- CITY GUIDE
- PODCAST
-
19°
Άγγελος και Λητώ Κατακουζηνού: Μια παραμυθένια κοινή ζωή
Ένα ζευγάρι που αγαπήθηκε πολύ και πρόσφερε πολλά
Η Έλενα Ντάκουλα γράφει για τη ζωή του Αγγέλου και της Λητώς Κατακουζηνού.
Με αφορμή την ατομική έκθεση της Βιργινίας Φιλιππούση, «Το Πράσινο Δωμάτιο» σε επιμέλεια Ίριδας Κρητικού, επισκέφθηκα για ακόμη μία φορά το υπέροχο αστικό διαμέρισμα του 5ου ορόφου πολυκατοικίας επί της Λεωφ. Αμαλίας 4, όπου στεγάζεται το Ίδρυμα Αγγέλου & Λητώς Κατακουζηνού.
Με το που μπαίνει κάποιος στο χολ του διαμερίσματος, έχει την εντύπωση ότι από κάπου θα εμφανιστούν οι γοητευτικοί οικοδεσπότες του, ο διεθνώς αναγνωρισμένος νευρολόγος-ψυχίατρος Άγγελος Κατακουζηνός και η συγγραφέας σύζυγός του, Λητώ, το γένος Πρωτόπαππα, για να τον καλωσορίσουν και να τον οδηγήσουν στο σαλόνι με την υπέροχη θέα προς τον Εθνικό Κήπο, το Κοινοβούλιο και τον Υμηττό.
Παρόλο που και οι δύο έχουν πεθάνει εδώ και χρόνια, το διαμέρισμα μοιάζει σαν να κατοικείται από πνευματώδεις ανθρώπους με εκλεπτυσμένο γούστο και πολλούς φίλους, σημαίνοντες προσωπικότητες της Ελλάδος και του εξωτερικού.
Τα μοναδικά έργα τέχνης - δώρα γνωστών καλλιτεχνών, τα ιδιαίτερα έπιπλα, οι γαλάζιοι τοίχοι «του Τσαρούχη», οι δύο δίφυλλες πόρτες ζωγραφισμένες από τον Ν. Χατζηκυριάκο Γκίκα με θέμα τις 4 εποχές, τα αντικείμενα πάνω στα τραπεζάκια, οι γεμάτες σπάνια βιβλία και χειρόγραφα βιβλιοθήκες, οι πολλές κορνίζες με προσωπικές φωτογραφίες ενδυναμώνουν αυτό το συναίσθημα και δημιουργούν έναν «ζεστό» και «ζωντανό» χώρο εκλεκτικής αισθητικής.
Τίποτα εκεί μέσα δεν είναι εξεζητημένο και κραυγαλέο, αλλά τα πάντα είναι ανεκτίμητης αξίας γιατί αποτελούν προϊόν μίας κληρονομιάς που δεν έχει να κάνει τόσο με την ύλη όσο με την ατμόσφαιρα μέσα στην οποία έζησε το ξεχωριστό ζευγάρι των Κατακουζηνών, που για σχεδόν πενήντα χρόνια υπήρξαν δραστήρια μέλη της πνευματικής ελίτ της αθηναϊκής κοινωνίας.
Ο Άγγελος και η Λητώ Κατακουζηνού, δύο όμορφοι, μορφωμένοι και χαρισματικοί νέοι, γνωρίστηκαν το καλοκαίρι του 1932 στα Μέθανα, ερωτεύτηκαν από την πρώτη στιγμή, παντρεύτηκαν το 1934 και μέχρι που τους χώρισε ο ξαφνικός θάνατος του Άγγελου, το 1982, παρέμειναν αγαπημένοι και αχώριστοι συνοδοιπόροι στη ζωή.
Αυτό το δέσιμο και η αγάπη που τους ένωνε συναντιέται σπάνια και ήταν ο λόγος που έκανε τη ζωή της Λητώς αφόρητη μετά τον θάνατο του αγαπημένου της Βαλή. Όμως, την κράτησε στην ζωή η σφοδρή της επιθυμία να ολοκληρώσει το βιβλίο που είχε ξεκινήσει για να του προσφέρει, ως δώρο, στα πενήντα χρόνια της συναρπαστικής και ανείπωτα ευτυχισμένης ζωής τους, όπως χαρακτηριστικά γράφει στον πρόλογο, τα οποία όμως δεν πρόλαβαν να γιορτάσουν. Από τον τίτλο και μόνο του βιβλίου «Άγγελος Κατακουζηνός, ο Βαλής μου», φαίνεται η τρυφερότητα και αγάπη που έτρεφε για τον σύζυγό της, η Λητώ, το «γκουγκούλι» του, όπως εκείνος την αποκαλούσε χαϊδευτικά.
