Ερνέστος Τσίλλερ: Ο αρχιτέκτονας που στόλισε την Αθήνα
Κατάφερε να συνδυάσει την ελληνική και γερμανική παράδοση και να ενσωματώσει στα έργα του αρχαιοελληνικά και αναγεννησιακά στοιχεία, δημιουργώντας το προσωπικό του στιλ
Μια αναδρομή στη ζωή και την αρχιτεκτονική του Ερνέστου Τσίλλερ με αφορμή μια επίσκεψη στο Μουσείο Λοβέρδου, όπου ήταν πριν η κατοικία του.
Το Μουσείο Διονυσίου Λοβέρδου - Παράρτημα του Βυζαντινού & Χριστιανικού Μουσείου στην οδό Μαυρομιχάλη 6 δίνει την ευκαιρία μίας επίσκεψης στο υπέροχο κτίριο του 1882, σε σχέδια του Ερνέστου Τσίλλερ, το οποίο στέγασε για 30 χρόνια περίπου την οικογένεια του διάσημου αρχιτέκτονα, εκπρόσωπου του ώριμου αθηναϊκού νεοκλασικισμού.
Το κτίριο αυτό πέρασε πολλές ταλαιπωρίες και χρειάστηκε μία γενναία και μακρόχρονη ανακαίνιση (2007-2019) για την οποία εργάστηκαν ομάδες πολλών ειδικοτήτων ώστε ν' αποκατασταθούν οι ζημιές και να αναδειχθεί η ομορφιά του.
Η περιήγηση σε αυτό το υπέροχο Μέγαρο, εκτός από τον θαυμασμό της αξιόλογης συλλογής μεταβυζαντινών εικόνων, χειρογράφων και αντικειμένων μικροτεχνίας του φιλότεχνου συλλέκτη, προκαλεί μία ιδιαίτερη συγκίνηση στον επισκέπτη όταν αυτός αναλογιστεί ότι εκεί έζησε ένας από τους σημαντικότερους αρχιτέκτονες της ελληνικής επικράτειας και εκεί σχεδίασε τα περισσότερα νεοκλασικά κτίρια που μεταμόρφωσαν την Αθήνα του 19ου αιώνα από μία άσημη πόλη σε μία ευρωπαϊκή πρωτεύουσα.
Το τεράστιας ακτινοβολίας έργο του είναι σταθμός στην αρχιτεκτονική ιστορία της χώρας μας. Όσα κτίρια είχαν την τύχη να γλιτώσουν από τη δαγκάνα της μπουλντόζας και να μη θυσιαστούν στον βωμό της αντιπαροχής στέκουν σαν στολίδια, δείγματα αρχιτεκτονικής αρτιότητας και αισθητικής, αδιάψευστοι μάρτυρες, εις το διηνεκές, για τη σπουδαιότητα αυτού του χαρισματικού και εμπνευσμένου αρχιτέκτονα.
Γεννήθηκε στις 22 Ιουνίου του 1837 στο χωριό Kaditz της Σαξονίας και ήταν ο πρωτότοκος γιος του αρχιτέκτονα-εργολάβου Christian Ziller και της γυναίκας του, Sophie. Είχε πέντε αδελφές και τέσσερεις αδελφούς, εκ των οποίων οι τρεις ακολούθησαν τον δρόμο της αρχιτεκτονικής.
Μόλις ολοκλήρωσε τις σπουδές του στη Δρέσδη και έχοντας κερδίσει το Αργυρό Μετάλλιο της Αρχιτεκτονικής Σχολής, έφυγε με τον αδελφό του, Moritz, για την Πράγα, με τελικό προορισμό τη Βιέννη. Στη Βιέννη προσλήφθηκε στο γραφείο του Δανού αρχιτέκτονα Θεόφιλου Χάνσεν (1813-1891). Η συνεργασία αυτή υπήρξε καθοριστικής σημασίας τόσο για τη ζωή και την καριέρα του όσο και για την ιστορία της ελληνικής αρχιτεκτονικής. Στο γραφείο αυτό γνώρισε την Ελλάδα, την χώρα που αγάπησε ειλικρινά και έκανε δεύτερη πατρίδα του, που εργάστηκε και έζησε σ' αυτήν, πάνω από πενήντα χρόνια, μέχρι τον θάνατό του και της άφησε μία σπουδαία αρχιτεκτονική κληρονομιά. Η δε σχέση των δύο ανδρών, αν και άρχισε ως σχέση δασκάλου-μαθητή, με την πάροδο του χρόνου εξελίχθηκε σε μία πραγματική φιλία ζωής δύο άξιων επαγγελματιών.
