Πολιτισμος

Μια αδημοσίευτη συνέντευξη του Νάνου Βαλαωρίτη

Μια συνάντηση στο γραφείο του σπουδαίου ποιητή και πεζογράφου με τη Λίνα Στεφάνου

Λίνα Στεφάνου
10’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Η αδημοσίευτη συνέντευξη του Νάνου Βαλαωρίτη από τη συνάντησή του με τη Λίνα Στεφάνου στο γραφείο του σπιτιού του το 2014.

Το 2014 είχα την ιδέα να πάρω μια συνέντευξη από τον Νάνο Βαλαωρίτη για ένα βιβλίο που ετοίμαζα με συνομιλίες σημαντικών ποιητών και συγγραφέων. Το βιβλίο για διάφορους λόγους δεν ολοκληρώθηκε ποτέ. Η συνάντησή μας έγινε στο γνωστό γραφείο του σπιτιού του στο Κολωνάκι, με τον μονίμως ανοιχτό υπολογιστή και τους ετοιμόρροπους πύργους των περιοδικών και των βιβλίων να στέκονται σαν φρουροί γύρω μας. Αυτή η συνέντευξη δεν είχε δημοσιευθεί πουθενά, μέχρι σήμερα.

Ο προπάππους σας ο Αριστοτέλης είχε αναμιχθεί με την πολιτική. Ονειρευτήκατε ποτέ μια αντίστοιχη πορεία;
Όχι. Είχα την πικρή εμπειρία της κατοχής με την αντίσταση η οποία ήταν πολύ λανθασμένη. Γελάστηκε ο Ελληνικός λαός από τους Σταλινικούς, οι οποίοι έκαναν όλους τους λάθος χειρισμούς. Πρώτα πρώτα εξολόθρευσαν ή προσπάθησαν να εξολοθρεύσουν οποιονδήποτε άλλον ήταν μέσα στην αντίσταση. Κι όχι μόνο δεξιούς αλλά και κεντρώους. Δολοφονούσαν τους Τροτσκιστές. Αυτό με απομάκρυνε από την πολιτική για πάντα. Διότι δεν φαντάζεστε πόσο εύκολο είναι να γίνει η διαστροφή μιας ιδεολογίας ή ακόμα και μιας πολιτικής κίνησης. Όταν μπερδεύονται διάφοροι άνθρωποι, με διαφορετικές φιλοδοξίες, ακόμα και κλέφτες, εκεί δεν μπορείς να ξέρεις με ποιους είσαι δίπλα. Η τελευταία μου εμπειρία ήταν με τους Πράσινους και μόλις έγινε η επιτυχία αυτή που είχαν στις εκλογές χάρη στο όνομά μου άρχισαν να με πολεμάνε. Φυσικά απομακρύνθηκα. Αυτό ήταν και το τέλος.

Το '44 δραπετεύσατε από την Ελλάδα μέσω του Αιγαίου και πήγατε Τουρκία. Αυτό το ταξίδι σας πήρε απ’ ότι διάβασα δέκα μέρες. Πώς ήταν; Φοβόσασταν;
Όχι. Όταν είσαι νέος δεν φοβάσαι. Φοβάσαι;

Ναι! (γέλια)
Εγώ δεν φοβόμουν. Ήταν περιπέτεια και επικίνδυνη μάλιστα. Αλλά δεν φοβήθηκα στιγμή. Αργότερα φοβήθηκα, στην Αγγλία. Όταν μας βομβάρδιζαν με πυραύλους. Στον αφηρημένο αυτόν πόλεμο φοβήθηκα. Ο αφηρημένος πόλεμος είναι πολύ πιο τρομακτικός από τον συγκεκριμένο. Όταν έγινε ειρήνη όλη αυτή η εμπειρία έγινε μια αγχώδης κατάσταση την οποία δεν μπορούσα να την ελέγξω.

Τελικά μετά από 10 μέρες φτάνετε Τουρκία. Αν χρειαζόταν να σκοτώσετε θα το κάνατε; Ήσασταν αποφασισμένος.
Κατ’ αρχήν όχι. Ήμουν αυτό που λέμε ειρηνιστής.

