Πολιτισμος

Στα Άδυτα του Ωδείου

Στέλλα Χαραμή
ΤΕΥΧΟΣ 563
6’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Στο μεταίχμιο να κλείσει ή να αναγεννηθεί, βρίσκεται το ιστορικό Ωδείο Αθηνών. Τα χρέη, οι άγνωστοι θησαυροί του και το φιλόδοξο σχέδιο αποπεράτωσής του.

Πίσω από τη γυάλινη, κεντρική είσοδο του Ωδείου Αθηνών, μια δεύτερη, σιδερένια πόρτα ανοίγει. Και ξαφνικά βρίσκεσαι πίσω στο 1976 ή στην κατάσταση που αφέθηκε ένα εντυπωσιακό αμφιθέατρο 800 θέσεων, άγνωστο κόσμημα στα σπλάχνα του ιστορικού κτιρίου. Ο χρόνος για το Ωδείο Αθηνών, διά χειρός Ιωάννη Δεσποτόπουλου, σταμάτησε κάπου εκεί: Στα τέλη της δεκαετίας του ’70, αρχές του ’80. Τότε που τα προβλήματα θα ξεκινούσαν. Γιατί μέσα στο ατελές, αν και εμβληματικό Bauhaus οικοδόμημα στη Βασιλέως Κωνσταντίνου, ένας από τους ιστορικότερους πολιτιστικούς οργανισμούς της χώρας προσπαθεί απελπισμένα για την επιβίωσή του.

«Υπάρχουν δύο σενάρια: Η στρεβλή σχέση του Ωδείου Αθηνών με το κράτος απειλεί να το οδηγήσει στην πλήρη παύση εργασιών μετά από 145 χρόνια λειτουργίας. Ελπίζουμε στη δεύτερη εκδοχή· να βελτιωθούν οι όροι συνεργασίας μας και να μπορέσουμε να πάμε τον οργανισμό στην επόμενη μέρα». Ο πρόεδρος του Μουσικού και Δραματικού Συλλόγου «Ωδείο Αθηνών» Νίκος Τσούχλος δίνει, χωρίς περιστροφές, το περίγραμμα για μια ακόμα ιστορία μοντέρνου παραλογισμού εις βάρος του ελληνικού πολιτισμού. Το Ωδείο, υπεύθυνο για μερικά από τα λαμπρότερα αστέρια στο χώρο των μουσικών και δραματικών σπουδών στην Ελλάδα, φλερτάρει με ένα δραματικό φινάλε.

Η ιστορία χρονίζουσα, αρχίζει όταν, το 1971, Δημόσιο και Ωδείο δένονται με τα δεσμά μιας σύμβασης (κυρωμένης με νόμο το 1980) σε αντάλλαγμα μιας μεγάλης δωρεάς από την ακίνητη περιουσία του Συλλόγου – το νεοκλασικό οίκημα στον αριθμό 35 της Πειραιώς που στεγάζει εδώ και χρόνια τη Δραματική Σχολή του Εθνικού θεάτρου. Την ίδια ώρα, το κράτος αναλαμβάνει μια σειρά υποχρεώσεων προς τον οργανισμό: να διαγράψει τα χρέη του στο ΙΚΑ, να αποπερατώσει το νέο κτίριο με χρονικό ορίζοντα το μακρινό 1985 και τέλος να καλύπτει στο διηνεκές το έλλειμμα λειτουργίας του Ωδείου – αναγνωρίζοντας την προσφορά του στην ελληνική μουσική παιδεία. Για να αποφευχθούν φαινόμενα κατάχρησης, η σύμβαση προβλέπει τη συγκατάρτιση του ετήσιου προϋπολογισμού του Ωδείου με τα αρμόδια υπουργεία Οικονομικών και Πολιτισμού.

Ακριβώς 45 χρόνια αργότερα, οι δεσμεύσεις του δημοσίου προς το Ωδείο μένουν μόνο στα χαρτιά και ο οργανισμός πνίγεται στα χρέη. Από το 2012 μέχρι σήμερα, η μισθοδοσία των καθηγητών των σχολών καταβάλλεται με σοβαρά προβλήματα ή δεν καταβάλλεται καθόλου, κατάσταση που έχει οδηγήσει τους μισούς περίπου διδάσκοντες από το δυναμικό του σε δικαστική διεκδίκηση των δεδουλευμένων τους (για την οποία έχουν δικαιωθεί και έχουν προχωρήσει σε εξωδικαστικό συμβιβασμό). Οι υπόλοιποι τελούν σε αμισθία διαρκείας ή μεγάλα κενά μισθοδοσίας. Και παρά τον εξορθολογισμό των αμοιβών τους, το χρέος της αποπληρωμής 22 μισθών σε 40 καθηγητές, ύψους 1.5 εκατομμυρίου ευρώ, παραμένει σε βασανιστική εκκρεμότητα.

