- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
25 χρόνια χωρίς τον Χρήστο Βακαλόπουλο
Tι είναι αυτό άραγε που διατηρεί άσβεστη την μνήμη του;
Αναρωτιέμαι συνεχώς όλα αυτά τα χρόνια της απουσίας του Χρήστου τι είναι αυτό άραγε που διατηρεί άσβεστη την μνήμη του; Ποιό είναι εκείνο το στοιχείο που τον κάνει να κυκλοφορεί, ωσεί παρών, ακόμα ανάμεσά μας; Ή άλλες φορές να τον αναγορεύει σε μύθο; Είχε μήπως μία ξεχωριστή, ηρωική, καταραμένη ή λαμπερή ζωή; Σίγουρα όχι. Μήπως άφησε πίσω του ένα κορυφαίο και εμβληματικό κινηματογραφικό ή λογοτεχνικό έργο; Πάλι σίγουρα όχι. Τότε τι; Αν δεν είναι ο άνθρωπος; Αν δεν είναι το έργο; Τότε τι είναι;
Και απαντώ: Αυτό που κατέστησε τον Βακαλόπουλο μία εξαιρετική περίπτωση όσο ζούσε και σημείο αναφοράς όταν έφυγε πια, είναι η ΣΚΕΨΗ του. Η φιλοσοφική του σκέψη. Μια μοναδική, πρωτότυπη, βαθιά και ανεπανάληπτα γοητευτική σκέψη για τον άνθρωπο, τη ζωή και τον κόσμο. Μία σκέψη που συνίσταται εξίσου από ορθό λόγο, αίσθημα και βίωμα. Μία σκέψη ουσιαστικά φιλοσοφική, με τον τρόπο που την παρέδωσαν στον κόσμο οι Έλληνες: μία φιλοσοφία που δεν πραγματώνεται μόνο στα μεγάλα και ολοκληρωμένα συστήματα, ούτε στις εξειδικευμένες πραγματείες, αλλά αναδύεται και πραγματώνεται χάρη στον έμπρακτο και κατορθωμένο φιλοσοφικό βίο. Γιατί πίσω από τα φιλοσοφικά ερωτήματα βρίσκονται πάντοτε άνθρωποι που τα θέτουν και άνθρωποι που ζουν –ωραίοι στον καιρό τους- ανάλογα με τις απαντήσεις που δίνουν σε αυτά. Έλεγε, καθόλου υπερβολικά, ο Πασκάλ: «Φυσικά δεν μπορούμε να φανταστούμε τον Πλάτωνα ή τον Αριστοτέλη χωρίς τις ακαδημαϊκές τους τηβέννους. Μπορούμε όμως να τους φανταστούμε να δειπνούν και να γελούν μαζί με τους φίλους τους, όπως και οι άλλοι άνθρωποι. Κι όταν αποσύρονταν για να σκαρώσουν τους «Νόμους» και τα «Πολιτικά» τους το έκαναν με διάθεση να παίξουν. Αυτό ήταν το λιγότερο φιλοσοφικό και το λιγότερο σοβαρό κομμάτι της ζωής τους. Το πιο φιλοσοφικό και το πιο σοβαρό ήταν να μπορούν ζουν απλά και γαλήνια.»
Έχοντας ζήσει 10 χρόνια μαζί με τον Βακαλόπολο, και έχοντας μελετήσει τον τεράστιο όγκο των κειμένων του νομίζω ότι αυτή η σκέψη του Πασκάλ περιγράφει όσο τίποτα άλλο τον Χρήστο που γνώρισα. Για τον Βακαλόπουλο δεν ήταν το θέμα το σινεμά, ούτε τα βιβλία, ούτε τα τραγούδια. Η ζωή ήταν, η αναζήτηση της πραγματικής μας ζωής, της ζωής μας αυτής καθαυτής, αδιαμεσολάβητης από κάθε ιδέα.
