Πολιτισμος

Η Ζωή Λάσκαρη με δικά της λόγια

H μεγάλη σταρ του σινεμά και του θεάτρου δεν μένει πια εδώ. Διαβάστε όσα είχε πει στο περιοδικό SOUL της A.V. για τη ζωή που έζησε

Ευγενία Μίγδου
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Μια από τις διασημότερες σταρ του παλιού ελληνικού κινηματογράφου και του θεάτρου δεν μένει πια εδώ. Η αγαπημένη ηθοποιός, Ζωή Λάσκαρη βρέθηκε νεκρή στο σπίτι της στο Πόρτο Ράφτη. Αυτή είναι μια παλαιότερη συνέντευξή της στο περιοδικό SOUL της Athens Voice. Διαβάστε όσα είχε η ίδια εξομολογηθεί για τη ζωή της, το σινεμά, το θέατρο και τους ανθρώπους.  

Θεσσαλονίκη: «ερωτική πόλη». Κλισέ επαναλαμβανόμενο εκνευριστικά, στα όρια της γραφικότητας. Πίσω από αυτή τη ρομαντική αοριστολογία, υπάρχει κάποια εξήγηση;

Έλα, δεν μπορώ να το ακούω πια. Όταν ανεβαίνουν πάνω, χαλαρώνουν, ανοίγονται, γλεντάνε. Ε, κι όταν χαλαρώσεις, όπου χαλαρώσεις ερωτικό είναι το θέμα. Από μέσα μας ξεκινάνε όλα. Αν επιμένουν ορισμένοι να λένε «ερωτική πόλη», σιγά μην τους χαλάσω εγώ τη μαγιονέζα. Ας το βλέπει καθένας όπως γουστάρει. Το θέμα είναι ότι η Θεσσαλονίκη είναι υπέροχη πόλη, και δεν έχω ακούσει ούτε έναν που να λέει το αντίθετο.

Πηγαίνετε συχνά;

Όποτε μπορώ. Αισθάνομαι σαν να μην έφυγα ποτέ. Μένω πάντα στο ξενοδοχείο «Ηλέκτρα», γιατί θέλω να βλέπω τη θάλασσα και την πλατεία Αριστοτέλους. Στην πλατεία αυτή μεγάλωσα, πήγαινα με τον παππού και τη γιαγιά μου, έπαιζα. Όλες μου οι αναμνήσεις από την πόλη της εφηβικής ή, καλύτερα, της παιδικής μου ηλικίας (στα 16 έφυγα), είναι έντονες. Ήμουν και έντονο άτομο, βλέπεις. Το σπίτι μας ήταν στην Καρόλου Ντηλ, και ο πιο ζωντανός δρόμος τότε, όπου γίνονταν όλα τα φλερτ, οι βόλτες, ήταν η Τσιμισκή.

Διαφέρει ο κόσμος της Θεσσαλονίκης από αυτόν της Αθήνας;

Κάθε φορά που ανεβαίνω, διαπιστώνω μετά χαράς ότι οι Θεσσαλονικείς δεν έχουν αλλάξει ακόμα. Εξακολουθούν να είναι γιαβάς-γιαβάς, δεν τρελαίνονται, δεν υιοθετούν τον άγριο ρυθμό της Αθήνας. Περπατώντας στην παραλία ή την Τσιμισκή, βλέπεις ακόμα γνωστούς, λες ένα «γεια, τι κάνεις». Την περπατάω την πόλη, σε αντίθεση με την Αθήνα. Υπάρχουν ωραία μαγαζιά, ωραίες βιτρίνες. Μου αρέσει να βολτάρω, να χαζεύω, να ψωνίζω, να χαιρετάω. Και ο κόσμος περνάει ωραία, τους βλέπεις από μαγαζί σε μαγαζί, να κουβεντιάζουν, να τα πίνουν, να γελάνε, να κάνουν την πλάκα τους. Υπάρχει ακόμα η πλάκα εκεί, το κέφι. Οι δε γυναίκες, οι Θεσσαλονικιές, μου θυμίζουν περισσότερο Μιλανέζες ή Ρωμάνες. Από το πρωί είναι φτιαγμένες, μακιγιαρισμένες, χτενισμένες. Το μόνο που δεν πήρα είναι αυτό… Θα βγουν για ψώνια, θα καθίσουν το μεσημέρι για καφέ ή για φαγητό, θα κουβεντιάσουν. Παντού βλέπεις νέα παιδιά, φρέσκα μυαλά, φρέσκες ιδέες. Γίνονται πράγματα. Δεν τολμούν εδώ, η Αθήνα είναι μια γεροντούπολη.

