- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Το «Foxcatcher» του Μπένετ Μίλερ, που κοιτάζει ήδη πιο μακριά από τα βραβεία των Καννών, και η πρώτη ταινία του Ράιαν Γκόσλινγκ ως σκηνοθέτη.
Αν μια ταινία με τον Στιβ Καρέλ και τον Τσέινινγκ Τέιτουμ δεν σας ακούγεται σαν κάτι που θα μπορούσε να βρεθεί τον επόμενο Φεβρουάριο στις υποψηφιότητες για τα Όσκαρ ερμηνειών, δεν θα σας παρεξηγήσουμε. Φταίει ότι δεν έχετε δει ακόμη το «Foxcatcher» του Μπένετ Μίλερ, στο οποίο οι δυο τους, αλλά κι ο Μαρκ Ράφαλο, παραδίδουν μαθήματα υποκριτικής, όχι απλά παίζοντας, αλλά μεταμορφώνοντας κυριολεκτικά τους εαυτούς τους.
Το φιλμ του Μίλερ, που έχει μέχρι σήμερα σκηνοθετήσει το «Καπότε» και το «Moneyball», είναι βασισμένο σε μια κυριολεκτικά απίστευτη, αληθινή ιστορία. Αυτή του εκκεντρικού πολυεκατομμυριούχου Τζον ΝτιΠοντ ο οποίος λίγο μετά τους Ολυμπιακούς του 1984, έκει όπου τα αδέλφια Μαρκ και Ντέιβ Σουλτς κέρδισαν και οι δύο από ένα χρυσό μετάλλιο στην ελληνορωμαϊκή πάλη, προσκάλεσε το νεότερο αδελφό να μετακομίσει στο κτήμα του και να προπονηθεί μαζί του για την ομάδα της πάλης που προσπαθούσε να φτιάξει ο ίδιος.
Μόνο που ο ΝτιΠοντ ήταν ένας βαθιά προβληματικός και προφανώς ακόμη βαθύτερα καταπιεσμένος κοινωνικά, ψυχολογικά και ιδίως σεξουαλικά κι αυτή η συνάντησή τους και η σχέση που αναπτύχθηκε μεταξύ τους και με τον μεγαλύτερο αδελφό του που επίσης θα γινόταν μέλος της ομάδας, δεν θα μπορούσε παρά να καταλήξει σε τραγωδία. Το «Foxcatcher» αφηγείται τα γεγονότα με αληθινά συναρπαστικό τρόπο, αν και ποτέ «σκανδαλοθηρικά», και συναρπάζει με την ανατριχιαστικά διαπεραστική αφήγηση μιας ιστορίας που δεν θα την πίστευες ποτέ αν δεν ήξερες ότι είναι αληθινή.
Περισσότερο από τα γεγονότα όμως, το φιλμ του Μίλερ είναι μια ακόμη πιο πετυχημένη παραβολή για τη σκοτεινή πλευρά του αμερικάνικου ονείρου και για τις επιθυμίες που όταν καταπιέζονται καταλήγουν τοξικές, που βρίσκει την ιδανική του ενσάρκωση από το καστ αυτού του εντυπωσιακού φιλμ. Ο Καρέλ παίζει όχι απλά ένα σοβαρό ρόλο, μα κι έναν άνθρωπο δίχως καμιά αίσθηση του χιούμορ και δεν είναι τίποτα λιγότερο από συγκλονιστικός, ενώ τόσο ο Τέιτουμ όσο και ο Ράφαλο σιγοντάρουν μεγαλειωδώς. Με δυο λόγια, το «Foxcatcher» δεν είναι απλά μια από τις καλύτερες ταινίες του φεστιβάλ, αλλά και μια από τις καλύτερες της χρονιάς.
Δυστυχώς το ίδιο δεν θα μπορούσαμε να πούμε και για το «Maps to the Stars» του Ντέιβιντ Κρόνενμπεργκ, που είναι μεν καλύτερο από την προηγούμενη ταινία του «Cosmopolis», αλλά αυτό δεν το λες ακριβώς και κατόρθωμα. Κι εδώ όπως και σε εκείνη την ταινία, έναν από τους ρόλους κρατά και πάλι ο Ρόμπερτ Πάτινσον, που υποδύεται έναν οδηγό λιμουζίνας στο Χόλιγουντ που φιλοδοξεί να γίνει ηθοποιός. Όμως στο κέντρο της ιστορίας βρίσκεται μια οικογένεια που μοιάζει βγαλμένη από εφιάλτη: ένα ζευγάρι που κουβαλά ένα σκοτεινό μυστικό, ο δεκατριάχρονος child actor γιος τους που έχει μόλις επιστρέψει από την αποτοξίνωση και θέλει να κάνει το comeback του στο σινεμά και η μεγάλη αδελφή του που πριν χρόνια προσπάθησε να τον σκοτώσει και τώρα γυρίζει στο Λος Άντζελες βγαίνοντας από το ψυχιατρείο.