Το καθοριστικό στοιχείο στη διαμόρφωση της σκέψης και της ζωής του Χρήστου ήταν η συνάντησή του με την αρρώστια του στις αρχές της δεκαετίας του 80, και η φευγαλέα χειραψία που αντάλλαξε με το θάνατο (το ύψιστο –κατά Βακαλόπουλο- δεδομένο της ζωής). Αυτό το γεγονός, σαν να τον φώτισε, τον άλλαξε οριστικά και αμετάκλητα. Τα κείμενα του και η ζωή του από κει και πέρα μοιάζουν να είναι γραπτά ενός άλλου ανθρώπου και ως προς το ύφος και ως προς το αίτημα που διατυπώνουν. Αφήνει για πάντα πίσω του τη στριφνή ορολογία, την περίπλοκη σύνταξη, την αναλυτική μέθοδο, τις αναφορές στην ψυχανάλυση, τη σημειολογία, την πολιτική θεωρία (θέματα που πάντως γνώριζε επαρκώς) και την εύκολη διαδρομή από το γενικό στο ειδικό (κάτι που, μάλλον, δεν αφορά κανέναν). Υιοθετεί δια παντός τον καθημερινό λόγο, τις σύντομες κοφτές προτάσεις, τις αναφορές σε γεγονότα ή φράσεις που προσπαθούν να κρύψουν ή να φανερώσουν, τη σύνθεση και τη διαδρομή από το ειδικό στο γενικό (κάτι, που μάλλον, αφορά όλους). Δεν επιδεικνύει αλλά αντίθετα κρύβει τις γνώσεις του, υποδουλώνει τη δεινότητα του λόγου του στην υπηρεσία του νοήματος, αποφεύγει, όπως ο διάολος το λιβάνι, να αναδείξει ένα περίτεχνα-υποτίθεται- κρυμμένο βάθος, και υποκλίνεται συνεχώς στον κόσμο γύρω του. Θέτει τον εαυτό του στην υπηρεσία ενός αόρατου στρατού και θα πολεμήσει ως το τέλος να γκρεμίσει ή να ξορκίσει ότι στέκεται ανάμεσα σε αυτόν και τον κόσμο, τον κόσμο και την ζωή, φωτίζοντας όσο μπορεί την αληθινή, καταφρονεμένη, πολλές φορές, πλευρά της ενάντια στην λαμπερή, ψεύτικη εικόνα της.
Ο Χρήστος πίστευε ότι το να αποδεχθούμε και να αγαπήσουμε την πραγματικότητα, τη δική μας και του κόσμου γύρω μας, είναι ο μόνος δρόμος που, πέρα από ηθικές και ιδεολογίες, άσχετα από το Καλό και το Κακό, δεν οδηγεί στο γκρεμό ή σε αδιέξοδα. Το να συμφιλιωθούμε με αυτό που είμαστε και να μην καμωνόμαστε συνεχώς κάτι άλλο, το να παραδοθούμε στη ζωή και να μην προσπαθούμε να την ερμηνεύσουμε, το να αφιερωθούμε στο νόημα των πραγμάτων, αδιαφορώντας για το σχήμα τους η τις ιδέες για αυτά, είναι ο μόνος δρόμος για να ζούμε πλήρως και ουσιαστικά χωρίς να «πάψουμε να υποκρινόμαστε ότι υποφέρουμε ή, μερικές φορές, ότι είμαστε ευτυχισμένοι».
Έλεγε πυκνά-συχνά: «Το καλύτερο πράγμα που θα μπορούσε να μας συμβεί, είναι αυτό που μας συμβαίνει κάθε στιγμή, γιατί οτιδήποτε άλλο δεν υπάρχει καν». Όταν κάποιος γκρίνιαζε, έχοντας μάλιστα δίκιο, ο Χρήστος τον παρακολουθούσε αμίλητος και, σε μια παύση, έδραττε την ευκαιρία και έλεγε πολύ σοβαρά: «Αν τα πράγματα είναι τόσο άθλια όσο λες, τότε δεν έχουμε άλλη επιλογή από το να ερωτευθούμε την αθλιότητα».
Αυτή η λατρεία της ιερής πραγματικότητας (δανείστηκε πολλές φορές, καμαρώνοντας σαν γύφτικο σκερπάνι, τη ρήση του Δημήτρη Πικιώνη «περπατάω ξυπόλητος πάνω στο πύρινο έδαφος της πραγματικότητας») αυτό το κατάματα κοίταγμα στον εαυτό μας και στην ζωή μας ήταν νομίζω το σημείο εκκίνησης αλλά και το σημείο αναφοράς της σκέψης του Χρήστου.
