- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Στέφανος Τσιβόπουλος
Ιστορία Μηδέν: Από την 55η Μπιενάλε της Βενετίας στο Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης
Ο Στέφανος Τσιβόπουλος εκπροσώπησε πέρυσι την Ελλάδα στην 55η Μπιενάλε της Βενετίας με το έργο «Ιστορία Μηδέν».
Ο Στέφανος Τσιβόπουλος εκπροσώπησε πέρυσι την Ελλάδα στην 55η Μπιενάλε της Βενετίας με το έργο «Ιστορία Μηδέν», ένα συνδυασμό αρχείου με θέμα τα εναλλακτικά νομίσματα και βιντεοεγκαταστάσεων που αφηγούνται τις ιστορίες τριών τελείως διαφορετικών ανθρώπων που δε συναντιούνται ποτέ– ενός μετανάστη από την Αφρική, ενός καλλιτέχνη από το εξωτερικό και μιας συλλέκτριας έργων τέχνης που πάσχει από Aλτσχάιμερ. Μιλήσαμε με τον Στέφανο Τσιβόπουλο λίγες μέρες πριν από την παρουσίαση του έργου για πρώτη φορά στην Ελλάδα, στο Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης.
Τι γεύση σάς έχει αφήσει η συμμετοχή σας στην Μπιενάλε της Βενετίας;
Το ότι παρουσίασα ένα έργο τέτοιων διαστάσεων, μέσα σε ένα τόσο ιδιαίτερο πλαίσιο, ήταν η πιο σημαντική εμπειρία που είχα μέχρι τώρα ως καλλιτέχνης. Το έργο έχει κάνει μια απίστευτη διεθνή πορεία, έχει παρουσιαστεί σε περισσότερες από δώδεκα χώρες, σε τρεις διαφορετικές ατομικές εκθέσεις, μία από τις οποίες στο Stella Art Foundation στη Μόσχα, σε πολλές προβολές από τη Νέα Υόρκη μέχρι το Πεκίνο και σε δύο επιπλέον Μπιενάλε στην Κίνα. Στην Ελλάδα παρουσιάζεται για πρώτη φορά. Δυστυχώς, λόγω της κρίσης, δεν ήρθαν στη Βενετία πολλοί Έλληνες όπως άλλες χρονιές. Αυτό αποτέλεσε έναν επιπλέον λόγο για να παρουσιαστεί εδώ – και να παρουσιαστεί σωστά.
Θα παρουσιαστεί όπως ήταν στο ελληνικό περίπτερο στη Βενετία;
Θα έχει ακριβώς τα ίδια στοιχεία. Το ελληνικό περίπτερο στην Μπιενάλε είναι ένας πολύ ιδιαίτερος χώρος κι εγώ είχα προσαρμόσει την αρχική ιδέα μου και ολόκληρη τη βιντεοεγκατάσταση σ’ αυτό. Προσπαθώ πάντα, εφόσον το επιτρέπει και ο χώρος, να διατηρώ τα ίδια στοιχεία. Η κυκλική ροτόντα θα υπάρχει και εδώ –κάπως μικρότερη– και φυσικά θα υπάρχουν οι τρεις βιντεοπροβολές, με τη διαφορά ότι θα είναι η μία μετά την άλλη, γιατί ο χώρος του μεγάρου Σταθάτου υπαγορεύει μία διαφορετική διαδρομή.
Γιατί o τίτλος;
Ασχολούμαι με την ανάγνωση της ιστορίας και την επαναπροσέγγισή της μέσα από ένα καλλιτεχνικό έργο, αλλά και με την ιστορία ως μέθοδο για το πώς μπορούμε να καταλάβουμε το πού βρισκόμαστε τώρα. Ο τίτλος προκύπτει από το ότι βρισκόμαστε σε ένα κρίσιμο σημείο στο οποίο υπάρχει μία διαρκής ανάγνωση του εαυτού μας. Η κρίση μάς οδήγησε σε μια ψυχική αναζήτηση· αυτό το σημείο, λοιπόν, εγώ το ορίζω σαν ένα σημείο μηδέν – χωρίς να σημαίνει ότι θεωρώ πως έχουμε πιάσει πάτο. Το μηδέν δεν σημαίνει κάτι αρνητικό, σημαίνει ένα σημείο επαναφοράς, κάτι το οποίο μπορεί να ξεκινήσει από την αρχή. Σημαίνει, επίσης, ένα σημείο στο οποίο δεν υπάρχει ούτε το μέλλον ούτε το παρελθόν, αλλά υπάρχει ένας χρόνος μηδέν στον οποίο εμείς καλούμαστε, έχουμε τη δυνατότητα, αν θέλετε, να κοιτάξουμε και προς το παρελθόν και προς το μέλλον. Είναι μια στιγμή αντανάκλασης απέναντι στην ίδια μας την ιστορία.