Δυστυχώς, αυτό δεν είναι το μοναδικό πρόβλημα στη λειτουργία του. Σε μόνιμη εκκρεμότητα τελεί και το ίδιο το κτίριο, συνολικής έκτασης 13.500 τ.μ., οι εργασίες στο οποίο έχουν παγώσει εδώ και 39 χρόνια. Τα μικρά σύννεφα από σκόνη και υγρασία που γαργαλούν τη μύτη καθώς κατεβαίνεις στο πρώτο υπόγειο του κτιρίου, σε καλωσορίσουν σε εικόνες μεγαλοπρεπούς εγκατάλειψης: ορθογώνιες, αχανείς αίθουσες, ανήλιαγες κι αφώτιστες, που κλείνουν μέσα τους κάθε λογής σαβούρα· που η καρδιά τους χτυπά στα φτερουγίσματα των περιστεριών τα οποία λαθραία έχουν τρυπώσει από τους φεγγίτες κάνοντας χαμηλές πτήσεις πάνω από το κεφάλι σου. Κι είναι τα περιστέρια που τελικά θα σε οδηγήσουν στο φως, σε μικρά δείγματα αρχιτεκτονικής τελειότητας, όπως η κενή εκκλησία την οποία ο Δεσποτόπουλος είχε προβλέψει για τη διδασκαλία βυζαντινής μουσικής.

image

image

Ένα επίπεδο πιο πάνω, κατά μήκος της εντυπωσιακής στοάς από μάρμαρο, στον κήπο με τα πεύκα και τις ανθισμένες αμυγδαλιές, η Άνοιξη περιμένει να ’ρθει. Σε μια τέτοια εποχή ελπίζει και το Ωδείο Αθηνών. Ο πρόεδρός του Νίκος Τσούχλος επιδιώκει, παρά τις δυσμενείς συνθήκες, την αναγέννηση του οργανισμού, υπολογίζοντας στην εξυγίανση των σχέσεων με το κράτος και στην αρωγή του Υπουργείου Πολιτισμού. «Έχουμε πάψει να ζητούμε τη συνέπεια του δημοσίου απέναντι στις παλαιές δεσμεύσεις. Ζητούμε όμως την ανάδειξη του Ωδείου σε Μουσική Ακαδημία, σε φορέα παροχής δωρεάν μουσικών σπουδών πανεπιστημιακού επιπέδου, όπως γίνεται σε κάθε άλλη ευρωπαϊκή χώρα και σε οποιαδήποτε άλλη σχολή Τέχνης στην Ελλάδα. Σε λίγο καιρό η Αθήνα θα είναι μία από τις ελάχιστες ευρωπαϊκές πόλεις που θα διαθέτει δύο υπερσύγχρονες αίθουσες για όπερα. Δεν κάνω σχόλιο, απλώς επισημαίνω το γεγονός, θέτοντας μια ερώτηση: Σε ποια σχολή θα διδαχθούν την τέχνη τους όλοι οι μουσικοί που θα κληθούν να τις στελεχώσουν;».

Στον προθάλαμο του γραφείου του, εκεί όπου τώρα τον περιμένουν σπουδαστές για το μάθημα των επτά, προστατευμένη σε μια βιτρίνα βρίσκεται η τεφροδόχος του αρχιμουσικού Δημήτρη Μητρόπουλου, ενός από τους, διεθνούς φήμης, απόφοιτους στην ιστορία του Ωδείου. Ο κ. Τσούχλος, βέβαια, πιστεύει ότι η απάντηση στο ερώτημά του βρίσκεται όχι μόνο στο ένδοξο παρελθόν αλλά και στο μέλλον του οργανισμού. Η πρόταση που έχει ήδη καταθέσει στο Υπουργείο Πολιτισμού –την οποία, όπως σημειώνει, ο Αριστείδης Μπαλτάς «άκουσε με πολλή προσοχή»– αφορά αφενός στην αναβάθμιση του Ωδείου μέσω της αναμόρφωσης του πλαισίου σπουδών (που βασίζεται σε νόμο του 1950) κι αφετέρου στην περαιτέρω οικονομική του στήριξη. Σύμφωνα με αυτή την πρόταση (η οποία στηρίζεται στα αποτελέσματα οικονομοτεχνικής μελέτης του 2014), το ποσό της ετήσιας κρατικής επιχορήγησης χρειάζεται να αυξηθεί από τις 500.000 ευρώ στις 800.000 ευρώ προκειμένου να καλύψει τις ανάγκες της δωρεάν φοίτησης.

