- CITY GUIDE
- PODCAST
-
11°
Athens sucks
● ● ● Καλημέρα, Αθήνα. Ας αρχίσουμε με κάτι ευχάριστο. Σε σιχαίνομαι.
● ● ● Περπατάω στους δρόμους σου και προσπαθώ να βρω λόγους να σ’ αγαπήσω, βρομιάρα. Να ανασύρω αναμνήσεις κάποιας γλυκιάς, απειροελάχιστης στιγμής που έχω συνδέσει εγώ με τη ζωή μου, μέσα σε σένα, σε κάποια απειροελάχιστη γωνιά σου, μία στροφή, ένα κατώφλι, το βορειοδυτικό τραπεζάκι κάποιου café, οτιδήποτε. Αλλά κι εγώ τη σκόρπισα τη ζωή, ο μαλάκας, σπάταλα, άτσαλα, ορμητικά, δεν κράταγα σημειώσεις.
● ● ● Αν πρόσεχε κανείς λιγάκι, μέσα στα χριστουγεννιάτικα βουνά σκουπιδιών, αυτές τις μέρες του ασυνάρτητου καλοκαιρινού χειμώνα που περάσαμε, θα έβρισκε τις Υποσχέσεις Στον Εαυτό Μου Για Τη Νέα Χρονιά ήδη άκυρες, σκισμένες, σημειωμένες σε τσαλακωμένο χαρτί περιτυλίγματος πεταμένο στα μούτρα της πόλης που λατρεύω να μισώ.
● ● ●Το μισοπεθαμένο νότιο αεράκι τις έκανε να αργοκινούνται ακόμα πιο θλιβερές. Κουρέλια κρεμασμένα από τους κάδους, συντονισμένα στην ίδια κίνηση με τα καλώδια και τα λαμπάκια, κρεμασμένα στα απεριποίητα δέντρα της πόλης, αδέξια, άκομψα, σαν να έχουν χέσει ξαφνικά όλα μαζί τα περιστέρια μεταλλαγμένες ασημένιες γιρλάντες.
● ● ● Κρύβει κάτι σαν αγάπη, όμως, αυτή η ετοιμοθάνατη αιώρηση της γιορταστικής κουρελαρίας της ζωής μου. Πλησιάζω διστακτικά την πλατεία Συντάγματος, μια νύχτα με κοντομάνικα: Ο Άγιος Βασίλης αγκαλιά με τον Γκάμι-Μπέαρ και τον Ντόναλντ, ο οποίος καπνίζει, φωτογραφίζονται με όποιο παιδάκι τολμήσει να τους πλησιάσει. Το πλακόστρωτο κολλάει παντού –κοκακόλες, τούφες ροζ μαλλί της γριάς, ροχάλες και γκλίτερ–, σε κάθε βήμα προσπαθεί απεγνωσμένα να κρατήσει το παπούτσι σου για πάντα δικό του. Ουρές γύρω από την Γκαμήλα, περιμένουν να ανέβουν στην καμπούρα της για μία φωτογραφία του ενός λεπτού. Η Γκαμήλα αλαφιασμένη απομακρύνεται – μια παρέα χάλκινα κλαμπατσίμπαλα βαράει ένα αφόρητο μπάλκαν σφυροκόπημα, σαν να παίζουν στο γάμο του Κοστουρίτσα, μέσα στα αυτιά μου – και της γκαμήλας. Στο ξέφωτο, μπροστά στις διαβάσεις, ένα μεσόκοπο ζευγάρι με σλάβικες φάτσες πιάνονται αγκαλιά κι αρχίζουν να χορεύουν ευτυχισμένοι, σαν να είναι η τελευταία νύχτα της Γης.
● ● ● Που μπορεί και να είναι.
● ● ● Πλησιάζω διστακτικά το Δέντρο Στη Μέση. Μέσα στη φασαρία και την μπίχλα, τα μικρά τρυφερά κλαδιά του με κοιτάζουν. Είναι ζωντανά, αγκαλιασμένα όλα μαζί σε μία σφιχτή χριστουγεννιάτικη αλληλεγγύη, ενωμένα ποτέ νικημένα, μέχρι να επιστρέψουν, όπως υποσχέθηκε ο κύριος Νικήτας, πίσω στο δάσος που ανήκουν. Οι πίπιζες και τα νταούλια κάνουν απότομο φέιντ-άουτ στ’ αυτιά μου. Σωπαίνει το κεφάλι μου. Μέσα μου ακούω μόνο μια ανάσα και τις αναπνοές των δέντρων, των κλαδιών, εδώ μπροστά.