Χωρίς την εγκατάσταση με το αρχείο, θα μπορούσαν να ιδωθούν αυτόνομα οι ταινίες σας σαν μικρού μήκους σε ένα σινεμά;
Είναι δύο τελείως διαφορετικοί τρόποι που, όμως, δεν καταργούν ο ένας τον άλλο. Τα έργα μου είναι πολλές φορές φτιαγμένα για τους χώρους για τους οποίους προορίζονται – κυρίως για μουσειακούς χώρους, γκαλερί, καλλιτεχνικά ιδρύματα κτλ. Παρ’ όλ’ αυτά, ο κινηματογραφικός και ο καλλιτεχνικός χώρος αρχίζουν την τελευταία δεκαετία και ακουμπούν ο ένας τον άλλο εξαιτίας και του εκδημοκρατισμού των μίντια. Πάρα πολλοί νέοι καλλιτέχνες χρησιμοποιούν βιντεοκάμερες και παράγουν εικόνες οι οποίες προκαλούν την ίδια την κινηματογραφική γλώσσα. Και ο κινηματογράφος πια, μέσα από τα μεγάλα αλλά και τα μικρότερα φεστιβάλ, έχει στραφεί σ’ αυτό τον ενδιάμεσο χώρο ανάμεσα στον κινηματογράφο και την τέχνη. Ως εκ τούτου, τα έργα μου παρουσιάζονται συχνά σε φεστιβάλ είναι κατεξοχήν κινηματογραφικά. Έχουν πραγματοποιηθεί ήδη δύο αφιερώματα στην Ελλάδα, ένα στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου και Εικαστικών Τεχνών Ρόδου και ένα στις Νύχτες Πρεμιέρας. Τώρα θα γίνει ένα αφιέρωμα στις ταινίες μου στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Σύρου, όπου θα παρουσιάσουμε μια single channel version του «Ιστορία μηδέν».
Διαβάζω στο βιογραφικό σας ότι ο τόπος διαμονής σας είναι η Αθήνα, το Άμστερνταμ και η Νέα Υόρκη. Τελικά σε ποια πόλη ζείτε;
Σε όλες, για άλλους λόγους στην καθεμία.
Τι κρατάτε από την κάθε μία;
Αυτή την κίνηση, το ότι δεν υπάρχουν πια τα σύνορα. Είναι μια τεράστια κατάκτηση που εμείς οι καλλιτέχνες ως ένα σημείο έχουμε τη δυνατότητα να την εκμεταλλευτούμε πιο πολύ από άλλους ανθρώπους, λόγω της φύσης του έργου που παράγουμε. Έτσι δουλεύω. Ήρθα στην Ελλάδα και έμεινα τέσσερις μήνες για να κάνω το έργο της Μπιενάλε, μετά πήγα στη Νέα Υόρκη για ένα άλλο πρότζεκτ... Οι τρεις αυτές χώρες σηματοδοτούν για μένα κάποιες πολύ βασικές σχέσεις που έχουν επηρεάσει και το ίδιο μου το έργο. Η Ολλανδία, στην οποία ζω σχεδόν δεκατρία χρόνια, έχει παίξει καταλυτικό ρόλο βοηθώντας με να αρθρώσω τη γλώσσα του εικαστικού μου έργου. Την ίδια στιγμή η Αθήνα, και γενικά η Ελλάδα, ενημερώνει το έργο μου στο κομμάτι του περιεχομένου. Τα τελευταία 2,5 χρόνια μένω στη Νέα Υόρκη και είναι ένας νέος τόπος, ο οποίος με βοηθάει να καταλάβω ξανά τους δύο προηγούμενους, το Άμστερνταμ και την Αθήνα.
