Τι να πει κανείς για τη μάνα του;
Aυτός ο σχεδιαστής φλερτάρει τις γυναίκες με κάτι περισσότερο από το χρώμα στις σόλες των παπουτσιών του
Ένα τηλέφωνο χτυπάει κάπου στο Χόλιγουντ...
Christian Louboutin: Σερί; Αλό; Αλό;
Κωνσταντίνος Κακανιάς: Χρυσέ μου, χρυσέ μου, εσύ είσαι;
CL: Αλό, με ακούς;
ΚΚ: Δόξα τω Θεώ – εσύ είσαι! Πού στην ευχή χάθηκες;
CL: Έκανα μια στάση στο Βόρνεο πηγαίνοντας στο Χονγκ Κονγκ.
ΚΚ: Βόρνεο; Μα εγώ νόμιζα πως το Βόρνεο είναι μυθικός τόπος...
CL: Είναι θεϊκό μέρος. Είμαι με την Νταϊάν και τον Μπάρι, πετάμε για Χονγκ Κονγκ το απόγευμα και μετά Συρία...
ΚΚ: Μα, αγάπη μου, μου λείπεις τόσο πολύ! Πότε επιστρέφεις στο LA;
CL: Μετά στο Ντουμπάι και τέλος στην Αίγυπτο για να σχεδιάσω τη νέα κολεξιόν μου.
ΚΚ: Μα, χρυσέ μου, θέλω να σε δω.
CL: Θα είμαι στο LA σε δυο μήνες. Το καινούργιο μου κατάστημα θα ανοίγει τότε. Α, δεν στο είπα! «Γυρίζω» ένα ριμέικ της σκηνής του «Ψυχώ» στο ντους. Πραγματικά δεν θέλω καθόλου να κάνω εγκαίνια για το κατάστημα – κόκκινα χαλιά, πφφφφφ, τόσο, τόσο πασέ. Κάνω το φιλμ, αντί για εγκαίνια.
ΚΚ: Αγάπη μου, εξαιρετική ιδέα! Ποιος το σκηνοθετεί;
CL: (παύση) Εγώ!
ΚΚ: Φανταστικό – το λατρεύω! Αλλά, γλυκέ μου, ποιος κάνει τη μητέρα;
CL: (παύση, μεγαλύτερη ακόμη, και γέλιο) Εγώ!
Αυτή είναι μια τυπική τηλεφωνική κουβέντα που κάνω με τον Christian, απ’ όπου κι αν βρίσκεται στον κόσμο, με εμένα πάντα στο Χόλιγουντ. Σαν ένα μάθημα γεωγραφίας αλλά με glamour, ε; Θα με πάρει από τη Ρωσία, πηγαίνοντας στη Γεωργία (να μυρίσει τριαντάφυλλα) και από εκεί στο Ντουμπάι («να ανοίξω εκεί ένα μαγαζί;»), στο Κατάρ (να πιει τσάι με τον αδελφό του Εμίρη), στην Ιαπωνία (για προσωπικές εμφανίσεις) και πίσω πάλι στη Μόσχα (να ανοίξει άλλο ένα μαγαζί), μετά ξανά πίσω στο Παρίσι (να αλλάξει ρούχα) και τέλος στην Ιταλία και στο εργοστάσιό του, να επιτηρήσει την παραγωγή της κολεξιόν του. Και ναι, εγώ... κολλημένος στο Χόλιγουντ, πάντα στο σπίτι μου. Πώς θα μπορούσα να τον ακολουθήσω άλλωστε; Πώς να τον συναγωνιστώ;
Γνωρίζω τον Christian Louboutin 30 χρόνια. Τον θυμάμαι σαν να τον έβλεπα χθες, στο Παρίσι, αρχές του ’80: έναν αδύνατο, γοητευτικό νεαρό άντρα ντυμένο με ευφάνταστα κοστούμια – σαν ένας εκκεντρικός Παριζιάνος δανδής. Ήμασταν τότε και οι δυο στην ίδια παρέα, μόνιμοι θαμώνες του θρυλικού νάιτ-κλαμπ Le Palace – και του κομψού υπογείου του, του Le Privilege, που έμπαινες μόνο με πρόκληση, εκεί που οι μόδες, οι ιδέες, τα συμβόλαια, οι έρωτες και τα δράματα έδιναν κι έπαιρναν εν μέσω ξέφρενων χορών, πνιγμένων σε μια αλλοτινή παριζιάνικη ατμόσφαιρα του 18ου αιώνα συνδυασμένη με δόσεις πανκ εξτραβαγκάντ. Συγκρίνω το Le Palace και το Le Privilege με το Μουλέν Ρουζ του Τουλούζ Λοτρέκ και του Μανέ ή το Στούντιο 54 του Γουόρχολ και του Χόλστον – κλαμπ-σύμβολα που έμελλε να αλλάξουν ριζικά την κουλτούρα και τη δομή της κοινωνίας για πάντα.
