Μετά το Βυζαντινό Μουσείο ξανά ίχνη άοσμης και διαφανούς λιπαρής ουσίας σε εκθέματα
Ο σχεδιαστής Minas στο Μουσείο Μπενάκη
Από τον Lou Reed στον Keith Richards, ο μεγαλύτερος εν ζωή έλληνας σχεδιαστής ξεδιπλώνει στην Α.V. κομμάτια από τη συναρπαστική ζωή του
Τη δεκαετία του ’50 δεν υπήρχαν φωτοτυπικά μηχανήματα. Ο διοικητής μιας μονάδας του Πολεμικού Ναυτικού βρίσκεται σε μεγάλες φούριες. Μετά το τέλος του πολέμου της Κορέας, οι Αμερικανοί έχουν χαρίσει στην Ελλάδα κάποια αντιτορπιλικά και ο διοικητής, εκπαιδευμένος στην Αμερική, πρέπει να μεταγράψει στα ελληνικά πυρετωδώς τα βιβλία με τις Οδηγίες χρήσης. Δεν αρκεί όμως αυτό. Πρέπει να βρει κάποιον που να μπορεί να τα αποτυπώσει και σε εικόνες. Να αποτυπώσει με τρομερή ακρίβεια τα σχέδια των εξαρτημάτων, τα υδραυλικά συστήματα των πυροβόλων όπλων, τους μηχανισμούς φόρτωσης των βλημάτων, τα γρανάζια, τις συνδέσεις, τη λειτουργία των βιδών κ.ά. Γρήγορα ξεχωρίζει το σχέδιο ενός νεοσύλλεκτου ναύτη. Διαθέτει την ακρίβεια και την πιστότητα που ψάχνει και του αναθέτει το έργο. Από τους 27 μήνες της θητείας του, ο ναύτης Μηνάς Σπυρίδης περνά τους 25 σχεδιάζοντας σ’ ένα γραφειάκι. Από το πρωί μέχρι αργά το βράδυ αυτός σχεδιάζει και ο διοικητής δίπλα του μεταφράζει. Δύο χρόνια και ένα μήνα μετά, το έργο ολοκληρώνεται σε τέσσερις τόμους των 120 σελίδων ο καθένας. Το Μπεν Χουρ της Μηχανικής και της Συνδεσμολογίας. Μήνες μετά το τέλος της θητείας του (και όχι στη διάρκειά της) ο καλός ναύτης Μηνάς στέλνει στον διοικητή του σαν δώρο ένα ζευγάρι χρυσά μανικετόκουμπα. Η φιλία τους κράτησε μέχρι τον θάνατο του τελευταίου.
Ωραία σκηνή για αμερικάνικη κομεντί ε;
Το περίφημο σπαστό βραχιόλι με τις βίδες που σχεδιάζει δύο δεκαετίες μετά στη Νέα Υόρκη, στηρίζεται ακριβώς σ’ αυτό το θαύμα της μηχανικής που είχε μάθει στη θητεία του. Και παρά το γεγονός ότι υπήρξε ένα από τα πιο αντιγραμμένα κοσμήματα της συλλογής του, καμιά αντιγραφή δεν ευδοκίμησε λόγω της πολυπλοκότητας στη συνδεσμολογία του.
Ήταν όμως αυτό το βραχιόλι το πρώτο «σουξέ» της καριέρας του;
«Όχι!» με διαβεβαιώνει καθώς πίνουμε τον καφέ μας αυτό το ζεστό μεσημέρι του Σαββάτου στο σπίτι του βόρεια της Αττικής, στην πιο καλαίσθητη (για τη δική μου κλίμακα τουλάχιστον) κατοικία της Αθήνας. «Ήταν ένα οβάλ ασημένιο δαχτυλίδι που είχα σχεδιάσει στη ΝΥ στα 70s. To φόρεσε κάποια που δούλευε στο Fashion Institut, το είδε ένας καθηγητής, ζήτησε να μάθει ποιος το σχεδίασε, ήρθε, με βρήκε και το πήρε. Με τα λεφτά από τις πωλήσεις του αγόρασα μια Μερσεντές μετρητοίς».