Αυτή η δηλητηριώδης μαύρη σάτιρα για τη διασημότητα, τη μανία της φήμης, της νιότης, των χρημάτων, μοιάζει με λίβελο εναντίον του Χόλιγουντ, αλλά δεν κατορθώνει να κάνει τα χτυπήματά του ιδιαίτερα πετυχημένα, αφού είναι ελάχιστα αστείο κι ευφυές, θυμίζοντας περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, κάτι σαν μια σαπουνόπερα σκηνοθετημένη από τον Ντέιβιντ Λιντς. Αν και αυτή η περιγραφή το κάνει να ακούγεται καλύτερο από ό,τι στην πραγματικότητα είναι.
Αν ο Κρόνενμπεργκ όμως έχει προφανώς προηγούμενα με τη βιομηχανία του θεάματος, οι αδελφοί Νταρντέν που παρουσίασαν χτες στο διαγωνιστικό το νέο τους φιλμ «Δυο Μέρες, Μια Νύχτα», έχουν άλλους, πιο ουσιαστικούς στόχους. Τον τρόπο που η σύγχρονη καπιταλιστική κοινωνία στρέφει τους ανθρώπους της εργατικής τάξης απέναντι στους ομοίους τους. Δίχως να καταγγέλλουν ή να υψώνουν τη φωνή, οι Νταρντέν στήνουν μια χαμηλότονη συγκινητική ταινία που δεν μπορεί παρά να σε αγγίξει, πόσο μάλλον αν ζεις στην Ευρώπη του σήμερα, όπου η ανεργία είναι κάτι πολύ αληθινό και κοντινό.
Η Μαριόν Κοτιγιάρ είναι εξαιρετική στον πρωταγωνιστικό ρόλο –ο τρόπος που έχουν οι Νταρντέν να παίρνουν μια μεγάλη σταρ και να την κάνουν ξανά ηθοποιό είναι συναρπαστικός– αυτόν μιας γυναίκας που κινδυνεύει να χάσει τη δουλειά της στην εταιρεία όπου εργάζεται, εκτός κι αν πείσει τους συναδέλφους της να απαρνηθούν το bonus των χιλίων ευρώ που θα έπαιρναν για το χρόνο. Μέσα σε ένα Σαββατοκύριακο πριν ψηφίσουν μεταξύ τους το πρωί της δευτέρας, θα τους επισκεφθεί όλους για να προσπαθήσει να τους πείσει και μέσα από αυτή την απλή ιδέα οι Νταρντέν θα στήσουν όχι μόνο μια συναρπαστική ταινία, αλλά και μια παραβολή για τη σύγχρονη ευρωπαϊκή πραγματικότητα.
Μια παραβολή υπάρχει πίσω κι από την πρώτη ταινία που γύρισε ο, τώρα και σκηνοθέτης, Ράιαν Γκόσλινγκ. Μπορεί κι ο ίδιος να μην ξέρει ποια είναι αυτή η παραβολή και τι ακριβώς θέλει να πει το «Lost River», αλλά κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί ότι η ταινία του δεν είναι όμορφη κι εντυπωσιακή. Γυρισμένη στο Ντιτρόιτ που υποδύεται κάτι από τον εαυτό του, μια πόλη που γίνεται φάντασμα αυτού που κάποτε ήταν, η ταινία δανείζεται το ύφος και το στιλ σκηνοθετών που ο Γκόσλινγκ αγαπά, για να φτιάξει πάνω τους ένα κολάζ από εικόνες και αισθήσεις που, αν και θυμίζουν πολλά, βρίσκουν με κάποιο τρόπο το δικό τους λόγο ύπαρξης.
Το φιλμ μπορεί να σφαγιάστηκε από την πλειοψηφία των κριτικών, αλλά συχνά στις Κάννες πολλοί αναζητούν ένα εξιλαστήριο θύμα και φέτος ήταν μάλλον ο Ράιαν Γκόσλινγκ. Και, ναι, αυτή η ιστορία για ένα νεαρό που μπλέκει σε φασαρίες με έναν κακοποιό, ερωτεύεται ένα παράξενο κορίτσι κι ανακαλύπτει στο βυθό μιας λίμνης μια καταποντισμένη πόλη την ίδια στιγμή που η μητέρα του μπλέκει στα δικά της εξίσου παράξενα προβλήματα, είναι σίγουρα ο θρίαμβος του στιλ πάνω στην ουσία. Αλλά το στιλ είναι εντυπωσιακό.
Κατά τα άλλα, το «Coming Home» του Ζανγκ Γιμού επιβεβαίωσε ότι το κάποτε σαρωτικά συναισθηματικό σινεμά του Κινέζου δημιουργού ανήκει ολοκληρωτικά στο παρελθόν, η Γιαπωνέζα Ναόμι Καβάσε παρέδωσε ένα ακόμη ποιητικό, ψυθιριστό φιλμ με το «Still the Water» και η «Xenia» του Πάνου Χ. Κούτρα (για την οποία γράψαμε ήδη) εξακολουθεί να συζητιέται.
Και χτες, η Σοφία Λόρεν που ήρθε για μια ειδική προβολή του «Γάμος αλά Ιταλικά», απέδειξε ότι οι μύθοι του σινεμά θα ζουν για πάντα, είτε βρίσκονται ακόμη στη ζωή, ή όπως ο συμπρωταγωνιστής της στην ταινία του Βιτόριο Ντε Σίκα, Μαρτσέλο Μαστρογιάνι, στην αφίσα του φετινού φεστιβάλ.