Μετά πολλά φτάσατε Αίγυπτο και γνωρίσατε τον Σεφέρη. Τι εντύπωση σας έκανε;
Πολύπλοκη προσωπικότητα. Είχε όλες τις ικανότητες ενός πολύ έξυπνου ανθρώπου, ο οποίος είχε με κάποιο τρόπο ανατρέψει τον εαυτό του πολιτισμικά. Είχε πάθος για τα γράμματα αλλά καριέρα διπλωματικού. Το πάθος του όμως ήταν η ποίηση, ο μοντερνισμός κλπ. Ξεκινούσε με τον Βαλερί και έφτανε μέχρι Πάουντ. Ήταν από τους πρώτους Έλληνες που διάβασαν Τζόυς. Τον Οδυσσέα. Ήταν λοιπόν άνθρωπος με μεγάλη κουλτούρα, που την είχε αποκτήσει μόνος του, αφού αυτά δεν διδάσκονται στην Νομική σχολή. Ιδίως με τον Κατσίμπαλη συζητούσε τότε που ήξερε κι αυτός την γαλλική κουλτούρα.

Σαν άνθρωπος ήταν κλειστός;
Με μας καθόλου. Και καθόλου πατερναλιστικός. Ενώ ήμασταν πολύ νέοι. Εγώ ήμουν 18 ετών τότε αυτοί ήταν 20 χρόνια πιο μεγάλοι. Αλλά επειδή το ’39, ήμασταν οι πρώτοι νέοι εγώ και ο Καμπάς, που ενδιαφερθήκαμε για τα νέα γράμματα, μας δέχθηκαν με ανοιχτές αγκάλες. Όχι μόνο ο Σεφέρης, αλλά και ο Ελύτης, ο Κατσίμπαλης, ο Γκάτσος, ο Καραντώνης…

© Τάσος Βρεττός

Ποιον συμπαθούσατε περισσότερο απ’ όλους;
Η σχέση με τον Σεφέρη έγινε αμέσως. Ίσως επειδή εγώ ήμουν αγγλομαθής. Έγραφα από τότε ποίηση και διάβαζα πολλά βιβλία Άγγλων ποιητών, Γάλλων και Αμερικανών. Είχαμε λοιπόν αμέσως κάποια όσμωση. Δεν είχαμε ακριβώς τις ίδιες ιδέες, αλλά υπήρξε αμέσως μια σχέση. Μας καλούσε στα πάρτι του. Μας σύστηνε σε συγγραφείς που πήγαιναν σπίτι του τότε. Τον Χένρι Μίλερ για παράδειγμα. Αυτά γινόντουσαν εδώ στην Ελλάδα πριν κατέβουν οι Γερμανοί. Τότε γνώρισα τον Ελύτη και τον Γκάτσο κι όταν έφυγε ο Σεφέρης συναντιόμασταν οι υπόλοιποι καθημερινά και κάναμε παρέα. Στον κάτω Λουμίδη, στη Σταδίου, κοντά στη Κλαυθμώνος. Ή στο Μπραζίλιαν. Ήταν κι αυτοί αυτοδίδακτοι. Δεν είχαν ούτε αυτοί κάποια Πανεπιστημιακή ευκολία πίσω τους. Πηγαίναμε και στα βιβλιοπωλεία, στον Πυρσό. Κοιτάγαμε τα βιβλία και μαθαίναμε τι γινόταν. Εκεί μαζεύονταν πολλοί συγγραφείς τα μεσημέρια. Τότε στην Κατοχή γνώρισα και τον Εγγονόπουλο και τον Εμπειρίκο. Συναντιόμασταν στου Εμπειρίκου και διαβάζαμε ποιήματα. Τα έργα του τότε δεν είχαν δημοσιευθεί ακόμα. Ξέραμε μόνο την Υψικάμινο και μερικά ποιήματά του στα Νέα Γράμματα. Αλλά ως άνθρωπος ήταν εξαιρετικός. Ο Εγγονόπουλος είχε αυτό το περίεργο και λίγο αλλοπρόσαλλο, το οποίο ήταν πολύ γοητευτικό.

Τι έκανε δηλαδή;
Α, ήταν παραδοξολόγος. Ήμουν στου Λουμίδη με τον Γκάτσο και τον Ελύτη όταν τον πρωτογνώρισα. Ήρθε λοιπόν ο Εγγονόπουλος κι άρχισε να τους πειράζει και να τους λέει διάφορα. Τον Γκάτσο ας πούμε τον έλεγε τσέλιγκα. Τον Ελύτη τον φώναζε Ελυάρ και διάφορα τέτοια.