● ● ● Τα τελευταία βράδια της χρονιάς τα πέρασα στη Διονυσίου Αρεοπαγίτου, με μία περίεργη διάθεση, σαν να αναζητούσα στέγη και παρελθόν. Ήμουνα με φίλους που τους αγαπώ πολύ, αγοράζαμε στην οδό Καρυάτιδων πλεκτές δαντελένιες γιαγιαδίσιες θήκες για το άι-ποντ από τους Greece Is For Lovers και κούπες “Athens Sucks”. Το φως του δειλινού, λίγο πριν πέσει η Νύχτα Με Την Μπλε Πανσέληνο, ήταν ένα πανέμορφο μπορδοροδοκόκκινο που έβρισκε κάπως δίοδο μέσα από κάποια χαραμάδα του Κουκακίου, κι ερχόταν κι έσκαγε μαγικά – τη μια πάνω στα ποτήρια μας με το κρασί, σε λίγο πάνω στην πορτοκαλί μπλούζα του Π., την άλλη πάνω σε ένα νίκελ της μηχανής. «Εδώ, παλιά, τραγουδούσε ο Αττίκ» λέει ο Π. δείχνοντας το γωνιακό, παλιό θερινό θέατρο Αθηναϊκό δίπλα στην υπέροχη, κομψή, κρεμ αξιοπρέπεια του μεγάρου που στεγάζει τώρα το Ίδρυμα Ωνάση. Σκεφτόμαστε: νύχτες, το θέατρο, μουσική, καλοκαίρι, η δροσιά του Ιλισσού που κατέβαινε πίσω από τους Στύλους.
● ● ● Δύο κύριοι με παράστημα τσουλάνε ξαφνικά από μπροστά μας, κύριοι κοστουμάτοι, συντιριτίκ, με τα όλα τους, ανεβασμένοι επάνω σε ένα δίτροχο πατίνι Segway ο καθένας. Κυλούν αργά, συνομιλώντας, «να, πάμε προς τα εκεί, Γιώργο» δείχνει ο ένας με το πηγούνι του προς την Ισπανική Πρεσβεία. Αποφασίζουμε ότι το Segway είναι υπέροχο μέσο μετακίνησης και ότι η Διονυσίου Αρεοπαγίτου ο μοναδικός δρόμος της Αθήνας, αρκετά επίπεδος, για να το χρησιμοποιήσεις. Καθώς τους βλέπω να απομακρύνονται, σε μια αναπάντεχη ανάμνηση, μου θυμίζουν τους Ποδηλάτες του Φασιανού: σαν να μακραίνουν τα μαλλιά τους, σαν να αφήνουν πίσω τους μικρές τολύπες καπνού από μικρά, άφιλτρα, στριφτά τσιγάρα, τα κοστούμια τους να γίνονται ριγέ λευκά και ο δρόμος να γεμίζει βάγια.
● ● ● Πήγα, ένα πρωί, μόνος μου στη Μεγάλη, Συγκινητική Έκθεση με τα έργα του Γιάννη Τσαρούχη που διοργανώνει το Μουσείο Μπενάκη στην Πειραιώς. Δεν ήθελα κουβέντες και σχόλια, ήθελα να βυθιστώ στο δικό μου ειρμό για να μπορώ να ταχτοποιώ την πλημμύρα από σκέψεις, ιδέες και συναισθήματα – να τα βάζω στα κουτάκια τους, να μπορώ να τα ανασύρω, να τα αποθησαυρίσω στην κεφάλα μου χωρίς τραβήγματα από το μανίκι «έλα, έλα να δεις εδώ». Είμαι ευτυχισμένος μέσα σε αυτή τη ζιπαρισμένη Αθήνα του Τσαρούχη, στους Ήρωες και τα Σπίτια τους, απολαμβάνω κάθε παραμικρή λεπτομέρεια, ακούω τη φωνή του να απαγγέλει τους τίτλους των έργων του: «Αναχώρηση με οβάλ καθρέφτη»… «Οι θεοί της ζωοφόρου με παπούτσια»… «Το λουτρό της Ψυχής και του Έρωτος»... Νιώθω την ανάγκη να γράψω, να τους γράψω κάτω αυτούς τους ποιητικούς τίτλους, να σχεδιάσω γράμματα εκεί, έτσι, όρθιος μέσα στον κόσμο. Είναι το λιγότερο που μπορώ να κάνω, κάτι σαν σωματική και συναισθηματική αντίδραση μπροστά σε αυτή την αγαλλίαση. Να σημειώσω.
