Πολιτισμος

Τα παιδιά που έχασαν το τρένο του Άουσβιτς

Στην Ελλάδα της Κατοχής, εκατοντάδες εβραιόπουλα σώθηκαν από το ναζιστικό διωγμό ζώντας κρυμμένα, με άλλη ταυτότητα, για χρόνια

Χρύστα Ντζάνη
8’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ο Αλέξανδρος Σιμχά, το μικρότερο από τα τρία παιδιά της οικογένειας Σιμχά από την Καβάλα, ήταν τριών ετών όταν έφτασε στην Ελλάδα ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος. Ο πατέρας του, ένας εύπορος διευθυντής σε καπνεμπορική επιχείρηση της μακεδονικής πόλης, με καταγωγή από τους Ασκενάζι της Πολωνίας, είχε τη σπάνια για τη δεδομένη ιστορική στιγμή προνοητικότητα να πάρει αμέσως την οικογένειά του στην Αθήνα, ώστε να αυξήσουν τις πιθανότητες επιβίωσής τους.

Μπήκαν σε ένα μαύρο ταξί και έφυγαν για την πρωτεύουσα, με σκοπό να κρυφτούν μες στο μεγάλο πλήθος της πόλης. Αυτή είναι μια από τις πρώτες αναμνήσεις του κ. Σιμχά. Στην αρχή, νοίκιασαν ένα σπίτι στο Παγκράτι και τον πρώτο καιρό τα τρία αγόρια μπορούσαν να παίζουν με τα παιδιά της γειτονιάς, με τον αυστηρό όρο να μην αποκαλύπτουν την εβραϊκή τους ταυτότητα. «Άρχισαν έτσι να μου δημιουργούνται ενοχές. Αισθανόμουνα ότι ανήκα σε μία κατώτερη κατηγορία ανθρώπων», αφηγείται. Σύντομα, τα παιδιά πήραν χριστιανικά ονόματα, έμαθαν και τις χριστιανικές προσευχές, όμως αυτό δεν αρκούσε. Οι Σιμχά αποφάσισαν πως ήταν πιο ασφαλές να αποχωριστούν ως το τέλος του πολέμου δύο από τα τρία αγόρια τους, ώστε αν πιανόταν ένα μέλος της οικογένειας, να μην κινδυνεύσουν οι υπόλοιποι. Ο Αλέξανδρος κατέληξε έτσι στα πέντε του χρόνια στη φροντίδα του Γιώργου και της Βιργινίας Αιγινήτη, ενός άκληρου ζευγαριού που έμενε με την υιοθετημένη τους κόρη, Καίτη, και τη γιαγιά στο κέντρο της Αθήνας.

Βομβαρδισμός στου Στρέφη
«Θυμάμαι το σπίτι, ήταν ένα υπόγειο με δύο δωμάτια. Η πιο μεγάλη δυσκολία ήταν μην μας αντιληφθούν οι γείτονες και οι Γερμανοί. Τους καταδότες φοβόμασταν, υπήρχαν καταδότες απ’ όλες τις πλευρές. Υποτίθεται ότι εγώ ήμουν ένα ανιψάκι τους από την Πάρο, γιατί ήταν Παριανοί η οικογένεια που με φιλοξενούσαν, και υποτίθεται ότι με είχε στείλει η οικογένειά μου στην Αθήνα να πάω σχολείο. Με περιποιούνταν, με πήγαιναν εκκλησία, τα πάντα. Ήταν τίμιοι άνθρωποι, πολύ σωστοί. Δεν μπορούσαν να κάνουν παιδιά. Είχαν μια κόρη υιοθετημένη, μεγάλη. Από μέσα τους θα έλεγαν ότι, αν δεν γυρίσουν οι γονείς μου, θα ήθελαν να με κρατήσουν», αναφέρει.