Στο σημείο αυτό αξίζει να σημειωθεί ότι την εποχή που γεννήθηκε ο Θ. Χάνσεν στην Ευρώπη θριάμβευε το ρεύμα του νεοκλασικισμού, κίνημα που γεννήθηκε τον 18ο αιώνα και είχε τις ρίζες του στην αρχαία Ελλάδα και στη Ρώμη. Ο νεαρός αρχιτέκτων, όταν αποφοίτησε από την Βασιλική Ακαδημία Καλών Τεχνών της Κοπεγχάγης, ήλθε στην Ελλάδα για να μελετήσει τις ρίζες της αρχαιοελληνικής αρχιτεκτονικής και τον αρχαίο πολιτισμό στην πηγή του. Στην Αθήνα ήδη ζούσε ο αδελφός του, Χριστιανός Χάνσεν, ο οποίος είχε σχεδιάσει το Πανεπιστήμιο Αθηνών και ο Θεόφιλος έμεινε κοντά του οκτώ χρόνια (1838-1844). Η περίοδος αυτή έθεσε τα θεμέλια της μελλοντικής του σταδιοδρομίας και της εξέλιξής του σε σπουδαίο εκπρόσωπο του νεοκλασικισμού.
Σημαντικά έργα του Θ. Χάνσεν στην Αθήνα είναι το κτίριο του Αστεροσκοπείου, η Βιβλιοθήκη, το Μέγαρο Δημητρίου (σημερινό ξενοδοχείο Μεγάλη Βρετανία), η Ακαδημία Αθηνών.
Την εποχή που ο Τσίλλερ άρχισε να εργάζεται δίπλα στον Χάνσεν, το γραφείο είχε αναλάβει, μεταξύ άλλων, την ανάπλαση ενός ελληνικού ναού στην Βιέννη καθώς και τον σχεδιασμό, σε μεγάλη κλίμακα, της κατασκευαστικής μελέτης για το παρεκκλήσι του Ευαγγελικού Νεκροταφείου στη Βιέννη. Ο ναός ήταν βυζαντινού ρυθμού και πρώτη επαφή του Τσίλλερ μ' αυτόν τον ρυθμό που υπήρξε καταλυτική για το μετέπειτα έργο του.
Όταν το 1859 ο βαρόνος Σίμων Σίνας αποφάσισε να χρηματοδοτήσει την ανέγερση της Ακαδημίας Αθηνών −ένα έργο που είχε αρχίσει να συζητείται από το 1831− ανέθεσε στο γραφείο του Χάνσεν την εκπόνηση των σχεδίων. Ο Χάνσεν έστειλε μία επιστολή στον Τσίλλερ, ο οποίος στο εν τω μεταξύ είχε επιστρέψει στη Δρέσδη και συνέχιζε τις σπουδές του στην Σχολή Καλών Τεχνών, και τον παρακάλεσε να μεταβεί το γρηγορότερο στη Βιέννη γιατί είχε για εκείνον μία πολύ καλή δουλειά και αναλάμβανε μάλιστα να του καλύψει τα έξοδα του ταξιδιού.
Η δουλειά αφορούσε στα σχέδια της (Σιναίας) Ακαδημίας και σ' αυτήν οφείλεται ο ερχομός και η εγκατάσταση του Τσίλλερ στην Ελλάδα, γεγονός που συνέβαλε καθοριστικά στη διαμόρφωση της φυσιογνωμίας του ελληνικού αστικού χώρου των τελών του 19ου και των αρχών του 20ου αιώνα.
