Πολιτισμος

Ωδείο Αθηνών: Ολοκληρώνεται μετά από 50 περίπου χρόνια το κτίριο

Ένα κτίριο σύμβολο, αισθητικής Bauhaus, δημιούργημα του αρχιτέκτονα Ιωάννη Δεσποτόπουλου στεγάζει το Ωδείο από το 1976

Κατερίνα Καμπόσου
ΤΕΥΧΟΣ 781
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ωδείο Αθηνών: Ο Νίκος Τσούχλος περιγράφει στην ATHENS VOICE τα εμπόδια ως την ολοκλήρωση του κτιρίου του Ιωάννη Δεσποτόπουλου για την επέτειο των 150 χρόνων του

Θα μπορούσε να αποτελεί ένα από τα πιο ενεργά κομμάτια του πολιτιστικού «πυρήνα» της περιοχής, ανάμεσα στο Βυζαντινό Μουσείο, το Μουσείο Μπενάκη, το Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης, την Εθνική Πινακοθήκη και το Μέγαρο Μουσικής. Παρόλα αυτά, παρά την αδιάκοπη λειτουργία του μέχρι σήμερα, η ολοκλήρωση της κατασκευής του κτιρίου και του ευρύτερου σχεδιασμού του έμεινε ημιτελής για δεκαετίες με σωρεία από λειτουργικά προβλήματα, για γραφειοκρατικούς λόγους. Αυτή είναι και η αιτία που, αν και το κτίσμα αποτελεί κορυφαία έκφραση της νεότερης ελληνικής αρχιτεκτονικής, είναι δύσκολο να κατανοηθεί η ταυτότητά του.

Όταν ανέλαβε τα ηνία του κοινωφελούς αυτού φορέα στις αρχές του 2013 η σημερινή διοίκηση του Ωδείου Αθηνών, με πρόεδρο τον αρχιμουσικό και πρώην καλλιτεχνικό διευθυντή του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών, Νίκο Τσούχλο, από το σύνολο του ημιτελούς κτιρίου (συνολικά το Ωδείο Αθηνών απλώνεται σε περίπου 14.000 τ.μ) λειτουργικό ήταν μόλις το 50% των χώρων του. Ο κ. Τσούχλος περιγράφει στην ATHENS VOICE πώς τέθηκε από την αρχή ως στόχος η αποπεράτωση του κτιρίου και ο εκσυγχρονισμός του, αλλά το ζήτημα έπεφτε σε μια σειρά από εμπόδια.

«Το Ωδείο Αθηνών αποτελεί ένα παράδοξο της Αθήνας καθώς μόλις 150 μέτρα από το Προεδρικό Μέγαρο και 500 μέτρα απ’ το Μέγαρο Μουσικής, στέκει ως εκκρεμότητα. Έχουμε ένα αμφιθέατρο 600 θέσεων το οποίο από το 1976 ως σήμερα θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για εκατοντάδες λόγους, αντ’ αυτού βρίσκεται όλα αυτά τα χρόνια στα μπετά. Η εκκρεμότητα της αποπεράτωσης του έργου υφίσταται από τη δεκαετία του ’70, καθώς είναι νομοθετημένη από το ελληνικό κράτος, ωστόσο επηρεάστηκε, υποθέτουμε, από την αλλαγή των προτεραιοτήτων όσον αφορά την πολιτιστική πολιτική ανά διαστήματα. Το 2013 οικονομικά ήταν μια δύσκολη περίοδος και η μόνη διέξοδος ήταν η χρηματοδότηση του ΕΣΠΑ. Ξεκινήσαμε μέσω του Δήμου Αθηναίων, μετά το έργο πέρασε στα ΠΕΠ Αττικής και ως το 2019 βρισκόταν σε εξέλιξη μια διαδικασία που αφορούσε διαγωνισμούς, αλλαγή από τη μια διαχειριστική περίοδο στην άλλη και διάφορα ζητήματα που ανέκυπταν καθοδόν. Ανάμεσα σε αυτά μεσολάβησε και η κήρυξη του κτιρίου ως διατηρητέου που ανέκοψε για ένα διάστημα την πορεία των έργων».

Το σχέδιο ξεκινά με την αποπεράτωση του μεγάλου αμφιθεάτρου, δυναμικότητας 600 θέσεων.

Καλύτερα αργά παρά ποτέ όμως, καθώς πλέον το κτίριο μπαίνει στην τελική ευθεία αποπερατωσής του με τη συνδρομή της Περιφέρειας Αττικής και με χρηματοδότηση του ΕΣΠΑ ύψους 6.300.000 ευρώ. Οι οριστικές μελέτες χρηματοδοτήθηκαν από πολιτιστικά ιδρύματα και ιδιωτικές πηγές. Αυτή τη στιγμή ολοκληρώνεται το 1/3 του κτιρίου, που αντιπροσωπεύει λειτουργίες πολιτισμού, και το σχέδιο προβλέπεται να τελειώσει το 2021, που είναι η επέτειος των 150 χρόνων του Ωδείου Αθηνών.

