- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Η Βενετία τού πηγαίνει. Εκεί έκανε αίσθηση το 2010, ως πρωτοεμφανιζόμενος, με το «Casus Belli». Ένα μικρού μήκους φιλμ που σε 11 λεπτά εικονογράφησε την ελληνική κρίση. Φέτος, γύρισε από τη Μόστρα με βραβείο EFA για το «Τίτλοι τέλους». Πριν περάσει στο μεγάλης διάρκειας format, ο Γιώργος Ζώης μίλησε στην Athens Voice, ενώ το κινητό του χτυπούσε διαρκώς, αφού «κάθε φορά που γυρίζω από φεστιβάλ όλοι με θυμούνται – καλό είναι αυτό, κάπως πρέπει να ζήσουμε»…
Κόλλησα το κινηματογραφικό μικρόβιο ένα καλοκαίρι στην Αμοργό. Ήμουν φοιτητής (σπούδαζα εφαρμοσμένα μαθηματικά στο Πολυτεχνείο) και η τότε κοπέλα μου είχε φέρει μαζί της μια παλιά hi8. Μέχρι τότε δεν είχα πιάσει ποτέ κάμερα στη ζωή μου, αλλά όταν κοίταξα το κάδρο μέσα από το φακό μαγεύτηκα. Στο τέλος του Πολυτεχνείου γράφτηκα σε μια σχολή και απέκτησα δικαίωμα σε δύο υποτροφίες. Μία εδώ, στον Δημόκριτο, και μία από το ίδρυμα Γουλανδρή για να πάω στο εξωτερικό. Δεν το σκέφτηκα και πολύ να πάω στο Βερολίνο.
Έφυγα το 2007 μετά τις φωτιές. Ένιωθα ότι δεν ήθελα να γυρίσω ποτέ ξανά πίσω. Ένα χρόνο μετά είχα ακριβώς το αντίθετο συναίσθημα, ήθελα να κάνω ταινίες εδώ, θεωρώντας ότι το σινεμά εκεί είναι νεκρό – η ευημερία τούς οδηγεί σε ταινίες πολύ επιφανειακές. Καλλιτεχνικά, όμως, αυτό που με άλλαξε είναι το θέατρο. Χωρίς να ξέρω γερμανικά, παρακολούθησα πολλές παραστάσεις ρουφώντας τα ευρήματα, την κίνηση, την ατμόσφαιρά τους. Άνοιξε το μυαλό μου.
Επέστρεψα λίγο πριν τον Δεκέμβρη, ο οποίος και για μένα λειτούργησε σαν ξύπνημα. Ανήκα σε εκείνους που είχαν την ψευδαίσθηση ότι ήταν ήδη συνειδητοποιημένοι. Με επηρέασε και κινηματογραφικά, όσον αφορά τη λειτουργία του χρόνου.
Το «Casus Belli» ήταν η πρώτη μου μικρού μήκους ταινία που πήγε στη Βενετία. Την είχα γράψει στο Βερολίνο παρατηρώντας τις ουρές των συσσιτίων για τους άστεγους, που συνεχώς αυξάνονταν με όλο και περισσότερους «κανονικούς» ανθρώπους. Κάτι που έβλεπα να έρχεται κι εδώ. Διακρίθηκε στα φεστιβάλ του εξωτερικού, πήγε πολύ καλά και στις δικές μας αίθουσες, βαφτίστηκε από κάποιους ως «η ταινία της κρίσης». Κάτι που ούτε με ενόχλησε ούτε με δικαίωσε.
Οι «Τίτλοι τέλους» ξεκίνησαν χωρίς άγχος. Με τη συμμετοχή τριών μόλις ανθρώπων και με ένα ερώτημα για το αν θα καταλήξουμε κάπου. Ο κορμός του φιλμ αφορά την καταγραφή άδειων υπαίθριων διαφημιστικών πινακίδων. Χωρίς ηθοποιούς, με όλα τα γεγονότα που συμβαίνουν γύρω τους να είναι στιγμές πραγματικής ζωής. Σε πρώτο επίπεδο κάποιος μάλλον θα δει ένα σχόλιο για την κατάρρευση της οικονομίας σε μια κοινωνία που μοιάζει να μην έχει πια ανάγκες (για να διαφημιστεί η ικανοποίησή τους). Αλλά αυτό που κυρίως με ενδιαφέρει είναι ο θεατής περισσότερο να βιώσει παρά να εξηγήσει. Μισώ πια το σινεμά που σε καθοδηγεί π.χ. μέσω της μουσικής, ακόμα κι αν είναι αλαζονικό να έχω φτάσει ήδη σε τέτοια συμπεράσματα. Σιχαίνομαι τους σκηνοθέτες που υπηρετούν μια μανιέρα και υπό αυτή την έννοια ο Λαρς Φον Τρίερ είναι ένα πρότυπο. Γιατί αλλάζει συνεχώς, όχι πάντα με επιτυχία, διατηρώντας υψηλό επίπεδο αισθητικής.