Στις σποραδικές αναμνήσεις του, που κατέγραψε σε ένα εγχειρίδιο με τον εύγλωττο τίτλο «Τα χαμένα χρόνια», επισημαίνει την αυστηρότητα και το βαρύ χέρι της Βιργινίας, που τα αντιστάθμιζε όμως η μεγάλη αγάπη της γιαγιάς και της θετής αδερφής του στο πρόσωπό του. Με την Καίτη συνήθιζαν να βγαίνουν για παιχνίδι στον λόφο του Στρέφη. Όμως, όταν μια μέρα τους βρήκε εκεί ένας βομβαρδισμός και κρύφτηκαν στο καταφύγιο για ώρες, οι βόλτες αυτές απαγορεύτηκαν, μέχρι να σημάνει το τέλος του πολέμου.

O θείος, η θεία και η –κωφή και τυφλή- προγιαγιά του Αλέξανδρου Σιμχά που εξοντώθηκαν στο Ολοκαύτωμα.

Όταν οι Γερμανοί αποχώρησαν από την Αθήνα, η μητέρα του Αλέξανδρου επέστρεψε και τον πήρε πίσω στο σπίτι τους. Είχαν, σαν από θαύμα, σωθεί και οι πέντε Σιμχά, γιατί είχαν προλάβει να φύγουν από την Καβάλα, όπου οι Ναζί δεν άργησαν να προβούν σε διωγμούς κατά των Εβραίων, κάτι που δεν συνέβη με την προγιαγιά και την εξαμελή οικογένεια της θείας του, που θανατώθηκαν. Όμως η μετέπειτα ζωή δεν ήταν εύκολη.

«Όταν τελείωσε ο πόλεμος, ο πατέρας μου πήγε στην Καβάλα να δει τι γίνεται και να ξαναπάρει τη δουλειά που είχε, που ήταν πολύ καλή δουλειά. Αλλά είχε πεθάνει ο ιδιοκτήτης του εργοστασίου, μάλλον τον είχαν πάρει οι Γερμανοί κι αυτόν – ήταν Εβραίος, κι ο κληρονόμος του, ένας ανιψιός του, δεν ήθελε να εργοδοτήσει τον πατέρα μου.Κι έτσι γύρισε στην Αθήνα, όπου έκανε δουλειές του ποδαριού, μέχρι που μπόρεσε και βρήκε μία καλή θέση σε μια καπνεμπορική επιχείρηση, ίσως τη μεγαλύτερη της εποχής, και ξανάρχισε απ’ την αρχή. Το σπίτι μας στην Καβάλα σώθηκε, αλλά οι Βούλγαροι δεν είχαν αφήσει τίποτα μέσα», μας είπε όταν συναντηθήκαμε στη Λευκωσία, με αφορμή τα εγκαίνια της έκθεσης «Τα κρυμμένα παιδιά στην Ελλάδα της Κατοχής».

«Τα πάντα ήμασταν. Και τίποτα»
Το ζήτημα της ταυτότητας ήταν αυτό που βασάνισε περισσότερο τον Αλέξανδρο Σιμχά, όπως και τα περισσότερα παιδιά που αναγκάστηκαν να κρύψουν την καταγωγή τους, γιατί η αποκάλυψή της θα σήμαινε την εξόντωσή τους. Ήταν Έλληνες, εβραίοι ή χριστιανοί όπως είχαν μάθει να λένε; «Η μητέρα μου είχε καταγωγή από τους Σεφαραδίτες κι ο πατέρας μου από τους Ασκενάζι της Πολωνίας, έμεναν στην Κέρκυρα και από κει μετακόμισαν οι πρόγονοί του στην Καβάλα. Ήταν ακόμα Οθωμανική Αυτοκρατορία όταν έφτασαν στην Καβάλα και εκείνοι είχαν ελληνικά διαβατήρια, γιατί η Κέρκυρα ήταν ελληνική. Ο δε παππούς μου ήταν μαουνιέρης και μετέφερε όπλα για τον Μακεδονικό Αγώνα. Μετά τον πόλεμο, ντρεπόμουν να πω ότι ήμουν εβραίος’ ο πατέρας μου δεν τήρησε καμία εβραϊκή παράδοση. Ούτε ξέραμε τι ήμασταν. Αυτό είναι το κενό, τι ήμασταν εβραίοι ήμασταν; Χριστιανοί ήμασταν; Τα πάντα ήμασταν. Και τίποτα. Άλλαξα άποψη όταν σπούδασα, που πήγα στο εξωτερικό. Τώρα που τα βλέπω με το μάτι κάποιου που έχει ζήσει την ζωή του, αυτή η εμπειρία μου έχει αφήσει ένα κενό ζωής. Δεν επωφελήθηκα να μάθω πέντε πράματα και να ευχαριστηθώ άλλα πέντε. Ήταν χαμένα χρόνια; Ναι, ήταν. Κρυβόμουν. Όταν πήγα σχολείο, πήγα στη δευτέρα δημοτικού γιατί όσο κρυβόμουν, διδασκόμουν κατ’ οίκον. Δεν ήξερα τα γράμματα που ήξεραν οι άλλοι, αλλά ούτε και να συμπεριφερθώ με τα άλλα παιδιά. Ντρεπόμουν να πω ότι ήμουν εβραίος, έλεγα πως είμαι χριστιανός, πήγαινα και στην εκκλησία. Για το Ολοκαύτωμα για πολλά χρόνια δεν μιλούσαμε. Μετά τον πόλεμο κανένας δεν μιλούσε, υπήρχε σιωπή πλήρης απ’ όλες τις πλευρές και περισσότερο απ’ αυτούς που ανακάλυψαν το Ολοκαύτωμα», αναφέρει.