Τον Φεβρουάριο του 1861, ο 24χρονος Τσίλλερ έφτασε με τον Χάνσεν στην Αθήνα που, όπως γράφει στις «Αναμνήσεις» του, του φάνηκε σαν ένα μεγάλο χωριό, την οποία όμως γρήγορα αγάπησε πολύ. Παρόλο το νεαρό της ηλικίας του και το ότι δεν γνώριζε καθόλου τη γλώσσα, κατάφερε ν' ενσωματωθεί στην ελληνική κοινωνία αλλά και να συνδεθεί με ξένους αρχαιολόγους, αρχιτέκτονες και μελετητές που επισκέπτονταν εκείνα τα χρόνια την Ελλάδα. Πήρε μαθήματα ελληνικών, όπως γράφει, από τον γέροντα Πάγιο και αργότερα από τον νεαρό Πατρίκιο. Ταξίδεψε σε ολόκληρη τη χώρα θέλοντας να γνωρίσει κάθε γωνιά της, δείχνοντας ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τους αρχαιολογικούς χώρους.
Τον Μάρτιο του 1861 και με επίσημη συμβολαιογραφική πράξη ο Χάνσεν του παρέχει την εντολή και όλη την πληρεξουσιότητα να διευθύνει την οικοδομή της ενταύθα [εν Αθήναις] ανεγειρόμενης Ακαδημίας. Λόγω της εκθρόνισης του Όθωνα το 1862 αλλά και της πολιτικής αστάθειας το έργο σταμάτησε προσωρινά, ο Τσίλλερ γύρισε στη Βιέννη για να επιστρέψει μετά από 4 χρόνια για μόνιμη πλέον εγκατάσταση στην Αθήνα.
Η επαγγελματική του σταδιοδρομία, ως αρχιτέκτονας, άρχισε στην Ελλάδα στο τέλος της δεκαετίας του 1860.
Εκείνα τα χρόνια στην Αθήνα μεσουρανούσε η αρχιτεκτονική του νεοκλασικισμού. Το νεοσύστατο ελληνικό κράτος, είχε αποδεχτεί με ενθουσιασμό αυτό τον ρυθμό, ο οποίος αποτελούσε την σύνδεση με το ένδοξο παρελθόν του αλλά και την συμπόρευσή του με την υπόλοιπη Ευρώπη.
Από τις σπουδές του στην Δρέσδη και την επαφή του με το έργο του Schinkel, του μεγαλύτερου νεοκλασικιστή αρχιτέκτονα της Γερμανίας του 19ου αιώνα, και από τη συνεργασία του με τον δανό αρχιτέκτονα και μέντορά του Θ. Χάνσεν στην αυτοκρατορική Βιέννη είχε αποκομίσει σπουδαία και πολλαπλά πρότυπα.
Το μεγάλο ταλέντο του αλλά και η ενασχόλησή του με την αρχαιολογία και τη μελέτη των αρχαίων και βυζαντινών μνημείων τον βοήθησαν να προσαρμόσει τις επιρροές του στα δεδομένα της ελληνικής πραγματικότητας. Με σεβασμό στην εντοπιότητα κατάφερε να συνδυάσει την ελληνική και γερμανική παράδοση αλλά και να ενσωματώσει στα έργα του αρχαιοελληνικά και αναγεννησιακά στοιχεία, δημιουργώντας έτσι το προσωπικό του, εκλεκτικό, νεοκλασικό στιλ που το διέκρινε η κομψότητα και η αρμονία. Η αθηναϊκή κοινωνία τον λάτρεψε, από τους βασιλείες μέχρι τους πιο απλούς πολίτες, και του εξασφάλισε πλήθος πελατών, με τη μία παραγγελία να διαδέχεται την άλλην.