Την ίδια ώρα, χάρη σε ένα πρόγραμμα ΕΣΠΑ ύψους 5 εκατομμυρίων ευρώ που η διοίκηση του Ωδείου εξασφάλισε σε συνέργεια με τον Δήμο Αθηναίων και την Περιφέρεια Αττικής, κυοφορείται ένα έργο κτιριακής αναβάθμισής του. Σε μελέτη του αρχιτεκτονικού γραφείου Παπαγιάννης (η οποία προέκυψε ύστερα από σχετικό διαγωνισμό) το 1/3 των υποδομών του Ωδείου Αθηνών προβλέπεται να πάρει νέα μορφή. Το έργο περιλαμβάνει την αποπεράτωση του εγκαταλελειμμένου, στα μπετά, αμφιθεάτρου, τη δημιουργία μιας αίθουσας black box για πειραματικές παραστάσεις, τα φουαγιέ τους, τη δημιουργία ενός μεγάλου εστιατόριου (στη θέση που μέχρι τώρα καταλάμβανε το ΕΜΣΤ), την ανάπλαση του κήπου και την αποκατάσταση χώρων στο πίσω μέρος του κτιρίου προκειμένου να φιλοξενήσουν υποδομές Τεχνολογίας, Ήχου και Εικόνας. «Με αυτό το σχέδιο, ερχόμαστε να καλύψουμε “το πέρασμα της ερήμου” που μεσολαβεί από το πτυχίο ενός νέου καλλιτέχνη μέχρι την αναγνώριση και τη φιλοξενία του σε χώρους όπως το Μέγαρο Μουσικής ή η Στέγη. Ταυτόχρονα προσδοκούμε σε κάποιου τύπου έσοδα στο πλαίσιο του συνεδριακού τουρισμού, αφού δεν υπάρχουν αμφιθεατρικοί χώροι στο κέντρο της Αθήνας αυτής της μέσης κλίμακας».

image

image

image

Οι μακέτες της μελέτης

©Thymio Papayannis and Accosiates S.A.

Πληροφορίες αναφέρουν ότι ο κύκλος των πολιτιστικών και εκπαιδευτικών δραστηριοτήτων που θα στεγαστούν στο Ωδείο Αθηνών θα μεγαλώσει δυναμικά. Το Παιδικό Μουσείο πρόκειται σύντομα να μεταστεγαστεί από τον πεζόδρομο της Κυδαθηναίων στις εγκαταστάσεις της Ρηγίλλης ενώ τη θέση του, σε άλλους αναξιοποίητους χώρους του υπόγειου ορόφου του Ωδείου, αναμένεται να βρει μεγάλος πολιτιστικός οργανισμός με άξονα τη σύγχρονη τέχνη. Συμφωνία συνεργασίας με το Ωδείο υπέγραψε μόλις και η Σχολή Καλών Τεχνών που κάθε χρόνο και μετά από διαγωνισμό θα «στέλνει» εκεί ένα έργο αποφοίτου της.

Προς το παρόν κι εκ των ενόντων, στο Ωδείο «τρέχουν» παράλληλες δράσεις: Η σχολή τζαζ μουσικής υπό τον Δημήτρη Καλαντζή, ένα διετές σεμινάριο μπαρόκ σε επιμέλεια Άρη Χριστοφέλλη και Δημήτρη Κούντουρα, το ελπιδοφόρο πρόγραμμα υποτροφιών των «Μικρών Μουσικών» –που, σε συνεργασία με το Ίδρυμα Λάτση, καλύπτει τα έξοδα φοίτησης σε ταλαντούχα παιδιά ηλικίας 6-13 ετών τα οποία στερούνται της δυνατότητας να ανταποκριθούν στο κόστος των διδάκτρων– και η ψηφιοποίηση του πολύτιμου αρχείου του Ωδείου Αθηνών που στοιβάζεται στα υπόγεια του κτιρίου.

Πίσω στο ισόγειο, ομάδες από break dancers και skateboarders αλωνίζουν στη μαρμάρινη στοά καθώς το φως της μέρας πέφτει. Κάποιοι καθηγητές λένε πως αυτά τα καθημερινά αυτοσχέδια χάπενινγκ κρύβουν μια «βαθιά καλλιτεχνικότητα», πως ζωοδοτούν το Ωδείο όσο και τα μαθήματα που γίνονται την ίδια ώρα κεκλεισμένων των θυρών. Είτε το ξέρουν είτε όχι, πάντως, οι πιτσιρικάδες δημιουργούν έναν ενδιάμεσο χώρο ανάμεσα στο ιδιωτικό (του κτιρίου) και στο δημόσιο (της πόλης), σαν μια χαραμάδα χωροχρόνου όμοια με αυτή στην οποία έχει πέσει και το Ωδείο Αθηνών.