Ποιος θα το φανταζόταν πως εκείνο το νεαρό, ποιητικά γοητευτικό αγόρι –που στα 12 του ήθελε να ασχοληθεί με τη μουσική και είχε ινδάλματα την Carmen Miranda, την Yma Sumac και τη θεϊκή Josephine Baker– θα γινόταν ο κορυφαίος σχεδιαστής παπουτσιών με τη μεγαλύτερη επιρροή στον πλανήτη; Και ποιος θα το φανταζόταν πως θα γινόταν ο άντρας που θα αγαπήσω περισσότερο – ένας πραγματικός φίλος. Ο φίλος εκείνος που όταν ήμουν άρρωστος στο νοσοκομείο, πήρε πτήση κατευθείαν από το Παρίσι για να έρθει να με δει.
Έχω να εξομολογηθώ το εξής: κανείς απ’ τους δυο μας δεν έχει πραγματικά «μεγαλώσει», και αυτή είναι και η απόλυτη γοητεία του Christian. Η παιδικότητά του δεν έχει αλλάξει, παρόλες τις επιχειρήσεις και τον κύκλο του. Είναι το ίδιο αξιολάτρευτος με το ναύτη στο πλοίο του που ταξιδεύει στα νερά του Νείλου, όπως και με τη βασίλισσα της Ιορδανίας, και αυτό τον κάνει αυτομάτως συμπαθή. Τη δουλειά του την προσεγγίζει με τη φρεσκάδα και την περιέργεια μικρού παιδιού – αρετή πολύ σημαντική για όσους δημιουργούν. Και σαν παιδί, έχει εκρηκτικό χαρακτήρα, θυμώνει, όχι όπως μια κακομαθημένη ντίβα αλλά όπως ένα μωρό που μόλις αρχίζει να περπατάει.
Δεν θα ξεχάσω ποτέ τον καβγά μας, δυο μέρες συνεχόμενες, κατά τη διάρκεια της επίσκεψής μας στα παλάτια του Λουδοβίκου του Α΄ στη Βαυαρία. Έφταιγε η σκοτεινή αύρα του Λουδοβίκου ή απλά εμείς, δυο «πιτσιρίκια» ετών 40 και κάτι; Ο καβγάς κορυφώθηκε, όταν ο Christian πήδηξε χωρίς δισταγμό από το αυτοκίνητο που κινιόταν ακόμα σε έναν έρημο δρόμο ενός βαγκνερικού δάσους – πολύ δραματικό και πολύ Τζέιμς Μποντ (ακόμα κλαίω τα 800 ευρώ που πλήρωσα στην εταιρεία ενοικίασης αυτοκινήτων για τη ζημιά που κάναμε στην πόρτα).
Μου αρέσει να γδύνω τις γυναίκες – όχι να τις ντύνω» μου είχε πει ο Christian την επόμενη μέρα. Ήταν 2 τα ξημερώματα στο Παρίσι, και περνούσε από τη Seine. «Ξέρεις, σαν την Ολυμπία του Μανέ ή τις φωτογραφίες του Helmut Newton – γυμνές γυναίκες με παπούτσια. Αυτό προσπαθώ να κάνω». Μετά μιλούσε μόνο εκείνος. Μπορούσα να τον φανταστώ μπροστά μου να μιλάει με φόντο τα φώτα της Pont Neuf να καθρεφτίζονται στο σκούρο μπλε των νερών.