Αυτή η ζωή που ταυτίζεται συνεχώς με το ιερό δέος της πραγματικότητας. Δέος που ισοδυναμεί προς της ιερότητα της στιγμής, το φως του στιγμιότυπου, τη βαθύτερη έκλαμψη του συμβάντος. Της στιγμής που τη θεωρούσε σημαντικότερη από τη μουσειακή, φετιχιστική υπεράσπιση των μοτίβων του παρελθόντος και των ορθολογιστικών σεναρίων σχεδιασμού του μέλλοντος.
Και από αυτή η αντίληψη του για την έννοια της στιγμής πηγάζει η αντίληψη του για την έννοια του χρόνου. Ο χρόνος στον Βακαλόπουλο δεν υπάρχει, καθαγιάζεται από την έννοια της αιωνιότητας, είναι πανδαμάτωρ και άχρονος (κατανοώ τον λεκτικό ακροβατισμό, αλλά δεν έχω άλλο τρόπο να τον ορίσω). Θεωρούσε σύγχρονο του, με όποιον –κατά καιρούς- συνομιλούσε: τον Πλάτωνα, τον Ιωάννη της Κλίμακος, τον Μάρξ, τον Παπαδιαμάντη, τον Βιζυηνό, τον Ντεριντά, τον Κωστή Παπαγιώργη, τον δημοσιογράφο στο Ντόλτσε. Και μιλούσε εξίσου συχνά και άμεσα με τους ζωντανούς όσο και με τους νεκρούς. Ο διαχωρισμός για τον Χρήστο δεν υπάρχει. Υπάρχουν ολοζώντανοι νεκροί που μας απευθύνουν καθημερινά τον λόγο και ζωντανοί που είναι ήδη από καιρό νεκροί. Ο Χρήστος συνομιλούσε με τους συγχρόνους του, με τους προγόνους του αλλά και μυστικά με τους μακρινούς απογόνους του. Όπως υποκλινόταν σε σύγχρονους του, και σε ανθρώπους που έρχονταν από τα παρελθόν με τον ίδιο τρόπο λαχταρούσε να συναντήσει και να υποκλιθεί ενώπιον κάποιου που δεν βρίσκεται ακόμα εδώ αλλά μία χιλιετία μπροστά. Το να κάνεις διάλογο με τους συγχρόνους σου είναι σύνηθες, το να συνομιλείς με πολύ παλιούς προγόνους σου είναι εξαιρετικά σημαντικό.
Αλλά η δυνατότητα να διαλέγεσαι απευθυνόμενος σε εξίσου μακρινούς απογόνους, για τους οποίους δεν έχεις την παραμικρή ιδέα, είναι κάτι εκπληκτικό! «ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΧΡΟΝΟΣ» ΣΥΝΗΘΙΖΕ ΝΑ ΛΕΕΙ ΜΙΣΟΑΣΤΕΙΑ-ΜΙΣΟΣΟΒΑΡΑ.
Και αυτό τον οδήγησε στην αγκαλιά του κινηματογράφου. Λάτρευε το σινεμά περισσότερο κι από τα βιβλία και τα τραγούδια, για τη μαγική του δύναμη να σαρώνει οτιδήποτε προσπαθεί να σταθεί ανάμεσα σε μας και την πραγματικότητα, και, την ίδια στιγμή, να τη φυλακίζει για πάντα. «Η ύπαρξη αυτή καθαυτή των πραγμάτων και των ανθρώπων (και όχι η ερμηνεία τους)» έλεγε, «αποτελεί για τον κινηματογράφο το μεγαλύτερο θαύμα και το μεγαλύτερο αίνιγμα. Αν, καταστραφούν τα πάντα πάνω σε αυτή τη Γη και μετά από χιλιάδες χρόνια έρθουν εξωγήινοι και ανακαλύψουν ανάμεσα στα ερείπια ένα κομμάτι από οποιαδήποτε ταινία, αυτό θα είναι αρκετό, περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, για να μάθουν τι είδους όντα κατοικούσαν σ αυτόν τον πλανήτη. Αν, μάλιστα, αυτό το κομμάτι είναι από τον Κανόνα του Παιχνιδιού του Renoir ή τη Θεία από το Σικάγο του Σακελλάριου, τόσο το καλύτερο και για τους εξωγήινους και για μας.» Το σινεμά αποτελεί για τον Βακαλόπουλο, όπως ο ίδιος λέει: «σημάδι του θανάτου».