Θα μπορούσατε να είστε ο εικαστικός που είστε μένοντας μόνο στην Αθήνα;
Νομίζω ότι αν έμενα στην Αθήνα δεν θα έκανα τέχνη. Ένιωθα όσο ήμουν εδώ ότι η σχέση μου με την τέχνη μειώνονταν διαρκώς, σε βαθμό που πιστεύω πως κάποια στιγμή θα καταργούνταν. Παραμένει όμως μια υπόθεση, ποτέ δεν μπορείς να γνωρίζεις. Υπάρχουν άλλοι συνάδελφοί μου με τους οποίους ξεκινήσαμε την ίδια περίοδο και διανύσαμε λίγο ως πολύ την ίδια πορεία μέχρι που εγώ αποφάσισα να φύγω ενώ αυτοί έμειναν. Το έργο τους έχει εξελιχθεί πάρα πολύ καλά και είμαι πολύ χαρούμενος για τους ίδιους που μένοντας στην Ελλάδα και έχοντας τις δυνατότητες που τους προσφέρει έχουν κάνει ένα έργο για το οποίο θα πρέπει να είναι πολύ περήφανοι. Οπότε, δεν σημαίνει απαραίτητα ότι το να έμενα θα ήταν αρνητικό ή θα άλλαζε κάτι άρδην, απλά νομίζω ότι ίσως δεν θα είχα τη δύναμη να διαπραγματευτώ τη δημιουργική διαδικασία εδώ. Γι’ αυτό και έφυγα.
Θέλετε να μου το εξηγήσετε λίγο περισσότερο;
Είναι δύσκολη αυτό γιατί έχει μέσα ένα κομμάτι πολύ υποθετικό. Ξέρετε, καμιά φορά για να γεννηθεί κάτι καινούριο πρέπει να πιάσεις πάτο, ενδεχομένως εγώ ήμουνα στον πάτο όλου αυτού του πράγματος και αν συνέχιζα να μένω εδώ κάποια στιγμή μπορεί και να συνέβαινε αυτή η αναγέννηση. Δεν έφυγα σε πάρα πολύ μικρή ηλικία, έφυγα από δω στα 27. Ίσως η σχέση μου με την τέχνη από πολύ μικρή ηλικία –μπήκα στην Καλών Τεχνών στα 18– να μην ήταν ό,τι καλύτερο, γιατί το να ασχοληθείς με την τέχνη και με αυτή τη δημιουργική διαδικασία θέλει να δοκιμαστείς πολύ ως άνθρωπος. Η Ελλάδα του 2000, πριν φύγω δηλαδή, ετοιμαζόταν να κάνει τους Ολυμπιακούς, άνοιγε η μία γκαλερί μετά την άλλη. Δεν ήταν η Ελλάδα της κρίσης, ήταν το ακριβώς αντίθετο. Δεν μπορώ όμως να συνδέσω τη δικιά μου καλλιτεχνική και δημιουργική διαδικασία απαραίτητα με τις πολιτικές και οικονομικές συνθήκες της χώρας. Έφυγα γιατί με ενδιέφερε να δοκιμαστώ, να ανοίξω όσο γίνεται τους ορίζοντές μου και να δώσω μια ουσιαστική απάντηση στο αν πραγματικά με ενδιαφέρει η τέχνη ή όχι. Θεωρούσα ότι αν έμενα στην Ελλάδα θα συνέχιζα να το ασχολούμαι με την τέχνη αλλά χωρίς να έχει υπάρξει μια ξεκάθαρη απόφαση.
Από κεκτημένη ταχύτητα, κάπως.