Γνωρίσατε και τη Μάτση Χατζηλαζάρου;
Ναι. Δεν μιλούσε πολύ. Καθόταν κι άκουγε περισσότερο.

Ήταν δυσκολο να βγάλεις βιβλίο τότε;
Όχι τόσο. Γιατί ήταν λίγοι οι συγγραφείς και λίγοι οι εκδότες. Ο Εγγονόπουλος το πρώτο του βιβλίο το είχε βγάλει στον Κύκλο. Αλλά επειδή είχε γίνει όλη αυτή η φασαρία εναντίον του, φοβήθηκε ο Μελαχρινός και δεν του έβγαλε τα Κλειδοκύμβαλα της Σιωπής. Το έβγαλε σε άλλον εκδότη.

Να μιλήσουμε για το Πάλι, το περιοδικό που βγάλατε εσείς τότε.
Ήθελα να βγάλω ένα πρωτοποριακό περιοδικό. Να μην πήγαινε προς τα πίσω, προς τον Ακαδημαϊσμό, όπως έβλεπα το περιβάλλον του Σεφέρη, τότε στην Ελλάδα με τον Σαββίδη κι όλους αυτούς. Και την καινούρια φουρνιά των ποιητών όπως ο Σινόπουλος κλπ. Αυτοί πήγαιναν προς τα πίσω. Εγώ ήθελα να συνεχίσω την πρωτοπορία. Αυτό το πισωγύρισμα με ενοχλούσε. Είχα ως συμμάχους τότε τον Εμπειρίκο και τον Εγγονόπουλο. Τελικά ούτε οι συνομήλικοι μου τότε δέχθηκαν. Ο Σχινάς, ο Μακρής, η Μαντώ Αραβαντινού, ο Ρικάκης ακόμα κι αυτοί φοβόντουσαν. Ένας φόβος μετεμφυλιακός. Οι περισσότεροι ήταν συγκεντρωμένοι στον εαυτό τους. Αλλά βρήκα μια ομάδα νέων, εδώ στο Κολωνάκι. Τον Κουτρουμπούση, τον Πουλικάκο, τον Δενέγρη  πρώτα και μετά τον Στάνγκο και την ποιήτρια Εύη Μυλωνά. Αυτοί μόλις άκουσαν για περιοδικό ήταν αμέσως πρόθυμοι. Κι έδωσε τα λεφτά τότε ο Εμπειρίκος  που ήταν ο πιο πλούσιος κι εμείς βάλαμε ότι μπορούσαμε, μαζέψαμε και συνδρομές και βγάλαμε το πρώτο τεύχος. Το '63. Κι έκανε θόρυβο. Γιατί οι άλλοι αντέδρασαν αμέσως. Ο Γκάτσος και ο Ελύτης. Έλεγαν πως αυτό είναι μποέμ, δεν είναι τίποτα. Είχαν αρνητική θέση.

Δεν σας κλόνισε αυτό;
Καθόλου. Ήξερα πόσο συντηρητικοί ήταν. Ήταν εναντίον του underground και ενάντια σ’ ότι ήταν μποέμ. Εγώ ερχόμουν από το Παρίσι τότε. Από τους αυθεντικούς υπερρεαλιστές. Είχα πολλές γνώσεις. Δεν με τρόμαζαν καθόλου οι εδώ αντιδράσεις.

Η πορεία σας ήταν μέσα σε ένα κόσμο, ο οποίος ζούσε τον δικό του ίλιγγο. Από τις ξέφρενες μέρες των υπερρεαλιστών στο Παρίσι, μέχρι τον Μάη του ’68, τη χούντα στην Ελλάδα, τους μπιτ και τους χίπις στις ΗΠΑ. Ποια περίοδος ήταν η πιο ευτυχισμένη; Ποια περίοδο θα θέλατε να ξαναζήσετε;
Στο Παρίσι. Ήταν 10-12 θαυμάσια χρόνια! Μακάρι να μπορούσα να το ξαναζήσω. Εκεί είχα και την καινούρια γυναίκα μου. Ήταν το πιο πλήρες που μπορούσε να φανταστεί κανείς.

