- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Αμερικανική ποπ κουλτούρα: Το τέλος μιας ηγεμονίας;
Τι καινούργιο φέρνουν οι ραγδαίες αλλαγές στο πολιτιστικό κέντρο του πλανήτη
Οι ΗΠΑ χάνουν την πρωτοκαθεδρία στην ποπ κουλτούρα καθώς το χρηματιστήριο της τέχνης έχει διευρυνθεί λόγω των νέων συνθηκών που προκαλεί η εξάπλωση του COVID-19
Όταν ο Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ έβαζε στο στόμα των ηρώων του φράσεις όπως, «όσα πίστευε ότι γνώριζε για τη ζωή και τον έρωτα, τα έμαθε μέσα από το Χόλιγουντ», ίσως αγνοούσε τις προφητικές διαστάσεις μιας διατύπωσης η οποία έμελλε να συνοψίζει τις προτιμήσεις του συλλογικού γούστου έως τον 21ο αιώνα. Πράγματι, υπήρχε μια εποχή που η Αμερική και τα αμέτρητα πολιτιστικά υποπροϊόντα της δεν μπορούσαν να αστοχήσουν. Όλοι ανέβαιναν σκάλες προς τα αστέρια, κι όσα έβλεπαν από ψηλά είχαν τις ρίζες τους στις Ηνωμένες Πολιτείες: mainstream και ανεξάρτητο σινεμά, λογοτεχνία και παραλογοτεχνία, τηλεοπτικά sitcom, βίντεο κλιπ, animation και καρτούν, indie rock, gangsta rap, Ντιτρόιτ techno και Σικάγο house, φωτογραφία, χορός, μόδα, ρουχισμός, διαφήμιση και celebrity culture, κόμικς και περιοδικά, αφίσες και βιντεοπαιχνίδια.
Στο τρελό καζάνι ενεργητικότητας της αμερικάνικης ηπείρου, η ποπ κουλτούρα άρθρωσε μια οικουμενική γλώσσα ικανή να ανανεώνεται διαρκώς και να απευθύνεται στους πάντες, ενώ στα έργα της, όλοι ανακάλυψαν εγχειρίδια για να αντέχεται η μοναξιά αυτού του κόσμου. Ώσπου φάνηκε στον ορίζοντα η απειλή της παρακμής, που με μια κίνηση επιθετική και αιφνίδια κατεδάφισε το αμερικάνικο γκλάμουρ.
Τώρα, που το πλανητικό χωριό του ΜακΛούαν είναι καθιερωμένη πραγματικότητα και η αλλαγή συσχετισμών σε όλο τον κόσμο αποτελεί ένα από τα καθοριστικά σημεία των νέων συνθηκών που προκαλεί σε οικονομικό και πολιτισμικό επίπεδο η εξάπλωση του COVID-19, νέοι πρωταγωνιστές αιχμαλωτίζουν τον φακό της ποπ κουλτούρας με βλοσυρή αλαζονεία. Το φετινό box office δεν έρχεται τυλιγμένο με την αστερόεσσα, οι νικητές των Όσκαρ είναι όλο και συχνότερα υποτιτλισμένοι στα αγγλικά, ενώ στις λίστες με τα δημοφιλέστερα του Netflix προελαύνουν παραγωγές από την Ευρώπη και την Ασία. Γιατί άραγε οι Ηνωμένες Πολιτείες απομακρύνθηκαν από το δημιουργικό πεδίο της σύγχρονης ποπ τέχνης;
Culture wars σε Αμερική και Ασία
Οι τεράστιες υποσχέσεις των «Tenet» και «Μουλάν» δεν εκπληρώθηκαν και το μεγαλύτερο blockbuster του 2020 δεν θα είναι αμερικανικό. Το «The Eight Hundred», ένα πολεμικό δράμα εποχής πλείστων προπαγανδιστικών αποκλίσεων που εκτυλίσσεται το 1937, κατά τη διάρκεια της ιαπωνικής επίθεσης στην Κίνα, είναι το φιλμ με τη μεγαλύτερη εισπρακτική επιτυχία της σεζόν, καθώς συμπληρώνοντας έναν μήνα προβολών έχει αποφέρει κέρδη 428 εκατομμυρίων δολαρίων.
