Πολιτισμος

Ψυχοσάββατο

Πήγα στη μάνα μου.

Γιάννης Νένες
ΤΕΥΧΟΣ 248
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

● Πήγα στη μάνα μου. Νωρίς το πρωί, ο ουρανός ακόμα ανάμεσα στη βαριά συννεφιά και το αλμοντοβαρικό γαλάζιο, με δυνατή ψύχρα, ίδια ώρα όπως παλιά που ανηφόριζα για το σχολείο – το ’κοβα με το πόδι από τη Μιχαλακοπούλου, έβγαινα Άγιο Θωμά, μετά Γουδί, έπιανα λίγο ίσωμα στον Άγιο Θεράποντα και μετά πάλι ανηφόρες, τη Γρηγορίου Κουσίδη και μετά χέβι-μέταλ, την Παπάγου, καρα-ανηφόρα που μας έβγαζε τέρμα πάνω βουνό, στα σχολεία. Ανοιχτωσιά, άπλα, άνεμος, δίπλα το νεκροταφείο, η πανεπιστημιούπολη και βουνό. Το τέλειο βουνό.

● Στο δρόμο θυμόμουνα τα πάντα σαν να είχα GPS στο κεφάλι μου. Μου τα έλεγε η φωνή: «Στα διακόσια μέτρα, πλατεία». Τσεκ. «Στα διακόσια δέκα μέτρα, σπίτι παλαιού συμμαθητή». Ξανά τσεκ, το σπίτι του Β.Λ. «Αριστερά, γήπεδο μπάσκετ. Crazy Love στου Ζωγράφου, η συναυλία της βροχής». Βεβαίως. Τσεκ. «Στα πεντακόσια μέτρα, γκομενικό». Τσεκ, διακριτικά.

● Όλα τώρα φαίνονται πιο στενά και αποπνικτικά, αλλά μπορεί να φταίει απλώς η τελειωμένη μου ανάσα, είκοσι χρόνια τσιγάρου και ένα καμένο ρινικό διάφραγμα. Αλλά και η παλιά ΠΑΜΚ τώρα έχει απ’ έξω κρεμασμένες Εσπρέσο και Τσάο, οπότε… «Τα κάνατε σκατά, τώρα στρίψτε δεξιά», η φωνή στο κεφάλι μου. Στρίβουμε. Στην πλατεία, ακόμα οι λεκέδες από λιωμένα παγωτά. Σε έναν τοίχο πιο πάνω ήταν απείραχτο για δεκαπέντε χρόνια το πρώτο σύνθημα που γράψαμε με τον Μ.Λ., «Μηδέ θεός, μηδέ αφέντης», μηδένα προ του τέλους, μαλάκα μου, τώρα το σβήσανε κι ανοίξανε κομπιουτεράδικο. Και μετά να την, η γνωστή κατηφόρα μπροστά μου. «Ευθεία μπροστά σας, κατηφόρα. Κι άλλο γκομενικό». Τσεκ. Ολομέτωπη. Μέχρι να τελειώσουν όλα τα γκομενικά έχω φτάσει πάνω, βουνό, τι βουνό, Αραράτ.

● Είναι ωραία εδώ η μάνα μου. Στην ανοιχτωσιά της κορυφής, στην πλαγιά, σαν πορτογαλικές καραβέλες οι πολυκατοικίες, ψηλές και γκρουπάτες, με ευάερη θέα εννιά ορόφων βλέπουνε μέχρι πέρα μακριά, πιο μακριά από την μπίχλα της Αθήνας, θάλασσα αριστερά. Κι από τη φοιτητική εστία δεξιά, ορμάει η αλάνα σαν πεδίο βολής, καφέ και μαδημένη, άτσαλη, σκαμμένη, φτάνει μέχρι Παπάγου. Ανεβαίναμε στην ταράτσα και καπνίζαμε, βλέπαμε το Αλδεβαράν.