Αν ο χρόνος δεν υπάρχει, κι ο θάνατο. Χάνει κάθε την όποια του ιδιαίτερη και ξεχωριστή σημασία του. Γίνεται απλώς ένα ακόμα ένα γεγονός της ζωής. Αν ο Χρήστος ήταν μαζί μας απόψε, θα γελούσε σκωπτικά και θα έλεγε: «Αφήστε την πλάκα. Ένας θάνατος είναι μόνο. Πέστε ένα… γεια σου… να τελειώνουμε!».. “
ΔΕΝ ΠΙΣΤΕΥΕ ΣΤΗΝ ΑΛΛΗ ΖΩΗ. ΔΕΝ ΠΙΣΤΕΥΕ ΣΕ ΤΙΠΟΤΑ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΟ. ΔΕΝ ΠΙΣΤΕΥΕ ΣΤΟΝ ΑΛΛΟ ΚΟΣΜΟ. ΔΕΝ ΠΙΣΤΕΥΕ ΚΑΝ ΣΤΟΝ ΚΑΤΩ ΚΟΣΜΟ ΤΟΥ ΟΜΗΡΟΥ. ΔΕΝ ΠΙΣΤΕΥΕ ΣΤΗΝ ΑΘΑΝΑΣΙΑ, ΚΟΡΟΙΔΕΥΕ ΤΟΝ ΦΑΟΥΣΤ, ΓΕΛΟΥΣΕ ΜΕ ΤΟΝ ΝΤΟΡΙΑΝ ΓΚΡΕΥ.
ΠΙΣΤΕΥΕ ΕΞΙΣΟΥ ΣΤΟ ΘΑΥΜΑ ΤΗΣ ΓΕΝΝΕΣΗΣ ΚΑΙ ΣΤΟ ΘΑΥΜΑ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ. Η «Όλγα Ρόμπαρντς» ξεκινάει με ένα μεσότιτλο: «Ο θάνατος δεν λέει ψέματα. Ο θάνατος λέει αλήθεια. Ο θάνατος είναι ζωή»
Η Μεγάλη Εβδομάδα στην Πάτμο, οι Χαιρετισμοί στο Μετόχι του Παναγίου Τάφου στην Πλάκα και κάποια ανάμματα κεριών που συνοδεύονταν από σύντομες, ακίνητες, βουβές στάσεις σε κάποιο στασίδι (ίσως κάποια προσευχή) σε ταπεινά ξωκλήσια, είναι οι μόνες εικόνες που έχω από τον Χρήστο για τη σχέση του με οτιδήποτε θρησκευτικό. Αντίθετα, η σχέση του Χρήστου με την έννοια της πίστης κατοικούσε σε κάθε του σκέψη, σε κάθε του λέξη. «Υπάρχουν δύο ειδών άνθρωποι» έλεγε αφοριστικά: «εκείνοι που περιμένουν να τους συμβεί ότι μπορεί να συμβεί στη ζωή ενός ανθρώπου, και οι άλλοι που πιστεύουν ότι τα πάντα μπορούν να τους συμβούν».
Ο Χρήστος ήταν-ακόμα και νεκρός- ένας άνθρωπος ικανός να ζήσει το θαύμα, όχι γιατί είχε κάποιο ιδιαίτερο χάρισμα ή έκανε κάτι για να το προκαλέσει, αλλά γιατί μπορούσε να το αναγνωρίσει στα απλά, καθημερινά και ταπεινά γεγονότα που συνεχώς συμβαίνουν γύρω μας και που μέσα τους ζούμε όλοι και να το φωτίσει, όπως συνεχίζει να κάνει μέχρι και σήμερα. Ένα κυκλάμινο που ανθίζει χειμωνιάτικα στην κατηφόρα της Καλλιδρομίου, ο Χρήστος το τσάκωνε με τα μάτια, και στα χείλη του μεταμορφωνόταν σε κάτι σημαντικό και ανεπανάληπτο, αποκτούσε τεράστιες διαστάσεις σαν να περιστρεφόταν γύρω του το νόημα της ζωής, και το φώτιζε από τόσες γωνίες, που ποτέ κανείς μας δεν είχε υποψιαστεί.