Ακριβώς. Από ευκολία, αν θέλεις κιόλας…
Άποψη εγκατάστασης: Στέφανος Τσιβόπουλος, "History Zero",
Ελληνικό Περίπτερο, 55η Μπιενάλε Βενετίας, 2013. Φωτογραφία του καλλιτέχνη. Με την ευγενική παραχώρηση του καλλιτέχνη και των Kalfayan Galleries, Αθήνα-Θεσσαλονίκη
Δεδομένης της απόστασης πώς βλέπετε την ελληνική εικαστική σκηνή σήμερα;
Καταπληκτική. Νομίζω ότι είναι γεμάτη ενέργεια, γίνονται απίστευτα πολλά πρότζεκτ – και δεν το λέω ως υπερβολή, σαν έναν κακό πληθωρισμό, μάλλον το αντίθετο. Νιώθω πολύ χαρούμενος γιατί οι νέοι καλλιτέχνες δεν φοβούνται, παράγουν ένα έργο απεγκλωβισμένο από τις έννοιες του εμπορικού και του θεσμικού, ένα έργο που είναι πολύ πιο κοντά στην κοινωνία, όχι απλώς σαν κοινωνική κριτική από μια θέση αυθεντίας. Νομίζω ότι πρώτα απ’ όλα είναι πολίτες αυτής της κοινωνίας και έχουν ένα λόγο ο οποίος εκφράζεται μέσα από την τέχνη και κατά δεύτερο λόγο είναι εικαστικοί που πρέπει να κάνουν ένα έργο το οποίο ενδεχομένως να έχει κάποιες πολιτικές επιρροές ή κοινωνικούς προβληματισμούς. Αυτή είναι μία κατάκτηση την οποία πρέπει να την αναγνωρίσουμε και, μιλώντας για τον εαυτό μου, πρόκειται για κάτι που θαυμάζω. Για πρώτη φορά, ίσως, νιώθω ότι υπάρχει ένας διάλογος στην Αθήνα με ανθρώπους οι οποίοι δεν εκπροσωπούνε φορείς, αλλά έχουν τη γνώμη τους. Υπάρχει ένας δημιουργικός οργασμός, ένας οργασμός απόψεων και όλα αυτά εκφράζονται σε ένα δημόσιο πεδίο, κάτι που είναι τρομακτικά θετικό.
Πιστεύετε ότι η ελληνική κρίση αυξάνει το διεθνές ενδιαφέρον για την ελληνική εικαστική σκηνή;
Όταν έκανα την έκθεση στη Βενετία το ζήτημα της κρίσης, του grexit και τα λοιπά ήταν στο απόγειο. Όλοι μιλούσαν για το ελληνικό περίπτερο, οι μισές ερωτήσεις ήταν για το αν η Ελλάδα έχει τη δυνατότητα να συμμετάσχει στην Μπιενάλε και το πώς είναι δυνατό μια τόσο φτωχή χώρα να μπορεί να εξασφαλίσει έναν προϋπολογισμό για τη συμμετοχή της στην έκθεση. Ήρθα αντιμέτωπος μ’ αυτή την ταυτοσημία της Ελλάδας της κρίσης και των εικαστικών. Είναι ένα απίστευτο μπλέξιμο που βρίσκεται κυρίως στο μυαλό των ξένων μίντια, τα οποία θέλουν να θεωρήσουν οποιαδήποτε καλλιτεχνική παραγωγή υπάρχει ως ένα σύμπτωμα της ελληνικής κρίσης. Αυτό δεν είναι δίκαιο για τους ανθρώπους που ζουν και παράγουν εδώ. Γενικότερα πιστεύω πως το καλλιτεχνικό έργο που παράγεται στην Ελλάδα δεν αποτελεί σύμπτωμα της κρίσης, με την έννοια ότι αποτυπώνει απλά μια εικόνα – θα έλεγα ακριβώς το αντίθετο. Οι Έλληνες καλλιτέχνες θεωρώ πως έχουνε ένα είδος σοφίας που τους επιτρέπει να διαπραγματευτούν την κρίση με ένα πραγματικά έντονο καλλιτεχνικό φίλτρο και να κάνουν έργο. Κάτι τέτοιο προσπάθησα να κάνω κι εγώ. Το έργο χρησιμοποιεί ως πηγή έμπνευσης την κρίση, όχι γιατί είναι της μόδας, αλλά γιατί είναι ένα τεράστιο κοινωνικό γεγονός το οποίο, καλούμενος να κάνω ένα έργο για τη Μπιενάλε της Βενετίας, δεν θα μπορούσα να μην το κοιτάξω κατάματα. Την ίδια στιγμή, όμως, με ενδιέφερε να το δω με έναν τρόπο ο οποίος θα ξεπερνούσε αυτές τις επιφανειακές αναγνώσεις.