● Εδώ. Δίπλα στη δική μου ζωή, σχολειά, γυμνάσια, λύκεια, φροντιστήρια, γκομενικά, φίλους που αγάπησα και φίλους που έθαψα, εδώ είναι κι οι θείες, κι οι γονείς μου, στο ίδιο βουνό κοπάνες και θαμμένες γόπες, μυστικά που ποτέ δεν θα αποκαλύψω, λόγια, ζωγραφιές σε χαρτιά κομμένα από το τελευταίο φύλλο της Γραμματικής του Τζαρτζάνου. Εμένα βέβαια προτιμώ να με κάψουνε και να με σκορπίσουνε σε διάφορα σημεία του πλανήτη, αλλά αυτό είναι άλλο Πανικοβάλ.

● Μπροστά στην είσοδο του νεκροταφείου, στριμωγμένες ελεεινές μαρμαροπαράγκες, καφετέριες από βρόμικα, ξεχαρβαλωμένα νάιλον, γύφτικα ντάτσουν γεμάτα γαρίφαλα στη ζούλα, που θα πουληθούν στα μπαράκια του Ψυρρή και θα τα αγοράσετε εσείς, κατακαημένες τρέντι φατσούλες μου (cheers!). Ταξί που χάσκουνε για λίγο, ξεβράζουνε δυο-δυο τις συμπεθέρες, φορτώνουνε και φεύγουνε γεμάτα, όλο γκάζια. Δε γουστάρει ο ταρίφας μνήματα, γριές που κλαίνε, δε βγάζει καλές διαδρομές το νεκροταφείο, «κανένας δε θα σου πει “Αεροδρόμιο και γρήγορα”, να πούμε». Όλη η σπουδή στα νεκροταφεία συμβαίνει όμως μόνο εκεί, μπροστά – είσοδος, προαύλιο, παγκάκια, καφενείο μνημόσυνων. Αμήχανοι άντρες συγγενείς, ευγενικοί και ψαρωμένοι μπροστά στο θάνατο. Κοράκια με μαύρα παντελόνια και λευκά πουκάμισα, σαν σερβιτόροι, περιφέρουνε το άχθος της ζωής ανά κηδεία. Παλιές καραβάνες, πτυχιούχες γριές του post mortem, κινούνται μόνες, με ευλυγισία καμαρώτου στις γωνιές και στις αλέες. Γνωρίζουνε ποιος, πώς, πότε. Ξέρουνε πού έχει βρύσες, πού θα βρεις παπά, τι έχει πίσω από εκείνες τις βαριές μεταλλικές πόρτες των υπογείων. Μόλις περάσεις την αναστάτωση της εισόδου, αρχίζει μία γλυκιά ησυχία που ανηφορίζει τη λεωφόρο, πάει πάνω πέρα, στα ωραία δέντρα. «Συνεχίστε ευθεία, δεν έχει πουθενά να στρίψετε» ψιθυρίζει η φωνή του GPS.

● «Πώς θα γυρίσουμε πίσω τώρα, έτσι όπως τα ’κανες;» ψέλνει η μία την άλλη, κρατημένες αγκαζέ, γύρω στα πενήντα, μαυροφορεμένες, συγγενείς εξ αίματος μου μοιάζουν, βογκώντας ανηφορίζοντας το δρομάκι που βγάζει στο δικό τους μνήμα. Ντίρι-ντίρι-ντίρι, κρατώντας σπαρματσέτα, σακούλες με σπίρτα και λάδια, λουλούδια, σφουγγαράκια, κουτάκια, δεν ξέρω, ένα φορτίο με ψιλικά περιποίησης τάφου. Σαν ημέρα γενικής καθαριότητας. «Δεν γυρίζεις πίσω, γλυκιά μου», της απαντάει η φωνή.