Αρχίζοντας το διάβασμα, ο αναγνώστης δυσκολεύεται να το σταματήσει. Στις 400 σελίδες του παρακολουθεί να ξετυλίγεται μπροστά του ένας δυνατός έρωτας, μία βαθιά αγάπη και η πολύ ενδιαφέρουσα ζωή δύο σπάνιων και προικισμένων ανθρώπων, με αχνό φόντο την ιστορία της Ελλάδος από το 1920 έως το 1997 περίπου. Και σε αυτό συνηγορούν τα λόγια που είπε η Λητώ στον σύζυγό της όταν του αποκάλυψε το μυστικό της για το βιβλίο:
«Η ζωή σου, και κατ' επέκτασιν η ζωή μας, είναι ο καθαρός καθρέφτης της ελληνικής κοινωνίας. Να τον βλέπουμε, να τον θαυμάζουμε, να τον αγαπάμε, αλλά και φορές-φορές να κοκκινίζουμε από ντροπή».
Μία επίσκεψη στο μοναστήρι της Περβολής, στη Μυτιλήνη και η τυχαία συνάντηση με μία γυναίκα φυλακισμένη σε ένα μικρό κτίσμα, τη «δαιμονισμένη» όπως την αποκαλούσαν, έπαιξαν καθοριστικό ρόλο για το μέλλον του έφηβου Άγγελου Κατακουζηνού. Τότε ήταν που αποφάσισε να γίνει νευρολόγος - ψυχίατρος, διακατεχόμενος από την έντονη επιθυμία του να βοηθήσει τον άνθρωπο, όπως θα ήθελε να είχε βοηθήσει εκείνη την άμοιρη γυναίκα.
Μετά από εξαιρετικές και επιτυχείς σπουδές στο Monteplier και αργότερα στο Παρίσι, επέστρεψε στην Ελλάδα, αρνούμενος προτάσεις για καριέρα στην Αμερική ή στο Παρίσι και αγνοώντας παραινέσεις φίλων και γνωστών, όπως του Ι. Συκουτρή, του σημαντικότερου Έλληνα φιλόλογου του 20ού αιώνα, ο οποίος τον συμβούλευε να παραμείνει στο εξωτερικό λέγοντάς του ότι η αξία του δεν πρόκειται να αναγνωριστεί ποτέ στην Ελλάδα, γιατί
«Εδώ σε θέλουν δουλοπρεπή, με κυρτήν, την σπονδυλικήν στύλη. Σε θέλουν γνήσιο ραγιά. Και εσύ, Άγγελε, έχεις μεγάλην αξίαν... Δεν υπάρχει αξιοκρατία εις τον τόπον μας, πρέπει να το κατανοήσομεν. Είναι θλιβερόν, ωραίοι και σωστoί άνθρωποι, πνευματικαί και ηθικαί αξίαι, που θα ηδύναντο κάλλιστα να προσφέρουν τα μέγιστα εις την πατρίδα, να παραμερίζονται εξ αιτίας του ασυμβίβαστου του χαρακτήρος των και χάρις του νεποτισμού και της ρουσφετολογικής πολιτικής. Χρειάζεται, φίλε μου, μία βαθειά τομή, μία ριζική αλλαγή. Αλλά ποιος ποτέ θα σταθεί άξιος να φέρει αυτήν την ηθικήν μεταρρύθμισιν; Ποιός θα κατορθώσει να φέρει την πολυπόθητον αλλαγήν;»
Τα λόγια του Ι. Συκουτρή ήταν σκληρά αλλά αληθινά και ακόμη και σήμερα θεωρούνται επίκαιρα. Για την περίπτωση δε του Α. Κατακουζηνού, τουλάχιστον τρεις φορές αποδείχθηκαν προφητικά...