Είναι ακριβό σπορ η ενασχόληση με τα εικαστικά με τον τρόπο που το κάνετε εσείς;
Δεν είναι σπορ, καταρχήν και δεν πρόκειται ποτέ να γίνει. Είναι μία πορεία η οποία, όπως όλες οι πορείες, απαιτεί χρόνο. Η τέχνη θέλει πραγματικά μια απίστευτη προσήλωση, έχει τους χρόνους της και τους νόμους της. Και όσο περισσότερο της δίνεις, τόσα περισσότερα παίρνεις. Θα έλεγα ότι τα χρήματα τα οποία κάποιος ξοδεύει για την τέχνη είναι το τελευταίο. Το πρώτο πράγμα που μας αφορά στη σχέση μας με την τέχνη, τουλάχιστον εμένα, είναι η δημιουργική διαδικασία και με ποιον τρόπο εγώ καταφέρνω να ισορροπώ τα δημιουργικά πράγματα που κάνω, τις ταινίες μου για παράδειγμα, με ένα άλλο κομμάτι της ζωής. Αυτό είναι πιο πολύ το πραγματικό, το ότι δηλαδή αυτές οι ταινίες για να δημιουργηθούν χρειάζονται φροντίδα και ανθρώπους που να αγαπάνε αυτό που κάνουν. Τα περισσότερα έργα μου είναι χαμηλού ή μηδενικού κόστους, είτε το πιστεύετε είτε όχι, και μιλάμε για μια πορεία σχεδόν δέκα ετών. Δεν ξεκίνησα να κάνω αυτά τα έργα έχοντας χρήματα και κάμερες, αλλά ζητώντας από φίλους να βοηθήσουν. Υπάρχουν πάντα τρόποι. Το πάθος για να κάνεις κάτι δεν σταματάει από το αν έχεις χρήματα ή όχι· θα τα βρεις, θα βρεις τρόπους για να κάνεις την ταινία. Υπάρχουν πολλών διαφορετικών τύπων οικονομίες εκτός από την οικονομία του χρήματος· υπάρχει η οικονομία του δώρου, όπου σου κάνω ένα δώρο και σε βοηθάω κι εσύ θα μου κάνεις ένα άλλο δώρο κάποια άλλη μέρα· υπάρχει η οικονομία της φιλίας ή της αγάπης.
Αυτό που λέτε σχετίζεται κάπως και με το έργο σας, στο οποίο ασχολείστε με τα εναλλακτικά νομίσματα και με τα μοντέλα εναλλακτικών συστημάτων...
Η ιδέα προέκυψε ως το ίδιο το έργο, το βίντεο δηλαδή. Η ιστορία των τριών ανθρώπων που είναι τελείως διαφορετικοί, δεν συναντιούνται ποτέ, αγνοώντας ότι ο ένας είναι υπεύθυνος γι’ αυτό που συμβαίνει στη ζωή του άλλου, είναι το αποτέλεσμα μια οικονομίας – την οποία δεν αναφέρω απαραίτητα ως την οικονομία του νομίσματος ή της τρέχουσας οικονομίας των αξιών, αλλά περισσότερο ως μία οικονομία που έχει να κάνει με το ότι η κοινωνία μας είναι τόσο διασυνδεδεμένη. Υπάρχουν οι χώρες από τις οποίες αντλούμε τα μεταλλεύματα· ο τρόπος με τον οποίο τα μεταλλεύματα αυτά μετακινούνται από το ένα μέρος στο άλλο· τα φτηνά εργατικά χέρια που σε κάποιο άλλο μέρος θα τα μετατρέψουν σε προϊόντα· το γεγονός πως τα προϊόντα θα φύγουνε από εκεί και θα πάνε σε ένα άλλο μέρος για να πουληθούνε, όπου κάποιοι άλλοι άνθρωποι θα τα πάρουν και θα τα χρησιμοποιήσουν για 1-2 χρόνια· έπειτα τα μεταλλεύματα αυτά θα πεταχτούνε στα σκουπίδια και θα έρθουν κάποιοι άλλοι άνθρωποι από μία άλλη χώρα να τα πάρουν ως παλιοσίδερα να τα ξαναμετατρέψουν σε ένα άλλο υλικό το οποίο θα ξαναφτιαχτεί από άλλα εργατικά χέρια και θα μεταφερθεί κάπου αλλού. Αυτός είναι ένας απλοποιημένος τρόπος που περιγράφει