Δύσκολα μπορεί κανείς να σκεφτεί αντιπροσωπευτικότερο ντοκουμέντο αμερικανικής πανωλεθρίας από το παρασκήνιο που συνοδεύει τις τρεις ταινίες: Το «Tenet» του Κρίστοφερ Νόλαν έκανε πρεμιέρα σε 41 χώρες, παρεκτός των ΗΠΑ, όπου η κακή διαχείριση της πανδημίας υποχρεώνει τις κινηματογραφικές αίθουσες να παραμένουν κλειστές στις περισσότερες πολιτείες, συμπεριλαμβανόμενων των κομβικών αγορών της Καλιφόρνια και της Νέας Υόρκης. Στην αντίπερα όχθη, η πλειοψηφία των 70.000 κινηματογράφων της Κίνας, στην οποία καταγράφηκαν τα πρώτα περιστατικά κορωνοϊού, τελούν ξανά σε λειτουργία δεδομένων των σταθερά οπτιμιστικών υγειονομικών επιδόσεων της χώρας.
Όσο για το «Μουλάν», η ούτως ή άλλως χλιαρή υποδοχή του φιλμ της Ντίσνεϊ οφείλεται τόσο στον υπερβάλλοντα ζήλο να πατροναριστεί σύμφωνα με τα ήθη του κινεζικού κοινού όσο και στον αντίκτυπο της σκανδαλώδους απόφασης να πραγματοποιηθούν γυρίσματα στις περιοχές της βορειοδυτικής Κίνας, όπου περισσότεροι από 1 εκατομμύριο μουσουλμάνοι Ουιγούροι κρατούνται σε «στρατόπεδα αναμόρφωσης». Με το 60 έως 70% των εσόδων του Χόλιγουντ να προέρχεται πλέον από τις αγορές του εξωτερικού και την Κίνα ανερχόμενη σε δεύτερο μεγαλύτερο κινηματογραφικό ακροατήριο του πλανήτη την τελευταία δεκαετία, το αμερικανικό σινεμά στρέφεται σε ανώδυνες σεναριακές επιλογές προκειμένου να κατευναστούν οι ιδεολογικές νευρώσεις του καθεστώτος Τζινπίνγκ. Όπερ, το φιάσκο «Μουλάν».
Το προσωπικό είναι πολιτικό και το πολιτικό είναι πολιτιστικό: Δεν είναι δύσκολο να διακρίνει κανείς τις δυσμενείς επιπτώσεις της προεδρίας Τραμπ στο καλλιτεχνικό προφίλ της Αμερικής, και στο τόσο ζωτικό για την ίδια διπλωματικό soft power της ποπ κουλτούρας. Πανδημία, έξαρση των φυλετικών ανισοτήτων, ιθαγενισμός και μια εκδηλωμένη απαρέσκεια προς οτιδήποτε ξένο («Νίκησε μια ταινία από τη Νότια Κορέα, τι διάολο συμβαίνει;», δήλωσε ο Ντόναλντ Τραμπ όταν τα «Παράσιτα» απέσπασαν το βραβείο της Αμερικάνικης Ακαδημίας. «Δε γίνεται να έχουμε περισσότερα “Όσα παίρνει ο άνεμος;”»), τοποθετούν τις ΗΠΑ στο πλάνο ενός κόσμου ο οποίος χάνεται στα συντρίμμια εσωτερικών πολέμων και σπαραγμών, επιπλέοντας στην κενή νοσταλγία της υποτιθέμενης παλιάς, καλής εποχής που ευαγγελίζεται η συνθηματολογία του Make America Great Again, ενόσω το διεθνές σινεμά πραγματοποιεί εμπορικούς και κριτικούς θριάμβους. «Η Αμερική εφηύρε τις ταινίες για να μη χρειαστεί ποτέ να ενηλικιωθεί», έγραφε προ δεκαεπτά ετών ο Μπάλαρντ, στο «Άνθρωποι του Μιλένιουμ»: «Εμείς έχουμε angst, την κατάθλιψη και την απογοήτευση της μέσης ηλικίας. Εκείνοι έχουν το Χόλιγουντ». Να που το καινούργιο κινηματογραφικό τοπίο υποχρεώνει τις ΗΠΑ να ενηλικιωθούν ή να αποσυρθούν.