Κατά τη διάρκεια των σπουδών του ο Άγγελος Κατακουζηνός διακρίθηκε τόσο για τις επιδόσεις του όσο και για τον ακέραιο χαρακτήρα, το ήθος και την ευχάριστη προσωπικότητά του, με αποτέλεσμα να εντυπωσιάσει εκτός από τους συμφοιτητές και τους καθηγητές του και τον διάσημο νευρολόγο Sicard, ο οποίος τον επέλεξε για βοηθό του, αναθέτοντάς του να παρακολουθεί τους ιδιωτικούς ασθενείς του. Έτσι γνωρίστηκε με την αφρόκρεμα του Παρισιού αλλά και άλλες διεθνείς προσωπικότητες της εποχής.
Όσο καιρό ήταν στη Γαλλία είχε την τύχη να συναντήσει και να κάνει παρέα με την περίφημη γενιά του '30. Σεφέρης, Ελύτης, Βάρναλης, Χατζηκυριάκος-Γκίκας, Γουναρόπουλος, Τόμπρος, Μαλακάσης, Εμπειρίκος, Ελευθεριάδης (Teriade) κ.ά. έγιναν στενοί προσωπικοί του φίλοι και αργότερα συχνοί θαμώνες στην οικία τους.
Τα σαλόνια των Κατακουζηνών στην οδό Πινδάρου 7 στο Κολωνάκι και από το 1960 στην λεωφ. Αμαλίας 4 αποτελούσαν δημοφιλές φιλολογικό στέκι της γενιάς του '30. Και όπως γράφει η Λητώ στο βιβλίο της
«Αυτό το θαύμα, να 'ρχεται σπίτι μας όλος αυτός ο κόσμος, χωρίς καμία υστεροβουλία γινόταν χάρη στην ακτινοβολία και στην προσωπικότητα του Άγγελου που δεν ήταν τότε ούτε κανένας μεγάλος καλλιτέχνης ούτε καν κρατούσε γερό πόστο. Απλώς ήταν ένας νέος γιατρός, επιμελητής στον "Ευαγγελισμό", δίχως τίτλους, τιμές και το κυριότερο, δίχως πλούτη. Δεν ερχόντουσαν για να ονομαστούν καθηγητές ή ακαδημαϊκοί, ούτε για να γευτούνε χαβιάρια και αστακούς, μόνο απλές και νόστιμες σπιτικές λιχουδιές».
Παρόλο που και οι δύο προέρχονταν από μεγαλοαστικές οικογένειες, αντιμετώπισαν δυσκολίες στο ξεκίνημα της ζωής τους. Αυτές όμως τους έδεναν ακόμη περισσότερο και δυνάμωναν την αγάπη τους. Αντιμετώπιζαν τα πάντα μαζί, στηρίζοντας ο ένας τον άλλον και ακόμη και στα χρόνια της Κατοχής δεν χωρίστηκαν και η Λητώ τον ακολούθησε, ως εθελόντρια νοσοκόμα, στο Ένατο Στρατιωτικό Νοσοκομείο («Μαρίκας Ηλιάδη»), όπου ο Άγγελος είχε αναλάβει τη θέση του Διευθυντή της τρίτης νευροχειρουργικής κλινικής. Κοινή επίσης και η αντιστασιακή τους δράση εκείνα τα χρόνια.
Αν και πολλές φορές περιτριγυρισμένοι από κόσμο, αρκούσε ένα βλέμμα και μία κίνηση για να συνομιλήσουν μυστικά, να απομονωθούν από τους υπόλοιπους και να βρεθούν έστω και στιγμιαία στον δικό τους προσωπικό και ευτυχισμένο σύμπαν. Και όλο αυτό το περιγράφει με γλαφυρό τρόπο η Λητώ:
«...Αυτή η μεταξύ μας μυστική συνεννόηση, αυτή η τέλεια επικοινωνία μας, είναι ό,τι ωραιότερο μπορεί να νιώσει ένας άνθρωπος πάνω σε τούτη τη γη, είναι η μεγάλη, η βαθιά ευτυχία. Ο Βαλής με αγαπούσε... Αγαπούσε τους θυμούς, τις εκρήξεις μου, τις παρορμητικές πράξεις μου, τους υστερισμούς, τα πείσματά μου. Μ' αγαπούσε για τη λατρεία που του 'χα...»