Δεν μου λέει απολύτως τίποτα ο όρος «νέα γενιά Ελλήνων κινηματογραφιστών». Δεν είναι απαραίτητο οι νέοι Έλληνες σκηνοθέτες να έχουν «κοινή αισθητική γλώσσα». Πολύ συχνά αισθάνομαι πιο κοντά σε 60ρηδες δημιουργούς, παρά στους 30ρηδες συνομήλικούς μου. Σίγουρα τα τελευταία χρόνια ταρακουνήθηκαν τα νερά με κάποιες ταινίες, κυρίως έσπασε η πολιτιστική επετηρίδα που είχε φέρει η δήθεν ευημερία. Βλέπεις τη δεκαετία του ’90 εκτός δύο τριών εξαιρέσεων να έχει μόνο ανώδυνες ταινίες, βλέπεις φιλμ για τον εμφύλιο από ανθρώπους που τον έχουν ζήσει και οι βόμβες σκάνε τόσο ψεύτικα σαν τα πυροτεχνήματα του Αβραμόπουλου.
Δεν έχω μιλήσει ποτέ για την ιστορία με το σποτάκι της Μπιενάλε. Πέρυσι μου ζήτησαν να κάνω αφιλοκερδώς ένα σποτ για την προώθησή της. Το μόνο που ζήτησα ήταν μια συγκεκριμένη κάμερα και ελευθερία. Το παρέδωσα και η ΕΡΤ το απαγόρεψε. Μάλλον για τη σκηνή με τη μολότοφ, τι να πω; Πάντα η απαγόρευση έχει το αντίθετο αποτέλεσμα, ευνοεί αυτόν που την υφίσταται λόγω της οριζόντιας διάδοσης, ειδικά στην εποχή του ίντερνετ. Αλλά, στ’ αλήθεια, δεν έχω να καταγγείλω καμία αδικία. Δεν θεωρώ ότι ένα τηλεοπτικό σποτ είναι έργο τέχνης, επομένως δεν ήμουν ένας «καλλιτέχνης που φιμώθηκε». Ήταν απλά ένα δείγμα καθυστέρησης απ’ όλες τις πλευρές. Το σύστημα θα μπορούσε κάλλιστα να το ενσωματώσει και να μην ασχοληθεί κανένας.
Ετοιμάζω την πρώτη μου μεγάλου μήκους ταινία. Θα λέγεται «Stage Fight», που σημαίνει «το άγχος του ηθοποιού πάνω στη σκηνή», και θα εκτυλίσσεται όλη σε ένα θέατρο. 5 νεαρά οπλισμένα παιδιά εισβάλλουν με ακάλυπτα πρόσωπα στο Εθνικό, λίγο πριν ξεκινήσει μια πρεμιέρα, και πιάνουν ομήρους θίασο και προσωπικό. Απαιτώντας να δώσουν τη δική τους παράσταση, στην οποία θα είναι όλα αληθινά. Με ενδιαφέρει πολύ η θέαση της φρίκης, που γίνεται όλο και πιο βασικό συστατικό της ζωή μας, καθώς ο φασισμός εισβάλλει όλο και περισσότερο. Από τις συμπεριφορές της μικροκαθημερινότητας ως το κοινοβούλιο και την οργανωμένη δράση συγκεκριμένων ομάδων, ενώ η στάση της Αριστεράς θυμίζει τη φιλανθρωπία των πλουσίων. Εμείς, σαν κινηματογραφιστές, δεν πρέπει να κερδοσκοπήσουμε πάνω στη φρίκη…