Πολιτισμος

Why so serious?

Σήμερα νιώθω ότι θα νικήσουν οι καλοί.

Γιάννης Νένες
ΤΕΥΧΟΣ 299
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Σήμερα νιώθω ότι θα νικήσουν οι καλοί. Ότι μία νέα, μεγάλη Συνειδητοποίηση θα συμβεί μέσα μας και ότι η ζωή θα γίνει σαν να σου την έχει περιγράψει ο Πανόπουλος στα ζώδια. Ότι θα υπάρξει νόημα ακόμα και μέσα σε ένα κουτί τσίχλες. Ας ανοίξω ένα.

Οι  Lexicon Project είναι καινούργιοι αλλά από τη γενιά εκείνη των πιτσιρικάδων που, επιτέλους, έχουν εμπειρία από αξιοπρεπή live στην πόλη. Ο τραγουδιστής είναι καλός, στέρεος, φρέσκος, εμπορικός, η μπάντα παίζει με σιγουριά. Δεν έμειναν κατατονικοί, εγκλωβισμένοι στις συνθέσεις τους και στις πρόβες του γκαράζ αλλά γύρισαν τις σκηνές, έχτισαν φήμη, έβγαλαν και μια-δυο ραδιοφωνικές επιτυχίες («Μαρία» και «Ταξίδεψε») και μετά η εταιρεία τους, η Warner, έκανε αυτό που κάθε εταιρεία, τώρα πια, συνωστίζεται με τις άλλες να κάνει για το γκρουπ της: τους πήγε κομμωτήριο και μετά τους έβγαλε στο Ράδιο Αρβύλα. Αυτό είναι ευχάριστο γιατί θα μπορούσε να τους έχει πάει μέχρι σε Ταλεντάδικο, ας πούμε, αλλά φαίνεται ότι οι νεαροί Lexicon Project έχουν ακόμα μία Oasis μέσα τους και συντηρούν αυτή την ιλουζιόν με συγκινητική διάθεση και επαγγελματισμό. Για παράδειγμα, το ομώνυμο cd τους είναι πακεταρισμένο μέσα σε μία βρετανική αστική ουτοπία με πάρκα, ποδήλατα, γκαζόν, ξύλινες προβλήτες, λίμνες, αρχιτεκτονικά muted τοπία. Στην καρδιά της Αθήνας, ο καθένας επιτρέπεται να ονειρεύεται το φοιτητικό του παράδεισο. Τα κομμάτια τους είναι κλασικά κιθαριστικά μπριτάκια (στα νιάτα μου τα λέγαμε κολεγιακά), ανάμεσά τους ένα συμπαθέστατο «καλιφορνέζικο» laid back σαν από τα 60s («Ας κάνουμε τη νύχτα, μέρα») και ένα όμορφο, προσωπικό instrumental με τίτλο –ποιος ξέρει;– κάποια διεύθυνση («Νεωρείων 37») που κρύβει όλα όσα δεν είπε ολόκληρο το άλμπουμ… Διότι το γκρουπ πάσχει από το γνωστό ελληνικό handicap του μελοδραματισμού, που αυτόματα το κάνει φιλικό προς το «σύμπαν Πλιάτσικα». Όλα ακούγονται σαν να τα κυνηγάει μία προαιώνια κατάρα (η κατάρα των Ατρειδών; η κατάρα της μούμιας;), οι στίχοι μιλάνε στο δεύτερο ενικό «της αυτογνωσίας» λέγοντας, όμως, τις γνωστές αοριστίες: «Δεν υπάρχει αλλού ζωή, το τίποτα σε πνίγει… Δεν υπάρχει το τέλος, βλέπεις από την αρχή, δεν σου φτάνει το σήμερα να ντύσεις για γιορτή… Και τι φταίει τελικά μη με ρωτήσεις, τόσα χρόνια έχουν περάσει και εξηγήσεις δεν δοθήκανε». Ακριβώς.

Προς το παρόν οι Lexicon Project είναι από αυτές τις νέες ελπίδες που θα σώσουν το αθηναϊκό mainstream ραδιόφωνο από την τηλεοπτική σαβούρα. Το επόμενo βήμα τους θα είναι να αποκτήσουν χιούμορ.

Why so serious?

