- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Πεντέλης 133
Είναι βράδυ, είμαι στην εκπομπή και σκάει στο μόνιτορ email από το πολιτιστικό του σταθμού, με είδηση.
● «Σε σωστική ανασκαφή, από τη Β' Εφορία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων, σε ιδιωτικό οικόπεδο στο Χαλάνδρι, στη Λεωφόρο Πεντέλης 133, στο οικοδομικό τετράγωνο που ορίζεται από την εν λόγω λεωφόρο και τις οδούς Πάρνηθος, Μεσσηνίας και Λακωνίας και κατά προσέγγιση 80 μ. νότια από τη ρεματιά Χαλανδρίου, αποκαλύπτεται αρχαία οδός σε χρήση τουλάχιστον από τους κλασικούς χρόνους, η οποία ταυτίζεται με την πορεία της λεγόμενης Οδού της Λιθαγωγίας».
● Ο δρόμος της πέτρας άνοιξε, η μουσική γλυκαίνει ξαφνικά χωρίς να το καταλάβω, ένα φωτάκι ανάβει πέρα έξω από το παράθυρο στο νυχτερινό ουρανό και ένας τρελός, λευκός γαλαξίας απλώνεται σα μαρμάρινη λεωφόρος μπροστά μου, από το Μαρούσι μέχρι πάνω ψηλά, στο αρχαίο όρος Βριλησσόν. Φτάνει μέχρι μέσα, στις στροφές και στα φαράγγια, στη σπηλιά των Αμώμων - του Νταβέλη, ελίσσεται γύρω από τα μισοκρυμένα μεσαιωνικά ναΰδρια και πάνω, πιο ψηλά απ’ όλα, στο Άντρο των Νυμφών. Τρέχει και θροΐζει σα ξωτικό ανάμεσα στα ρείκια και τα μικρόπευκα. Στρώνεται στο χώμα, γίνεται ένα με τα σχισμένα κρυσταλλικά πετρώματα, ίδια πέτρα αυτή της Αττικής και των Κυκλάδων. Ακούω το μάρμαρο να σφίγγει και να αναπνέει. Κάνει κρακ κι ανοίγουν φλέβες χρώματος στη χιονόλευκη υφή του, μικροί μώλωπες στο χρώμα της τέφρας, ανάσες καπνού μέσα στο άσπρο του και πράσινοι, σμαραγδένιοι παραπόταμοι από χλωρίτη ή σκούροι ασημένιοι, από μοσχοβίτη, σαν να τους βλέπω να διακλαδίζονται στο χάρτη του Google.
● Το «λευκό πεντελικό μάρμαρο», έστω και «σπασμένο» από τις χρωματιστές του ρυτίδες, χρησιμοποιήθηκε για να κατασκευαστεί ο Παρθενώνας, το Ερεχθείο, τα προπύλαια της Ακρόπολης, το Θησείο, ο ναός του Ολυμπίου Διός, μέχρι και αργότερα, η Ακαδημία Αθηνών. Κι όταν ιδρύθηκε το Νεοελληνικό Κράτος, το αρχαίο λατομείο της Σπηλιάς ξαναλειτούργησε για να δώσει χιονόλευκο μάρμαρο να χτιστεί το παλάτι του Όθωνα – η σημερινή Βουλή των Ελλήνων, η Βιβλιοθήκη, το Πολυτεχνείο, η είσοδος του Ζαππείου. Οι εξορύξεις συνεχίζονταν, κατασκευάστηκε λέει μέχρι και πεντάτοξη γέφυρα, τρία χιλιόμετρα από την Πεντέλη, για να μεταφέρονται τα μάρμαρα στο μέγαρο των Ιλισσίων, το σημερινό Βυζαντινό Μουσείο. Έτσι συντομεύτηκε και η αρχαία οδός, που λέγεται ότι πάνω της τώρα βρίσκεται η Δουκίσσης Πλακεντίας.
● Χτύπαγαν με αγάπη το πέτρωμα, με σίδερα και σφυριά. Αφουγκράζονταν τους ήχους και τις ταλαντώσεις του, ένιωθαν πού τρέχουν οι αρμοί του, έμπηγαν μέσα στις εσοχές του σφήνες από χαλκό να το ανοίξουν. Το άνοιγαν σε σχήματα – αν έφτιαχναν κιονόκρανο, ας πούμε, το έσπαγαν τριγωνικά, μετρούσαν με διαβήτες και με γνώμονες, 4-5 άνθρωποι το δούλευαν δυο μήνες και μετά, πολλοί μαζί το φόρτωναν με δύναμη. Τροχαλίες, αντίβαρα, βαρούλκα, μέχρι να το φτάσουν στην οδό Καταγωγής πάνω σε έλκηθρα κι από εκεί στην «οδό που κυλάει ο λίθος από την Πεντέλη», Πεντελέθεν λιθαγωγίας, και το έσερναν έτσι μέχρι το κέντρο της πόλης, σε όλο το δρόμο που βγήκε σήμερα στο φως, εκεί στη μέση του Χαλανδρίου, στα καλά καθούμενα, σε μιαν αυλή, δυo μέτρα κάτω από την άσφαλτο που τρέχουν τα οικογενειακά 4x4.
