Πολιτισμος

Δέκα άγνωστα ποιήματα του Γιάννη Ρίτσου

Προδημοσίευση της ανέκδοτης συλλογής «Το Υπερώον» στο ΑΠΕ

Newsroom
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Η ανέκδοτη συλλογή ποιημάτων του Γιάννη Ρίτσου με τίτλο «Το Υπερώον» προδημοσιεύεται από το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων. Η συλλογή, η οποία θα κυκλοφορήσει τον Νοέμβριο από τον εκδοτικό οίκο Κέδρος, περιλαμβάνει 72 ολιγόστιχα πεζόμορφα ποιητικά, στο πολυτονικό σύστημα, που γράφτηκαν το 1985.

Όπως σημειώνει το ΑΠΕ-ΜΠΕ, στο «Υπερώον» «ο ποιητής της Ρωμιοσύνης» μετεξελίσσεται σε ποιητή της εσωτερικότητας, παρατηρώντας τα συμβάντα του καθημερινού βίου, διαλεγόμενος με το αίνιγμα, το μυστήριο, το χρόνο, τα πρόσωπα, τα προσωπεία, τη φθορά, τον έρωτα, το θάνατο.

ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ

Μιλούσε για μυστικές αρτηρίες/ για σιωπηλά εφόδια/ για κείνο το ανάλαφρο βάρος στις πλάτες/ όταν η Μαρία λύνει την ποδιά της και κοιτάει απ’ το παράθυρο/ όταν δύο νέοι εμπορεύονται στο πεζοδρόμιο/ λαθραία υφάσματα/ όταν ο Λαοδίκης στον εξώστη, με ριγέ πιτζάμες/ κλείνει τα μάτια του στο μέγα φως/ κι η θάλασσα μας πλησιάζει/ όλους ανεξαιρέτως/ διδακτική, αμερόληπτη, αμνησίκακη

Ο ΩΡΑΙΟΣ ΔΡΑΠΕΤΗΣ

Φτηνό το φως, φτηνά μαγαζιά, φθηνότερα λόγια/ Άλλοι έφυγαν, άλλοι κοιμούνται, άλλοι πεθάνανε/ Κι αυτοί κι εκείνοι το ίδιο γερνάνε/ Εσύ αρνήθηκες τον γενικό κανόνα/ Άφησες πλαγιασμένο στο κρεβάτι σου το ομοίωμά σου/ μην καταλάβουν πως εσύ πλανιέσαι/ στο μέγα δάσος, άοπλος κυνηγός/ φορώντας τις λευκές σου μπότες

ΠΑΡΑΠΛΑΝΗΤΙΚΟ

Η σιωπηλή αθωότητα της άγνοιας/ Πόσες διαδοχικές αναιρέσεις, σφαλερές διαισθήσεις/ Κοιτούσες το βουνό, το ποτάμι, το σύννεφο/ Τα ωραία κορίτσια χάθηκαν στον κήπο/ πίσω από πανύψηλα χρυσάνθεμα/ Η νύχτα διαστέλλονταν πάνω απ’ την πόλη/ Κι εσύ/ απόμεινες ασάλευτος μέσα στο διχασμό σου/ έχοντας μόνο άλλοθι το άστρο

ΧΩΡΟΣ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

Πίσω απ’ τη μάντρα, σπασμένα γυαλιά/ σπασμένες στάμνες και κονσερβοκούτια/ τα λυπημένα σκυλιά, οι άγριες γάτες/ πλήθος τσουκνίδες κι ανάμεσά τους/ ένα μικρό λουλούδι κίτρινο/ σαν άστρο παραμελημένο/ έχει αναλάβει να πληρώσει όλα τα σπασμένα/ Μαζί κι εγώ

ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ

Πριν από εσένα ήσουν εσύ;/ Έξω στο δρόμο δεν περνάει κανένας/ Το φως του δωματίου πέφτει κάθετα/ τονίζοντας τα ζυγωματικά, σβήνοντας το σαγόνι/ μέσα στην ίδιαν απορία: «υπήρξαμε;»/ Έτσι πέταξα το ποτήρι απ΄ το παράθυρο/ Έτσι άκουσα τουλάχιστον κάτω στο πεζοδρόμιο τον κρότο: «υπάρχουμε»

ΔΙΕΙΣΔΥΣΗ

Τα πιο πολλά, τα πιο ωραί,/ τα ’δες απ’ την κλειδαρότρυπα - λουλούδια πεσμένα στο πάτωμα/ και μέσα στα παπούτσια σου / Καλύτερα λοιπόν να περπατάς ξυπόλητος/ μη σ’ ακούσουν.

ΤΟ ΑΔΙΑΒΑΤΟ

Άνθρωποι ριψοκίνδυνοι ήταν/ Δεν το περηφανεύονταν ωστόσο/ Έσπασε το θερμόμετρο/ ο υδράργυρος σκόρπισε/ Σαν φτάσαμε στα σύνορα/ μας σταμάτησαν/ Τα ψεύτικα διαβατήρια / ήταν έγκυρα/ Εμείς δεν περάσαμε

ΔΗΜΟΣΙΟ ΠΑΡΚΟ

Στη μικρή λίμνη τα χρυσόψαρα κι ένας κύκνος/ Στο παγκάκι η Περσεφόνη σταυροπόδι/ Τα γόνατά της λάμπουν ωραία. Όμως, προπάντων, αυτός ο κύκνος ακριβώς ήταν το επιχείρημα σου/ να συνεχίσεις να γράφεις μετά θάνατον

ΥΑΛΟΥΡΓΕΙΑ

Οι φούρνοι των υαλουργείων. Φλόγες, διαθλάσεις/ κρυστάλλινες μορφές, αγαλμάτια, δοχεία/ Το σώμα της Άρτεμης διάφανο/ ο κλόουν, ο υπνοβάτης, η θλιμμένη χελώνα/ τα δίδυμα άλογα/ Σχήματα οικεία/ μακρινές μνήμες επιστρέφοντας στον εαυτό τους/ πραγματωμένη διαφάνεια/ Πρόσεχε -είπε- /αχ, η ονειρεμένη, η εύθραυστη, διαψευσμένη / η προδοτική

Τ’ ΑΣΠΡΑ ΒΟΤΣΑΛΑ

Ετούτα τ’ άσπρα βότσαλα στο γυμνό σου τραπέζι/ λάμπουν στον ήλιο. Κανένας δε μαντεύει/ από ποιους βυθούς ανασύρθηκαν/ Κανένας δεν υποπτεύεται με το ριψοκίνδυνες/ καταδύσεις τ’ ανέβασες. Με τι στερήσεις κι αρνήσεις τ’ απέσπασες/ από τα νύχια κοραλλόδεντρων και βράχων/ Γι’ αυτό λαμποκοπούν τόσο λευκά με τη σεμνή τους περηφάνια/ ν’ αποσκεπάζουν το σκοτάδι της καταγωγής τους και ποτέ/ να μη μαρτυρήσουνε την ώρα της Μεγάλης Δίκης

Ο Γιάννης Ρίτσος γεννήθηκε την Πρωτομαγιά του 1909 στη Μονεμβασιά Λακωνίας και πέθανε στις 11 Νοεμβρίου του 1990 στην Αθήνα.