«Ξέρεις, δεν είχα ανοίξει στη ζωή μου περιοδικό παρά μόνο στα 16, είχα πάθος με τους χορευτές, τα Folies-Bergere, τα Lido. Ναι, ήθελα να σχεδιάζω παπούτσια, αλλά δεν φαντάστηκα ποτέ πως θα το έκανα επαγγελματικά. Τι εναλλακτικές, όμως, είχα; Γιατρός; Πολύ βρώμικο! Αεροσυνοδός; Καλύτερα όχι! Ύστερα κάποιος μου χάρισε ένα βιβλίο για τον Roger Vivier και, αγάπη μου, εκείνη τη στιγμή το κατάλαβα, αυτό ήταν!»
10 χρόνια αργότερα, το 1988, ο Christian πήγε να δουλέψει για τον Vivier, γνωστό για τα εκπληκτικά του παπούτσια και για τη συνεργασία του με τον Κριστιάν Ντιόρ (τον έναν και μοναδικό!). «Ήμουν τόσο τυχερός» θυμάται ο Christian. «Ο Vivier ήταν η επιτομή της κομψότητας του παλιού καλού κόσμου. Έμαθα πολλά και τον λάτρεψα». Αμέσως μετά ο Christian άνοιξε το πρώτο του κατάστημα: ένας μικροσκοπικός χώρος, σαν κόσμημα, στο δρόμο de Vero-Dodat με τη νεοκλασική αρχιτεκτονική, στην καρδιά του Παρισιού. Η ημι-σουρεαλιστική του διακόσμηση ήταν εμπνευσμένη από τη δουλειά του μεγάλου Christian Berard. Και ο ένας θρίαμβος διαδεχόταν τον άλλον – οι γυναίκες άρχισαν να παραληρούν!
Στα τελευταία 18 χρόνια, εκείνο το μικρό μαγαζάκι μεγάλωσε τόσο που σήμερα καλύπτει τη μισή οδό σχεδόν, ένας λαβύρινθος βυζαντινός – ή καλύτερα ένα «κάσμπα» με γραφεία, στούντιο σχεδίων και αποθήκες. Περνώντας μέσα από δυο βαριές παλιές μπαρόκ πόρτες φτάνεις σε ένα ατελιέ («λατρεία μου, για τους ξεχωριστούς πελάτες» λέει γελώντας ο Christian), όπου σε περιμένει ο θησαυρός του Αλί Μπαμπά: καλαπόδια, φτερά, δέρματα κάθε ποιότητας και χρώματος, ξύλινα ομοιώματα ποδιών της Νικόλ Κίντμαν, της Μόνικα Μπελούτσι, της Καρολίνας του Μονακό, και πιο μέσα ακόμη, σε ένα άδειο δωμάτιο, μια τεράστια αιώρα. Ναι! Ο Christian λατρεύει να κάνει κούνια πάνω από τις δημιουργίες του. Λέει πως έτσι κρατάει τη φόρμα του!
Άλλοι σχεδιαστές προσπαθούσαν απεγνωσμένα να εφεύρουν νέες ιδέες, νέα λογότυπα, οτιδήποτε θα μπορούσε να τραβήξει την προσοχή της αγοράς, αλλά ακόμα κι ένας ρινόκερος θα σκεφτόταν δεύτερη φορά πριν αγοράσει το «αποτέλεσμα» αυτών των προσπαθειών. Ο Christian, όμως, σκέφτηκε μια ιδέα ιδιοφυέστατη –και την πιο απλή– και η ιδέα του αυτή είχε χρώμα «κόκκινο»! «Ήθελα να προσθέσω λίγο χρώμα – είχα βαρεθεί πια το μαύρο, όλο μαύρο, παντού μαύρο. Ήθελα να ταιριάξω ένα χρώμα του προσώπου μιας γυναίκας, έτσι ζήτησα από μια πολύ τεμπέλα βοηθό να προσθέσει λίγο κόκκινο σε ένα μαύρο παπούτσι. Χριστέ μου, εκείνη έκανε ώρες ατελείωτες! Στο τέλος, απελπίστηκα, εκνευρίστηκα, και έπιασα μόνος μου και έβαψα μια σόλα παπουτσιού κόκκινη με βερνίκι νυχιών!» Με εκείνη τη στιγμιαία ριπή θυμού και ανυπομονησίας, ο Christian έγραψε ιστορία. Τα παπούτσια του έχουν εκείνη τη σαγήνη και τη θηλυκότητα που είναι συνυφασμένη με τη μεγάλη παριζιάνικη παράδοση, αλλά έχουν και έναν ποπ χαρακτήρα ταυτόχρονα που τα κάνει να ξεχωρίζουν και να είναι αναγνωρίσιμα.