Μια βαθύπλουτη βιομηχανία έκλεισε για πάντα τα μάτια και η Αμερική αδυνατεί να ανιχνεύσει το ρεύμα. Η κατάρρευση των δισκογραφικών εταιριών και η αποδόμηση μιας φάμπρικας κερδών η οποία συντηρήθηκε επί τέσσερις δεκαετίες και στην ακμή της εξασφάλιζε ετήσια έσοδα 25 δισεκατομμυρίων δολαρίων, καταδεικνύει άλλο ένα σημάδι της αμερικανικής οπισθοχώρησης στην αρένα της μαζικής κουλτούρας.
Pop goes the world και το χαμένο αμερικανικό μομέντουμ
Οι νέες φόρμες προσωπικής σχέσης που μπορεί να καλλιεργήσει ένας τραγουδοποιός με τον ακροατή της τέχνης του μέσα στο διαδίκτυο, η διασπορά του δισκογραφικού εμπορίου σε ιστοσελίδες και e-shops, σε συνδυασμό με τις μυριάδες μουσικές μικροκοινωνίες οι οποίες θεμελιώνονται στον κυβερνοχώρο μέσα από ανεξάρτητα label και μίντια, προκαλούν πρωτοφανή συρρίκνωση σε ένα από τα πλέον εξαγώγιμα προϊόντα των Ηνωμένων Πολιτειών, τη μουσική παραγωγή. Η Αμερική υπήρξε σταθερός κλειδοκράτορας των ακουσμάτων μας, με κολοσσιαίες δισκογραφικές και με το οικουμενικά κραταιό MTV στον έλεγχό της, πλέον ωστόσο το 79% των εσόδων της μουσικής βιομηχανίας προέρχεται από τις υπηρεσίες streaming, με συντριπτικό μερίδιο να καταχωρείται σε μια σουηδική εταιρία, το Spotify. Όμοια με την οικονομία, η παγκοσμιοποίηση έχει δύο όψεις και πλέον η Αμερική βρίσκει τον εαυτό της στο γκισέ του αγοραστή.
Ταυτόχρονα, η ίδια η φύση του web αναδεικνύει νέα εθνολογικά προφίλ στις υψηλές κλίμακες του πενταγράμμου. Ο «μεγαλύτερος ράπερ του κόσμου» σήμερα, σύμφωνα με το Βloomberg, είναι ο πορτορικανός Bad Bunny. Οι BTS και οι υπόλοιπες ορδές των νοτιοκορεατικών boy bands της K-pop σκοράρουν διαδοχικά νούμερο 1 στα αμερικανικά τσαρτ, γεμίζουν γήπεδα και προκαλούν λατρευτικές εκδηλώσεις σε όλο τον δυτικό κόσμο, εκθρονίζουν την Cardi B και τον Drake από την κορυφή των πωλήσεων και ανοίγουν τον δρόμο σε περισσότερους δελφίνους. Το βίντεο με τις περισσότερες θεάσεις στο YouTube είναι το ισπανόφωνο «Despacito» του Luis Fonsi, με 7 δισεκατομμύρια views, ενώ ενεργοί στο ράλι του super stardom είναι και είδωλα από την Κολομβία (J Balvin), την Ισπανία (Rosalia), τη Νιγηρία (Burna Boy), τη Γαλλία (Christine and the Queens). Για κάθε Vaya Con Dios ή Cesaria Evora που τοποθετούσαν κατά τις χρυσές εποχές των eighties και των nineties οι μεγάλες δισκογραφικές στο ισχνό ράφι με τη world music, προκειμένου να δώσουν μια εξωτική πινελιά στο αυστηρά αγγλοαμερικανικό ρόστερ τους, η σύγχρονη μουσική παραγωγή απαντά με πλειάδα διεθνών ονομάτων των οποίων η φήμη εξαπλώνεται ανεξέλεγκτα μέσα από ηλεκτρονικές πλατφόρμες και κοινωνικά δίκτυα.