Τα κιγκλιδώματα με τα διακοσμητικά στοιχεία, δανεισμένα από τη φύση και τη μυθολογία, σχεδιασμένα τα περισσότερα από τον ίδιο, δημιουργούν σχολή. Μόδα γίνονται γρήγορα και τα μορφοπλαστικά στοιχεία (κεραμικά, πλακίδια, πήλινα αγάλματα) δικής του σχεδίασης και παραγωγής, που χρησιμοποιούσε για διακόσμηση εσωτερικών και εξωτερικών χώρων και αποτελούν έκτοτε χαρακτηριστικό του αθηναϊκού νεοκλασικισμού. Επίσης συχνά διακοσμούσε τα εσωτερικά των αρχοντικών με πλούσιες οροφογραφίες, με μοτίβα από την κλασική αρχαιότητα, την ιταλική και γαλλική αναγέννηση αλλά και λιτές τοιχογραφίες, ώστε να είναι δυνατή η τοποθέτηση ζωγραφικών πινάκων.
Τη δεκαετία του 1870 αγόρασε μία ακατοίκητη έκταση στην Καστέλα, στην πλατεία Αλεξάνδρας (λιμάνι Ζέας), και έκτισε μία μικρή συνοικία, την επονομαζόμενη Συνοικία Τσίλλερ ή Συνοικία των Επαύλεων, με βίλλες όπου κατοικούσαν επιφανείς και εύποροι Αθηναίοι, ενώ άλλες αποτελούσαν εξοχικές κατοικίες του Γεωργίου του Α΄. Ο θείοι του γνωστού μας Τρελαντώνη, ήρωα της Πηνελόπη Δέλτα «καθόντουσαν σ'ένα από τα σπίτια του Τσίλλερ», και μέσα από το κείμενο δίνεται μία περιγραφή γι' αυτή τη συνοικία που δεν υπάρχει πια. «Επτά ήταν τα σπίτια του Τσίλλερ, όλα στην αράδα κι ενωμένα, το πρώτο, το ακριανό, μεγάλο με τρία πρόσωπα, τ' άλλα όλα όμοια, με μία βεραντούλα προς τη θάλασσα και μίαν αυλή στο πίσω μέρος, προς το λόφο. Στο πρώτο, το μεγάλο σπίτι κάθουνταν ο Βασιλιάς, στο δεύτερο μία Ρωσίδα, κυρία της τιμής της βασίλισσας, στο τρίτο ο Αντώνης με τ' αδέλφια του και το θείο και τη θεία και στ' άλλα παρακάτω διάφοροι άλλοι που σαν το βασιλέα, είχαν κατέβει από τας Αθήνας να περάσουν τους ζεστούς μήνες του καλοκαιριού, κοντά στην Πειραιώτικη θάλασσα».
Δυστυχώς, απ' όλες αυτές τις επαύλεις, σήμερα σώζεται μόνο μία, η οικία του βιομήχανου Π. Πατσιάδη (σημερινή ιδιοκτησία Σταυριανάκου).
Όπως ήδη αναφέρθηκε, υπήρξε λάτρης της αρχαιότητας και των αρχαίων μνημείων. Η μελέτη του «Περί υπάρξεως των καμπυλών του Παρθενώνα» έκανε μεγάλη αίσθηση τους αρχιτεκτονικούς και αρχαιολογικούς κύκλους της εποχής.
Μεγάλο ενδιαφέρον έδειξε και για το Παναθηναϊκό Στάδιο. Το 1868 αγόρασε από το μεγαλοκτηματία κο Ιωάννη Κάπαρη έναντι 2.000 δρχ. τον λόφο και άρχισε τις ανασκαφές. Η αποκάλυψη μέρος του Σταδίου στάθηκε η αφορμή για να γνωριστεί με τον βασιλιά Γεώργιο τον Α'., με τον οποίο συνδέθηκε με μία στενή φιλία. Η επιθυμία του βασιλιά ήταν ν' ανασκαφεί ολόκληρο το Στάδιο, αλλά ο Τσίλλερ δεν μπορούσε να το αναλάβει και έτσι πούλησε την περιοχή του Σταδίου στον Γεώργιο τον Α', αντί του ιδίου ποσού που το είχε αγοράσει. και εκείνος στη συνέχεια, το πρόσφερε στην Ολυμπιακή Επιτροπή. Για το συγκεκριμένο ανασκαφικό του έργο του απενεμήθη από τον Γεώργιο τον Α', το παράσημο του Σωτήρος.