Η κόκκινη σόλα θέλει να την προσέξεις, να την ακολουθήσεις, να την ποθήσεις. Σε κάνει να αισθάνεσαι μοναδική και σε προσκαλεί να μπεις στο μαγευτικό κόσμο του Louboutin. Το υπόλοιπο παπούτσι το διακοσμεί εκείνος με τα πιο παράδοξα υλικά: ανακυκλωμένες σελίδες από περιοδικά, χώμα από τους δρόμους του Παρισιού (επεξεργασμένο μέσα σε πλαστικό), ασημένια κομμάτια από θρησκευτικά αντικείμενα, που έφτιαχναν σε μια όαση στην Αίγυπτο Κόπτες μοναχοί (ο Christian ταξίδεψε στη Σαχάρα και για μέρες πολλές τους ικέτευε να φτιάξουν τέτοια αντικείμενα για εκείνον), κομμάτια από παλιό βελούδο (αγορασμένο σε παζάρι στη Σαμαρκάνδη), ανακυκλωμένα φο κοσμήματα (που άνηκαν σε μια διαβόητη χορεύτρια των Folies-Bergere).
Το να μπαίνεις στο μαγαζί του Christian, ως ο καλύτερός του φίλος και όχι ως μια γυναίκα, είναι τόσο, μα τόσο απογοητευτικό (αχ, αυτό το νούμερο 12, τριχωτό ελληνικό πόδι μου!) – σωστό βασανιστήριο, απλά λατρεύω όλα του τα παπούτσια. Οι δημιουργίες του είναι σύμβολα θηλυκότητας, γοητείας, σεξαπίλ, και αυτού του «κάτι» που μόνο ο παρισινός αέρας μπορεί να προσδιορίσει.
«Το Παρίσι είναι το σπίτι μου» μου είπε τον περασμένο Φεβρουάριο, τρώγοντας λαίμαργα το δεύτερο μπουρίτο του ύστερα από μια νύχτα ξέφρενου χορού. Και εννοούσε ολόκληρη την πόλη. Όμως, παρόλο που εκείνος είναι η ίδια η πεμπτουσία του Παρισιού, νιώθει το ίδιο οικεία και στην Αίγυπτο, που έχει ένα σπίτι-κόσμημα επίσης, με θόλους και αυλές, και ένα πλοίο για να ταξιδεύει στον Νείλο (ένα αντίγραφο παραδοσιακού πλοιάριου του 1910 που το ονόμασε Dahabibi – που σημαίνει «αγαπημένο μου πλοίο»), αλλά και στην καλύβα ψαρά που έχει στην Πορτογαλία («να χαλαρώνω δίπλα στη θάλασσα»), στο σατό του του 13ου αιώνα στη Vendée που μοιράζεται με το συνεργάτη του Bruno Chambellan και στο παλάτι του του 11ου αιώνα –ή μάλλον δυο παλάτια– που μόλις αγόρασε στο Αλέπο της Συρίας («αγάπη μου, είμαι εντελώς ταπί, αλλά ήταν έρωτας με την πρώτη ματιά»). Το γούστο του είναι μοναδικό, και μπορεί να συνδυάζει οτιδήποτε με απίστευτη χάρη: πολιτισμούς, περιόδους, κόσμους, το πιο υψηλό με το πιο σκουπίδι.
Είδα τον κήπο του Christian που έφτιαξε στο σπίτι του στη Vendée, όταν επισκέφτηκα αυτόν και το σύντροφό του, Louis Benech, το γνωστό Γάλλο αρχιτέκτονα τοπίων. Ο κήπος είναι μια εμπειρία μαγευτική. Εκεί ανάμεσα στις τριανταφυλλιές, στα παρτέρια με τις παιώνιες, στους διαδρόμους με τους άκανθους, στα μυστικά περάσματα και τα «περίπτερα» με τα μεθυστικά αρώματα, τα αναρριχώμενα, τους θάμνους, τα κωνοφόρα, εκεί είδα το φίλο μου όπως δεν τον είχα ξαναδεί.
