Πολιτισμος

Ψηλά Τακούνια

«Επιτέλους» λέω στον Σταμάτη Φασουλή, «Έχουμε να βρεθούμε 5-6 χρόνια. Από το Λονδίνο» του θυμίζω. 

atk_0452.jpg
Γιάννης Νένες
ΤΕΥΧΟΣ 247
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
40840-91914.jpg

«Επιτέλους» λέω στον Σταμάτη Φασουλή καθώς συναντιόμαστε στην πλατεία του Παλλάς, νύχτα Τετάρτης, πρόβα, το «Κλουβί με τις τρελές» έτοιμο να εκραγεί από το πόσο έτοιμο είναι να βγει από την ντουλάπα του, φτερά, τακούνια, στρας και καθολικοί σταυροί να γίνουν πολυθέαμα. «Έχουμε να βρεθούμε 5-6 χρόνια. Από το Λονδίνο» του θυμίζω. Το σκέφτεται, μετράει. «Αμάν ναι, από το Λονδίνο…» λέει, «δεν το πιστεύω».

Τελευταία φορά, στο Λονδίνο, βλέπαμε παραστάσεις με τον Σταμάτη και μια παρέα ανθρώπων του θεάτρου, και μετά τρώγαμε σε εστιατόρια σαν συνέχεια της κάθε παράστασης. Τα μεσημέρια πηγαίναμε στου Paul Smith και δοκιμάζαμε κοστούμια του ενός εκατομμυρίου «όχι», ήταν απολαυστικός να τα φοράει, αγέρωχος, με ένα κρυφό σκανταλιάρικο και αυτοσαρκαστικό χαμόγελο πάντα κρυμμένο στο βλέμμα του – αλλά και τόσο δύσκολο να του το φανερώσεις. Μια μέρα που τρώγαμε (ναι, πάλι) στρείδια στο μπακάλικο του Harrods και μου έλεγε ιστορίες για τη Νόνικα, του λέω: «Θέλεις να πάμε να δούμε drag show; Παίζει μία πολύ καλή». Δεν θυμάμαι ποια, αλλά ήθελε. Δεν είχε ξαναπάει σε κλαμπ με drag show, όχι στο επίπεδο του stand up comedy που το έχουν αναδείξει οι Αγγλίδες βασίλισσες του είδους, όπως η Lily Savage και η (μακαρίτισσα πια) Regina Fong. Πήγαμε, ενθουσιάστηκε, γέλασε, είχε απορίες, δεν μίλησε σε κανέναν. Εκείνο ήταν νομίζω, και το πρώτο του βράδυ «στο κλουβί». 

«Το “La Cage Aux Folles” το είχα σκεφτεί εδώ και καιρό» μου λέει αργότερα, στο καμαρίνι, «αλλά δεν θα το έκανα, δεν ήθελα ποτέ να το προτείνω εγώ, το φοβόμουνα. Η Αρχοντούλα ήρθε και μου το είπε. Κι επειδή μου το πρότεινε, αισθάνθηκα σίγουρος». 

Και βέβαια σίγουρος, λέω. Η αντιπρόεδρος της Ελληνικής Θεαμάτων θέλει μιούζικαλ και η Αθήνα τιγκάρει τα μιούζικαλ που ανεβαίνουν στην πιάτσα, από «Βίρα τις άγκυρες» μέχρι «Παραγωγούς». Ακόμα και το αποτυχημένο στο Λονδίνο “Full Monty”, εδώ έσκισε. Και με έναν περίεργο τρόπο, όλα έχουν το άγγιγμά του: Σίγμα-Φι. Έκανε πολύ καλά και του το πρότεινε η κυρία Αρχοντούλα. Τον πλησιάζει μία βοηθός. Πόσα κόψαμε σήμερα; Εξακόσια-τόσα. «Χτες κόψαμε 666» μου λέει. «Τον αριθμό του διαβόλου». Σύνολο, μέχρι στιγμής, 29 χιλιάδες προπωλήσεις. Μα πόσες τρελές έχει η Αθήνα πια; Σίγουρα έρχονται κι άλλοι, μισότρελοι έστω.  

