαμπέτη. Είμαστε οι τελευταίοι θεατές, η πόρτα ήταν μισάνοιχτη, η Λαμπέτη είχε αλλάξει και φορούσε στο κεφάλι ένα πολύ όμορφο πλεχτό σκουφάκι. Κάτι έγραφε, ενώ από ψηλά, ακουγόταν η φωνή της Σαπφούς: "Με έχουν βάλει εδώ πάνω, σε αυτό τον μιναρέ, σα να είμαι ο χότζας! Να γλιστρήσω καμιά μέρα να πέσω κάτω! Ο Τσαρούχης κόντεψε να σκοτωθεί!" Η Λαμπέτη συνέχιζε να γράφει, πλησίασα για να της πω συγχαρητήρια και τότε την άκουσα να λέει: "Σκάσε κωλόγρια, σκατόγρια, σκάσε! Βγάλε επιτέλους το σκασμό!" Έμεινα κόκκαλο. Η ευαίσθητη και αέρινη Λαμπέτη, έβριζε σαν φορτηγατζής! Γύρισε και με είδε. "Την ακούς την κωλόγρια; Δεν σταματάει, μου έχει σπάσει τα νεύρα, που να ψοφήσει να ησυχάσω πια!" Και την ίδια στιγμή αλλάζει ύφος, με κοιτάζει εξεταστικά και μου λέει χαμογελαστά: "Εσάς κάπου σας ξέρω! Έχουμε συναντηθεί στο παρελθόν;" "Πριν δύο χρόνια, στο Τρίτο Πρόγραμμα, στην ηχογράφηση του Καβάφη" της λέω. "Αααα! Το φλάουτο! Τελικά δεν ήταν και άσχημο! Ταίριαζε πολύ, ιδίως στα ιστορικά ποιήματα!" λέει και διορθώνει το σκουφάκι στο κεφάλι της. Δεν ξέρω τι να πω και δείχνω το σκουφάκι. "Πολύ ωραίο σκουφάκι. Ποιος σας το έφτιαξε;" "Ο καρκίνος χρυσό μου, ο καρκίνος μου το έφτιαξε! Έχουν πέσει όλα τα μαλλιά μου από τις ακτινοβολίες και το φοράω αντί για την περούκα!" "Συγγνώμη, δεν το περίμενα να το φοράτε για αυτό το λόγο!" "Μήπως το περίμενα εγώ; Ο καρκίνος έρχεται πάντα όταν δεν τον περιμένεις!" λέει, κι ενώ κοιτάει στον καθρέφτη, βλέπει τη Ζυράννα που έχει ντυθεί στα μωβ, έχει βάλει έντονες σκιές στα μάτια, έχει φορέσει πολύχρωμα βραχιόλια και κολιέ. "Αααα!" βγάζει μια κραυγή τρόμου και γυρίζει προς το μέρος της. Και για να δικαιολογήσει την κραυγή του τρόμου συμπληρώνει: "Τι όμορφη που είστε! Ελάτε μέσα να σας γνωρίσω!" Και ενώ εμάς μας έστειλε στο υπερώο να κατεβάσουμε τη Σαπφώ, αυτή κλείστηκε στο καμαρίνι με τη Ζυράννα και βγήκαν μετά από ώρα. Και μέχρι σήμερα η Ζυράννα δεν μας έχει αποκαλύψει τι είπαν εκείνο το βράδυ.
Στο μεταξύ, εγώ κι ο Ευσταθίου είχαμε κατεβάσει τη Σαπφώ από το καμαρίνι. Δεν σταμάταγε να βρίζει τη Λαμπέτη. "Κακοχρόνο να ‘χει! Ανάθεμα την ώρα και τη στιγμή που συνεργάστηκα μαζί της!", αλλά, για να δείτε τι παράξενα πλάσματα είναι οι ηθοποιοί, μόλις βλέπει τη Λαμπέτη, αλλάζει έκφραση, χαμογελάει, "Φεύγεις Ελλίτσα μου;" την ρωτάει με ενδιαφέρον. "Πώς είσαι; Μια χαρά σε βλέπω πουλάκι μου!" "Καλά είμαι Σαπφούλα μου, μην ανησυχείς. Μόνο που μου πήρες όλους τους θαυμαστάς και τώρα θα πρέπει να πάω στη "Ράτκα" μόνη μου" της απαντάει γλυκά η Λαμπέτη και δείχνει εμάς. "Α, εγώ δουλεύω στη "Ράτκα", μπορούμε να πάμε μαζί" πετάγεται και της λέει η Ζυράννα. "Κι εγώ θα πάρω τους δυο Γιώργηδες και θα φύγουμε. Καληνύχτα Ελλίτσα μου! Αύριο θα σου φέρω σπανακόπιτα!" "Καληνύχτα Σαπφούλα μου! Την περιμένω πώς και πώς!" Πράγματι, είναι παράξενα πλάσματα οι ηθοποιοί.
Αυτές ήταν οι τρεις φορές που συνάντησα από κοντά την Έλλη Λαμπέτη. Από εκεί και πέρα την είδα ξανά δυο-τρεις φορές στη Ράτκα αλλά δεν μιλήσαμε. Ήταν γλυκιά και χαμογελαστή και φορούσε το σκουφάκι που της είχε φτιάξει ο καρκίνος. Ο καρκίνος που έρχεται πάντα όταν δεν το περιμένεις, όπως μου είχε πει. Κι ήταν μεγάλη τύχη, ένα χρόνο πριν την επισκεφτεί ξανά, ένα χρόνο πριν της πάρει τη φωνή της, που ηχογράφησε αποσπάσματα από τα Ευαγγέλια, σαν ευλογία και προσευχή.
Τι έμαθα στις τρείς αυτές συναντήσεις με τη Λαμπέτη; Έμαθα ότι ανάμεσά μας υπάρχουν άνθρωποι που είναι φτιαγμένοι με αιθέρια υλικά, όπως ήταν αυτή. Έμαθα ότι ένα μειονέκτημα, όπως το ψεύδισμα, μπορείς με πολλή δουλειά, να το κάνεις πλεονέκτημα. Έμαθα ότι το πάθος για την τέχνη είναι αρετή. Και, τέλος, έμαθα ότι το δώρο που μας δίνει ο Θεός, όποιο κι αν είναι αυτό, μικρό ή μεγάλο, πρέπει να το αξιοποιήσουμε νωρίς, προτού να το κατασπαράξει η μοίρα και ο χρόνος...
*Ακούστε εδώ τα Podcast «Μυθικά Πρόσωπα» του Γιώργου Παυριανού