Και για να κλείσουμε όπως ξεκινήσαμε, με τον φιλοσοφικό βίο. Για τον Χρήστο, «η ζωή δεν είναι τίποτα άλλο, παρά υπόθεση καλών ή κακών παρεών». Μια καλή παρέα ήταν ένα ακόμα προσφιλές πρόσωπο που δεν βρίσκεται ανάμεσά μας, ο Κωστής Παπαγιώργης. Μέσα από την κοινή τους ζωή στα στέκια των Εξαρχείων, ο Χρήστος ώθησε τον Κωστή, να αφήσει την ενασχόληση του με αφηρημένες ακαδημαϊκές φιλοσοφικές ιδέες, και να ασχοληθεί με κάτι που ζούσε μέσα σε αυτό, που τον έκαιγε και το ήξερε καλά: το αλκοόλ. Έτσι ο Κωστής έγραψε το «Περί Μέθης» και ακολούθησε το μεγάλο και σημαντικό συγγραφικό του έργο. Πίσω από αυτό κρύβεται μία αφορμή που λέγεται Χρήστος Βακαλόπουλος.
Ο Χρήστος υπήρξε ένας θαμώνας των καφέ και της αγοράς, που αγόρευε ασταμάτητα και που έγραφε καμιά φορά κάνα μυθιστόρημα, έκανε καμιά ταινία ή καμιά ραδιοφωνική εκπομπή. Σας θυμίζει κάτι αυτό; 2.500 χρόνια ελληνικής σκέψης, σημαδεμένης από ανθρώπους που δεν έγραψαν, αλλά μίλησαν πολύ. Ο Σωκράτης, το Δημοτικό τραγούδι, ο Γιώργος Κατσίμπαλης, ο Γιώργος Μακρής. Καθόλου συμπτωματικός ο θαυμασμός και η εκτίμηση του Βακαλόπουλου για όλους αυτούς.
Ο Χρήστος δεν έζησε με πάθος, ήταν ο ίδιος ένα πάθος-ένα πάθος άλλες φορές βουβό κι άλλες φορές επιθετικό και σαρωτικό, που δεν είχε όμως ποτέ πρόθεση να κατακτήσει οτιδήποτε, αλλά να ενωθεί με τα πάντα. Ενώ κολυμπούσε μέσα στις λέξεις, στη λατρεία της ατάκας, του επιγράμματος του αφορισμού, και λάτρευε την ανακάλυψη και τη διατύπωση νέων, πρωτότυπων, αιρετικών και παράδοξων προσεγγίσεων, στην πραγματικότητα, σιωπηλά, αθόρυβα και απαρασάλευτα, με τη ζωή και τη στάση του, κουβάλησε μέχρι το τέλος το βαρύ φορτίο που μόνο οι άγιοι ή οι ταμένοι κουβαλάνε μέσα σ αυτόν τον κόσμο. «Ο καθένας» έλεγε «μπορεί να λέει ό,τι θέλει, όμως με τη ζωή του δεν κάνει τίποτα άλλο –είτε του αρέσει, είτε όχι- από το να προτείνει στον κόσμο πως πρέπει να ζει. Κι αυτό δεν είναι καθόλου αστείο» και ξεσπούσε σε εκείνο το πεντακάθαρο λυτρωτικό γέλιο του, που νομίζω δεν θα το ξεχάσω ποτέ.