● Ξεπροβάλλουν από τα δρομάκια. Έχουν γαλήνιες φυσιογνωμίες, κινούνται χαλαρά σαν επάνω σε κυλιόμενο διάδρομο. Η ηρεμία τους μοιάζει με μια μεγάλη ανακούφιση, ένα γλυκό κουράγιο που άντεξε τη δοκιμασία και να, τώρα, κοίτα τι ωραία που είναι εδώ, κοίτα, σου έφερα φρέσκα λουλούδια, θα σου κάνω με βετέξ τα μάρμαρα, θα σου ανάψω το φιτιλάκι σου, θα καθίσω λίγο εδώ κοντά σου, τι ωραία ησυχία που έχετε. Γυναίκες που μιλάνε με τις ψυχές. Κυλάνε το χρόνο τους μαζί, σαν ένα αλμανάκ στην άκρη της λογικής. Τα Χριστούγεννα είχανε κρεμάσει στο μικρό περιστύλιο του τάφου ενός δεκαεννιάχρονου, πολύχρωμα λαμπάκια. Στολίζουνε μεγάλες κόκκινες καρδιές από τριαντάφυλλα, γούνινα αρκουδάκια, κασκόλ του Παναθηναϊκού. Μικρά θλιμμένα αγγελάκια, πάνω στα μαγουλάκια τους χέζουν τα περιστέρια. Δεν έχει πολλούς αγίους κι εικονίσματα το νεκροταφείο, έχει τελειώσει εδώ η προσδοκία. Ισχύει μόνο η αγάπη. 

● Παπάδες περιφέρονται σαν δυσοίωνοι φιλόσοφοι, βολτάρουν τη διαθεσιμότητά τους. Αν θέλεις μνημόσυνο τους φωνάζεις «Πάτερ, πάτερ, εδώ. Δίπλα στη μαρμάρινη καρδιά. Μπορείτε παρακαλώ;». Έρχονται, μουρμουρίζουν μοτεράκι τις προσευχές, 20 λέξεις σε ένα δευτερόλεπτο, σαν το pecha kucha κάπως, πες τα γρήγορα, πάρε το εικοσάρικο, τζους στην παραπάνω οικογένεια.

● Οι οικογένειες, εκτός αν είναι σε κηδεία που ολοφύρονται (αλλά και πάλι, μη νομίζεις…), είναι ήσυχες δίπλα στους δικούς τους. Μιλάνε μαλακά, γελάνε γλυκά, τακτοποιούνε τα λιγοστά αξεσουάρ του μνήματος και ακούς τους ήχους της ζωής, ολόιδιους με της ηρεμίας γύρω. Τσικ-τσικ τα τζαμάκια στα εικονοστάσια, κλικ, τσαφ, ένα σπίρτο που ανάβει ένα καντήλι. Βήματα στα χαλίκια, μερικές σιωπηλές ανάσες, με κάποιον τρόπο όλα έχουν βρει τη θέση τους. Ένα καλοντυμένο κοριτσάκι τριών χρονών παίζει με τα λουλούδια από ένα στεφάνι. Στην τρίτη αλέα δεξιά, φεύγοντας, βλέπω ένα χαρτί κολλημένο στο τζάμι της εισόδου ενός μνήματος: «Όποιος πειράξει τα λουλούδια μου θα τον πάρω μαζί μου».

● Αργότερα πήγαμε στη Ναυαρίνου και Τρικούπη να δούμε τους Αθηναίους που άρχισαν να φτιάχνουν το «Πάρκο Με Το Ζόρι». Χαμογελούσαν, έπαιζαν με μπάλες, ήταν φίλοι, γείτονες, παλιοί συμμαθητές. Ένα πιτσιρίκι τριών χρονών σκάβει και φυτεύει ένα δέντρο. «Όποιος πειράξει το δεντράκι του πιτσιρίκου, θα τον πάρω μαζί μου», ακούω μία φωνή.

y.nenes@yahoo.com