Σας πιάνει πότε-πότε νοσταλγία για την πόλη;

Γιατί να τη νοσταλγώ αφού τη ζω; Είναι δίπλα μου και όποια ώρα θέλω βρίσκομαι εκεί.

Υπάρχει η Λάσκαρη κινηματογραφική περσόνα, και η αυθεντική Ζωίτσα του λαού, που έχει την τέχνη ή το χάρισμα να επιδρά πάνω στους ανθρώπους, να τους μαγεύει, να γίνεται «κτήμα» τους. Η αυθεντική Ζωίτσα, πασπαλισμένη με το γκλίτερ του λάιφσταϊλ, έγινε μύθος, λαμπερή σταρ.

Το έλεγα πάντα. Θα γίνω γιαγιά και ακόμα Ζωίτσα θα με λένε. Έτσι συνέβη πράγματι, και μου αρέσει πάρα πολύ αυτό. Πού οφείλεται, δεν ξέρω. Ήμουν οικείο πρόσωπο, ο άνθρωπός τους. Πέρα από τα όρια του Κολωνακίου, που είναι τρέλα και κορδέλα και πολύ comme il faut, δεν υπάρχει κυρία Λάσκαρη, αλλά Ζωίτσα. Για παράδειγμα, στον Βοτανικό, όταν βγαίνω για φαγητό στο ουζερί, ή σε άλλες εκτός κέντρου περιοχές, λένε «να, η Ζωίτσα. Έλα να σε κεράσουμε». Η προσέγγιση είναι άμεση και η προσφώνηση μία: Ζωίτσα! Τέλος.

Και η σταρ Λάσκαρη;

Έλα, αγάπη μου. Να τελειώνουμε με τις ετικέτες αυτές. Τι είναι σταρ, πες μου τι είναι σταρ, έχεις ορισμό; Να σου πω εγώ. Γεννιέσαι με αυτό, δεν γίνεσαι. Υπάρχουν πολλοί σταρ που δεν τους ξέρει κανένας. Εκπέμπουν κάτι, έχουν ένα χάρισμα, μαγνητίζουν τους πάντες. Αυτό δεν έχει να κάνει με την ομορφιά, αλλά με κάτι άλλο, κάτι ανεξήγητο. Τώρα, αν συνοδεύεται και με καλή εξωτερική εμφάνιση, είναι ταυτόχρονα και πλεονέκτημα, και βάρος. Αν είσαι γυναίκα, και δη ηθοποιός, θα πούνε: είναι η σταρ, η ωραία, η γκόμενα, η σέξι. Έλεος πια! Αν και δεν με πείραξε ποτέ. Την πορεία μου την έκανα, την κάνω, και ο καθένας έχει τη δική του γνώμη.

Στα ΜΜΕ εμφανίζεστε με φειδώ. Οι συνεντεύξεις και οι τηλεοπτικές σας εμφανίσεις είναι λιγοστές, ενώ απορρίπτετε τις προτάσεις για φωτογραφήσεις. Μια στάση κόντρα στο πνεύμα της εποχής και την αγωνία όλων για προβολή και συντήρηση της εικόνας.