Ο Αλέξανδρος Σιμχά με τη μητέρα και τα αδέρφια του λίγους μήνες μετά τη γέννησή του.

Η μεγαλύτερη εξόντωση στην Ευρώπη
Πριν από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, κατοικούσαν στην Ελλάδα 75.307 Εβραίοι – από αυτούς, οι 50.000 στη Θεσσαλονίκη. Το 1943-44 υπολογίζεται πως εκτοπίστηκαν 65.000 Εβραίοι. Λίγο μετά το τέλος του Πολέμου, τον Απρίλιο του 1946, ζούσαν στην Ελλάδα 10.000 – 11.000 Εβραίοι και στη Θεσσαλονίκη μόλις 2.000. «Στην Ελλάδα εξοντώθηκε το 82-85% του εβραϊκού πληθυσμού, είναι από τα υψηλότερα ποσοστά στην Ευρώπη. Ειδικά, στη Θεσσαλονίκη, το 96-97% των Εβραίων κατοίκων της πόλης εξοντώθηκαν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης.Είναι η πόλη της Ευρώπης με το μεγαλύτερο ποσοστό. Για αυτό και η Θεσσαλονίκη ονομάζεται ‘πόλη του ολέθρου, του θανάτου’, ενώ η Αθήνα ‘πόλη της διάσωσης’. Ήταν όμως πολύ διαφορετικές οι συνθήκες στις δύο πόλεις», μας είπε η διευθύντρια του Εβραϊκού Μουσείου Ελλάδος, στο οποίο ανήκει η έκθεση «Κρυμμένα παιδιά στην Ελλάδα της Κατοχής», Ζανέτ Μπαττίνου.

Οι λόγοι που η Αθήνα με τη Θεσσαλονίκη διέγραψαν αντίστροφη πορεία στο ζήτημα της διάσωσης ή εξόντωσης των Ελλήνων εβραίων από τους Ναζί είναι πολλοί. «Καταρχάς, έχει να κάνει με το χρονικό σημείο.Στη Θεσσαλονίκη ο διωγμός έγινε ένα χρόνο νωρίτερα. Στην Αθήνα στο μεταξύ είχαν καταφύγει πολλοί άνθρωποι από τη Θεσσαλονίκη, τα Ιωάννινα, την Καβάλα, την Κρήτη. Κρύφτηκαν εκεί λόγω διασυνδέσεων εμπορικών, επαγγελματικών, συγγενικών και μετακινούνταν – έχουμε ιστορίες που κρύφτηκαν σε 17 διαφορετικά καταφύγια μέχρι το τέλος του πολέμου».

Μεταμφιεσμένα εβραιόπουλα που κρύβονταν σε ελληνικό χωριό στη διάρκεια της Κατοχής (πηγή: UnitedStatesHolocaustMemorialMuseum).

