Πολιτισμος

Πανικοβάλ των 500

Έγχρωμη Μουσική

Γιάννης Νένες
ΤΕΥΧΟΣ 422
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Είναι εκείνο το καταραμένο πάρτι που ποτέ δεν έγινε. Το πάρτι που θα ήταν όλοι εκεί. Καινούργιοι και παλιοί έρωτες, θεοί και θεότητες, συμμαθητές και ομοτράπεζοι, φευγάτοι και τωρινοί, πεθαμένοι και απέθαντοι.

Όλα τα πάρτι που γίνονται έχουν απόντες. Υπάρχει πάντα το κομμάτι που λείπει. Υπάρχουν όμως και στιγμές που νομίζεις ότι βρέθηκαν όλοι μαζί, μέσα στο κεφάλι σου – ή μέσα σε ένα βιβλίο. Ένα άλμπουμ αναμνήσεων με τα πορτρέτα όλων όσων ήπιαν μαζί σου σε τραπέζια, στα πατώματα, σε μπάρες, σοκάκια, πεζοδρόμια, πεζούλια πάνω από θάλασσες, υπόγεια κωλόμπαρα ποιος ξέρει πού, γυαλιστερές νύχτες με ορχήστρα, ταβερνεία, μέσα σε ομίχλη ή σε εκκωφαντική ζέστη, σε ήλιο με τρεμουλιαστό καυτόν αέρα. Αυτό το βιβλίο με τις μουσικές και τις φιγούρες του παντοτινού μπαρ που πέρασες τη ζωή σου, μου το έφερε μια μέρα ένας φίλος – όπως πρέπει: από τα βάθη του χρόνου.

Ο Γιώργος Κουτσονάσιος στο Β΄ Λύκειο Αρρένων Ζωγράφου ήταν, κατά κάποιον τρόπο, ο απεσταλμένος του Frank Zappa στο σχολείο μας. Είχε το κόπιράιτ. Είχε το μουσάκι στο πηγούνι. Είχε το σακίδιο. Είχε τα καρό φανελένια πουκάμισα. Είχε το βλέμμα Hot-Rats. Περιφερόμασταν στους ίδιους διαδρόμους, βρισκόμασταν στις ίδιες παρέες ον-οφ, κάναμε εμφανίσεις στα σημαδιακά κλαμπ της εποχής, δύσκολα επιλεγμένα, έπρεπε να είναι βαθιά ροκ. Ένα βράδυ κάτι ταγάρια, γίδια, τύποι από άλλες παρέες πήγαν να κάψουν την Bedlam στη Μιχαλακοπούλου, ψηλά. Εκεί μαζευόμασταν και ακούγαμε αυτά που μας άρεσαν, μια βλακεία ήταν, αλλά τότε είχε την ιερότητα του άβατου για μας, ήταν το συνοικιακό μας τέμενος. Έπεσε ξύλο, φίλε. Είχαν μπιτόνια μαζί τους. Μας έλεγαν «ξενόφερτους». Αν ήξεραν πού είναι θα έκαιγαν και το σπίτι του Zappa. Θεός σχωρέσ’ τον κι αυτόν.

Μετά, όλα χάθηκαν στον αέρα. Εγώ έφυγα, σερνόμουνα σε άλλες γειτονιές, ανακάλυψα τα ρεμπέτικα και τους σεβντάδες που με τρώγαν, ξεχνούσα τ’ όνομά μου, ξεχνούσα τα πάντα. Καμιά φορά έβλεπα τον Κουτσονάσιο από μακριά, μες στη θολούρα, σε συναυλίες και σε μουσικές σκηνές που έπαιζαν η Κρίστη Στασινοπούλου με τον Στάθη Καλυβιώτη, έμαθα ότι δούλευε στην ΕΜΙ, μετά ότι άνοιξε ένα δικό του μικρό δισκάδικο-στέκι, το Έλα-Κάτω στο Παγκράτι ή σε καμιά βόλτα από το Pop Eleven της Σκουφά. «Για να δω, τι πήρες;» Άνοιγα τη σακούλα. John Cale, «Vintage violence» και τα Μικρασιάτικα της Μέλπως Μερλιέ. Έτσι, με τέτοιες αγάπες τριγυρνούσαμε στην Αθήνα, τζαζ, ροκ, αναποδογυρισμένα, μπλουζ με σκρατς στο δίσκο, κανένα σερφ-πανκ να τρέχουμε τους δρόμους.

Λέει ο Γιώργος: «Έτσι κι αλλιώς η εποχή ήταν ιδιαίτερα γόνιμη μουσικά, τρέχαμε να ρουφήξουμε ελληνικό τραγούδι που ήταν “ζωντανό”, δημιουργούσε “νόημα” ακόμα, καθόριζε κλίμα, τρόπους ζωής... Τσιτσάνη και Μπέλλου στο Χάραμα, Σαββόπουλο και “Γιγανταιώρημα” στην Πλάκα, λίγο μετά κάθε βράδυ στο Ζουμ για Παπάζογλου και το φρέσκο “Χαράτσι”, κομπανίες, ντέφι, Άκης Πάνου, τα Nuevo λαϊκά του Ρασούλη, Χαρούλα, Βιτάλη, Σούκας, Διονυσίου, Αγγελόπουλος, Τζιμάκος, Πιλαλί, ωραίες παρέες, μυθικά διαβάσματα, νύχτες γενναιόδωρες».