όμως λιγάκι όλη αυτή την απίστευτη επικοινωνία που έχουμε μεταξύ μας – που μπορεί να μην είναι ορατή, αλλά υπάρχει. Αυτή η αόρατη σχέση με τα πράγματα, μάλλον η άγνωστη, η μη-αντιληπτή, καταρχήν με ενδιέφερε τρομερά. Όπως με ενδιέφερε πάρα πολύ η έννοια της αξίας. Το μετάλλευμα όταν μετατρέπεται σε ένα προϊόν αλλάζει αξία, ενώ μπορεί κάλλιστα το κατεστραμμένο αντικείμενο να γίνει κάποια στιγμή ακόμα και έργο τέχνης, όπου η αξία του πάλι θα ξαναλλάξει. Αυτό με οδήγησε να σκεφτώ τον τρόπο με τον οποίο μπορεί να υπάρχουν άλλου είδους οικονομίες, οι οποίες αυτά τα πράγματα θα τα λαμβάνουν υπόψη, γιατί εμείς στην οικονομία μας δεν τα λαμβάνουμε. Υπάρχουν, όμως, οικονομίες που λαμβάνουν υπόψη μια πιο κυκλική αρχή και όχι την αρχή της πυραμίδας, κάτι που είναι πολύ πιο ανοιχτό σε ζητήματα όπως η γενναιοδωρία ή η φιλία, ή πράγματα που έχουν να κάνουν με το self-sustainability ή με τους φυσικούς πόρους. Όλα αυτά τα ερωτήματα με οδήγησαν στο να κάνω μία έρευνα γύρω από τα εναλλακτικά νομίσματα.
Με ποιους όρους μπορεί να είναι πολιτικό ένα εικαστικό έργο;
Γενικότερα η έννοια του πολιτικού είναι μία πολύ ιδιόμορφη έννοια. Για μένα ένα έργο πραγματικά μπορεί να επηρεάσει πολιτικά τις συνειδήσεις κάποιων ανθρώπων από τη στιγμή που θα βγει από τα στενά όρια του εικαστικού χώρου. Όταν, δηλαδή, δούμε ένα έργο να βγαίνει από αυτή τη στενά ιδρυματική συνθήκη που είναι τα εικαστικά και καταφέρει να δημιουργήσει διάλογο και δημόσιο λόγο και σε άλλους χώρους, ενδεχομένως σε σχολεία ή σε ένα πολιτικό χώρο ή ακαδημαϊκό χώρο. Γενικά όταν βγει πιο πολύ έξω στην κοινωνία – διαφορετικά ένα έργο δεν είναι πολιτικό. Πολλά εικαστικά έργα που θεωρούμε πολιτικά και τα οποία παρουσιάζονται μέσα σε μουσεία, απευθύνονται μόνο στους ανθρώπους που πάνε στα μουσεία, δεν τα βλέπει κανένας άλλος. Ένα ωραίο πολιτικό έργο το οποίο παραμένει σε ένα μουσείο δεν είναι πολιτικό έργο, είναι ένα ωραίο έργο για ένα μουσείο. Η χρήση του όρου «πολιτικό» για μένα προϋποθέτει μια διάδραση, τη διάδραση με ένα κοινό το οποίο είναι εκτός των εικαστικών ιδρυμάτων.
Πώς μπορεί να συμβεί αυτό;
Το καλό με την τέχνη είναι πως από τη μία είναι κάτι προνομιακό, από την άλλη αυτή η προνομιακή γλώσσα της στα χέρια ανθρώπων οι οποίοι πραγματικά έχουν κάτι να πούνε μπορεί να γίνει ένα εκπληκτικό εργαλείο μεταφοράς αυτών των ιδεών. Αυτό που πρέπει να συμβεί είναι να αλλάξει λιγάκι η έννοια του output ενός έργου τέχνης. Αυτό γίνεται τώρα πιο πολύ από ποτέ. Υπάρχουν πάρα πολλές πλατφόρμες, υπάρχουν πάρα πολλοί χώροι, open spaces και φεστιβάλ όπου παρουσιάζονται πολλά τέτοια έργα, προσπαθούνε δηλαδή να αναπτύξουν μια σχέση. Αυτά δεν γίνονται από τη μια μέρα στην άλλη, για να αναπτυχθεί απλώς μια ανάγνωση με το ζωγραφικό έργο έπρεπε να περάσουν εκατονταετίες. Το να καταφέρουμε να δημιουργήσουμε μία ανάγνωση με όλες αυτές