Η κουβέντα επανέρχεται στο σουξέ του σπαστού βραχιολιού και από τη διήγησή του μαθαίνω ότι ένας από τους πρώτους που το φόρεσε ήταν ο Lou Reed. «Τον γνώρισα στη Νέα Υόρκη γύρω στο 1975-76. Ζούσα τότε εκεί και, καθώς είχα λόξα με τη μουσική, συνήθιζα να πηγαίνω σ’ ένα κατάστημα που είχε ένας ελληνοαμερικάνος και αγόραζα μηχανήματα ήχου. Μια μέρα ο Τομ Πάπας, ο ιδιοκτήτης, τυχαία, χωρίς να έχει καμία σχέση με τη μουσική ο άνθρωπος, μου λέει “έχουμε κι έναν πελάτη εδώ, μουσικός είναι, τον λένε Lou Reed. Έρχεται καμιά φορά και του βάζουμε κάτι τρανζίστορ για να παραμορφώνει τον ήχο”. Τον κοιτάω καλά καλά, και του λέω: “Είσαι με τα καλά σου; Τι είναι αυτό που μου λες;” σ’ αυτό το στιλ. Μιλάμε για την εποχή των Velvet Underground έτσι; Προτού γίνει σκέτος Lou Reed, δηλαδή. Ιστορική στιγμή στη μουσική. Λέω στον Τομ, την επόμενη φορά που θα έρθει τηλεφώνησέ μου να φέρω τα βινύλια να τα υπογράψει. Έτσι πράγματι έγινε. Βλέπω τον Lou Reed να μπαίνει στο μαγαζί παρέα με έναν μαύρο ντράμερ. Μας συστήνει ο Τομ: “Ε, Λου, εδώ ο φίλος μου έχει όλους τους δίσκους σου και θέλει να τους υπογράψεις”. Μπουκάρω μέσα, με μια αγκαλιά βινύλια, ατρόμητος εγώ, γελάει και αρχίζει να υπογράφει, λέγοντάς μου “θα σου υπογράφω κάθε δίσκο με διαφορετικό τρόπο”. Πριν μου τους δώσει πίσω, μου λέει: “Σου λείπει ένας”. “Ποιος;” τον ρωτώ έντρομος. “Πήγαινε στο Κόλονι” μου απαντάει. Το Κόλονι εκείνη την εποχή ήταν ένα δισκάδικο που έκλεινε στις τρεις η ώρα τα ξημερώματα. Φυσικά πήγα εκείνο το βράδυ και βρήκα αυτό που μου έλειπε. Ήταν το πρώτο άλμπουμ των Velvet Underground. Είναι το μόνο που έχω στη συλλογή μου και δεν έχει την υπογραφή του. Θυμάμαι που τον είχα ρωτήσει σ’ εκείνη τη συνάντηση ποια μουσική γουστάρει ο ίδιος. Μου λέει “Άκου τον Ντέιβιντ Μπάουι”. Εκείνη την εποχή ο Μπάουι τον είχε κυριολεκτικά αρπάξει από το σπίτι του στο Μπρούκλιν, είχαν χρεωκοπήσει οι Velvet, και φτιάξανε το “Walk on the wild side”, στην ουσία το πρώτο σουξέ της σόλο καριέρας του. Ο Μπάουι τον τράβηξε ξανά στον αφρό. Δεν ξαναείδα ποτέ τον Lou Reed, όμως του έστειλα ένα σπαστό βραχιόλι μέσω του Τομ (Θανάσης Πάπας). Του το παρέδωσε, είμαι σίγουρος».