Επίσης έκανε ανασκαφές στο Ραμνούντα, αλλά και αρχαιολογικές έρευνες στη Μικρά Ασία για την ανακάλυψη της Τροίας, οι οποίες ήταν η αφορμή για να γνωριστεί και να συνδεθεί φιλικά με τον Ε. Σλήμαν, στον οποίο δάνεισε τους χάρτες και τους πίνακες που είχε σχεδιάσει, σπουδαία βοηθήματα για τις επικείμενες ανασκαφές του γερμανού επιχειρηματία - ερασιτέχνη αρχαιολόγου. Από τις διάφορες αρχαιολογικές μελέτες του εμπνεύστηκε τα διακοσμητικά στοιχεία για τις κατοικίες του.
Από το 1872 και για δέκα χρόνια εργάστηκε ως καθηγητής της αρχιτεκτονικής στη Σχολή των Τεχνών (μετέπειτα Πολυτεχνείο). Αν και η διδασκαλία τον απασχολούσε πολύ και γινόταν εις βάρος της ιδιωτικής του εργασίας, έκανε τη δουλειά του με μεγάλο ζήλο και είχε κερδίσει την αγάπη και την εκτίμηση των φοιτητών του. Απολύθηκε από τη θέση αυτή το 1883 επειδή δεν συγκατένευσε στην πρόταση ορισμένων μελών της επιτροπής ανέγερσης του Μεγάρου Εκθέσεων (Ζάππειο) για υπεξαίρεση ενός σημαντικά ποσού. Προσέφυγε στη Δικαιοσύνη για αποζημίωση 12.000 δρχ. την οποία έλαβε μετά από 15 χρόνια! Αν και όλο αυτό ήταν μία δυσάρεστη επαφή με την ελληνική πραγματικότητα, η απόλυση τού βγήκε σε καλό γιατί, όπως γράφει ο ίδιος στις «Αναμνήσεις» του, «ύστερα από την αποχώρησή μου από το Πολυτεχνείο, πήρα δια μιάς δέκα περισσότερες αναθέσεις, επειδή η πελατεία μου δεν με εύρισκε πια απόντα, αλλά παρόντα στα ατελιέ μου».
Τον Μάιο του 1876 αρραβωνιάστηκε με την μουσικό Σοφία Δούδου, κόρη του Κωνσταντίνου Δούδου, Έλληνα εμπόρου από την Κοζάνη, και της Ελένης Κιρίλωφ, με καταγωγή από διαπρεπή οικογένεια του Βουκουρεστίου. Η Σοφία Δούδου ήταν απόφοιτος του Ωδείου της Βιέννης, σολίστ πιάνου, πολύγλωσση, φιλότεχνη και εκτός από ωραία εμφάνιση διέθετε μία πολύ ενδιαφέρουσα και έντονη προσωπικότητα. Μετά τους γάμους τους, τον Ιούνιο του ιδίου έτους, το ζευγάρι επέστρεψε στην Αθήνα. Απέκτησαν πέντε παιδιά, τον Όθωνα (έγινε πιανίστας και μετανάστευσε στην Αμερική), τη Βαλέρια (εγκαταστάθηκε μετά τον γάμο της στην Γερμανία), την Ιωσηφίνα (έγινε πολύ καλή ζωγράφος, σύζυγος του ζωγράφου Δ. Δήμα), την Ναταλία και τον Βάλτερ. Η σύζυγός του ήταν από τις πρώτες εργαζόμενες γυναίκες της Αθήνας και παρέδιδε μαθήματα πιάνου, διδάσκοντας δύο ολόκληρες γενεές εκλεκτών μαθητών και μαθητριών, πολλοί εκ των οποίων διακρίθηκαν αργότερα.