Στο μεταξύ, στην Αθήνα, η Αρχιεπισκοπή κάλεσε την κατοχική κυβέρνηση να μην διαχωρίσει τους Έλληνες εβραίους από τον υπόλοιπο πληθυσμό, ενώ ζήτησε από τα μοναστήρια και τις εκκλησίες να βοηθήσουν τους καταδιωχθέντες με όποιον τρόπο ήταν δυνατόν. Έτσι, πολλοί Έλληνες εβραίοι άρχισαν να εξασφαλίζουν πιστοποιητικά βάφτισης ή γάμου, με προγενέστερες ημερομηνίες, κάτι που ωστόσο, σύντομα έγινε αντιληπτό τους κατακτητές. Τότε, επιστρατεύτηκε η Αστυνομία, που τουλάχιστον στην Αθήνα, στον Βόλο και αλλού, εξέδιδε σε εβραίους ψεύτικες ταυτότητες με τα ονόματα χριστιανών που είχαν πεθάνει από την πείνα, τις κακουχίες κτλ. Το πιο λαμπρό παράδειγμα διάσωσης των εβραίων και ένα από τα σπανιότερα στην Ευρώπη, ήταν η Ζάκυνθος, όπου σώθηκαν όλοι οι εβραίοι του νησιού χάρη στις προσπάθειες των τοπικών Αρχών. Ο δήμαρχος Λουκάς Καρρέρ και ο μητροπολίτης Χρυσόστομος Δημητρίου αποφάσισαν να μην δώσουν τη λίστα με τα ονόματα των εβραίων που τους είχε ζητηθεί από τους Ναζί, όπως είχε γίνει σε πολλές άλλες πόλεις. Στη θέση της, παρέδωσαν μια λίστα με δυο μόνο ονόματα - τα δικά τους, με τη σημείωση ότι θα έπρεπε να συλληφθούν πρώτοι αυτοί ως εβραίοι. Κέρδισαν έτσι χρόνο και έκρυψαν τους διωκώμενουςεβραίους στα βουνά και απέναντι, με ψαροκάικα, στην ηπειρωτική Ελλάδα, όπου τους βοήθησαν οι αντιστασιακοί.«Έπαιξε πολύ μεγάλο ρόλο η στάση του τοπικού πληθυσμού. Όπου ο τοπικός πληθυσμός κινήθηκε εναντίον αυτής της κατάστασης και προσπάθησε να βοηθήσει, σώθηκαν περισσότεροι. Όπου δεν αντέδρασαν, είτε λόγω αδιαφορίας ή φόβου ή για άλλους λόγους, χάθηκαν πολύ περισσότεροι, όπως στη Θεσσαλονίκη», σημειώνει η κ. Μπαττίνου.

Η παιδική –κατοχική- ταυτότητα του Αλέξανδρου Σιμχά, όπου αναγράφει ως θρήσκευμα «χριστιανός ορθόδοξος».

Τα παιδιά που έχασαν το τρένο
«Δεν ξέρουμε ακριβώς πόσα παιδιά κρύφθηκαν. Αλλά είναι μερικές εκατοντάδες. Στην Ελλάδα 12.000 παιδιά δολοφονήθηκαν στο Ολοκαύτωμα και συνολικά στην Ευρώπη 1,5 εκατομμύριο. Μπροστά στις 12.000, οι μερικές εκατοντάδες είναι ένας μικρός αριθμός. Τα κρυμμένα παιδιά είναι μια ιστορία διάσωσης μεν και επιβίωσης, ένα φωτεινό παράδειγμα ανθρωπιάς, που στέκεται όμως στο περιθώριο του κεντρικού αφηγήματος του Ολοκαυτώματος που είναι τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, όπου ο κόσμος έζησε τη φρίκη, μια ζωντανή κόλαση κι έχασε σταδιακά την ζωή του», τονίζει η κ. Μπαττίνου.