Στην έκθεση-αφιέρωμα στον Mηνά, που παρουσιάζεται αυτές τις ημέρες στο Μουσείο Μπενάκη στην Πειραιώς, θα δούμε μια σειρά (άνω των 50) πορτρέτων που φωτογράφησε με τον δικό του απόλυτα αναγνωρίσιμο τρόπο ένας από τους κορυφαίους έλληνες φωτογράφους μας, ο Costas Coutayar. Πορτρέτα ανθρώπων όλων των ηλικιών, επαγγελμάτων, εθνικοτήτων και life style, πρόσωπα γνωστά και άγνωστα, από τον ιάπωνα εστιάτορα Nobu Matsuhisa και τον ηθοποιό Αντώνη Φραγκάκη μέχρι τον ισπανό μουσικό Tonino Carotone και τον πρωταθλητή ποδηλασίας Χρήστο Βολικάκη. Πρόσωπα επιλεγμένα είτε από ίδιο τον φωτογράφο, είτε από τη γυναίκα του σχεδιαστή, Τζίνα Μαργαριτοπούλου που είχε την ιδέα, έτρεξε και συντόνισε όλο αυτό το project της έκθεσης από την περασμένη άνοιξη, είτε από τα παιδιά του, τον Αρίωνα και τον Προμηθέα, που είναι στην ουσία και η «δροσερή συνέχεια» του Studio Minas. Τα περισσότερα όμως από τα πρόσωπα που θα δούμε είναι προσωπικοί φίλοι και συνεργάτες του καλλιτέχνη. Την επιμέλεια της έκθεσης ανέλαβε η ιστορικός Τέχνης Ελένη Αθανασίου, η οποία έγραψε και την εισαγωγή του φωτογραφικού άλμπουμ-βιβλίου που εκδόθηκε επ’ ευκαιρία της έκθεσης και θα βρίσκεται προς διάθεση στο πωλητήριο του Μουσείου.
Ρωτώ τον Μηνά τη γνώμη του για τα πορτρέτα, προσπαθώντας να καταλάβω γιατί επέλεξε τον συγκεκριμένο φωτογράφο: «Η Τζίνα, που είχε την ιδέα της έκθεσης, αρχικά είχε σκεφτεί ένα lookbook φωτογραφημένο από τον Κώστα Κουτάγιαρ το οποίο στη συνέχεια εγκαταλείφθηκε, όταν προέκυψε η έκθεση στο Μπενάκη. Έτσι γνώρισα τον Κώστα από κοντά, τον εκτίμησα πάρα πολύ, με εντυπωσίασε αυτό το παιδί. Είναι ειλικρινής, ταχύς, τελειομανής, έχει χιούμορ, έχει σπιρτάδα, δεν μοιάζει με κανένα που έχω δει. Το αποτέλεσμα φαίνεται σε αυτές τις φωτογραφίες. Κι αυτό το μικρό βιβλίο με τις φωτογραφίες του δεν έχει σε τίποτα να ζηλέψει από τα άλμπουμ μεγάλων ξένων φωτογράφων. Το αποτέλεσμα ήταν μεγαλύτερο των προσδοκιών μου. Τον ευχαρίστησα 500 φορές».
Σ’ αυτή την έκθεση, όμως, δεν θα δούμε μόνο τα ασπρόμαυρα πορτρέτα που έχει τραβήξει ο Κουτάγιαρ. Θα υπάρχουν κάποιες προθήκες μέσα στις οποίες ο θεατής θα μπορεί να θαυμάσει μερικά από τα αντικείμενα του Μinas. Δεν γράφω τη λέξη «κοσμήματα» γιατί δεν θα δούμε μόνο κοσμήματα. Θα δούμε κάποια αντικείμενα που ο καλλιτέχνης σχεδίασε σε κάποια πολύ προσωπική και καθοριστική στιγμή της καριέρας και της ζωής του γενικότερα. Όπως η προθήκη με τα δύο Guitar slides (το μεταλλικό σωληνάκι που φοράει στο δάχτυλο ένας κιθαρίστας και γλιστράει στις χορδές για να παραμορφώνεται ο ήχος) από ατσάλι και χρυσό που σχεδίασε για τους δύο Rolling Stones, ένα για τον Keith Richards και ένα δεύτερο για τον Ronnie Wood.