Καλύτερα κι από την Αμερική;
Η Αμερική έχει τα πάνω κάτω της. Τα καλά της ήταν το Πανεπιστήμιο, η διδασκαλία, τα χρήματα, οι δυνατότητες που σου δίνει και όλα αυτά. Αλλά δεν είναι ένα μέρος που μπορείς να ζήσεις σαν άνθρωπος. Ενώ στο Παρίσι ήταν μια εποχή που μπορούσες να ζήσεις σαν άνθρωπος

Δουλεύατε τότε στο Παρίσι;
Όχι. Έγραφα μόνο. Ποιήματα, θεατρικά έργα… Έφτιαχνα αντικείμενα, έργα τέχνης, από παλιά έπιπλα που έβρισκα στο δημοπρατήριο. Δεν πούλησα όμως ποτέ τίποτα.

Στο Λονδίνο συναντήσατε τους Τ.Σ. Έλιοτ, Γ.Χ. Ώντεν και Ντύλαν Τόμας. Ποιον συμπαθήσατε περισσότερο;
Το λίγο που γνώρισα μ' άρεσε πολύ ο Έλιοτ. Ήταν πολύ ευγενής και με χιούμορ. Ήθελε να παίξει μαζί σου. Καταλαβαίνω πόσο θα τον αγαπούσαν οι Άγγλοι ποιητές οι οποίοι γενικά είναι πολύ στριμμένοι (γέλια). Καθόλου παιχνιδιάρηδες. Με την εφ’ όπλου λόγχη πάντα μεταξύ τους. Περιπαίζουν, αλλά σαρκαστικά. Και στα ποιήματα τους σατιρίζουν συχνά ο ένας τον άλλον. Παρ’ όλο που έχουν την αίσθηση του ελαφρού ποιήματος light verse - εμείς δεν το έχουμε αυτό. Έχουμε τη σάτιρα. Ο πρώτος που εφάρμοσε το light verse ήταν ο Σιώτης. Τα κατάφερε πολύ καλά. Καινούριο είδος. Έχει χιούμορ κι έναν λυρισμό ιδιαίτερο και ιδιότυπο.

Και στο Παρίσι; Πώς ήταν τότε;
Κατ’ αρχήν ήταν φθηνά. Μπορούσες να φας με 5 φράγκα πολύ καλό φαΐ. Επίσης υπήρχε μια κοινότητα καλλιτεχνών, συγγραφέων και μπορούσες να συναντήσεις ενδιαφέροντες ανθρώπους κάθε μέρα να φας μαζί τους και να συζητήσεις. Πηγαινοερχόταν κόσμος.

Που συχνάζατε;
Στο Saint-Germain-des-Prés. Έμενα στο Montparnasse. Στη Rive droite δεν πολύ πήγαινα. Rive droite ήταν η πλούσια πλευρά του Παρισιού. Rive gauche ήταν οι ενδιαφέροντες άνθρωποι, όλοι οι καλλιτέχνες.

Στο Παρίσι γνωρίσατε και συνδεθήκατε με τον  Μπρετόν. Η Χατζηλαζάρου στις επιστολές προς Εμπειρίκο λέει ότι τον είδε στο Deux Magots πως είχε αυλή και του φερόντουσαν με δουλοπρέπεια.
Ναι ήταν σαν φοιτητές του. Ήταν πολύ πιο νέοι. Δεν ήταν οι πρώτοι του σύντροφοι, οι πολλοί ταλαντούχοι ζωγράφοι και ποιητές. Ήταν θαυμαστές του. Έξυπνα παιδιά που όμως δεν είχαν το ανάστημα της πρώτης ομάδας. Είχε γοητεία αλλά δεν έπρεπε να κάνεις καμιά λάθος κίνηση ή να πεις κάτι που δεν θα του άρεσε. Τότε έβγαζε αστραπές. Κάποτε έδιωξε κάποιον από την ομάδα επειδή είχε συγκρίνει το χρώμα των έργων ενός ζωγράφου του 18ου αιώνα, με αρουραίο. Και πράγματι είχε μια ασημένια πατίνα που έφερνε προς το χρώμα του αρουραίου. Γι’ αυτό όμως ο Μπρετόν τον έδιωξε από την ομάδα. Ήταν μια αντίδραση αισθητικο-ηθικής φύσεως. Ότι δεν μπορείς να υποβιβάζεις τον καλλιτέχνη σε αρουραίο.