Ύστερα έφυγα, εγώ δυτικά και ο Γιώργος ανατολικά.

n

Πριν μερικά χρόνια η Α. μού έδειξε κάτι πίνακες. Τεράστια μπαμπού, με τα φυλλώματά τους, γεμάτα χρώμα, μπογιές, βαμμένα και πεταμένα επάνω στον καμβά. Ένα δάσος από φωτεινά, υδαρή κιτρινοπράσινα καφέ που σε ρουφούσε μέσα στα μυστικά και τις γραμμές του, κάθετες, διαθλώμενες, οξείες γωνίες, πυκνές – και όμως φωτεινές και διάφανες. Στην άκρη του πίνακα, κάτω δεξιά, είδα το όνομα του παλιού μου συμμαθητή. Κι έτσι έμαθα τη συνέχεια του Γιώργου: Σαννυάσιν του Ινδού μύστη Osho, χειμώνες στην Πούνα στην Ινδία, διαλογισμός και group therapies, sufi whirling, zen calligraphy, primal και nature painting με τη Γιαπωνέζα ζωγράφο Meera. Από το 2002, μαζί με την Αλόκα Αλαγιάννη, κάνουν workshops ζωγραφικής στην Αθήνα και την Αίγινα.

Και μια μέρα άνοιξε την πόρτα, μπήκε και μου έδωσε το άλμπουμ της «Έγχρωμης Μουσικής» συμπυκνώνοντας μέσα σε 216 σελίδες τη ζωγραφισμένη μουσική μυθολογία της ζωής μας. Μια σειρά από πορτρέτα και ιδανικούς συνδυασμούς, τους θεούς που μας συντήρησαν και μας ταξίδεψαν όλα αυτά τα χρόνια. Ο Μάρκος Βαμβακάρης στο ίδιο πάλκο με την Billie Holiday, o Tom Waits παίζει με τον Μπάτη, ο Ray Charles με τον Άκη Πάνου... οι Rolling Stones, o Bob Dylan, o Monk, o Cohen, Αρχαίοι Ρεμπέτες, Βυζαντινοί Φλαμένκος, Σούφι Μπλούζμεν, Ρέγκε Βούδες, Ζεν Μποέμ και άλλοι. Περιπλανώμενοι των Παραλιών και των Άστρων δίπλα σε μια μικρή ανθολογία από τραγούδια και αποσπάσματα από Πίντσον, Κόνραντ, Μπόουλς, Κόντογλου, Κορτάσαρ και άλλους...

«Έγχρωμη Μουσική - Coloured Music λέγαν, διαχωριστικά και υποτιμητικά, στην Αμερική του ’30 τα μπλουζ, το μαύρο –έγχρωμο, δηλαδή– τραγούδι σε αντιδιαστολή με το λευκό –άχρωμο, προφανώς–«πολιτισμένο» τραγούδι... το ίδιο με τα ρεμπέτικα, τα τάνγκο, το φλαμένκο. (...) Μ’ άρεσε να ζωγραφίζω με πενάκια και μολύβια τον Μπάτη και τον Junior Wells, τον Κάβουρα και τον Camarón de la Isla, έχοντας στο μυαλό μου αγιογραφημένους πειρατές και όλους αυτούς τους φοβερούς “άντρες ξακουστούς και λησμονημένους” του Κόντογλου.

Από φωτό σε βιβλία ή περιοδικά και, φυσικά, εξώφυλλα που ήταν βασικό συστατικό της όλης μαγείας, Little Walter και Χατζηχρήστο με κηροπαστέλ και ακουαρέλες... κάπου εκεί το ’83, το “δίπλα από το κύμα έχει τ’ άλογα λυμένα, θα τον δεις, ο ασπροντυμένος μπουζουξής”, του Σαββόπουλου, ήρθε σαν μαγική εικόνα – κάποιου είδους σύμβολο, μιας λαϊκής πνευματικότητας, μιας λαϊκής αριστοκρατικότητας, ας πούμε, βαθύτατα ελληνικής και μαζί παγκόσμιας... όπως οι ασπροντυμένοι Rolling Stones στο Black & Blue, που γράψαν στην Τζαμάικα του ρέγκε… ή τα pueblos blancos, τα ασπροντυμένα φλαμενκοχώρια στην Ανδαλουσία… τα δικά μας “νησιά του παραδείσου”… τα ασπροντυμένα evening meetings του Αιγαίου… το ελληνικό ροκενρόλ τα λαϊκά του ’50, η Πόλυ, η δική μας σάλσα, τάνγκο, ρούμπα… τέτοια ήθελα να ζωγραφίσω».

Τα πάρτι τελείωσαν. Η Bedlam έγινε Retro και τώρα, ίσως, εγκαταλελειμμένη αποθήκη πολυχώρος. Η Αθήνα δεν έχει τίποτα λευκό, καμία λαϊκή πνευματικότητα. Οι άγγελοι των μπλουζ και των ρεμπετάδικων κλείστηκαν σε κρησφύγετα και μικρές παρέες. Εγώ περνάω ώρες ακολουθώντας με το βλέμμα το ρυθμό που έχει το πενάκι του Κουτσονάσιου στη γραμμή, σχεδιάζοντας την τσάκιση από τσίλικα παντελόνια που κάθονται σταυροπόδι, τα δάχτυλα επάνω στις χορδές που πάλλονται, την κραυγή που βγαίνει καθώς απλώνει η ακουαρέλα στους πόρους του χαρτιού, τον πυρετό στην κάφτρα του τσιγάρου του Άκη Πάνου, ένα δαχτυλίδι, ανοιχτά παράθυρα, μπουκάλια, φοίνικες, την Αστυπάλαια και το Μπρονξ.


Info: Το άλμπουμ «Έγχρωμη Μουσική» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ποντοπόρος koutsonasiosart.gr