Ο Φασουλής πιστεύει ότι η επιτυχία του «Κλουβιού» οφείλεται στο τρίπτυχο «Μιούζικαλ, Παλλάς και Μπέζος/Φασουλής». Θεαματικό έργο, μεγάλο θέατρο, ακριβή παραγωγή, ιδανικό καστ. Από μια άποψη, το Παλλάς είναι το Lido της Αθήνας, τουλάχιστον γι’ αυτή την περίοδο. Ο χορογράφος Δημήτρης Παπάζογλου έχει δουλέψει και στο Lido και στο Moulin Rouge, και αυτό φαίνεται. «Τα χορευτικά μας είναι πολύ πιο γαλλικά σε σχέση με το αμερικάνικο. Ο Παπάζογλου μας έβαλε βεντάλιες, σεγκρέτες, κατέβασμα σκάλας. Ενώ τα αμερικάνικα μιούζικαλ έχουν πιο πολύ σχηματισμούς, είναι πιο Μπάσμπι Μπέρκλεϊ. Εδώ παίζει περισσότερο με ένα θέαμα της Ζιζί Ζανμέρ, ας πούμε, ή του Μουλέν Ρουζ. Ε, τώρα όλο αυτό, από κάτι ψηλογκαγκάνες γκόμενες, αποκτάει άλλο ενδιαφέρον». Είδα μετά γιατί.

«Αγόρια Με Τακούνια». Ο πρώτος τίτλος που θα έβαζα για κάτω, στη σάλα. Για να κατέβω στη σάλα, περνάω τρεις ορόφους με τουαλέτες. «Αλλάζω και κάτω». Ο Σίγμα-Φι αλλάζει παντού (κοστούμια: Ντένη Βαχλιώτη). Στη σκηνή, αγόρια με φόρμες και γόβες, “les Cagelles” του σόου, κάνουν αυτό που θα έκανε όποιος φοράει γόβες: Τις περπατάει, man! Τις κάνει δικές του. Το κου-ντε-πιέ του γίνεται σημαντικότερο από τη φτέρνα του. Η γάμπα (με την τριχάρα) στηρίζει περισσότερο τον πωπό του παρά το πιπί του. Αν καταλαβαίνετε τι θέλω να πω. Τα παιδιά είναι τόσο σοβαρά, όσο κι αν ήταν Χορός στην Επίδαυρο. Τινάζουν. Ξεκουράζουν. Τεντώνουν. Προβάρουν. Είναι ένας μικρός, ο Θοδωρής Πάνας, πολύ καλός, «εγώ τον ανακάλυψα, τον είχα στο “West Side Story”» λέει ο Σίγμα-Φι. Φυσικά. Ο μικρός βρίσκεται παντού, σε όλα τα μεγάλα σόου της πόλης εκεί, κόρους λάιν, σκληρός εργάτης, λαμπερό εξωτικό πουλί (ανάλογα με το κοστούμι, βέβαια). Και οι υπόλοιποι, νέες φάτσες, ενθουσιασμένοι και ταπεινοί μπροστά στη Μαμά-Ζαζά του έργου, στην κυρά τους. Στο κάστινγκ, είναι φανερό, διάλεξε «φόρμες» ο σοφός Φασουλής. Μία μύτη, ένα τεράστιο ύψος, ένα αδύνατο σώμα… Τόνισε το «πατατράκ» που πρέπει να φαίνεται στο έργο, το στραβοπατημένο τακούνι μιας ζωής πάνω στη σκηνή, κάτω από τα πούπουλα στρουθοκαμήλου. Άπονη ζωή.