Παρά τις μεγάλες επιστημονικές του επιτυχίες και πρωτότυπες έρευνες, η υποψηφιότητά του για υφηγητής στη σχολή της Ιατρικής καταψηφίστηκε τον Μάιο του 1942. Οι λόγοι για αυτή την απόρριψη ήταν διαμάχες και διαβουλεύσεις μεταξύ καθηγητών και η άρνηση του Κατακουζηνού να λάβει μέρος σε αυτά τα παιχνίδια και να συμβιβαστεί με τις ευτελείς υποδείξεις τους. Η απίστευτη δικαιολογία που επικαλέστηκε η επιτροπή ήταν «ότι το μάθημά του είναι διαυγές και τόσο πειστικόν ώστε θα ηδύνατο ευκόλως να παρασύρει τους φοιτητάς προς εσφαλμένας κατευθύνσεις». Η απόφαση αυτή ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων στην πανεπιστημιακή κοινότητα και ευτυχώς, λίγο αργότερα, το Συμβούλιο της Επικρατείας δικαίωσε τον Άγγελο Κατακουζηνό, ο οποίος όμως, «αηδιασμένος, πέταξε τα χαρτιά της νίκης στα μούτρα των υπαίτιων και τους γύρισε για πάντα τη στητή πλάτη του».
Αυτό το γεγονός όμως υπήρξε καθοριστικό και για το μέλλον της Λητώς. Νιώθοντας να την πνίγει η οργή για την αδικία, κάπου ήθελε να ξεσπάσει, δημοσιοποιώντας όλο το άθλιο παρασκήνιο. Αντίθετη όμως άποψη είχε ο πράος και φιλοσοφημένος σύζυγός της, ο οποίος προτίμησε, όπως έλεγε, να παραμείνει Άνθρωπος και να μην ασχολείται με... ανθρωπάκια, και παρότρυνε την ίδια να διοχετεύσει την πίκρα της σε κάτι δημιουργικό και παραγωγικό. Έτσι άρχισε το συγγραφικό της έργο και το «Φωτεινό Μονοπάτι» ήταν το πρώτο από τα κατοπινά της γραψίματα, το οποίο ανέβηκε την ίδια χρονιά στο Εθνικό Θέατρο σε σκηνοθεσία Πέλου Κατσέλη και γνώρισε μεγάλη επιτυχία.
Ιδρύματα, ινστιτούτα και γνωστά πανεπιστήμια του εξωτερικού καλούσαν τον Άγγελο Κατακουζηνό για ομιλίες, σεμινάρια και διαλέξεις και επιζητούσαν μία συνεργασία με τον «σοφό Έλληνα επιστήμονα», όπως τον αποκαλούσαν. Όμως το μυαλό του Άγγελου ήταν μονίμως στραμμένο στην Ελλάδα. Όχι στην Ελλάδα της οπερέτας και της συνδιαλλαγής, αλλά στην Ελλάδα που γέννησε, όπως έλεγε, τους αφανείς ήρωες, τον απλό, ταλαιπωρημένο απ' τον μόχθο ανθρωπάκο, που είναι όλο καρδιά και ζεστασιά. Αγαπούσε με πάθος την Ελλάδα του Παλαμά, του Σικελιανού, του Βάρναλη, του Σεφέρη, αγαπούσε τους έλληνες στιχουργούς, ζωγράφους και συνθέτες, αγαπούσε τη δουλειά του και όλα όσα είχα καταφέρει να κτίσει μόνος του στην Ελλάδα και γι' αυτό ποτέ δεν σκέφτηκε να τα εγκαταλείψει, παρά τις δελεαστικές προτάσεις που είχε.