Eπί κυβερνήσεως Τρικούπη, και σε ένδειξη αναγνώρισης της άδικης μεταχείρισης (απόλυση), στο θέμα του Ζαππείου, ο Τσίλλερ, διορίστηκε στο Υπουργείο Εσωτερικών, ως διευθυντής Δημοσίων Έργων, θέση η οποία καταργήθηκε μετά την πτώχευση του ελληνικού κράτους (1893), ελλείψει χρημάτων και οικοδομικής δραστηριότητας. Το ατελιέ του, όπως γράφει «ήταν έρημο και άδειο, σαν ακρωτηριασμένο». Tην δε εποχή εκείνη υπήρχε μεγάλη αποστροφή ως προ το οτιδήποτε γερμανικό, εξ' αιτίας της ανθελληνικής στάσης του Κάιζερ (αδελφού της βασιλίσσης Σοφίας) για την επιβολή οικονομικού ελέγχου και αυτή η κατάσταση επηρέασε άμεσα τον Τσίλλερ.
Παρ' όλα αυτά, του ανατέθηκαν ορισμένες καλές δουλειές, όπως η οικία Μπάγκα (αργότερα ξενοδοχείο Μέγας Αλέξανδρος), το ξενοδοχείο Μπάγκειον, η ανέγερση του Ορφανοτροφείου Χατζηκώνστα στην οδό Πειραιώς, το κτίριο του Αυστριακού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου στην λεωφ. Αλεξάνδρας, για το οποίο τιμήθηκε με το παράσημο του Τάγματος του Φραγκίσκου Ιωσήφ.
Μία ατυχής επιχειρηματική συνεργασία με δύο Γερμανούς αποδείχθηκε καταστροφική με αποτέλεσμα να περιέλθει σε οικονομική δυσχέρεια. Όπως διαβάζουμε σ' επιστολή που έστειλε η κόρη Ιωσηφίνα στη θεία της Helene στο Όμπερλεσνιτς, «Ο μπαμπάς, πάντως δεν στάθηκε διόλου τυχερός με τις επιχειρήσεις του τα τελευταία χρόνια. Ο Μίλλερ και ο Φίσερ αποδείχθηκαν κι αυτοί αναξιόπιστοι και αν δούμε την ουσία, αποκαλύφθηκαν ως απατεώνες».
Η οικία του στην οδό Μαυρομιχάλη υποθηκεύθηκε, αργότερα βγήκε σε πλειστηριασμό και πουλήθηκε το 1912 έναντι 150.000 δρχ. στον τραπεζίτη Διονύσιο Λοβέρδο, ο οποίος στέγασε εκεί την αξιόλογη συλλογή του από εικόνες μεταβυζαντινής εποχής. Μέχρι την πώληση του σπιτιού, όπως γράφει στην θεία Helene, η άλλη του η κόρη, η Ναταλί, η οικογένεια, εκτός την Σοφία, είχε μεταφερθεί στα δωμάτια του υπογείου, που τον χειμώνα έχουν ωραία ζέστη, επειδή στο σπίτι έχουμε κεντρική θέρμανση" και η οικία είχε μετατραπεί σε πανσιόν για κυρίες για τις οποίες οι κόρες του μαγείρευαν τρία γεύματα την ημέρα, η δε σύζυγός του, παρέδιδε μαθήματα πιάνου και ό,τι έβγαζε τα έδινε για την πανσιόν.
Επίσης, χρειάστηκε να πουληθεί έναντι 50.000 δρχ. και η θερινή έπαυλη την Κηφισιά, στην οδό Πεσμαζόγλου 12 και στο τέλος μετακόμισαν οικογενειακώς στο χώρο που διατηρούσε ως γραφείο, σε γωνιακό κτίριο στη συμβολή Κανάρη και Σόλωνος, το οποίο είχε κτίσει ο ίδιος. Αν και μεγάλος σε ηλικία συνέχισε να εργάζεται, σχεδιάζοντας ή κτίζοντας μικρά ή μεγάλα μεσοαστικά σπίτια, αλλά η οικονομική του κατάσταση ποτέ δεν βελτιώθηκε.
Πέθανε στις 12 Νοεμβρίου του 1923, στην Αθήνα, την πόλη που ερωτεύτηκε και τάφηκε στο Α' Νεκροταφείο Αθηνών, μέσα στο οποίο βρίσκονται μερικά μνήματα που έχει σχεδιάσει (οικογενειακό τάφο οικ. Νεγρεπόντη, Μαυσωλείο Ε. Σλήμαν, Μνημείο της οικ. Ευσταθίου Ευγενίδη).