Με Αραγκόν και Ελυάρ κάνατε παρέα;
Όχι. Αυτοί ήταν Σταλινικοί. Και τότε τα στρατόπεδα ήταν χωρισμένα. Δεν μιλούσαν οι μεν με τους δε. Η αιτία που δεν μιλούσαν με τον Μπρετόν ήταν πως ούτε ο Αραγκόν ούτε ο Ελυάρ είχαν επέμβει προκειμένου να σωθούν δυο καταδικασμένοι Τσέχοι υπερρεαλιστές από τους Σταλινικούς της κατοχής της Τσεχοσλοβακίας τότε. Αυτό ήταν η τελική ρήξη ανάμεσα τους.

Γράφατε πάντα; Πότε καταλάβατε ότι θέλετε να γίνετε ποιητής;
Από 14 ετών. Στο σχολείο έγραφα ποιητικά άρθρα για το Σολωμό και κάτι τέτοια. Η αιτία όμως που άρχισα να γράφω ποιήματα ήταν ο Καβάφης. Ήμουν 14 ετών κι είχα πάει σε μια έκθεση βιβλίου –Βουκουρεστίου και Ακαδημίας- κι είδα ένα μεγάλο βιβλίο με τίτλο Ποιήματα Κ. Π. Καβάφης. Δεν τον είχα ακουστά, αλλά άνοιξα το βιβλίο κι άρχισα να διαβάζω τα πρώτα ποιήματα. Κατάλαβα πως αυτός ο ποιητής είχε κάποια σχέση με τις δικές μου υπαρξιακές ανησυχίες. Δεν ήξερα που βρισκόμουν ως έφηβος. Και να ο Καβάφης που απηχούσε αυτές μου τις ανησυχίες. Αντίθετα τα ηρωικά ποιήματα του 19ου αιώνα με άφηναν ψυχρό. Δεν ένιωθα καμία ταύτιση με τους ήρωες του ’21. Ο Σολωμός λίγο περισσότερο επειδή ήταν λυρικός αλλά κι αυτός πολύ μακρινός. Η φωνή του Καβάφη ήταν αμέσως οικεία. Από κει άρχισα να θέλω κι εγώ να γράψω ποιήματα.

Είναι αλήθεια ότι ο ποιητής συχνά δεν ξέρει τι θέλει να πει πριν το πει; Κι ότι δεν έχει σημασία αν οι άλλοι θα τον καταλάβουν, όσο έχει σημασία εκείνος να εκφράσει αυτό που θέλει;
Βέβαια. Γιατί δεν ξέρεις η φωνή η ποιητική από πού έρχεται. Μπορεί να έρθει από μια φράση. Μια λέξη. Από έναν τίτλο. Από μια εντύπωση. Είναι τόσες οι αιτίες που προκαλούν την ποιητική έκφραση που δεν μπορείς να καθορίσεις μια ως μοναδική. Μπορεί εντελώς άσχετα πράγματα να προκαλέσουν μια ποιητική αντίδραση. Όπως και πολύ δραματικά πράγματα μπορεί να μην προκαλέσουν. Να μην υπάρξει αυτή η συστοιχία συναισθήματος και έκφρασης. Τα ισχυρά αισθήματα καμιά φορά όπως ο έρωτας, η απογοήτευση, η δυστυχία δεν είναι καλοί σύντροφοι για την ποιητική έκφραση. Μάλιστα τώρα ιδίως που βλέπω τις περισσότερες συλλογές που μου στέλνουν τέτοια ποιήματα γράφουν. Εγώ θεωρώ πως είναι λάθος να νομίζουμε πως η ποίηση βγαίνει μόνο από ισχυρές εμπειρίες.

Έχουν γραφτεί όμως πολύ ωραία ποιήματα για τον έρωτα. Όχι;
Καλά κι εγώ έχω γράψει. Όχι όμως τη στιγμή που ήμουν ερωτευμένος. Τότε έγραφα βλακείες (γελάει).

Επεμβαίνει το συναίσθημα λέτε και μας παρασύρει.
Ναι, γράφεις κλισέ. Γιατί έχουν γράψει τόσοι και τόσοι πριν από σένα. Πρέπει να ξέρεις πως αυτό δεν το γράφεις εσύ για πρώτη φορά.