Μετά από μία σύντομη παραμονή τους στο Παρίσι, όπου ο Άγγελος Κατακουζηνός εξελέγη επισκέπτης καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Παρισίων και επηρεασμένος από την πνευματική κίνηση της πόλης του φωτός και θεωρώντας ότι η Γαλλία είναι ο θεματοφύλακας του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού, αποφάσισε να ιδρύσει το 1951 την Ελληνογαλλική Πνευματική Ένωση, «με σκοπό να συγκεντρώσει γύρω του ένα μέρος από το εκλεκτό δυναμικό της χώρας μας, για να οργανωθούν ζωντανές πνευματικές, επιστημονική και καλλιτεχνικές εκδηλώσεις ποιότητας». Η χρηματοδότηση της Ένωσης έγινε με δικούς του πόρους και ο ίδιος διετέλεσε διά βίου Πρόεδρος. Το 1955 οργάνωσε την περίφημη διαλογική συζήτηση για «το μέλλον του Ευρωπαϊκού Πολιτισμού» με βασικό ομιλητή τον Albert Camus και συνομιλητές εκπροσώπους της διανόησης εκείνης της εποχής.
Ο Κατακουζηνός υπήρξε από τα ιδρυτικά μέλη της Ελληνοαμερικανικής Ένωσης στα τέλη της δεκαετίας του ’50 και στη συνέχεια πρόεδρός της για 12 χρόνια (1967-1975).
Ο «αδιόρθωτος ρομαντικός ιδεολόγος», όπως τον αποκαλούσε ο Σεφέρης, επιθυμούσε να δώσει μία νέα πνοή στην πνευματική ζωή της Αθήνας. Η επιτυχία των εκδηλώσεων και η αναγνώριση αλλά και αγάπη που εισέπραττε από το ακροατήριο σε κάθε ομιλία του, τον βοήθησαν να διαγράψει τις άσχημες αναμνήσεις από τη μη εκλογή του ως υφηγητής στο πανεπιστήμιο.
Αλλά όσο κι αν ο Άγγελος Κατακουζηνός προσπαθούσε να αφήσει πίσω του όλα όσα τον στενοχώρησαν, η Ελλάδα −η οποία ως γνωστόν «τρώει τα παιδιά της»− ήλθε για ακόμη μία φορά να του θυμίσει τα προφητικά λόγια του Συκουτρή. Το έντονο παρασκήνιο και μία ψήφος του στέρησαν τη θέση του Διευθυντή της νευρολογικής κλινικής του «Ευαγγελισμού», θέση που, δικαιωματικά του ανήκε, μιας και αυτός ήταν ο βασικός ιδρυτής της συγκεκριμένης κλινικής.
Το γεγονός τον λύπησε και τον απογοήτευσε αφάνταστα, σε σημείο που άρχισε να αναρωτιέται αν αξίζει σαν γιατρός και επιστήμων ή αν έκανε τελικά καλά που άφησε μία λαμπρή καριέρα στο Παρίσι. Δίπλα του πάντα η δυναμική Λητώ να τον στηρίζει και να του δίνει κουράγιο να συνεχίσει. Η αγάπη για την επιστήμη του αλλά και για την Ελλάδα υπερίσχυσε και έτσι, ενώ του έκλεισαν την πόρτα του «Ευαγγελισμού», ο Άγγελος Κατακουζηνός άνοιξε διάπλατα μία καινούργια και δόθηκε ψυχί και σώματι στην οργάνωση του Νευρολογικού Τμήματος του μικρού νοσοκομείου «Παμμακάριστος». Eπίσης αναδιοργάνωσε εκ βάθρων το Ελληνικό Ινστιτούτο Pasteur, σώζοντάς το από τον μαρασμό και το βέβαιο κλείσιμο.
Οι ασθενείς του τον λάτρευαν. Έσκυβε στο πρόβλημα του καθενός με ευαισθησία, συμπόνια και κατανόηση, και με την άρτια επιστημονική του κατάρτιση έδωσε πολλές φορές λύσεις σε θέματα που θεωρούντο άλυτα, σε σημείο που να λένε ότι επρόκειτο για «θαύμα». Ήταν ένας από τους πρώτους που χρησιμοποίησαν τη ναρκοαναλυτική μέθοδο και η φήμη του έφτανε εκτός ελληνικών συνόρων με αποτέλεσμα να έχει στο ιατρείο του στην Αθήνα πολλούς πελάτες από το Παρίσι και Λονδίνο.
Εκτός όμως από τους ιατρικούς κύκλους το ζεύγος Κατακουζηνού ήταν περιζήτητο και στους πνευματικούς, καλλιτεχνικούς και κοσμικούς κύκλους της Αθήνας. Το πνεύμα τους, η γοητεία τους, η κομψότητά τους, η ακτινοβολία τους συνέθεταν ένα προφίλ ανθρώπων που όλοι όσοι τους συναναστρέφονταν μπορούσαν να θεωρήσουν τους εαυτούς τους τυχερούς.