● Μαζεύονταν ο κοσμάκης και κοιτούσε τα τεράστια πέτρινα θηρία, απορούσαν με τη Γη κι αυτά που κρύβουν τα σωθικά της, έβλεπαν την πομπή που θα έχτιζε την Ακρόπολη να χαράζει όλο και πιο βαθιά το μονοπάτι έξω από τις καλύβες τους. Πέντε με δεκαπέντε άμαξες περνούσαν κάθε μέρα, έτριζαν κι αγκομαχούσαν, σκοινιά, πάσσαλοι και άνθρωποι, ακολουθώντας την πορεία του ρέματος Χαλανδρίου μέχρι να βγούνε στον ποταμό του Κηφισού. Κι εκεί, στην Κηφισίας, έφευγαν οι άμαξες για την Αθήνα. Τρεχάτες, ευθεία, φανάρια, κίνηση, ο τροχονόμος.
● Στην Οδό Λιθαγωνίας, στην αυλή της Λεωφόρου Πεντέλης 133, βρέθηκαν απομεινάρια, τοίχωμα, σπασμένα όστρακα, αγγεία, χαλίκια ποταμίσια, μικρά θρύψαλα ζωής. Ένα μικρό μεταλλικό βαρίδι για το ζύγι, ένα σπασμένο καρφί, ένας σπασμένος αμφορέας κρασιού με την εικόνα ενός κοριτσιού που σερβίρει οίνον, ένα φράγκικο νόμισμα σαν αναδίπλωση χρόνου, error message στη χρονομηχανή.
● Την άλλη μέρα πηγαίνω στο Χαλάνδρι. Προσπαθώ να φανταστώ τα μάρμαρα και τα μικρά καρφιά, απόηχοι μεταλλικών σφυριών που χτυπάνε σαν σόνικ μέσα στο χρόνο, κύματα, αχός κάρων, μικρές φλεβίτσες πράσινες μέσα σε μάρμαρο λευκό που φτάνουν ως τα σήμερα. Στρίβω δρόμους, μετράω ρυμοτομίες και γωνίες. Στο Χαλάνδρι, πριν 600 χιλιάδες χρόνια, έμαθα να οδηγώ, ήταν τέλεια. Εύρισκα άφθονες ειδυλλιακές θέσεις παρκαρίσματος, πήγαινα με 0.1 χιλιόμετρα την ώρα και στις διασταυρώσεις έμενα ώρες, ανενόχλητος, αρχαίος. Μετά, με έβγαλαν μια μέρα με χιόνι στην Κηφισίας, απίθανες σωφερίνες και τρελοί οδηγοί, και έμεινα για πάντα εκεί, γραπωμένος στο τιμόνι, στα φανάρια της Παραδείσου. Ακόμα το συζητούν οι κάτοικοι, σαν αστικό θρύλο.
● Στον Τερκενλή αφήνω τον Β. να περιμένει το τσουρέκι το σαλονικιώτικο (έχει αριθμό προτεραιότητας, η αναμονή φτάνει μέχρι και το μισάωρο λένε οι φήμες). Πιο πάνω έχει καλές crème brulle – γενικά όλη η περιοχή είναι βυθισμένη σε ένα σύννεφο ζάχαρης άχνης. Οι οικογένειες περιφέρονται και αγοράζουν γλυκά γλυκά γλυκά, Μεγάλες Τσάντες Από Το Σούπερ Μάρκετ, αθλητικές φόρμες και Μπάρμπι στα παιδιά τους, όλα είναι σχεδόν ροζ και μυρίζουν φρέσκο, καμένο ξύλο από τα τζάκια.
● Μπαίνω στον «Μικρό Κοραή», ψάχνοντας να αλλάξω ένα βιβλίο. Είναι ωραία, ήσυχα, ευγενικά, με καλή ταξινόμηση των τίτλων, με ήρεμους bookworms και αρκετές μπεζ, σικ καμπαρντίνες. Στις νέες εκδόσεις, μέσα σε 20 λεπτά μετράω να φεύγουν περίπου πέντε αντίτυπα της «Κρίσης» του Κ. Σημίτη – πρέπει να είναι το καλό κλίμα, το κακό κυκλοφοριακό, τα ξωτικά του όρους με τα μάρμαρα, η ρυμοτομία, κάτι που τους κάνει όλους να θέλουν να γίνουν καλύτεροι άνθρωποι. Αγοράζω τον καινούργιο Ίρβιν Γιάλομ, «Στον Κήπο του Επίκουρου». Το βράδυ, δίπλα στα απομεινάρια του Τερκενλή, διαβάζω πώς να ξεπεράσω το άγχος του θανάτου. Ο Γιάλομ λέει ότι ζούμε σαν ένα βότσαλο στη λίμνη – πέφτουμε στο νερό σε μια στιγμή σαν να κρατάει μια ζωή και μετά αφήνουμε γύρω μας κύματα σαν σόναρ που απλώνονται διαδοχικά. Ζούμε μέσα από τον απόηχό μας, αυτά που αφήνουμε πίσω μας κι ακούνε οι επόμενοι – την αγάπη δηλαδή, τα έργα, τα λόγια που τους λέμε.
Τα διαβάζω κι ακούω την πέτρα να κρακελάρει, να ανοίγει τις φλέβες της να τρέχει χρώμα.