Ο κοσμοπολίτης, οξυδερκής, ιδιοφυής, πολυσχιδής Τσίλλερ, ακούραστος και παθιασμένος με την δουλειά του, άφησε πίσω του ένα τεράστιο έργο. Εκτός από αρχιτέκτων ήταν και πολύ καλός μηχανικός. Ασχολήθηκε με την αντισεισμικότητα των κτιρίων και ήταν ο πρώτος που έφερε τον τεχνητό εξαερισμό και κεντρική θέρμανση στην Ελλάδα.
Οι δε δημιουργίες του, εκτός από κτίρια περιλαμβάνουν και έπιπλα, όπως αυτά που σχεδίασε για το Μέγαρο Σλήμαν, τα οποία σήμερα ανήκουν στην Πινακοθήκη Κατσίγρα (Λάρισα), τα έπιπλα γραφείου και αναγνωστηρίου της Βαλλιανείου Βιβλιοθήκης καθώς και μία σειρά που σχεδίασε το 1913, ως υποδείγματα για κατασκευαστές, μετά από παραγγελίες αγνώστων σήμερα πελατών, πολύ εκλεπτυσμένου όμως γούστου.
Κατά την διάρκεια της καριέρας του σχεδίασε και επέβλεψε την κατασκευή τουλάχιστον πεντακοσίων δημοσίων και ιδιωτικών κτιρίων στην Αθήνα, Κηφισιά, Πειραιά, Αίγιο, Πάτρα, Σύρο, Καλαμάτα, Ζάκυνθο, Κεφαλονιά, Κέρκυρα. Το πιο διάσημο, είναι το Ιλίου Μέλανθρον, γνωστό ως Μέγαρο Σλήμαν (σήμερα εκεί στεγάζεται το Νομισματικό Μουσείο).
Άλλα κτίρια που σώζονται μέχρι τις μέρες μας είναι τα Ανάκτορα του Διαδόχου (το σημερινό Προεδρικό Μέγαρο), τα Μέγαρα Δεληγιώργη, Μελά, Σταθάτου, Ψύχα, Κούπα, Πεσμαζόγλου, το Βασιλικό Θέατρο (σήμερα Εθνικό), τα Θέατρα των Πατρών και της Ζακύνθου, το Δημαρχείο της Ερμούπολης, η Τράπεζα Αθηνών (οδός Σοφοκλέους), τα ξενοδοχεία Μπάγκειον και Μέγας Αλέξανδρος, ο Ι.Ν. του Αγίου Λουκά Πατησίων, ο Ι.Ν. του Αγ. Γεωργίου του Ορφανοτροφείου Χατζηκώνστα, ο Ι.Ν. Αγίας Τριάδας στον Κεραμεικό..
Απ' αυτά που έχουν κατεδαφιστεί είναι το Δημοτικό Θέατρο, το Ορφανοτροφείο Χατζηκώνστα, το Μέγαρο Καλλιγά (Καρ. Σερβίας), το Μέγαρο Ράλλη (πλ. Κλαυθμώνος), Μέγαρο Βουγά (Σταδίου 5), Οικία Θων, ο συνοικισμός επαύλεων στην Πλατεία Αλεξάνδρας, στη Καστέλα κ.ά.
Επίσης, υπάρχουν πολλά σχέδια τα οποία έμειναν ανεκτέλεστα, όπως η μετατροπή του Λυκαβηττού σε τόπο αναψυχής, το Αέρειον Θεραπευτήριο και βρίσκονται μέσα στο τεράστιο αρχείο του, μέρος του οποίου αγοράστηκε το 1961 από την Εθνική Πινακοθήκη, χάρη στη πρωτοβουλία του Διευθυντή της, κου Μαρίνου Καλλιγά.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Αδάμη - Καρδαμίτση Μάρω, Παπανικολάου-Κρίστενσεν Αριστέα. ERNST ZILLER. ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ. Περικοπαί - Σημειώματα υπό κ. Ι. Τσίλλερ - Δήμα. Εκδόσεις LIBRO, Αθήνα, 1997
- Αδάμη - Καρδαμίτση Μάρω, ΕΡΝΤ ΤΣΙΛΛΕΡ 1837-1923. Η ΤΕΧΝΗ ΤΟΥ ΚΛΑΣΙΚΟΥ. Εκδ. ΜΕΛΙΣΣΑ, Αθήνα, 2006.