Στο πρώτο ανέβασμα του μιούζικαλ, 1984, Νέα Υόρκη, με τον Harvey Fierstein και την νταλικιέρικη φωνάρα του (με μια δόση ζαχαρένιας αγάπης θείας), ο σκηνοθέτης φοβήθηκε την αγριάδα ενός μπαλέτου ιμιτασιόν κοριτσιών και προσάρμοσε τα αγόρια του σε «ένα size», γυναικωτό. Μάλιστα, έριξε μέσα στο μπαλέτο και μία ορίτζιναλ γυναίκα – την οποία έβαλε μετά και στην αφίσα της παράστασης. Για ξεκάρφωμα. Ήταν το πρώτο gay μιούζικαλ στο Broadway, την εποχή που το AIDS είχε αρχίσει να θερίζει κοινότητες ολόκληρες. Η διασκέδαση έμοιαζε τόσο επικίνδυνη όσο το σεξ. «Το μόνο που έμεινε γυναικείο εκεί, ήταν αυτή η αφίσα» απαντάει ο Σταμάτης. «Εδώ είναι όλοι αστείοι, υπάρχει αυτοσαρκασμός. Δεν είναι ακριβώς αγόρια, αλλά ούτε και κορίτσια. Εγώ τους λέω αγορίτσια».  

Ο Φασουλής δεν έχει ξαναφορέσει τακούνι στη ζωή του. Ούτε ζωγραφιστό. Ούτε στις περιοδείες που κάνανε με το Ελεύθερο. Και τις περούκες τις δοκίμασε, λέει, σιγά σιγά. Πρώτα του φέρανε μία για να τη βάζει και να τη βγάζει στις αλλαγές των σκηνών – ούτε είχε δει στον καθρέφτη. Μετά φέρανε και μία δεύτερη. Μετά μία τρίτη, για τη φωτογράφιση. Εκεί είδε τον εαυτό του πρώτη φορά «με καούκα». Τώρα έχω δει να φοράει τουλάχιστον τέσσερις: μία πανήψηλη α λα Μαρτζ Σίμπσον. Μία πλατινέ άφρο τε-ρά-στια. «Αυτή είναι η Μάρλεν Ντίτριχ» λέει νοσταλγικά. Μία ίσια, κάπως Ντόρα μου φάνηκε. Και μία μοβ λουλακί, γνήσιας Κολωνακιώτισσας, αν θυμάστε. «Όταν είμαι άβαφος, είμαι σαν τον Χάρο τραβεστί» με προειδοποιεί. «Δεν μπορείς να φανταστείς. Αλλά όταν βάφεσαι υπέροχα, εντάξει, κάπου κολλάει. Η περούκα θέλει και όλο το αξεσουάρ, αλλιώς είσαι σαν καραγκιόζης». «Πάντως, Σταμάτη μου, το φυζίκ σου έχει εκ των προτέρων αυτό το ανασήκωμα των φρυδιών της βαμπ. Έχεις ένα βλέμμα σαν της Γκλόρια Σβάνσον, που τους κοιτούσε όλους αφ’ υψηλού» παρατηρώ. 

«Αυτό το ’χω επειδή είμαι κοντός» παρατηρεί εκείνος. «Τις κοιτάω αφ’ υψηλού για να νομίζουν ότι είμαι εγώ ο ψηλός».

Ψηλός ή κοντός, αυτό που ήθελα να δω εγώ στα πρόσωπα μέσα στο «Κλουβί» ήταν οι κρεμασμένες βλεφαρίδες. Το σημείο φυγής, εκεί που τελειώνει το γκλάμουρ και αρχίζει η νύχτα. Μια τεράστια κούραση σε μια στραβοκολλημένη βλεφαρίδα δείχνει όλη τη λάμψη της ζωής λίγο πριν το χάραμα. Κάπνα, φτηνά στρας και ένα ποτήρι παραπάνω, man. «Από το βάρος της ανόδου πέφτουνε. Και αυτό υπάρχει σε όλη την παράσταση» μου λέει. Εκεί όμως που η Ζαζά, εσύ, παίρνει σοβαρά τον εαυτό της, είναι η οικογένεια, έτσι δεν είναι Σταμάτη μου; «Ναι, θα τη δεις. Στην προσωπική της ζωή είναι πολύ Κυρία. Είναι Chanel».

«Πάμε κάτω» λέει, φορώντας, με τα «πολιτικά» του, την περούκα νούμερο τέσσερα. Της Πολύ Κυρίας.