● ● ● Βγάζω το Μικρό Μαύρο Σημειωματάριο. Ευτυχισμένος περιδιαβαίνω, κοντοστέκομαι, χαμογελώ, σημειώνω. Ένας καχύποπτος φύλακας σηκώνεται και αρχίζει να με ακολουθεί, αδέξια διακριτικός. Τι θέλει μια Αρκούδα Με Μπλοκάκι εδώ μέσα;
● ● ● Χρειάστηκα δυόμισι ώρες φουλ μέσα στο Μπενάκη, για να πω ότι τη χόρτασα την έκθεση – και πάλι όχι. Αποκαμωμένος, άδειος –αλλά με γεμάτο το Μικρό Μαύρο Σημειωματάριο–, βγαίνω στο ημί-κρυο νότιο αεράκι της Πειραιώς. Περπατάω αργά, προσπαθώντας να επανέλθω. Να θυμηθώ πού πάω, πού είμαι, τι γυρεύω εγώ εδώ. Τι θέλει αυτό το συννεφί μεσημέρι πάνω μου. Στέκομαι μπροστά στο Απέναντι Κτίριο. Δύο πιτσιρικάδες, με ύφος Βέρτη, μαλλί Βέρτη και γυαλί Μπόνο, με πλησιάζουν: «Φίλε, είσαι εδώ του μαγαζιού;». Όχι, ποιου μαγαζιού; «Εδώ δεν τραγουδάει ο Βέρτης;»
● ● ● Μέχρι να έρθουν να με πάρουν οι φίλοι που έδιωξα από πάνω μου για να μπω στον Τσαρούχη μόνος και απερίσπαστος, οι μικροί Βέρτηδες επιστρέφουν – βρήκαν άκρη με το Απέναντι Κτίριο και έκλεισαν. Τους ακούω που ενημερώνουν τους υπόλοιπους: Μία μπουκάλα διά του 4. Εννέα άτομα. Σαρανταπέντε ευρώ το κεφάλι. Στην μπάρα είσοδος και ένα ποτό είκοσι. Και ό,τι πάρεις. Εύκολα.
● ● ● Αθήνα, σε μισώ. Λατρεύω να σε μισώ.
ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ
ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
Τα υλικά της χαράς βρίσκονται στην παρέα με έναν καλό φίλο, σε ένα ποτήρι κρασί, σε μια αγκαλιά…
Ήταν εμβληματικά μέλη του ήχου του «Mέμφις»
Oι δυο τους δεν είχαν ποτέ ερωτική σχέση
Υπήρξε μέλος της Ακαδημίας Αθηνών - Συλλυπητήριο μήνυμα της Λίνας Μενδώνη
Έπαινοι για την ελληνική παραγωγή από τον Ρόμπερτ Έγκερς, σκηνοθέτη του «Νοσφεράτου»
Τι είπε ο συγγραφέας για το πρώτο του μυθιστόρημα που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Βακχικόν.
Το σημαντικό οπτικό υλικό και η σπουδαία κληρονομιά
Η ηθοποιός μας μιλά για την συμμετοχή της στην παράσταση «Μάνα Κουράγιο και τα παιδιά της» του Εθνικού Θεάτρου σε σκηνοθεσία Στάθη Λιβαθινού
Μία δαιμονική κούκλα αποφασίζει να πάει κόντρα στον προγραμματισμό της
Πότε ξεκινούν τα γυρίσματα
Θα υπάρξει διαμόρφωση νέων χώρων στάσης σύμφωνα με το Υπουργείο Πολιτισμού
Η Κλαίρη Χοτζάι μας μιλά για την πρώτη της ατομική έκθεση στην γκαλερί Iamart
Πώς γίνεται κάποιος να αλλάζει τόσο εύκολα ταυτότητα και να παραμένει τόσο συγκλονιστικός
Αναδρομή στα επιτεύγματα μιας μοναδικής καριέρας - Οι σταθμοί της καλλιτεχνικής διαδρομής του
Η Έρι Κύργια επανασυνθέτει τον μύθο του Φρανκενστάιν, μεταφέροντάς τον στην εποχή που ξεκίνησε η Τεχνητή Νοημοσύνη
Η Οσκαρική περίοδος βάζει μπρος για τα καλά
Το Σωματείο Σκηνοθετών επιβραβεύει τους κορυφαίους κινηματογραφιστές της χρονιάς
Δείτε το video clip από το ομότιτλο single
Η έκθεση «Cycladic Blues» ξεκινάει στις 5 Ιουνίου
Η ταινία εμπνέεται από ένα αληθινό γεγονός
Έχετε δει 20 από 200 άρθρα.