Πώς δουλεύετε; Σας βγαίνει το ποίημα και μετά επανέρχεστε και το ξαναδουλεύετε ή το σκέφτεστε πρώτα το έχετε για μέρες στο μυαλό σας και μετά το γράφετε μια κι έξω;
Καμιά φορά βγαίνουν τα ποιήματα από μόνα τους. Άλλες φορές λέξη λέξη, σταγόνα σταγόνα, γραμμή γραμμή, και πάλι δεν βγαίνουν.

Πετάτε ποτέ;
Βέβαια. Ένα σωρό.

Ο Έλιοτ έλεγε πως για να ξεχωρίσουμε την καλή ποίηση σημασία έχει αν ο ποιητής είναι γνήσιος σ’ αυτά που γράφει.
Ίσως όχι αν ο ποιητής είναι γνήσιος αλλά αυτό που γράφει αν μπορεί να θεωρηθεί γνήσιο. Δεν είναι τόσο το πρόσωπο όσο το προϊόν που έχει σημασία. Αν ας πούμε είχα γνωρίσει τον Καβάφη φαντάσου τι κουβέντες θα κάναμε!

Έχετε πει ότι  ο 21οςαιώνας άρχισε κάπως μειωτικά για την ποίηση. Ο ίδιος πάνω κάτω μοντερνισμός του περασμένου αιώνα, κάπως ξεθυμασμένος μόνο. Πιστεύετε ότι μπορεί να υπάρξει κάτι καινούριο; Το χρειάζεται η ποίηση αυτό; Ή μήπως απλά χρειαζόμαστε καλύτερους ποιητές;
Ναι. Πάντα θα υπάρχει υλικό που μπορεί να χρησιμοποιήσει κανείς διαφορετικά. Με διαφορετική επινόηση, διαφορετικό πνεύμα, διαφορετική διάθεση. Και δεν μιλάω για τα κινήματα. Μιλάω για τη διάθεση να γράψεις ένα ποίημα. Μπορεί να έχεις μια διάθεση ελαφριά, ή ειρωνική ή με χιούμορ ή με λυρισμό ή με παρωδία ή κοροϊδεύοντας κάποιον ή κάτι. Όλες αυτές είναι διαθέσεις. Με τέτοιες διαθέσεις γράφει κανείς. Και όσο μπορείς να έχεις ρυθμούς στο αυτί σου και στη γλώσσα τότε η ευαισθησία σου η ακουστική -γιατί γι’ αυτήν μιλάει ο Έλιοτ, ακουστική φαντασία τη λέει- βοηθάει να γράψεις ένα ποίημα που θα λειτουργεί ως ένα αντικείμενο ολοκληρωμένο μορφολογικά και συγχρόνως θα έχει και κάποιο περιεχόμενο το οποίο περιεχόμενο συνάδει με αυτήν την κομψότητα της παρουσίασης. Αυτή η κομψότητα της παρουσίασης είναι για μένα πολύ σημαντική. Χρειάζεται να διατηρήσεις ορισμένους κανόνες, ορισμένους τύπους ρυθμών που θα τους βρεις –παραδόξως- σε ποιητές όχι όπως ο Σεφέρης, αλλά σε ποιητές όπως ο Ελύτης ή ο Εμπειρίκος, οι οποίοι γράφουν στίχους αναγνωρίσιμους οκτασύλλαβους, επτασύλλαβους σ’ αυτούς τους ρυθμούς τους οποίους τους συμπλέκουν. Κανείς όμως δεν προσέχει αυτήν την πλευρά. Αυτή η πλευρά όμως είναι που φτιάχνει το ποίημα. Ο τρόπος της σύνθεσης των διαφόρων στοιχείων που μέσα απ’ αυτό που ονομάζουμε ελεύθερο στίχο φτιάχνουν ένα ποίημα καθόλου ελεύθερο.

Πιστεύετε ότι αυτό γίνετε συνειδητά;
Αυτό είναι άσκηση. Αν είσαι παραδομένος σε ένα είδος ποίησης πεζογραφικό όπως είναι το Σεφερικό είδος... Aλλά μια πεζογραφική ποίηση χωρίς τον Σεφέρη είναι καταστροφική, γιατί προσφέρεται σε ανόητες αμπελοφιλοσοφίες.