image

Η Δραματική Σχολή του Ωδείου Αθηνών

Η παλαιότερη δραματική σχολή της χώρας –προγενέστερη και από τη σχολή του Εθνικού Θεάτρου που ιδρύθηκε 50 χρόνια, το 1930– είναι η Δραματική Σχολή του Ωδείου Αθηνών. Υπό τη διεύθυνση του Γεώργιου Βιζυηνού, ιδρύθηκε το 1871 και λειτουργεί ανελλιπώς μέχρι σήμερα. Σε μια πόλη που πλέον «βουλιάζει» από ιδιωτικές δραματικές σχολές (μόνο οι αναγνωρισμένες από το Υπουργείο Πολιτισμού υπολογίζονται στις 35), η σχολή του Ωδείου παραμένει μια ξεχωριστή περίπτωση. Ο σκηνοθέτης Κωνσταντίνος Αρβανιτάκης, απόφοιτος του Ωδείου –όπως και ο πατέρας και ο αδελφός του­– και σημερινός διευθυντής της εξηγεί το γιατί: «Τα κριτήρια διδασκαλίας μας είναι πολύ συγκεκριμένα, δεν υπάρχει καμία ελαστικότητα και απαιτούμε από τους σπουδαστές μας να αφοσιώνονται στα μαθήματά τους με την ψυχή και το σώμα τους». Τι συνεπάγεται αυτό; Καταρχάς την αναβάθμιση των σπουδών σε 4ετούς φοίτησης (εφάμιλλης της ακαδημαϊκής διάρκειας σπουδών), την καθημερινή παρουσία στη σχολή (χωρίς να δικαιολογούνται οι απουσίες) με μοναδική αργία την Κυριακή και μάλιστα επί έξι ώρες την ημέρα.

Και μολονότι το Ωδείο αντιμετωπίζει σοβαρά οικονομικά προβλήματα ενώ η Δραματική Σχολή είναι σταθερά ελλειμματική –άρα τα έσοδα από τα δίδακτρα είναι πολύτιμα–, είναι μια αδιαπραγμάτευτη εκπαιδευτική πρακτική. Επιπλέον είναι και η μοναδική σχολή που έχει στραφεί οργανωμένα στη διεθνή επικοινωνία με ιδρύματα κύρους άλλων ευρωπαϊκών χωρών όπως το Ινστιτούτο Γκροτόφσκι, η Ρωσική Ακαδημία Θεάτρου Gitis, το Ινστιτούτο Παραστατικών Τεχνών του Λίβερπουλ και η Μουσική Σχολή της Βασιλείας. Συνθήκη που εξασφαλίζει από τη μία τη σχέση των σπουδαστών με ρεύματα του εξωτερικού και από την άλλη τη μερική χρηματοδότηση της σχολής τους από αυτά τα ιδρύματα.

Η ιστορία του κτιρίου

Κερδίζοντας το πρώτο βραβείο του πανελλήνιου διαγωνισμού το 1959, ο Ιωάννης Δεσποτόπουλος κατασκευάζει μία εκ των κορυφαίων μαρτυριών του Bauhaus στην Αθήνα και εντάσσει την πόλη δυναμικά στο χάρτη του διεθνούς μοντερνισμού. Το Ωδείο Αθηνών έμελλε να είναι το μοναδικό έργο στο πλαίσιο μιας σύνθεσης κτιρίων που ο αρχιτέκτονας είχε σχεδιάσει για το Πνευματικό Kέντρο της πόλης – και, μεταξύ άλλων, προέβλεπε ένα υπαίθριο μουσείο, πινακοθήκη, κτίριο συναυλιών και χοροδράματος, βιβλιοθήκη, ξενοδοχείο και πλατεία με προσανατολισμό τη Βασιλίσσης Σοφίας. Τοποθετημένο λοξά προς τους κύριους γειτονικούς οδικούς άξονες και εντυπωσιακής σιλουέτας, έχει μήκος 160 μ., πλάτος 32 μ., ύψος 10,5 μ. και περιλαμβάνει 35 χώρους διδασκαλίας. Oι κατάλευκες όψεις του, ντυμένες με λευκό μάρμαρο Πεντέλης, είναι λιτές, αφαιρετικής μορφής, διάτρητες από ηλιόλουστα αίθρια που καθορίζουν την ιδιαίτερη αρχιτεκτονική του διαρρύθμιση. Το έργο παραδίδεται αρχικά το 1969, αλλά δεν θα πάρει τη σημερινή μορφή του μέχρι το 1985 – παραμένοντας, μέχρι και σήμερα, ατελές.

image

image