Μετά ανοίγω ένα άλλο κουτί και από μέσα του ξεχύνεται μία μεταδοτική ευτυχία, ένα νιρβάνα πληρότητας από την καρδιά κάποιου που υμνεί γεμάτος χαρά και αφοσίωση. Ο Μιχάλης Δέλτα, μετά από δημιουργική προσήλωση και τυλιγμένος έναν οίστρο ωριμότητας –κάτι που φάνηκε και στις μουσικές του για τη «Στρέλλα»– κυκλοφόρησε στην Klik Recrods το “Tech Me Away”, άλμπουμ επικεντρωμένο τόσο πολύ στο στόχο του (μία δήλωση πίστης σε αυτό που λέμε techno) που θα μπορούσες να το χαρακτηρίσεις και self help εγχειρίδιο τουλάχιστον για τα παιδιά που μεγάλωσαν στα τέλη των 80s. Ο ίδιος υποκλίνεται και δηλώνει τυχερός που έζησε την έκρηξη της techno, όχι μόνο σαν μουσικό είδος αλλά και σαν επανάσταση, «το θείο δώρο» που τον συγκινεί βαθύτατα και είναι το καλύτερο σάουντρακ για όλες τις εμπειρίες της ζωής του. Μία τόσο ένθερμη, αληθινή εξομολόγηση δεν θα μπορούσε παρά να υπερβαίνει στην έκφρασή της την «απλή» χαρά της dance culture και να γίνεται αναγκαστικά μία βαθιά, εσωτερική τελετουργία γεμάτη λεπτομέρειες. Λατρεύω να τις ξεχωρίζω μέσα στα tracks.

 Το “Flame”, σαν τη γέννηση ενός συναισθήματος που απλώνεται ήρεμα και αποφασιστικά στο επόμενο τραγούδι, το πανέμορφο “She’s a boy” με τη φωνή της Etten, συνδυασμός φτιαγμένος στον παράδεισο, να ξεκινάει ένα μοναχικό ύμνο στην αγάπη και τα χρώματα που, από τη μέση, απογειώνεται σε μελαγχολικό beat προς τα αστέρια. Άκου με πώς γράφω (γμτ)… πω, πω… Όμως είναι αλήθεια. Ο Δέλτα, αν και τον ένιωθα σε μία υπερένταση τελευταία, με πλημμύρισε με αυτή τη συνεπή, ολοκληρωμένη, άψογα εκτελεσμένη νυχτερινή ιστορία στο clubland και στα δυάρια των φίλων των τελευταίων είκοσι χρόνων. Λιώνω με το “I’ve got this feeling” (πάλι με τη φωνή της Etten), με το ακαταμάχητο μέτρημα του “Hungry 4 Love” και του “Oprah’s Book” (στη φωνή μια παλιά αγάπη, Billie Ray Martin). Η ξεχασμένη κάψα του hangover από τα 90s κάνει μία θριαμβευτική επανεμφάνιση στο κεφάλι μου. Ακούγεται ένας ήχος σαν πλήκτρα, νούμερα που πέφτουν. Χρόνια, μπουκάλια, δισκάκια, χαρακιές.

Ο Μιχάλης κλείνει μία εποχή πίσω του και, τώρα, ήρεμος και με γνώση, ετοιμάζεται να πει κάτι καινούργιο. Δεν θέλω να ακουστεί στραβά – αλλά νομίζω έπαψε να είναι dj.

Τρίτο κουτί. Μέντες. Οι Μέντα κυκλοφόρησαν το «Ποπ», άλμπουμ που, αποφασιστικά, από τα παιδικά σκαλιστά του artwork ακόμα, προπολεμικά παιδικά εικονάκια, τονίζουν ότι «αυτό που θα ακούσεις έχει αφέλεια, είναι ποπ». Η ποπ φυσικά μόνο αφέλεια δεν κρύβει πια, αλλά τουλάχιστον μπορεί να έχει εκείνον τον έξυπνο, τρυφερό κυνισμό των Beautiful South – αν τους θυμάται κανένας εκτός από τον Μανώλη Κιλισμανή κι εμένα όταν με πιάνουν οι γλύκες, στον πρωινό καφέ. Οk, οι Μέντα έχουν το ρυθμό της «ποπ» που θέλουν, είναι τρυφεροί και ανάλαφροι αλλά πρέπει να δούνε τα πράγματα λίγο πιο αιχμηρά, άμεσα, κοφτά. Οι φωνές να μην απλώνονται σε «ερμηνευτικές χασμωδίες» και τα λόγια τους να βρουν εύστοχες λέξεις της μοντέρνας ζωής (τους). Παίζω σκόρπια το cd και πέφτω επάνω σε: «μέρες – φορές – χρόνος – βαριέται να ζει – δίπλα σου σερνόμουν – το γύρεψα παντού – αποσπάσεις – προφτάσεις – το τζάκι θ’ ανάψω εκεί θα ξαπλώσω…».

 Έι, Μέντα, why so serious? 

 

 y.nenes@yahoo.com