Δεν μου αρέσει να είμαι «μαϊντανός», να εμφανίζομαι κάθε μέρα στις τηλεοράσεις και τα έντυπα. Δεν έχω την παραμικρή διάθεση, καμιά τέτοια αγωνία. Εμφανίζομαι μόνον όταν υπάρχει λόγος, όταν αναγκάζομαι λόγω του θεάτρου. Γιατί να βασανίζω και να ταλαιπωρώ τους ανθρώπους; Άλλωστε, δεν νομίζω ότι παρουσιάζω κανένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Σήμερα άλλα απασχολούν τον κόσμο· τα κουτσομπολιά, ποιος παντρεύτηκε, ποιος χώρισε…

Κινηματογραφικό ντεμπούτο;

Το 1961 βγήκε ο «Κατήφορος», η πρώτη μου ταινία, με τον Φίνο. Δούλευα από μικρή πολύ σκληρά, για το μεροκάματο. Η επιτυχία ήταν θέμα box office. Όσο περισσότερα εισιτήρια έκοβες τόσο πιο γνωστός γινόσουν. Τότε δεν υπήρχε ούτε ζάπινγκ ούτε καναπές. Ο κόσμος έβγαινε, πήγαινε στον κινηματογράφο και πλήρωνε το εισιτήριό του.

Ανάμεσα στην Αλίκη και την Τζένη, που ήταν επίσης στον Φίνο, εσείς ήσασταν εκείνη που αναδείχτηκε «αντικείμενο του πόθου». Πού οφείλεται αυτό;

Ήταν το είδος των ταινιών που έκανα, αυτό που έφερα ως φυσιογνωμία και το ταλέντο μου φυσικά. Εκείνες δεν δέχονταν να κάνουν τέτοιες ταινίες. Ήταν μια γενιά μεγαλύτερες και είχαν κατακτήσει ήδη ένα πιο «οικογενειακό» κοινό. Εγώ δεν στόχευα κάπου, έκανα επάγγελμα, ήταν θέμα επιβίωσης. Οι άλλες ήταν πιο καπάτσες. Βέβαια, το καπάτσες εντός εισαγωγικών, γιατί δεν ξέρω ποιος είναι ο κερδισμένος τελικά. Ο μονομανής, εκείνος που φθείρει τη ζωή του στο επάγγελμα ή εκείνος που απλά το κάνει και προχωράει; Ευτυχώς, έζησα όλα τα πράγματα στην εποχή τους. Δούλεψα σκληρά, και γλέντησα, και ερωτεύτηκα. Δεν στερήθηκα. Είχα τις αντοχές, τη διάθεση, και τα έκανα όλα συγχρόνως, στην ώρα τους. Δεν έφτασα σε μια ηλικία να πω «τώρα θα ζήσω αναδρομικά» και να γίνω γελοία.

Η κινηματογραφική εικόνα σάς δημιούργησε προβλήματα στο θέατρο;

Στο θέατρο βγήκα πρώτη φορά το 1968-69 με το έργο «Μαριχουάνα, στοπ» του Δαλιανίδη. Ακολούθησε μια περίοδος όπου έπαιζα σε επιθεωρήσεις και διάφορα τέτοια. Μέχρι που πήρα μια απόσταση από όλα αυτά και είπα ότι δεν με ενδιαφέρουν. Ψαχνόμουν γενικότερα. Ώσπου το 1977 ήρθε ο Τσιβιλίκας και μου πρότεινε το «Ξυπόλυτοι Στο Πάρκο» του Ο’Νιλ. Από τότε ξεκινάει άλλος δρόμος. Και δόξα τω Θεώ, όλα πήγαν μια χαρά, πολύ καλά. Σε όλες μου τις παραστάσεις («Βιρτζίνια Γουλφ», «Ορφέας Στον Άδη», «Τρεις Ψηλές Γυναίκες»), έκλεινα με ορθίους.

Τις δεκαετίες της κινηματογραφικής δόξας, τότε που ο μύθος σας ήταν στο απόγειο και η μορφή σας στοίχειωνε τις ερωτικές φαντασιώσεις όλου του άρρενος πληθυσμού, πώς νιώθατε;

Χαμπάρι δεν έπαιρνα έτσι κι αλλιώς. Κάθε φορά ήμουν με κάποιον που τον γουστάριζα τρελά. Δεν με αφορούσαν οι υπόλοιποι. Το ζητούμενο είναι ποιον γουστάρω εγώ. Αυτό με γεμίζει εμένα. Υγιέστατη στάση νομίζω. Βέβαια, για αυτό με κάνανε όλοι ό,τι θέλανε. Πάντα, σε όλες τις περιπτώσεις. Και να σου πω και κάτι; Πέρασα πολύ καλά. Και βέβαια έκλαψα, και γονάτισα, και παρακάλεσα. Σκέψου να ήμουν καμιά τρελή, καμιά ψωνισμένη! Δεν θα είχε κανένα νόημα.