Όσοι βοήθησαν εκείνα τα παιδιά να σωθούν το έκαναν για λόγους ανθρωπιστικούς ή επειδή είχαν δεσμούς οικογενειακούς, φιλικούς, επαγγελματικούς με τους γονείς τους. Σύμφωνα με τη διευθύντρια του Εβραϊκού Μουσείου, πέρα από τις ανθρωπιστικές περιπτώσεις, υπήρχαν και ορισμένοι ανυπότακτοι που βοήθησαν γιατί πίστευαν ότι η κοινωνία γύρω τους έκανε λάθος τη δεδομένη στιγμή και δεν ήθελαν να συμμετάσχουν. Δεν έλειψαν και τα οικονομικά κίνητρα.Σε ορισμένες περιπτώσεις, υπήρξαν άτομα που πληρώθηκαν για να μεταφέρουν εβραίους στην ουδέτερη τότε Τουρκία δια θαλάσσης και με αμοιβή, οι οποίοι όμως μεσοπέλαγα τους πήραν τα κοσμήματα και τους έπνιξαν. Οι περιπτώσεις ήταν πολλές και τα κίνητρα ποίκιλλαν.

Τα αδέρφια Παύλος, Τζάκο και Αλέξανδρος Σιμχά. Οι δύο από τους τρεις αναγκάστηκαν να κρυφτούν σε άλλες οικογένειες στη διάρκεια της Κατοχής, προκειμένου να σωθούν.

Όπως πολλοί και διαφορετικοί ήταν κι οι επίλογοι στις ιστορίες των παιδιών που κρύφτηκαν για να σωθούν. «Υπήρξαν γονείς που επέστρεψαν και δεν βρήκαν παιδιά, αλλά και παιδιά που δεν βρήκαν ποτέ τους γονείς τους. Στην έκθεση έχουμε παιδί που έχασε την ταυτότητά του για πάντα, δόθηκε σε θετούς γονείς μωρό και δεν ήξεραν ούτε οι άκληροι γονείς ούτε το παιδί ποιο ήταν το όνομά του. Οι φυσικοί του γονείς δεν επέστρεψαν ποτέ. Το παιδί κάποια στιγμή έμαθε ότι είναι εβραιόπουλο και άρχισε να ψάχνει, όμως ο ηλικιωμένος που την είχε παραδώσει, είχε πεθάνει και πήρε το μυστικό μαζί του. Και η γυναίκα δεν έμαθε ποτέ ποια είναι», αναφέρει η κ. Μπαττίνου.

Τα χρόνια της σιωπής
Οι πρώτες δεκαετίες μετά το Ολοκαύτωμα ήταν για τη μεγάλη πλειονότητα όσων επέζησαν δεκαετίες σιωπής. Κυριαρχούσαν ο φόβος, οι τύψεις που επέζησαν έναντι άλλων και η ντροπή. Μόνο μετά το ’60, όταν συνελήφθη, δικάστηκε και καταδικάστηκε στο Ισραήλ ο Αντισυνταγματάρχης των SS Άντολφ Άιχμαν, άρχισαν όσοι είχαν επιζήσει της φρίκης της «Τελικής λύσης» να αποτινάσσουν από πάνω τους τα βαριά συναισθήματα, αναζητώντας ανακούφιση στην αφήγηση των όσων είχαν ζήσει. Η ίδια σιωπή ίσχυσε και στην περίπτωση των παιδιών που δεν πέρασαν από στρατόπεδα συγκέντρωσης, αλλά χρειάστηκε να αποχωριστούν τις οικογένειές τους και να κρύψουν την ταυτότητά τους, προκειμένου να σωθούν. «To 2000 που ξεκινήσαμε αυτή την έρευνα ήταν η πρώτη φορά στην ελληνική γλώσσα που εισήχθηκε ο όρος «κρυμμένα παιδιά». Αυτό νομιμοποίησε την εμπειρία τους και τους έδωσε τον τίτλο του επιβιώσαντος από το Ολοκαύτωμα, γιατί ως τότε όταν προσπαθούσαν να πουν για την εμπειρία τους, ότι όταν ήταν μικρούλια η μαμά τους τους άφησε για να σωθούν, η αντίδραση που εισέπρατταν ήταν «έλα τώρα, ο άλλος πήγε στο Άουσβιτς και θα μας πείτε εσείς που πήγατε στον Κότρωνα της Λακωνίας;». Οι άνθρωποι αυτοί δεν είχαν καμία ανακούφιση, καμία αναγνώριση για το δικό τους τραύμα, το οποίο δεν είναι αμελητέο. Μην ξεχνάμε, ήταν και παιδιά, ήταν άλλες αναλογίες. Θα μου πείτε, προτιμούσαν να είναι όπως όλα τα παιδιά που μπήκανε στο Άουσβιτς, αλλά δεν βγήκανε ποτέ; Αυτά είναι «τα παιδιά που έχασαν το τραίνο για το Άουσβιτς», όπως γράφει χαρακτηριστικά ένας από αυτά τα παιδιά. Αλλιώς διαχειρίζεται ένας ενήλικας το τραύμα του κι αλλιώς ένα παιδί. Αυτά τα παιδιά έχασαν το στήριγμά τους, που ήταν οι γονείς τους, έχασαν την ταυτότητά τους γιατί τους έλεγαν πχ «μην πεις ότι σε λένε Σαμουέλ, γιατί θα πεθάνουμε όλοι – να πεις ότι σε λένε Μίμη ή Μάκη». Αυτό σήμαινε απώλεια της αυτοεκτίμησης, γιατί αντιλαμβάνονταν ότι για να είναι το όνομά τους επικίνδυνο, κάτι κακό θα είναι. Πώς να τα ξεμπλέξει αυτά ένα παιδί; Εκτός αυτού, κάποια παιδιά βίωσαν ως απόρριψη και εγκατάλειψη το γεγονός ότι τους έδωσαν σε κάποια θεία ή κάποιον άγνωστο για να τα σώσουν. Είναι ένα σοβαρότατο τραύμα που βίωσαν αυτά τα παιδιά και τα παιδιά που βλέπουν σήμερα την έκθεση το αντιλαμβάνονται πάρα πολύ καλά», σημειώνει η κ. Μπαττίνου.