Μικρή οθόνη, μεγάλες streaming προσδοκίες
Το φαινόμενο που ονομάζουμε «χρυσή εποχή της τηλεόρασης» και η καθιέρωση των σειρών στις προτιμήσεις του κοινού προκαλεί περισσότερες αναταράξεις στο πολιτιστικό στάτους κβο. Οι υπηρεσίες streaming διογκώνουν και ομογενοποιούν τη δημογραφία των θεατών, ενώ η ανάγκη για ολοένα περισσότερο πρωτογενές υλικό, ικανό να μαγνητίζει τους συνδρομητές σε οθόνες λάπτοπ, ταμπλετών και κινητών, να διατρανώνει την επιρροή του σε comments και hashtags, το σαφάρι για 24ωρη τροφοδοσία του ελεύθερου χρόνου με σαραντάλεπτα επεισόδια και το κυνήγι της επόμενης συλλογικής μανίας, ανοίγουν τα σύνορα στη διεθνή του τηλεοπτικού δέκτη.
Σειρές σαν το «La Casa de Papel», οι οποίες σε παλαιότερες εποχές θα μεταδιδόταν απευθείας στην αμερικανική διασκευή τους, τώρα κάνουν πάταγο σε άπταιστα ισπανικά, ενώ ένα διηπειρωτικό παλμαρέ παραγωγών επιτυγχάνει σπουδαία νούμερα στις μετρήσεις καλύπτοντας κάθε σεναριακό ιβρύδιο: Γερμανικό sci-fi («Dark»), ισραηλινά κατασκοπευτικά θρίλερ («Fauda»), ινδικά αστυνομικά («Sacred Games»), βρετανικές κωμωδίες («Sex Education»). Aκόμη και μια αμερικανικού ενδιαφέροντος σειρά σαν τους πολέμους των ναρκωτικών του «Narcos», περιέχει περισσότερο διάλογο στα ισπανικά σε σχέση με τα αγγλικά, ενώ η στρατηγική του Netflix, η οποία χρηματοδοτεί ταυτόχρονα διεθνείς παραγωγές και αμερικανικό περιεχόμενο, έχει αναζωογονήσει τις τηλεοπτικές αγορές από τη Σκανδιναβία έως τη Μεσόγειο.
America is waiting
«America is waiting for a message of some sort or another», όπως έλεγαν οι David Byrne - Brian Eno στο οραματικό «My Life in the Bush of Ghosts» του 1981. Όπως και τώρα, έτσι και τότε οι ΗΠΑ περιδινιζόταν σε επικράτειες εσωστρέφειας και συντήρησης, όμοια με τότε, έτσι και τώρα η προσέγγισή τους ως παραπαίουσας δύναμης είναι ίσως υπερβολική και αυθαίρετη. Πέντε χρόνια διακυβέρνησης Τραμπ, με όλα τα διχαστικά παραφερνάλιά της, συν μια εφιαλτικών διαστάσεων πανδημία, ασφαλώς συρρικνώνουν το αμερικανικό εκτόπισμα, και εμπνέουν τελεολογικές προβλέψεις σε πυροτεχνουργούς των μέσων ενημέρωσης και απαισιόδοξους ακαδημαϊκούς σαν τον ανθρωπολόγο Wade Davis, ο οποίος αναγγέλλει μέσα από τις σελίδες του Rolling Stone: «Ο Covid έχει κουρελιάσει την ψευδαίσθηση της αμερικανικής υπεροχής. Είμαστε μέλη ενός αποτυχημένου κράτους, καθοδηγούμενου από μια δυσλειτουργική και ανίκανη κυβέρνηση, ευθέως υπεύθυνη για το ποσοστό θανάτων που δίνουν έναν τραγικό επίλογο στις εκφάνσεις μεγαλείου των Ηνωμένων Πολιτειών».
Στην πραγματικότητα είναι η ίδια η Αμερική εκείνη που μόνη διαθέτει τα στούντιο, τα μπάτζετ, την τεχνολογία, τις ιδέες, την ανεκτικότητα και την ελευθεριότητα για να συνεχίσει να τροφοδοτεί την ανθρωπότητα με όνειρα από σελιλόιντ και βινύλιο, με μνημεία κινηματογράφου, μουσικής, γραπτού λόγου και εικαστικών. Ο μεγαλύτερος εξαγωγέας κουλτούρας του πλανήτη θα παραμείνει καθησυχαστικά δυναστικός. Είναι το ίδιο το χρηματιστήριο της τέχνης που έχει διευρυνθεί και μπράβο του.