Οι άντρες σας προσέγγιζαν για το μύθο που κουβαλούσατε κυρίως;

Κάνοντας τον απολογισμό, εκεί καταλήγω. Είχαν στο νου τους το μύθο. Όταν όμως έβλεπαν ότι τους δίνομαι, ότι είμαι κανονικός άνθρωπος, ότι σκουπίζω, μαγειρεύω, σιδερώνω, ο μύθος κατέρρεε. Έλεγαν «α, αυτή είναι; Πάμε παρακάτω», και με κεράτωναν κιόλας.

Στη δεκαετία του ’60, οι νέοι σε ολόκληρο τον κόσμο εξεγείρονται. Όλα φαίνονταν να είναι στο ξεκίνημά τους. Οι ελληνικές ταινίες της εποχής, με το «Νόμο 4000», τους τεντιμπόις, τις καρικατούρες των οργισμένων νιάτων, τα αμέρικαν μπαρ, αποδίδουν το όλο κλίμα με επαρχιωτισμό και μικροαστική, ηθικοδιδακτική διάθεση. Πώς βιώσατε -εκτός ταινιών- την οργιώδη εκείνη εποχή;

Είμαι ευτυχής που τα έζησα όλα έντονα, εν τη γενέσει τους. Ήταν όντως μια τρομερή εποχή. Οι Beatles, οι Stones, ο Μάης του ’68, η Άνοιξη της Πράγας. Υπήρχε ενθουσιασμός, τα νιάτα βρίσκονταν στο προσκήνιο της παγκόσμιας σκηνής. Υπήρχαν ιδανικά, ινδάλματα, σπουδαίες πολιτικές φυσιογνωμίες. Είχα νοικιάσει διαμέρισμα στο Λονδίνο, έπειτα στη Ρώμη. Η Νέα Υόρκη ήταν παράδεισος: καταπληκτικοί άνθρωποι, «Studio 54», ωραίες συζητήσεις. Αυτή η δεκαετία στιγμάτισε και την επόμενη, από το ’80 και μετά όμως άρχισε η decadenza.

Ποια ήταν η σχέση σας με το Sex, τα Drugs και το Rock & Roll;

Ήμουν πάντα πουριτανή με την καλή έννοια, χωρίς υστερίες. Έτσι έμαθα από το σπίτι μου. Πάντα δοσμένη 100% στον άνθρωπο με τον οποίο ήμουν μαζί. Ποτό ήπια πρώτη μου φορά στα 26, ουίσκι. Το ροκ το λάτρευα. Στη Θεσσαλονίκη, το ’σκαγα από το σπίτι για να βγω να χορέψω, σε πείσμα του παππού μου, ο οποίος με κυνηγούσε. Όπως και να ’χει όμως, όλα ήταν ευχάριστα τότε. Ευτυχισμένα χρόνια, με πλάκες. Ακόμα και μέσα στις δυσκολίες, υπήρχε χαλαρότητα, ήταν όλα χα-λα-ρά, που λένε και στη Θεσσαλονίκη.

Όταν δεν δουλεύετε, πλήττετε;

Το θέατρο δεν είναι μονομανία. Περνάω μια χαρά όταν δεν δουλεύω και κάθομαι σπίτι μου.

Έχετε κάποιο απωθημένο ρόλου;

Όχι, κανένα απωθημένο. Διαβάζω, και ό,τι μου κολλήσει τη στιγμή που το διαβάζω.

Ο χρόνος σας φοβίζει;

Δεν υπάρχει χρόνος, δεν πιστεύω σ’ αυτόν. Είναι ένας μύθος.