τις διαφορετικές μορφές που προσπαθούνε οι νέοι καλλιτέχνες να δώσουνε στον κριτικό τους λόγο θα πάρει πάρα πολύ χρόνο. Και είναι κάτι το οποίο δεν είναι ο ρόλος μας και ο στόχος μας να το περιορίσουμε προς τα κει, να καταδείξουμε πού θα πάει. Η τέχνη είναι ένα πολύ φαρδύ κανάλι, τόσο φαρδύ που χωράει τα πάντα και ακόμη περισσότερα. Μέσα από αυτή την απίστευτη κίνηση και την ορμή όλων αυτών των ιδεών και των καλλιτεχνικών παραγωγών που σκάβεται μια καινούρια κοίτη, δημιουργούνται νέες συνθήκες για κάτι που δεν είναι προδιαγεγραμμένο. Τα ιστορικά έργα δεν γίνονται εξαρχής, δημιουργούνται στην πορεία. Ακόμα και οι εικαστικές σκηνές ή τα εικαστικά ρεύματα χρειάζονται τεράστιο χρόνο, πολλές φορές μπορεί να πάρουν και το όνομά τους αφού έχουν διανύσει την ιστορική διαδρομή τους. Πρέπει να είμαστε υπομονετικοί, πρέπει να είμαστε πολύ ανοιχτοί και συμπεριληπτικοί – γιατί όλα είναι σημαντικά και μόνο το να είμαστε απόλυτα ανοιχτοί μπορεί να μας δείξει το δρόμο και να βοηθήσει να πάμε πιο πέρα.
Άποψη εγκατάστασης: Στέφανος Τσιβόπουλος, "History Zero",
Ελληνικό Περίπτερο, 55η Μπιενάλε Βενετίας, 2013. Φωτογραφία του καλλιτέχνη. Με την ευγενική παραχώρηση του καλλιτέχνη και των Kalfayan Galleries, Αθήνα-Θεσσαλονίκη
Υπάρχει κάποια ανάγνωση του έργου σας που να φοβάστε;
Όχι, δεν υπάρχει.
Τι θα θέλατε να πείτε σε κάποιον πριν δει το έργο σας;
«Forget your life for a moment».
Πότε φεύγετε από την Αθήνα και τι θέλετε πολύ να προλάβετε να κάνετε μέχρι τότε;
Φεύγω στις 25 Μαΐου, θέλω πάρα πολύ να πάω σε ένα νησί, αλλά μάλλον δεν θα προλάβω.
Με τι ασχολείστε αυτή την περίοδο;
Κάνω έναν κατάλογο, θα δημοσιεύσω μία σειρά φωτογραφιών η οποία αφορά φωτογραφικά αρχεία από πάρα πολλές διαφορετικές πηγές – δημόσιες και ιδιωτικές συλλογές. Κατά κάποιο τρόπο βλέπω μια πορεία της Ελλάδας μέσα από ανέκδοτο φωτογραφικό υλικό, κυρίως πολιτικό, από το ’47 μέχρι τώρα. Αυτό το υλικό είναι πάντα πολύ περισσότερο από αυτό που επιλέγω να βάλω στις ταινίες μου και ως εκ τούτου κάποια στιγμή η editor του συγκεκριμένου καταλόγου μου πρότεινε να ξαναδώ όλο αυτό το υλικό και να κάνουμε μια δημοσίευση μόνο με τις φωτογραφίες. Θα χρησιμοποιήσω όλες αυτές τις ανέκδοτες φωτογραφίες σαν ένα story board για να μιλήσω για την ελληνική ιστορία μέσα από εικόνες που δεν έχουν παρουσιαστεί.
Info: 23/5 - 28/9. Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης, Μέγαρο Σταθάτου (1ος όρ.), Τετ.-Παρ. 17.00-22.00, Σάβ. 10.00-17.00, Κυρ. 11.00-17.00. Εισιτήριο €3,5. Επιμέλεια έκθεσης: Συραγώ Τσιάρα.
Η A.V. είναι χορηγός επικοινωνίας.
Φωτογραφίες κειμένου (εκτός αν επισημαίνεται αλλιώς):
Στέφανος Τσιβόπουλος
History Zero, 2013
Στιγμιότυπο
Φωτογραφία: Δέσποινα Σπύρου
Copyright: Stefanos Tsivopoulos, History Zero, 2013.
Με την ευγενική παραχώρηση του καλλιτέχνη και των Kalfayan Galleries, Αθήνα-Θεσσαλονίκη