Άγγιζε τα φυτά –συχνά τους μιλούσε και τα φώναζε με τα λατινικά τους ονόματα– με τέτοια αγάπη και τρυφερότητα και περηφάνια. Ο Christian, ο μονάκριβος φίλος μου, ο μεγαλύτερος σχεδιαστής παπουτσιών της εποχής μας, ο αγαπημένος των σταρ και της υψηλής κοινωνίας, είναι ένας ταπεινός κηπουρός.
Είναι επίσης και «πτηνοτρόφος». Η περιπλάνηση τελείωσε σε έναν περιφραγμένο χώρο όπου εκεί φυλάει την απίστευτη συλλογή του από εξωτικά πτηνά, παγώνια, αλλά και κοτόπουλα, κότες, που φέρνει μαζί του από τα ταξίδια του.
Βασίλισσες, πριγκίπισσες, ροκ σταρ, ινδάλματα της μόδας, διανοούμενοι αλλά και εργαζόμενα κορίτσια περπατάνε τη γη με τις κόκκινες σόλες του Louboutin, μαγεμένες από το άγγιγμά του, σχεδόν σαν τις κυρίες του Don Giovanni στην όπερα του Μότσαρτ. Η πρώην πρώτη κυρία της Γαλλίας, η Κάρλα Μπρούνι, όταν είχε φωτογραφηθεί με την πλάτη να ανεβαίνει τα σκαλιά του Μπάκιγχαμ, το πρώτο στο οποίο εστίαζε το βλέμμα σου στη φωτογραφία ήταν οι κόκκινες σόλες των παπουτσιών της! Τα ψηλοτάκουνα της Αντζελίνα Ζολί στο «Mr & Mrs Smith» τραβούσαν τα βλέμματα, αλλά και τις σφαίρες! Ο κατάλογος είναι ατελείωτος. Η Ελίζαμπεθ Τέιλορ, η Ντέμι Μουρ, η Μαντόνα, η Ντάιαν Βον Φίστενμπεργκ, η Σοφία Κόπολα, η Ντάφνι Γκίνες –όλες πολύ καλές του φίλες– δεν αποχωρίζονται ποτέ τα Louboutin τους. Είναι θρησκεία! Ο Christian δεν πιστεύει στη διαφήμιση, αλλά δεν τη χρειάζεται κιόλας – η κόκκινη σόλα είναι από μόνη της διαφήμιση.
Το Λος Άντζελες –όπως και ο Ντέβιντ Λιντς που συνεργάστηκε με τον Christian σε μια φωτογράφιση-φετίχ παπουτσιών που δεν σχεδιάστηκαν για να φορεθούν και παρουσιάστηκαν στο «Mulholland Drive»– μπορεί να είναι ένα μοναχικό μέρος, ίσως το πιο μοναχικό που έχω βρεθεί ποτέ. Ακόμα και το να βγεις έξω δεν βοηθάει, σε κάνει να αισθάνεσαι ακόμη πιο μόνος. Αλλά πήγα σε ένα πάρτι για την Chloé στα Milk Studios και ανάμεσα στο όμορφο νεαρό πλήθος άρχισα να εντοπίζω κόκκινες σόλες. Παντού γύρω μου. Ως διά μαγείας, η αίσθηση μοναξιάς εξανεμίστηκε. Ήξερα πως ο Christian, αν και όχι παρών, ήταν κάπου εκεί κοντά και, όπως πάντα, με αγαπούσε.
* Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «La Times» και επαναδημοσιεύεται στο Look με την άδεια του καλλιτέχνη
* * Οι φωτογραφίες είναι από το πρώτο βιβλίο που κυκλοφορεί για τον CHRISTIAN LOUBOUTIN, μία μονογραφία από τον ίδιο το σχεδιαστή όπου παρουσιάζονται οι εντυπωσιακές του δημιουργίες, το πολύπλευρο ταλέντο του αλλά και ο άνθρωπος «πίσω από τα παπούτσια». Κι ακόμα θεαματικές φωτογραφίες από την προσωπική του ζωή και άλλες, από το φακό του ίδιου, του σκηνοθέτη David Lynch και του Philippe Garcia. © CHRISTIAN LOUBOUTIN, by Christian Louboutin, Rizzoli New York, 2011