Τα σαλόνια τους εξακολουθούσαν να είναι πόλος έλξης για επιφανείς προσωπικότητες από την Ελλάδα και το εξωτερικό, όπως ο Καμύ, ο Φώκνερ, ο Μύλλερ, ο Ε. Ιονέσκο, ο Ρ. Νουρέγιεφ, ο Μάρκ Σαγκάλ και πολλοί άλλοι. Λέγεται ότι ο γνωστός άγγλος νευρολόγος Mac Doanld Critchley είχε πει ότι:
«It's a must να πας στο σπίτι του Άγγελου και της Λητώς Κατακουζηνού».
Εκεί έγιναν φιλολογικές, φιλοσοφικές, πολιτικές συζητήσεις, εκθέσεις, ανέβηκαν έργα και παραστάσεις Καραγκιόζη, απαγγέλθηκαν ποιήματα του Σεφέρη και της Μυρτιώτισσας, διαβάστηκαν αποσπάσματα από τον «Μέγα Ανατολικό» του Εμπειρίκου, παίχτηκαν για πρώτη φορά παλιό Steinway του σπιτιού, τραγούδια από τον «Μεγάλο Ερωτικό» του Χατζηδάκη.
Η Λητώ, η τέλεια οικοδέσποινα, κατάφερνε με το στιλ της, τη χαρισματική προσωπικότητά της, τη φαντασία της αλλά και τις επιδόσεις της στο χορό και στο τραγούδι να δημιουργεί πάντα ένα ζεστό και ευχάριστο κλίμα ακόμη και μεταξύ των πιο ετερόκλητων ή υψηλών καλεσμένων και οι βραδιές στο σπίτι τους να μένουν αξέχαστες σε όλους.
Ο Άγγελος Κατακουζηνός υπήρξε φιλότεχνος από φοιτητής. Έδειξε όμως ιδιαίτερη αγάπη για την τέχνη του Θεόφιλου από την πρώτη στιγμή που είδε έργα του στο εργαστήριο του Γουναρόπουλου και έβαλε σαν στόχο στη ζωή του να αναδείξει την πολιτιστική αξία του συμπατριώτη λαϊκού καλλιτέχνη.
Το εγχείρημα αυτό συνάντησε αρχικά σοβαρές αντιδράσεις από την κοινωνία αλλά επετεύχθη χάρη στην επιμονή του Κατακουζηνού καθώς και το κοινό όραμα για δημιουργία Μουσείου Θεόφιλου στη Μυτιλήνη, που μοιραζότανε με τον στενό του φίλο και συμπατριώτη, τεχνοκριτικό και εκδότη καλλιτεχνικών εντύπων, Στρατή Ελευθεριάδη, γνωστό και με το καλλιτεχνικό όνομα Τeriade. Το όνειρό τους έγινε πραγματικότητα και το Μουσείο εγκαινιάστηκε στις 29 Αυγούστου 1965.
Η απόρριψη της υποψηφιότητάς του για την Ακαδημία Αθηνών το 1979, ήταν ένα ακόμη «κτύπημα» γι' αυτόν και επαλήθευση για ακόμη μία φορά των λόγων του Συκουτρή.
Ένας άνθρωπος ο οποίος γνώρισε την καταξίωση διεθνώς, ένας άνθρωπος που πρόσφερε απλόχερα στην επιστήμη του αλλά και στην πνευματική ζωή της χώρας του, δεν εισέπραξε απ' αυτήν την αντίστοιχη αναγνώριση.
Μετά τον θάνατο του Άγγελου Κατακουζηνού το όμορφο αυτό διαμέρισμα το γεμάτο μνήμες, σκιές και αναμνήσεις από μία συναρπαστική ζωή, υπήρξε καταφύγιο για τη Λητώ. Η επιθυμία της ήταν να μετατραπεί σε ένα σπίτι-μουσείο, ώστε οι επισκέπτες να έχουν την ευκαιρία να γνωρίσουν τους «ενοίκους» του, τη ζωή τους, το έργο τους, αλλά και τους διάσημους και εμπνευσμένους φίλους τους που φιλοξενήθηκαν εκεί.
