Εν πρώτοις, ας ξεκαθαρίσουμε μερικά βασικά. Το
αξιόλογο βιογραφικό (και ακόμα περισσότερο μόνο τα πολλά και καλά πτυχία) δεν εξασφαλίζουν τον καλό πολιτικό. Αν ήταν έτσι, θα διαλέγαμε τους καλύτερους επιστήμονες ή επαγγελματίες και θα τους αναθέταμε τη διακυβέρνηση της χώρας. Η αξία και η επιτυχία στην πολιτική είναι υπόθεση που εξαρτάται από πολλούς παράγοντες και αποδεικνύεται πάντα στην πράξη. Ο πολιτικός πρέπει να δοκιμάζεται και να πετυχαίνει βήμα-βήμα, αφού περάσει από όλα τα στάδια αξιωμάτων, από το μικρότερο στο μεγαλύτερο. Προηγουμένως όμως πρέπει να έχει ένσημα (και εύσημα) στον κοινωνικό και επαγγελματικό στίβο. Ειδικά στην κεντρική πολιτική σκηνή, οι εκπρόσωποί μας θα έπρεπε να είναι προσωπικότητες στο χώρο τους.
Αν έχεις τελειώσει το Harvard & το Stanford και αυτό μεταφράζεται ως «δυνατότητα που σου δόθηκε από συστατικές ισχυρών ή πορφυρογέννητα μέσα», δείχνει απόλυτη άγνοια του πώς λειτουργεί ο κόσμος
Όταν βέβαια λοιδορούνται τα πτυχία από κορυφαία πανεπιστήμια του πλανήτη, φαίνεται πεντακάθαρα η πολιτική και πολιτισμική μας υστέρηση. Αν έχεις τελειώσει το Harvard & το Stanford και αυτό μεταφράζεται ως «δυνατότητα που σου δόθηκε από συστατικές ισχυρών ή πορφυρογέννητα μέσα», δείχνει απόλυτη άγνοια του πώς λειτουργεί ο κόσμος. Το να διευκολυνθείς για να γίνεις δεκτός σε ένα τέτοιο πανεπιστήμιο μπορεί να ισχύει, αλλά όποιος έχει περάσει έστω και απ’ έξω από τέτοια ιδρύματα ξέρει ότι το να τα τελειώσεις με επιτυχία αποτελεί ένδειξη ικανότητας και πολύ σκληρής δουλειάς. Αλλιώς θα ήταν γεμάτα από γόνους πλουσίων Αράβων (ή άλλων) που με τα πετροδόλλαρά τους θα πλήρωναν για να πάρουν πτυχία οι κανακάρηδές τους. Μην κρίνουμε εξ ιδίων τα αλλότρια…
Το καλό βιογραφικό λοιπόν είναι μια προϋπόθεση επιτυχίας, που όταν λείπει δημιουργεί σοβαρές υπόνοιες ότι θα υπηρετηθούν μόνον οι προσωπικές φιλοδοξίες και όχι το δημόσιο συμφέρον. Διευκρίνιση δεύτερη: Η δημοκρατία είναι πολίτευμα στο οποίο πρέπει να εκπροσωπούνται όλες οι κοινωνικές ομάδες. Αυτό λοιπόν σημαίνει ότι δεν επιδιώκουμε να εκλέγουμε μόνον καθηγητές πανεπιστημίου (ιδιότητα άλλωστε που δυστυχώς απαξιώνεται από πολλούς στη χώρα μας), αλλά θεωρητικά να εκλέγουμε αυτούς που ξεχωρίζουν από κάθε κατηγορία. Για παράδειγμα, ο εκπρόσωπος των πιο στερημένων από μόρφωση κοινωνικών τάξεων δεν είναι καθόλου υποχρεωτικό να είναι και ο ίδιος ακαλλιέργητος, χωρίς επαγγελματικές διακρίσεις ή με μια στενόμυαλη θεώρηση του κόσμου. Μπορεί να είναι αντιθέτως το καλύτερο δείγμα του χώρου του. Κι αυτό δεν είναι ελιτισμός, αλλά στοιχειώδης αυτοσυντήρηση μιας χώρας και προαγωγή της δημοκρατίας.
Οι λαϊκιστές καταστρέφουν τη δημοκρατία. Γι’ αυτό και δεν είναι ουσιαστικά δημοκράτες οι πάσης φύσεως Πούτιν, Ερντογάν, Τραμπ, Σαλβίνι, Λεπέν, Όρμπαν και λοιποί – κι ας έχουν εκλεγεί με την ψήφο του λαού.