Έτσι, με τη σημερινή ανακαίνισή του, το Ωδείο Αθηνών επανασυστήνεται στο κοινό ως ένας μεγάλος, σύγχρονος εκπαιδευτικός και πολιτιστικός φορέας όπου η παράδοση κι η ιστορία συνδυάζονται με τις νέες εκσυγχρονισμένες υποδομές ενός κτιρίου-τοπόσημου στο κέντρο της Αθήνας. Η αναβάθμιση των εγκαταστάσεων και ο ανοιχτός χαρακτήρας του στοχεύουν να μετατρέψουν οριστικά το Ωδείο Αθηνών σ’ ένα νέο, ισχυρό όπλο εκπαιδευτικής, πολιτιστικής και τουριστικής ανάπτυξης, και το καθιστούν κομβικό σημείο αναφοράς στα πολιτιστικά δρώμενα της πρωτεύουσας.

To αμφιθέατρο του Ωδείου

«Το κτίριο έχει μια παιδαγωγική αποστολή για τον χορό, το θέατρο και τη μουσική, με διάσταση που αφορά και το διάστημα μετά τις σπουδές αυτών που εκπαιδεύονται εδώ.Το Ωδείο είναι αφιερωμένο στη δημιουργία νέων καλλιτεχνών και στοχεύει στη συνάντησή τους με το κοινό, υποστηρίζοντας τον πειραματισμό. Πρόκειται για ένα όραμα που ο Ιωάννης Δεσποτόπουλος το έχει “χτίσει”, όραμα που το έχει εντάξει στο σχέδιό του. Το κτίριο του Ωδείου σε κατευθύνει προς αυτό τον δρόμο, δημιουργημένο για την εκπαίδευση, τις τέχνες και τον πειραματισμό» εξηγεί ο Ν. Τσούχλος.

Το συγκρότημα του Ωδείου Αθηνών αποτελείται από ισόγειο, όροφο και υπόγεια, με πολλαπλούς χώρους διδασκαλίας της μουσικής, του θεάτρου και του χορού, βιβλιοθήκη, αίθουσες καλλιτεχνικών εκδηλώσεων και συγκεντρώσεων, αίθρια και στούντιο. Ας δούμε όμως λίγο πιο αναλυτικά τι περιλαμβάνει το έργο εκσυγχρονισμού των υποδομών πολιτισμού του.

Το σχέδιο ξεκινά με την αποπεράτωση του μεγάλου αμφιθεάτρου, δυναμικότητας 600 θέσεων, που θα μπορεί να φιλοξενεί πολλαπλά καλλιτεχνικά, εκπαιδευτικά και συνεδριακά γεγονότα. Οι εργασίες συνεχίζονται με τη δημιουργία ενός νέου υπόγειου πειραματικού πολυμορφικού χώρου εκδηλώσεων, που θα μπορεί να υποδιαιρείται εύκολα σε επιμέρους συνεδριακές αίθουσες, ευρύχωρα φουαγιέ, που θα λειτουργούν επίσης και ως χώροι εκθέσεων, κοινωνικών εκδηλώσεων και παρουσιάσεων, καφέ και χώρο εστίασης στο ισόγειο του κτιρίου προς την οδό Ρηγίλλης, ανοιχτό προς τον κήπο του Ωδείου, που θα απευθύνεται τόσο στην εκπαιδευτική κοινότητα του Ωδείου όσο και στους επισκέπτες του. Μέσα σε αυτά εντάσσεται και η δημιουργία κέντρου μουσικής τεχνολογίας και χώρων υποστήριξης της ανεξάρτητης νεανικής πολιτισμικής επιχειρηματικότητας, που διαμορφώνονται στα υπόγεια της βορειοανατολικής πλευράς του κτιρίου.
Ο Νίκος Τσούχλος συμπληρώνει: «Η Documenta 14 το 2017 απέδειξε ότι αν δώσεις προσοχή σε αυτό τον χώρο το κοινό τον αγκαλιάζει αμέσως. Και γίνονται συνέχεια ενέργειες και προσπάθειες. Έχουμε την ανώτερη επαγγελματική μας σχολή χορού, μια πολύ δυνατή σχολή τζαζ, τμήματα για παιδιά, ένα πλούσιο μουσικό και φωτογραφικό αρχείο στο οποίο μπορεί να βρει κανείς μια επιστολή της Κάλλας, ένα μονόπρακτο του Ξενόπουλου, ένα χειρόγραφο του Σκαλκώτα. Η επέμβαση στο κτίριο ήταν επείγουσα γιατί αυτά τα οποία συμβαίνουν μέσα, πιέζουν για χώρους και εξωστρέφεια».

Η ολοκλήρωση του κτιρίου δεν ξαναστήνει μονάχα το Ωδείο Αθηνών στο ευρύ κοινό, αλλά αναδεικνύει και την Αθήνα ως μια πρωτεύουσα τέχνης με αισιόδοξο όραμα μέσα στις αντίξοες συνθήκες.