Πολιτισμος

Ιστορίες για Αγίους από τον Θωμά Κοροβίνη

Ένα πρωτο-χρονιάτικο τηλεφώνημα

Μαρία Μανωλέλη
ΤΕΥΧΟΣ 579
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Καλοκαιρινό πρωινό στην πλατεία Προσκόπων, το πάλαι ποτέ στέκι του Μάνου Χατζηδάκι.


Καθόμαστε στο «Αερόστατο» ο Θωμάς Κοροβίνης, ο Κώστας Καλημέρης κι εγώ. Πίνουμε πρωινό καφέ και συζητάμε ή μάλλον τους ακούω. Ο χειμαρρώδης Κοροβίνης κάνει απολαυστική οποιαδήποτε συζήτηση, ο Κώστας Καλημέρης θυμάται κι άλλες λεπτομέρειες και επιβεβαιώνει με πινελιές όσα λέγονται. Θέλω να τους κλέψω μια ιστορία από όλα αυτά που λέμε και να τη μοιραστώ, να φύγει από τη γειτονιά του Παγκρατίου να μπει σε στόματα που θα τη διηγηθούν με τη σειρά τους αλλού. Κάθε φορά που γίνομαι μάρτυρας μιας καλοειπωμένης ιστορίας, η χαρά της ακρόασης μπολιάζεται με την αγωνία μου να τη μεταφέρω και σε άλλους. Επαγγελματική διαστροφή.

Ο Θωμάς Κοροβίνης, φύσει κοινωνικός και αγαπητός, έχει φίλους κάθε ηλικίας. Μιλάει για αυτούς με αγάπη ειλικρινή, τους εγκωμιάζει, καμαρώνει. Η εικόνα του σκοτεινιάζει όταν μιλάει για τους αγαπημένους του που έχουν φύγει. Για τον Μανώλη Ρασούλη, τον Νίκο Παπάζογλου. Κάποια στιγμή το πρόσωπό του φωτίζεται ξανά, όταν η συζήτηση πάει στη Διδώ Σωτηρίου. Μου εξηγεί το σημαντικό ρόλο που έχει παίξει στη ζωή του και στον τρόπο που βλέπει τα πράγματα. Μου μιλάει για ένα τηλεφώνημα από αυτά που θα μπορούσαν να λέγονται «τυπικά τηλεφωνήματα εορτών» το οποίο όμως στάθηκε αφορμή να ακολουθήσει μια πιο αισιόδοξη στάση ζωής.

image

image

Είχες φιλική σχέση με τη Διδώ Σωτηρίου; Παρά τη μεγάλη ηλικιακή διαφορά;

«Δεν υπάρχει διαφορά ηλικίας στη φιλία. Κι ο μεγαλύτερος φίλος και ο νεότερος ωφελούνται. Μπορεί να φαίνεται σαν μαθητεία του νεότερου αλλά στην πραγματικότητα κι ο μεγαλύτερος παίρνει πολλή χαρά και ενέργεια από το νεότερο. Μαθήματα ζωής βγαίνουν μέσα από αυτές τις συναναστροφές. “Να μην είμαι, βρε, κοριτσάκι και να σε ερωτευτώ!” Έτσι μου είχε πει σε ένα τηλεφώνημά μας η Διδώ, σε ένα τηλεφώνημα που μου άλλαξε τον τρόπο που βλέπω τα πράγματα όταν έχω κακή διάθεση.

»Με τη Διδώ, που είναι ένας νεοελληνικός μύθος, αλληλογραφούσαμε και μιλούσαμε στο τηλέφωνο συχνότατα, με επηρέαζαν οι σκέψεις και οι συμβουλές της πολύ. Η Διδώ δεν ήταν απλώς μια σπουδαία συγγραφέας. Ήταν επαναστατημένη, ριζοσπαστική αγωνίστρια, ενώ παράλληλα έσφυζε από ζωή. Ήταν μια αρχοντογυναίκα, μια φλογερή προσωπικότητα με διασυνδέσεις με σημαντικούς έλληνες και ευρωπαίους διανοούμενους. Μεγάλωσε το παιδί του Νίκου Μπελογιάννη όσο η μητέρα του παιδιού και αδερφή της, Έλλη Παππά, ήταν στη φυλακή. Ανταπεξήλθε γενναία σε μια εποχή μαρτυρική χωρίς να υπολογίζει τον κίνδυνο. Μια φεμινίστρια ουσιαστική, μια ουμανίστρια δυναμική και παράλληλα μια τρυφερή γυναίκα. Τα βιβλία της δεν είναι απλά μυθιστορήματα. Τα “Ματωμένα χώματα” είναι ένα βιβλίο που όποιος δεν το έχει διαβάσει έχει ελλειμματική νεοελληνική ταυτότητα. Η στάση της και το ήθος της επιβάλλονταν από μόνα τους. Ήταν ένα ηθικό μέτρο και για εμένα. Έτσι λειτουργούν κάποιοι σπάνιοι άνθρωποι, η φιλία τους γίνεται ηθικό μέτρο στην καθημερινότητα. Από αυτή τη θέση θα σου πω πόσο με επηρέασε ένα πρωτοχρονιάτικο τηλεφώνημά της.

»Είναι Πρωτοχρονιά βράδυ, νομίζω το 1994, και με παίρνει τηλέφωνο η Διδώ για ευχές. Με πετυχαίνει σε κάπως κακή διάθεση χωρίς κανέναν ιδιαίτερο λόγο. Μάλλον ήταν η μελαγχολία των εορτών που πιάνει κυρίως τους εργένηδες.

-Πώς είσαι, Διδώ;

-Θαυμάσια! Εσύ τι κάνεις, αγόρι μου;

-Ε, έτσι κι έτσι.

-Έτσι κι έτσι; Τι σου συμβαίνει;

-Ε...

-Α στο καλό, μάθατε κι εσείς, τώρα, παλιόπαιδα, και λέτε αυτά τα “έτσι κι έτσι, δε βαριέσαι, ας τα λέμε καλά”. Γιατί παρακαλώ; Να λες “είμαι καλά” και να το κάνεις πράξη.

Ακούγοντας μια ηλικιωμένη μοναχική γυναίκα που τη σεβόμουν και τη λάτρευα, να μου μιλάει έτσι, ντράπηκα για τη δική μου, χωρίς λόγο έκφραση δυσφορίας. Για την ανωριμότητά μου, αν θες, που αντί να ρωτήσω εκείνη για τη διάθεσή της έσπευσα να πω «έτσι κι έτσι». Το υπερήφανο φρόνημα και η εν γένει στάση της ήρθε σε αντίθεση με τη δική μου νεανική βαρεμάρα και με έκανε από τότε να κρατώ υψηλό φρόνημα και να μη μεμψιμοιρώ όταν δεν έχω κάποιο ουσιαστικό πρόβλημα. Ή μάλλον να μη μιζεριάζω ποτέ. Φαίνεται, στα νιάτα μου, είχα τη συνήθεια να δείχνω την κακή μου διάθεση γιατί τώρα θυμήθηκα και ένα περιστατικό με τον Ντίνο Χριστιανόπουλο που, όταν τον συνάντησα τις πρώτες μέρες αφότου είχα τελειώσει το φανταρικό μου, ήμουν και πάλι μουτρωμένος. Ο Ντίνος με πλησίασε και μου είπε επιτιμητικά: “Τι έγινε, Θωμά; Πήγες στρατό και τώρα φταίμε εμείς;”».

image

image