Από το 2008 η Οικία Κατακουζηνού, μετά από επισκευές και συντήρηση και χάρη στις τελεσφόρες προσπάθειες των ανθρώπων του Ιδρύματος, άνοιξε ξανά τις πόρτες της στο κοινό. Μία νέα εποχή άρχισε, με πολλαπλές πολιτιστικές δράσεις και δραστηριότητες που προσφέρουν στους επισκέπτες όμορφες και ποιοτικές στιγμές, όπως ακριβώς πρόσφεραν η Λητώ και ο Βαλής της στους καλεσμένους τους αρκετά χρόνια πριν. Είναι σίγουρο ότι, αν θα βλέπουν από κάπου, θα χαμογελούν ευχαριστημένοι.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Κατακουζηνού Λητώ, Άγγελος Κατακουζηνός, «Ο Βαλής μου», εκδ. Μικρή Άρκτος, Αθήνα, 2011.
- Ίδρυμα Αγγέλου & Λητώς Κατακουζηνού, ΑΓΓΕΛΟΣ ΚΑΤΑΚΟΥΖΗΝΟΣ ΣΤΡΑΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΔΗΣ - TERIAD, Mία φιλία Ζωής, Η δημιουργία του Μουσείου Θεόφιλου, Αθήνα 2020
ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
Ίδρυμα Αγγέλου & Λητώς Κατακουζηνού, katakouzenos.gr
ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ
ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΙ ΠΑΝΤΑ
ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
Ο Frank Marshall θα ρίξει φως στο «Rumors»
Μιλήσαμε με τον δημοφιλή σκηνοθέτη που μετέτρεψε τη σκηνή της Στέγης σε «αρένα» ενός rave party για την παράσταση «Οξυγόνο»
Πρώτη του σκηνοθετική δουλειά μετά το «Star Wars: The Rise of Skywalker»
Το θεατρικό ισπανικό έργο της Μάρτα Μπαρσελό, σε σκηνοθεσία Νίκου Καραγέωργου, είναι ένας ύμνος στη αγάπη δίχως όρους
Έτοιμοι για νέα συνεργασία μετά το «Queer» ο Βρετανός σταρ και ο Ιταλός σκηνοθέτης
Λίνα Μενδώνη: Ο επαναπατρισμός πολιτιστικών αγαθών αποτελεί ζήτημα εθνικής σημασίας
Όλοι οι καταξιωμένοι Έλληνες καλλιτέχνες έχουν εκπροσωπηθεί με έργα τους
Ο θρύλος των Wu-Tang Clan ζωντανά στην Αθήνα
Μέσα από τα έργα, καλλιτέχνες και επιστήμονες εμβαθύνουν σε πολλά ζητήματα
Μιλήσαμε με τον φωτογράφο για την τέχνη της φωτογραφίας, τα ασπρόμαυρα και έγχρωμα καρέ και τον ρόλο της τεχνολογίας
Ο ηθοποιός φέρνει στη σκηνή την αληθινή ιστορία της Charlotte Von Mahlsdorf, της πιο διάσημης Γερμανίδας trans γυναίκας
Το συγκρότημα που ένωσε ραπ, ροκ και μέταλ κοινό στις συναυλίες θα εμφανιστεί στο Terra Vibe στη Μαλακάσα
«Η σύγχρονη σκηνή του χορού στην Ελλάδα είναι εφτάψυχη και παραμένει ολοζώντανη»
Πώς ένα σπάνιο σχέδιο των «Τριών Χαρίτων» του Ραφαήλ αποκαλύπτει τις ιδέες της εποχής για το γυμνό, τη σεμνότητα, την ντροπή
Επιμελήθηκε μεγάλο μέρος του έργου του πατέρα του και εξάπλωσε το σύμπαν της Μέσης Γης
Πριν από 63 χρόνια, δηλαδή!
Για την ταινία «Hurricane»
Ο Ιταλικός Κινηματογράφος στην Ταινιοθήκη και ένα ντοκιμαντέρ αφηγηματικής αρχαιολογίας στο Ελευσίς
Τι παραστάσεις ξεκινούν στα θέατρα της Αθήνας τις μέρες που ακολουθούν;
Έχετε δει 20 από 200 άρθρα.