- Αδάμη - Καρδαμίτση Μάρω, Δανιήλ Μαρία. Το Α' Κοιμητήριο της Αθήνας. ΟΔΗΓΟΣ ΤΩΝ ΜΝΗΜΕΙΩΝ ΚΑΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΤΟΥ. Εκδ. ΟΛΚΟΣ, Αθήνα, 2016.
- Δέλτα Πηνελόπη, ΤΡΕΛΑΝΤΩΝΗΣ. Εκδ. Βιβλιοπωλείον της "ΕΣΤΙΑΣ" Ι.Δ. Κολλάρου & Σιας Α.Ε., Αθήνα 1970.
- Κασιμάτη Μαριλένα. ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΕΡΝΣΤ ΤΣΙΛΛΕΡ. Εκδ. Peak Publishing, Αθήνα, 2020.
- Εντυπο του ΜΟΥΣΕΙΟΥ ΛΟΒΕΡΔΟΥ
ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ
ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΙ ΠΑΝΤΑ
ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
Μπαλόνια, κεράσματα, happenings, εκπλήξεις και πολλή μουσική στο πλαίσιο του This is Athens – City Festival
Ελεύθερη πρόσβαση στους μαθητές για τη χρονική περίοδο 24.12 έως και 7.1
Από τις άριες στο πατημένο γαρύφαλλο: Σάββατο βράδυ στο κέντρο της πόλης
Μικρών και μεγάλοι θα φωτίσουν την πόλη με ευχές
Ένα παράθυρο στην ελπίδα και τα χαμόγελα μικρών και μεγάλων
Το εορταστικό πρόγραμμα και όλες οι δράσεις για μικρούς και μεγάλους
Είδα με τα μάτια μου όλα τα δέντρα στο Πεδίον του Άρεως με τα φωτάκια τους ισομερώς κατανεμημένα και καλοχτενισμένα σαν να έκαναν ισιωτική. Σοκ!
Η μαγεία των γιορτών εξαπλώνεται στην πόλη και το πνεύμα των εορτών πλημμυρίζει κάθε γειτονιά
Η διαδρομή του από τα πέριξ της Ομόνοιας στις εγκαταστάσεις της Οδού Ανθέων
Διακεκριμένοι ομιλητές από τον χώρο της τέχνης, του αθλητισμού, της επιστήμης και της δημοσιογραφίας κατέθεσαν τις απόψεις τους
Η καρδιά της Αθήνας χτυπά σε γιορτινούς ρυθμούς με θέα την Ακρόπολη
Μια συζήτηση με την αντιδήμαρχο Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης, Ψηφιακής Πολιτικής και Ευρωπαϊκών Προγραμμάτων του Δήμου Ηρακλείου Αττικής, Αιμιλία Τζίβα
Ζωγραφίζοντας σε καρέκλες, σκαμπό, σεντόνια
Τη μεγαλύτερη νύχτα του χρόνου το θρυλικό street party της Athens Voice θα περιμένει όλους εσάς
Τέλεια φώτα, σωστός ήχος, dark rooms, αυστηρή πόρτα, εκλεκτικά DJ sets, ενδιαφέρον crowd
Έχουμε φάει τόσες φάπες, τόση ανασφάλεια και πίεση πανταχόθεν, που αναζητάμε πια λίγη χαρά, λίγη χριστουγεννιάτικη τρέλα, λίγο τζέρτζελο, απ’ όπου κι αν προέρχεται
Η Ελευθερία Ντεκώ φωτίζει τον διάσημο πεζόδρομο
Δείτε αναλυτικά το πρόγραμμα
Μια συζήτηση με τον Γιώργο Γιαννή, καθηγητή-Διευθυντή του Τομέα Μεταφορών και Συγκοινωνιακής Υποδομής του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου
Έχετε δει 20 από 200 άρθρα.