Πολιτισμος

Τι βρίσκω μέσα στη στοά

Εικόνες και εκπλήξεις στο κέντρο της Αθήνας

Γιάννης Νένες
1’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Aγαπώ τη Στοά Όπερας.

Σ’ αυτήν βρίσκω:

Σινεμά. Ωραίες, «αδειανές» απογευματινές προβολές.

Στην αίθουσα της «μεγάλης» Όπερας είχαμε δει έτσι, απόγευμα, με τον Bue το Dancing in the Dark. Έκλαιγε και έκλαιγα κι εγώ από νεύρα που δεν μπορούσα να κλάψω για την Bjork όταν την πηγαίνουν στην κρεμάλα. Δεν μπορούσε να σκουπιστεί καλά, το πρόσωπό του είναι παντού τρυπημένο με μεταλλικά καρφιά και κρίκους. «Μπάστα, Bue, είναι μόνο μία ταινία».

Ακόμα, στο στοά βρίσκω:

Ψηφιακές μηχανές και ελεκτρο-γκάτζετς. Μπαταρίες δύο Άλφα και τρία Άλφα. Τρελαίνομαι, δεν ξέρω. Θέλω να τις επαναφορτίσω όλες. Ο κόσμος θα σωθεί αν έχουμε φορτισμένες μπαταρίες.

Παλιά έβρισκες και κινητά, τώρα στη θέση τους πουλάνε περούκες. Η Αθήνα έχει πολλά περουκάδικα. Chemo, θεραπείες, άνθρωποι με αξιοπρέπεια μπροστά στη βιοχημεία τους. Τα κεφάλια με τα ψεύτικα μαλλιά κοιτάζουν με μάτια λέηζερ τρυπώντας το τζάμι της βιτρίνας. Μαζί τους και εκείνα τα αόμματα φελιζόλ πρόσωπα με το προτεταμένο ηρωικά πηγούνι, σαν να λένε – είμαι άβαταρ, φόρεσε επάνω μου όποια εικόνα θέλεις.

Η άγρια ζωή της Ακαδημίας και το σινεμά που πάντα θα με σώζει από αυτήν.

Επίσης βρίσκω:

Δίσκους. Σιντί και βυνίλια, Ντόιτσε Γκράμοφον, άριες, μαδριγάλια, Con que la lavare – ποτέ δεν το βρήκα στην εκτέλεση που έψαχνα-, όπερες και παραστάσεις που κρύβονται στα ράφια των ιστορικών δισκάδικων της στοάς, μείον τη Λέσχη του Δίσκου πια…

Το χωμένο μέσα στη στοά της στοάς café της Όπερας, με φωτογραφίες από το παλιό ελληνικό σινεμά στις προθήκες της μεσοτοιχίας με το δισκάδικο. Κρυφές γωνιές, τραπεζάκια ενός μέτρου διαμέτρου, καρέκλες κοντά, κουβέντες λεκιασμένες από μικρά εσπρέσο.

Παρέες ώριμων θιασωτών της Όπερας. Παλιές δόξες που πίνουν ουίσκια στις 11 το πρωί.

Το παιχνιδάδικο με τα ξύλινα αλογάκια έκλεισε. Έμοιαζε σαν πρατήριο του Τζεπέτο. Τώρα, σκόνες.

Ορθοπεδικά. Παιδικά παπουτσάκια με ειδικούς πάτους. Ψεύτικα πόδια. Χάρτες ανατομίας.

Καπνοπωλείο. Η ήρεμη ησυχία του σπορ του καπνίσματος. Το κλανγκ του Zippo μαζί με τις τσακμακόπετρες, τις ασημένιες ταμπακέρες, τα σταντς για πίπα, αντρικά δαχτυλίδια, ωραίος ξύλινος πάγκος, σωστά δεμένος ο κόμπος της γραβάτας.

Και δίπλα Προπό, ακουμπιστήρι να γράψεις με κολυβογράμματα τα νούμερα της τύχης σου με μπικ χωρίς καπάκι. Τσιγάρα πατημένα κάτω, γαμώτηνατυχίαμουγαμώ.

Γραμματόσημα.

Απομεινάρια ταξιδιωτικών γραφείων, επιδιορθώσεις υποδημάτων, η προτομή της Υγείας, η παλιά Αθήνα των ‘50ς όπως την φανταζόμουν από μικρός.

«Εδώ, παλιά ήταν καρβουναποθήκες». Δίπλα, το Ακροπόλ.

Θυμάμαι τους γονείς μου. Μαζί τους, αμυδρά στο μυαλό μου κάποια παλιά επιθεώρηση. Κάτι να γυαλίζει, κόσμο να γελάει με την καρδιά του με μισοφωτισμένα τα μάτια να λάμπουν από τα φώτα της σκηνής. Ρένα Βλαχοπούλου. Ρένα Ντορ.

Βγαίνω στην Ιπποκράτους. Δίπλα η άλλη μικρή στοά, η είσοδος του θεάτρου.

Μπροστά στο ταμείο ένας κύριος και από πίσω του ένας ελέφαντας.


(φωτο: Γιάννης Νένες)