Υπάρχει κάποια φόρμα που προτιμάτε περισσότερο όταν γράφετε ένα ποίημα;
Τώρα πια με την πείρα που έχω ή έρχεται ένα ποίημα και βγαίνει αμέσως ή δεν μου ρχεται.  Δεν είμαι πια να κάνω μαθητεία. Άλλοτε έκανα. Έγραφα και δεκαπεντασύλλαβους και δεκαεξασύλλαβους… Τώρα είναι η αμεσότητα του ποιήματος που έχει πια σημασία.

Μπορεί να γίνει τρομακτικός ο ποιητής για τους άλλους;
Βέβαια!

Στο ποίημα σας Η Αδράνεια  (Από τη συλλογή Τ΄ Άνθη του Θερμοκηπίου) γράφετε στο τέλος: ήταν να σηκωθούν να φύγουν πανικόβλητοι γιατί με είδαν να πλησιάζω από μακριά με το μαύρο μακρύ δερμάτινο παλτό μου και τη μυτερή μου μύτη και το γυαλιστερό μου μάτι. Γιατί είναι τρομακτικός ο ποιητής για τους άλλους;
Από πού κατάγεται ένας ποιητής; Ένας ποιητής κατάγεται από τον μάγο των Σαμάνων. Ο οποίος πάνω σε μια ύπνωση υποδύεται διάφορα πρόσωπα και διηγείται κάποιες τρομακτικές ιστορίες ή κάποια φανταστικά επεισόδια. Αυτό τον Σαμάνο τον έβλεπαν οι άλλοι με δέος. Ήταν ένας μάντης, ένας ιερεύς, το κοινό του λοιπόν τον κοίταζε με στόμα ανοιχτό. Βέβαια ο σύγχρονος ποιητής έχει χάσει αυτή την ιδιότητα. Προσπαθώντας να γίνει τρομακτικός, να κάνει μια παρουσίαση, ένα δρώμενο δεν πετυχαίνει όμως πάντα. Μπορεί ωστόσο να συγγράψεις κάτι όπως το Πεθαίνοντας σαν Χώρα, του Δημητριάδη, που είναι ένα τρομερό χρονικό.

Και προφητικό.
Αιώνιο θα έλεγα. Γιατί αυτές οι περιστάσεις είναι επαναλαμβανόμενες, έγιναν στο παρελθόν και θα γίνουν και στο μέλλον. Αλλά αν θες να ειδικευθείς στο τρομακτικό, όπως ο Σαχτούρης... Παραπονιόταν ο Ελύτης «μα γιατί αυτή η μονομανία στο τρομακτικό;» Του έκανε κριτική. Έβρισκε πως το παράκανε. Εγώ δεν βρίσκω πως το παράκανε. Αυτό ήταν η φύση του. Έτσι έγραφε.

Μα και η ζωή του Σαχτούρη δεν ήταν εύκολη. Είχε αρκετούς λόγους να γράφει τρομακτικά.
Εφιαλτικά. Εφιαλτικά όμως έγραφε και ο Κάφκα. Και το θεωρούμε τόσο σπουδαίο. Ο εφιάλτης είναι σίγουρα πηγή ποίησης. Όπως και ο Πόε που έγραφε τρομακτικά. 

Πόσες φωνές έχει ένα ποίημα; Ο Έλιοτ έλεγε πως έχει τρεις: τη φωνή του ποιητή που μιλάει στον εαυτό του. Τη φωνή του ποιητή που μιλάει στο κοινό και τη φωνή που προσώπου το οποίο υπάρχει μέσα στο έργο.
Ναι ο Έλιοτ είχε μια θεατρική τάση. Αυτά δεν είναι συνταγές ποίησης. Είναι συνταγές ποιητικής θεατρικότητας, και όπως ξέρουμε ο Έλιοτ τέτοια έγραφε. Ποιητικά έργα, θεατρικά. Φυσικό λοιπόν που έλεγε κάτι τέτοιο. Το ποίημα συνήθως έχει μια φωνή. Όμως δεν έχει σημασία πόσες φωνές έχει ένα ποίημα. Σημασία έχει η απόσταση που κρατάς απ΄ αυτό που γράφεις. Να μην πιστεύεις ότι αυτό που γράφεις είναι κάτι που δεν έχει γραφτεί πριν. Αν κρατάς αυτή την απόσταση δεν θα πέσεις στη φάκα να κάνεις μίμηση και επανάληψη, όπως παθαίνουν οι περισσότεροι.