Κάτω, στη σάλα, η λεζάντα θα ήταν «Εδώ μέσα είναι σαν να έχει ξεράσει ροζ φλαμίνγκο» για να θυμηθούμε λίγο και την Bette Midler –πόσο ταιριαστό– όταν το έλεγε στο “Beaches” περιγράφοντας το καμπαρέ που θα τραγουδούσε. Το υπερθέαμα σκηνικό του εξαιρετικού και αγαπητού Γιώργου Γαβαλά είναι ένας Πονοκέφαλος του Ροζ, μία πλημμύρα κουφετί μπουντουάρ χρωμάτων συνδυασμένη με την πιο κλασική σημειολογία του καμπαρέ, ever: τα εκατομμύρια λαμπάκια. Ο Γιάννης Μπέζος, ψαρωτικός gay με φωνή μπάτσου όπως γνωρίζουμε, είναι ο ιδανικός «σύζυγος ενός συζύγου» που θέλει τη ζωή του, δικαιωματικά, περήφανη, ανοιχτή στον κόσμο, κανένα πρόβλημα. Τα καβγαδάκια του με τον Φασουλή/Ζαζά/Αλμπέν είναι όπως ενός στρέιτ ζευγαριού για ένα μενού με πολύ χοληστερίνη. Με αγάπη πάντα. Ο γιος του Μπέζου (Μέμος Μπεγνής), τρελό παιδί μιας νύχτας σεξ χωρίς σκέψη, μεγαλωμένος με την τρυφερή αγάπη του μπαμπά του και του άλλου μπαμπά του, τους ζητάει για μία φορά να παίξουν τους στρέιτ, για χάρη των στρέιτ, καθολικών, συντηρητικών πεθερικών που έρχονται για επίσκεψη. Εδώ μπαίνει το καμπαρέ. And all that jazz.

Προσπαθώ να βρω μία χαμένη εξήγηση. Μία αιτία που θα κάνει το έργο, από ένα πραγματικό κλουβί με τρελές, ένα πραγματικό δέλεαρ για ηθοποιούς. Παρατηρώ τον Σταμάτη να μαλώνει ή να γλυκαίνει με τα παιδιά του θιάσου. Να μουρμουράει και να νοιάζεται. Να κάνει τα χορευτικά της μισότρελης σταρ, αλλά να γίνεται μια αληθινή Μαμά όταν είναι ο αληθινός ήρωας. Ένα τεχνικό λάθος στην κίνηση του σκηνικού τραυματίζει (ευτυχώς ελαφρά) δύο τεχνικούς ταυτόχρονα. Παγώνουμε. Ο Σίγμα-Φι, ο κύριος των μεγάλων σκηνών της θεατρικής Αθήνας, πετάγεται αλαφιασμένος, τρέχει να σώσει τα μικρά του, φωνάζει και κάνει όλο το Παλλάς δικό του. Το σπίτι του, η οικογένειά του, ο θίασος. Και τότε καταλαβαίνω ότι ο Σταμάτης δεν είναι το θέαμα στο μιούζικαλ αυτό. Είναι ο ρόλος που δίνει την αγάπη σε μια τυπική, τριμελή οικογένεια ανθρώπων. Μπαμπάς - μπαμπάς - γιος.

Φορώντας ακόμα την καούκα Πολύ Κυρία, κάθεται αποκαμωμένος και αμακιγιάριστος σε ένα κάθισμα της πλατείας. Τον βλέπω και, έτσι, μου έρχεται να του ζητήσω να παίξουμε μπιρίμπα. Πριν προλάβω να το πω, πλησιάζει ένας από τους πολλούς φίλους που έρχονται στις πρόβες. «Πω πω… Σταμάτη…» του λέει. «Τώρα είσαι ίδιος η μάνα σου!» 

ΕΓΓΡΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER ΜΑΣ

Tα καλύτερα άρθρα της ημέρας έρχονται στο mail σου

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΙ ΠΑΝΤΑ

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Έχετε δει 20 από 200 άρθρα.