Αποφεύγει ο ίδιος να μιλήσει δημόσια γι’ αυτή τη φιλία ίσως από σεμνότητα, αλλά εγώ που τον ξέρω τριάντα χρόνια και σχεδόν παρακολούθησα από κοντά τη σχέση του με τους R.S. μπορώ να σας πω με σιγουριά ότι τον καθόρισε. Έχει φιλοξενήσει και τους δύο (Keith και Ronnie) με τις οικογένειές τους στο σπίτι του στη Μύκονο, έχει πάει και με τους δύο στη Δήλο, έχει ταξιδέψει αρκετές φορές στο Κονέντικατ φιλοξενούμενος και αυτός και η γυναίκα του στο σπίτι που διατηρεί εκεί ο Κιθ με τη γυναίκα του, Πάτι Χάνσεν. Του έχει φτιάξει δύο υπέροχες πέργκολες στην αυλή του σπιτιού αυτού, έχει ταξιδέψει μαζί του μέχρι την Καλιφόρνια, έχει παρακολουθήσει τόσο ο Μηνάς όσο και η γυναίκα του και τα παιδιά τους από τα καμαρίνια και τις θέσεις των vip αρκετές συναυλίες των Stones σε διάφορα μέρη του κόσμου. Έχουν ανταλλάξει διάφορα δώρα, κάποια ανεκτίμητα, όπως η φωτογράφιση που έκανε ο Κeith με τον Peter Lindbergh για το GQ, όπου σε πρώτο πλάνο φαίνεται να φοράει το ρολόι του Μηνά στον καρπό με ανασηκωμένο το μανίκι, τόσο στο εξώφυλλο όσο και μέσα στο πολυσέλιδο άρθρο. Χρόνια μετά, την ίδια αυτή φωτογραφία επέλεξε να βάλει o Κeith στο οπισθόφυλλο της Αυτοβιογραφίας του. Tου έχει δώσει σπάνια συλλεκτικά κομμάτια, σε δίσκους, cd και κασέτες ακυκλοφόρητα, όχι εμπορικά, από την εποχή που έπαιζε με τους φίλους του στην Τζαμάικα.
Του ζητώ να μου διηγηθεί την ιστορία του Guitar slide, που θα δούμε να εκτίθεται στο Μπενάκη, και το κάνει αδιαμαρτύρητα επειδή (είμαι σίγουρη) μου έχει αγάπη: «Είμαστε με την Τζίνα στο Κονέντικατ φιλοξενούμενοι του Keith και καθόμαστε στην αυλή του σπιτιού του. Δεν έχει πολλά πράγματα αυτή η αυλή. Υπάρχει ένα μικρό γυάλινο δωματιάκι, μία καρέκλα, ένα τραπεζάκι, ένα πουλί με κίτρινη μύτη που μιλάει, μια γλάστρα με ένα μικρό δέντρο στο χώμα του οποίου φυτεύει κατά καιρούς διάφορους σπόρους. Στο βάθος απλώνεται μια απέραντη έκταση με πρασινάδες και δέντρα και βραχάκια και βράχους κάτω από τους οποίους είναι συνδεδεμένα ηχεία και βγάζουν κάτι τρομερές μουσικές. Ο Keith απέναντί μου με την κιθάρα, η Πάτι σε μια άλλη άκρη, πλέκει. Τον παρατηρώ και βλέπω ότι έχει αφήσει δίπλα του έναν μικρό σωλήνα στο μέγεθος ενός δάκτυλου. Ήταν ένας χάλκινος κοινός σωλήνας απ’ αυτούς που χρησιμοποιούν οι υδραυλικοί, κομμένος πρόχειρα και εχθρικά από κουζινομάχαιρο με τις αιχμές να πετιούνται γύρω-γύρω. Για να είναι γυαλιστερός τον είχαν νικελώσει λίγο. Μ’ αυτόν έπαιζε την κιθάρα. Τον πιάνω και βλέπω πως μέσα έχει οξειδωθεί, είναι πράσινος από τον ιδρώτα. Του λέω «Κιθ, αυτό το πράγμα χρειάζεται αέρα να περνάει από μέσα». Πατάει κάτι γέλια και μου λέει, «και ποιος δίνει δεκάρα, αδερφέ μου, για αυτό εδώ. Δεν λες ευτυχώς που υπάρχει κάποιος που μας κάνει τη χάρη να μας κόβει τους σωλήνες;». Του προτείνω να του κάνω κάτι καλύτερο. Παίρνω μαζί μου τον σωλήνα για να έχω το μέγεθος του δακτύλου του και τον ρωτώ αν θέλει να αλλάξει το βάρος. «Ναι, μου λέει, κάνε το 5% βαρύτερο». Το έκανα, ατσάλι με χρυσό από μέσα και εγκοπές για να διέρχεται ο αέρας. Έφτιαξα δύο, ένα για το αρχείο μου και το άλλο του το έστειλα. Το δικό του γράφει στη βάση του “To Keith”. Λίγο καιρό μετά το βλέπει και ο Ρόνι και ζηλεύει. Μου φέρνει τον δικό του σωλήνα κι έφτιαξα και σ’ αυτόν ένα. Θα εκτεθούν και των δύο στο Μπενάκη».