Η δύναμη του σταυρού και η δημοφιλία από την άλλη δεν αποτελούν κριτήριο ποιότητας. Η δημοκρατία δεν προάγεται με το να ψηφίζουμε «ό,τι να ’ναι», αλλά αντιθέτως με το υψηλό επίπεδο των δημοκρατικών επιλογών και αποφάσεων. Γι’ αυτό και οι λαϊκιστές καταστρέφουν τη δημοκρατία. Γι’ αυτό και δεν είναι ουσιαστικά δημοκράτες οι πάσης φύσεως Πούτιν, Ερντογάν, Τραμπ, Σαλβίνι, Λεπέν, Όρμπαν και λοιποί – κι ας έχουν εκλεγεί με την ψήφο του λαού. Οι χιλιάδες σταυροί δεν αποτελούν κολυμβήθρα του Σιλωάμ για κανέναν – και στη δημοκρατία οι (λανθασμένες κατά την άποψη του καθενός) αποφάσεις του λαού είναι αντικείμενο θεμιτής κριτικής. Οι λαοί κάνουν πολύ συχνά τραγικά λάθη, με κορυφαίο φυσικά στην ιστορία την ανάδειξη με δημοκρατικές διαδικασίες του Χίτλερ στην καγκελαρία της Γερμανίας.
Γιατί λοιπόν είναι αναγκαία, αλλά όχι ικανή, συνθήκη για έναν πολιτικό το καλό βιογραφικό; Διότι δημιουργεί την ελπίδα ότι η παραγωγή πολιτικής θα γίνει από ανθρώπους που έχουν κοπιάσει στη ζωή τους να σπουδάσουν και να διακριθούν στον ιδιαίτερο επαγγελματικό και κοινωνικό τους χώρο. Και δίνει περισσότερα εχέγγυα για εξωστρέφεια, δημιουργική πειθαρχία, αίσθηση του κόσμου πέρα από τα στενά σύνορα της χώρας, σύνδεση με την εποχή και τις ραγδαίες εξελίξεις και δυνατότητα για καλύτερη υπεράσπιση του δημοσίου συμφέροντος – και όχι των μικροπολιτικών προτεραιοτήτων, με επαρχιώτικη νοοτροπία. Οι εποχές που υπουργοί δεν ήξεραν γρυ αγγλικά και δεν έμπαιναν στο αεροπλάνο, ούτε για να συμμετάσχουν σε ευρωπαϊκές συνόδους, έχει περάσει ανεπιστρεπτί.
Κάποτε μια πολιτικός, που έχει διατελέσει και αρκετές φορές υπουργός, εξομολογήθηκε το πώς εξελέγη πρώτη φορά: «Ακολούθησα τον αρχαιότερο βουλευτή του κόμματός μας στις διάφορες δημόσιες εκδηλώσεις ή συγκεντρώσεις σε σπίτια. Αυτός ανέβαινε στο βήμα, έλεγε δυο κοινότοπα λόγια ότι θα ήμασταν δίπλα στο κόσμο και έσφιγγε χέρια. Αυτό ήθελαν να ακούσουν και αυτό αρκούσε».
Η πολιτική με τσιτάτα, συνθήματα και ατάκες που απευθύνονται στο θυμικό πρέπει να περιοριστεί, αν θέλουμε να ανατρέψουμε την πορεία του καταστρεπτικού λαϊκισμού, που πλήττει τον δυτικό πολιτισμό.
Αυτό όμως δεν αρκεί πια – και αν ψάχνουμε μία από τις αιτίες για τη μεταπολιτευτική κακοδαιμονία μας, δεν αρκούσε ποτέ. Πέρα από αισθητικές και πολιτισμικές ταυτίσεις, ο δημόσιος διάλογος πρέπει να γίνεται με συγκεκριμένες απόψεις, θέσεις και επιχειρήματα, με πλήρη αίσθηση και κατανόηση του εθνικού και διεθνούς περιβάλλοντος. Η πολιτική με τσιτάτα, συνθήματα και ατάκες που απευθύνονται στο θυμικό πρέπει να περιοριστεί, αν θέλουμε να ανατρέψουμε την πορεία του καταστρεπτικού λαϊκισμού, που πλήττει τον δυτικό πολιτισμό. Η συμπλεγματική μετριοκρατία έχει γίνει επιστήμη, με τη σημερινή κυβέρνηση του απόλυτου λαϊκισμού. Αλλά και η πλειονότητα του προηγούμενου πολιτικού δυναμικού της χώρας έδωσε κάθε αφορμή, με την ποιότητά του.