Ο Χρήστος Βακαλόπουλος (1956 - 1993) ήταν Έλληνας συγγραφέας, σκηνοθέτης και ραδιοφωνικός παραγωγός. Γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα και συγκεκριμένα στη συνοικία της Κυψέλης, που αναφέρει εκτενώς στα έργα του. Το 1973, εισήχθη στην Ανωτάτη Σχολή Οικονομικών και Εμπορικών Επιστημών (ΑΣΟΕΕ), ενώ παράλληλα αρθρογραφώντας παράλληλα στο περιοδικό Σύγχρονος Κινηματογράφος και στην εφημερίδα Η Αυγή. Το 1980 εκδίδει το πρώτο του βιβλίο,Υπόθεση μπεστ-σέλερ, και φεύγει για τα επόμενα δύο χρόνια στο Παρίσι, όπου κάνει σπουδές κινηματογράφου με δάσκαλό του τον Ερίκ Ρομέρ. Το 1982, επέστρεψε στην Ελλάδα και συνεργάστηκε για συναπτά έτη με το πολιτικό περιοδικό Αντί και τον ραδιοφωνικό σταθμό του Δεύτερου Προγράμματος της ΕΡΤ. Το 1984, έγραψε και σκηνοθέτησε την μικρού μήκους ταινία Βεράντες, εκδίδοντας παράλληλα το δεύτερο βιβλίο του, Οι πτυχιούχοι. Στη συνέχεια το 1986, σκηνοθέτησε την μικρού μήκους ταινία του Θέατρο, ενώ συνεργάζεται στα σενάρια των ταινιών Σχετικά με τον Βασίλη του Σταύρου Τσιώλη και Η γυναίκα που έβλεπε τα όνειρα του Νίκου Παναγιωτόπουλου. Το 1989, εξέδωσε την συλλογή διηγημάτων Νέες αθηναϊκές ιστορίες και πραγματοποίησε την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του, Όλγα Ρόμπαρντς, που κερδίζει το Βραβείο Φωτογραφίας στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης. Το 1990, συγκέντρωσε πολλά από τα αδημοσίευτα δοκίμια του για τον κινηματογράφο σε έναν τόμο, με τον τίτλο Δεύτερη προβολή και έναν χρόνο αργότερα, δημοσίευσε το γνωστότερο ίσως βιβλίο του, Η γραμμή του ορίζοντος. Το 1992, έγραψε και γράφει και σκηνοθέτησε, μαζί με τον Σταύρο Τσιώλη την ταινία Παρακαλώ, γυναίκες, μην κλαίτε, που παίρνει το Βραβείο Σεναρίου και Σκηνοθεσίας στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, όπως και το Βραβείο Καλύτερης Ταινίας της Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου. Στις 29 Ιανουαρίου του 1993, πέθανε σε ηλικία 36 ετών από καρκίνο του πνεύμονα. Tην ίδια χρονιά, ο φίλος του Κωστής Παπαγιώργης, έγραψε στην μνήμη του το βιβλίο Γεία σου, Ασημάκη.
Εργογραφία
• Υπόθεση Μπεστ Σέλλερ, α' εκδ. Υπό σκέψιν 1980, β´ εκδ. Καστανιώτης 1984, γ´ εκδ. Εστία 1993
• Τζέρυ Λούις, εκδ. Οδυσσέας 1983, επαναδημοσίευση Σωτήρης Κακίσης, εκδ. Αιγόκερως 2006)
• Οι Πτυχιούχοι, α' εκδ. Ερατώ 1984, β´ εκδ. Εστία 1996.
• Νέες Αθηναϊκές Ιστορίες, Εστία 1989
• Δεύτερη Προβολή, Αλεξάνδρεια 1990
• Η Γραμμή του Ορίζοντος, Εστία 1991
• Από το Χάος στο Χαρτί (κείμενα του Χ. Βακαλόπουλου σε επιμέλεια Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλου), Εστία 1995
• Η Ονειρική Υφή της Πραγματικότητας (κείμενα του Χ. Βακαλόπουλου σε επιμέλεια Κωστή Λιβιεράτου), Εστία 2005
Ο Βέγγος δεν είναι Κιτς (με τον Σωτήρη Κακίση), Αιγαίον 2011
Εκδόσεις για τον Χ. Βακαλόπουλο
• Κωστής Παπαγιώργης, Γειά σου, Ασημάκη, Αθήνα: Καστανιώτης, 1993.
• Χρήστος Βακαλόπουλος, (σε επιμέλεια Αντώνη Κιούκα) Θεσσαλονίκη: Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, 2000.
• Οι Kinks του Χρήστου Βακαλόπουλου, (σε επιμέλεια Φώτη Μπατσίλα),Λευκωσία: Αιγαίον, 2011.
Φιλμογραφία
• 1984 Βεράντες
• 1986 Θέατρο
• 1989 Όλγα Ρόμπαρντς
• 1992 Παρακαλώ, γυναίκες, μην κλαίτε (με τον Σταύρο Τσιώλη)