Ακολουθεί μια παύση. Σηκώνει το φλιτζάνι (σχεδιασμένο από τον ίδιο) με τον καφέ για να δροσίσει το στόμα του και καθώς το αφήνει στο τραπέζι (σχεδιασμένο από τον ίδιο) βρίσκω την ευκαιρία να τον ρωτήσω τι ακριβώς ήταν εκείνο που τον απασχόλησε σε όλη του τη ζωή. «Δεν μπορώ να το εστιάσω» μου απαντά, «κατ’ αρχήν μια ultra καθαρότητα σε ό,τι βλέπω. Από το θρανίο του σχολείου μέχρι μια βίδα, τα ήθελα όλα clean, τέλεια φτιαγμένα, άψογα φινιρισμένα. Σε έναν κόσμο που όλα ήταν πρόχειρα και βιαστικά και φτηνά φτιαγμένα. Δεν ξέρω πώς να το εξηγήσω για να μη παρεξηγηθώ: “Έβλεπα ακριβά” με την έννοια του πάθους. Οι Γιαπωνέζοι σού λένε “μου αρέσει η δουλειά σου, έχει πάθος”. Εγώ είχα πάθος μέχρι τρέλας να κάνω “τα πράγματα που νιώθεις” τέλεια. Πρέπει να έχεις πάθος, απόλυτη αφοσίωση και να βάζεις σκληρή δουλειά με ό,τι καταπιάνεσαι. Ήμουνα 7 χρονών όταν άρχισα να παίζω βιολί και το κράτησα μέχρι τα 16. Το εγκατέλειψα, όταν κατάλαβα ότι δεν μπορούσα να γίνω Jascha Heifetz. Όταν συνειδητοποίησα (να η τελειομανία και το πάθος που λέγαμε) ότι εγώ για να γίνω βιολιστής, τέτοιου ύψους βιολιστής, θέλω 6 ώρες την ημέρα πρακτική, είπα δεν γίνεται. Ή θα έμενα και θα γινόμουνα Heifetz ή θα έπαιζα βιολί σε γάμους. Δεν υπήρξε στιγμή που να το ξανασκεφτώ. Το έχω ακόμα αυτό το βιολί. Στο πίσω μέρος έχει ένα χρυσό ταμπελάκι τέλεια προσαρμοσμένο που γράφει “52”. Ήταν το πρώτο χρυσό αντικείμενο που έφτιαξα με ημερομηνία 1952».
Λίγο πριν χωρίσουμε τον ρωτώ να μου πει 4 πράγματα που θα έπαιρνε, εκτός από τους αγαπημένους ανθρώπους, σε ένα υποθετικό ταξίδι χωρίς γυρισμό. Μου απάντησε σχεδόν ακαριαία: «1. Το πορτρέτο του μπαρμπα-Παντελή που ζωγράφισα στη Νέα Ιωνία (σ.σ. ένα εκπληκτικό πορτρέτο ενός πρόσφυγα που σχεδίασε πριν κλείσει τα 14 και απέσπασε το Α΄ βραβείο σε καλλιτεχνικό διαγωνισμό του νεανικού συλλόγου Ελικών). 2. Το πάγκο με τα μολύβια και τα λευκά χαρτιά 3. Το ρολόι που σχεδίασα μόνο και μόνο γιατί δείχνει την ώρα. 4. Τη συλλογή με τις μουσικές μου. Αυτά, δεν θα χρειαζόμουν τίποτε άλλο!»