Εκλέγουμε ένα πολιτικό προσωπικό, που στη συντριπτική του πλειονότητα είναι ανεπαρκές, ώστε να βγάλει τη χώρα από την κρίση, εάν δεν ευθύνεται κιόλας για τη δημιουργία και τη συνέχισή της. Δεν έχουμε αυτή την πολυτέλεια. Το κάνουμε κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν, αφήνοντας μερίδες του εκλογικού σώματος να επιβάλουν τις επιλογές τους, με βάση την ισχύ του κομματικού στρατού, τη ρηχή δημοφιλία ή την έκθεση στα ΜΜΕ, χωρίς να εξετάζουμε ούτε κατ’ ελάχιστον την αξία αυτών που επιλέγουμε. Η πιο επικίνδυνη παρενέργεια είναι η εμφάνιση στον πολιτική ζωή πολιτικών μορφωμάτων που εκπορεύονται αποκλειστικά από το μίσος ή τη ρηχότητα μερίδας ψηφοφόρων.
Το πρόβλημα της απουσίας των αξιόλογων ανθρώπων από την πολιτική είναι πολύπλευρο και δυσεπίλυτο – και φυσικά όχι μόνον ελληνικό
Βεβαίως, το πρόβλημα της απουσίας των αξιόλογων ανθρώπων από την πολιτική είναι πολύπλευρο και δυσεπίλυτο – και φυσικά όχι μόνον ελληνικό. Ο λαϊκισμός σαρώνει, γιατί μέρος του εκλογικού σώματος
αντιδρά σπασμωδικά, χωρίς να ψάχνει για λύσεις, αλλά για ευχάριστο χάιδεμα των αυτιών. Θα έπρεπε να αναδεικνύουμε και να δοκιμάζουμε αμέσως τους υποψήφιους με αξιόλογο βιογραφικό. Οι αξιόλογοι άνθρωποι σπάνια πια ρισκάρουν την ψυχική τους υγεία και την περιουσία τους, για να συμμετάσχουν στα κοινά. Αλλά και όταν το κάνουν, πολύ πιο σπάνια τους προτιμάμε. Και οι επιπτώσεις είναι σοβαρές.
Τα ίδια τα κόμματα δίνουν τις περισσότερες φορές προτεραιότητα σε όλα τα άλλα (μικροπολιτικά) κριτήρια, εκτός από τη σοβαρότητα και την ικανότητα. Φυσικά, δεν υπάρχουν αντικειμενικές μετρήσεις γι’ αυτές τις ιδιότητες – και όλα εξαρτώνται από τις απόψεις και τα κίνητρα του καθενός. Στο χέρι μας είναι να επιβραβεύουμε, με τις δημοκρατικές διαδικασίες, τις επιλογές που διέπονται από αυτά τα χαρακτηριστικά.
Ως πρώτο μέτρο, πάντως, θα μπορούσε ο καθένας από εμάς να απορρίπτει τις διάφανες περιπτώσεις. Η ανάδειξη εκπροσώπων αποκλειστικά μέσω κοινωνικών, ερωτικών, οικογενειακών ή δημοσίων σχέσεων είναι η καλύτερη συνταγή αποτυχίας της χώρας – ειδικά όταν είναι σκανδαλώδεις του τύπου «η κόρη της συντρόφου του μπαμπά του υπουργού». Η ξύλινη γλώσσα θα έπρεπε να μας διώχνει μακριά. Η εμπειρία μόνο σε κομματικά αξιώματα (όπου θριαμβεύει η καμαρίλα και η μικροπολιτική) θα έπρεπε να είναι αντικίνητρο για την ψήφο μας. Στην εποχή των πολλαπλών μεταπτυχιακών και του διεθνούς ανταγωνισμού, οι καλές επιδόσεις στις
πανελλήνιες, το πτυχίο από ένα ελληνικό πανεπιστήμιο ή η επαγγελματική εμπειρία σε
φροντιστήρια, δυστυχώς δεν αρκούν. Το να έχεις υπάρξει τηλεοπτικό ψώνιο, κίτρινος δημοσιογράφος ή παρουσιάστρια για τα ωραία σου μάτια, δεν εγγυάται παρά πιθανότατα μηδενικό πολιτικό βάρος. Το ίδιο κι αν είσαι πετυχημένος ηθοποιός ή αθλητής που δεν έχεις ανοίξει ποτέ πολιτική εφημερίδα.
Ένας αστικός μύθος λέει ότι κάποτε ρωτήθηκε συγγενής ενός από τους υπουργούς οικονομικών που έριξαν τη χώρα στα βράχια της χρεοκοπίας, γιατί ο γόνος δεν ανέλαβε την οικογενειακή επιχείρηση. «Γιατί ήταν άχρηστος», ήρθε η απάντηση, «και τον σπρώξαμε στην πολιτική». Τον κυνισμό αυτής της θεώρησης για την κοινή μοίρα εκατομμυρίων ανθρώπων, τον έχουμε πληρώσει και τον πληρώνουμε πολύ ακριβά…