Αυτό το αγόρι που είναι έτοιμο να μπαρκάρει από τον Πειραιά, το 1945, είχε βρεθεί στα σκουπίδια, στη Θεσσαλονίκη, μετά τον διωγμό των εβραίων (Αρχείο YadVashem, Θεσσαλονίκη).

Μια ιστορία για το σήμερα
Η έρευνα για τα κρυμμένα παιδιά της Κατοχής ξεκίνησε από το Εβραϊκό Μουσείο Ελλάδος το 2000 με αφορμή την πρώτη παρουσίαση στην Ελλάδα της περιοδεύουσας έκθεσης του μουσείου Anne Frank House, «Άννα Φρανκ: μια Ιστορία για το Σήμερα». Το ένα κρυμμένο παιδί οδηγούσε στο άλλο και έτσι σταδιακά συγκεντρώθηκαν δεκάδες προσωπικές μαρτυρίες ανθρώπων που στην πιο τρυφερή ηλικία, αναγκάστηκαν να φύγουν από το σπίτι τους, να κρυφτούν, να μετακινούνται συνεχώς, να χρησιμοποιούν ψεύτικο όνομα ή και ψεύτικη ταυτότητα, ή που έχασαν την αληθινή τους ταυτότητα, κάποτε για πάντα. Η βιωματική έκθεση, που πέραν από τις μαρτυρίες, περιλαμβάνει φωτογραφίες, παιγνίδια, διάφορα χρηστικά αντικείμενα, τετράδια και ημερολόγια, που είχαν επιβιώσει, επαναλαμβάνεται κατά καιρούς στην Αθήνα και αλλού (αυτή την περίοδο και ως τις 20 Απριλίου παρουσιάζεται στο Μουσείο του Παγκύπριου Γυμνασίου στη Λευκωσία) και εμπλουτίζεται διαρκώς με στόχο, όπως επισημαίνει η κ. Μπαττίνου, να αναλογιστεί κανείς ανάλογες ανθρωπιστικές δράσεις και ιστορίες και το σήμερα. «Αυτό επιτυγχάνεται και στις περισσότερες περιπτώσεις το συνδέουν με το σήμερα και το προσφυγικό ζήτημα».

Στα 81 του χρόνια σήμερα, ο Αλέξανδρος Σιμχά περιγράφει την περίοδο που κρυβόταν ως παιδί στην Κατοχή ως «Τα χαμένα χρόνια».

Στιγμιότυπο από την έκθεση «Τα κρυμμένα παιδιά στην Ελλάδα της Κατοχής» στη Λευκωσία.