TV + Series

Rivals: Ένα απολαυστικό tv war στην Αγγλία της Θάτσερ

Ένα romance best seller των βρετανικών 80s ζωντανεύει στη μικρή οθόνη μέσα σε τόνους ένδοξου κιτς και το αποτέλεσμα είναι καλύτερο από κάθε φαντασία

Τάνια Σκραπαλιώρη
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Rivals: Εντυπώσεις από τη νέα βρετανική τηλεοπτική σειρά που βασίζεται στο μυθιστόρημα της Jilly Cooper.

«Μα καλά πώς τους έχουν κάνει όλους έτσι;» Είναι το πρώτο πράγμα που σκέφτεσαι από τα πρώτα λεπτά και τα πρώτα πλάνα του “Rivals”, της νέας σειράς του Disney+ βασισμένης στο ομώνυμο romance της Jilly Cooper από το 1988. Οι κουπ των πρωταγωνιστών σου φέρνουν γέλια, τα περισσότερα από τα ρούχα τους το ίδιο, θες να γελάσεις, θες να κριντζάρεις, δεν ξέρεις τι ακριβώς θες, πάντως το συναίσθημα και οι σκέψεις είναι περίπου οι ίδιες με αυτές που κάνουμε όταν κοιτάμε παλιές φωτογραφίες από τα 80s, δικές μας (αν έχουμε) ή των δικών μας. «Μα καλά πώς ήμασταν / ήταν έτσι»;

Rivals: Η νέα τηλεοπτική σειρά για τα παιχνίδια εξουσίας

Η αισθητική παραμένει συνεπής όσο η σειρά “Rivals” προχωράει σημειώνοντας την πρώτη της μεγάλη νίκη. Μουστάκια, περμανάντ, ανεκδιήγητα κοστούμια, φανταχτερά φορέματα, μαγιό και φόρμες γυμναστικής σε απόσταση αναπνοής από τον καβάλο, βάτες, βάτες, βάτες, τόνοι κιτς και καλτίλας απευθείας από τη δεκαετία που έπρεπε να γεφυρώσει τα απερχόμενα 70s με τα 90s – κι όλα αυτά στη βαθιά Αγγλία της Μάργκαρετ Θάτσερ. Κι αν η μόδα των 80s είναι κάτι που πολλοί θα ήθελαν να ξεχάσουν, μαζί με τις φωτογραφίες τους από εκείνη την εποχή, δεν ισχύει το ίδιο και για την τηλεόραση, ιδίως την παλιά, καλή, βρετανική telly, μιας και η δεκαετία του 1980 θεωρείται κατά κοινή ομολογία μια από τις καλύτερες για την τηλεόραση στο Νησί, η τελευταία πραγματικά χρυσή φουρνιά τηλεοπτικών σεναρίων, υψηλής ηθοποιίας και δημοσιογραφικών ethics πριν τη μαζική εμπορευματοποίηση των πάντων από τη δεκαετία του 1990, με την προσεχώς κυρίαρχη και στο γυαλί Αμερική να βλέπει ακόμα την πλάτη της βρετανικής, τηλεοπτικής πρωτοπορίας.

Σε αυτήν την επικράτεια της βρετανικής τηλεόρασης των 80s διαδραματίζεται το “Rivals” με τον αυτοδημιούργητο καναλάρχη λόρδο Tonny Baddingham (David Tennant), να ψάχνει την εισροή ενός πολυπόθητου κεφαλαίου αξιοπιστίας για να πλαισιώσει τα πρώτα του τηλεοπτικά hits στο πεδίο της σαπουνόπερας και τα μαγκαζίνο για ξαναμμένες, βαριεστημένες νοικοκυρές της υπαίθρου, φιλοδοξώντας να κάνει το περιφερειακό τηλεοπτικό δίκτυο “Corinium” το μεγαλύτερο success story της βρετανικής τηλεόρασης. Με μια παχυλή επιταγή πείθει τον δημοσιογραφικό αστέρα του BBC Declan OHara (Aidan Turner), γνωστό για τον αντικομφορμισμό αλλά και την ακεραιότητά του, να στριμώξει τα πράγματα και την «εναλλακτική» οικογένειά του, αποτελούμενη από την πρώην ηθοποιό γυναίκα του και τις μεγαλωμένες με ελεύθερη σκέψη δυο του κόρες, σε ένα μικροσκοπικό κίτρινο Mini Journeyman και να μετακομίσει στα Cotswolds, σε ένα επιβλητικό πλην παμπάλαιο επαρχιακό μέγαρo που συνορεύει με την έπαυλη ενός πρώην αστέρα της ιππικής υπερπήδησης εμποδίων και νυν μέλους του βρετανικού Κοινοβουλίου, του εκκεντρικού αριστοκράτη Rupert CampbellBlack (Alex Hassell), πρωταθλητή playboy και μεγάλου αντίζηλου του λόρδου Baddingham, για αδιευκρίνιστους λόγους.

Από εκεί και πέρα τα οχτώ επεισόδια της σειράς καλούν τον θεατή σε αλεπάλληλες κόντρες και παιχνίδια εξουσίας, ανταλλαγές πυρών και σχέσεων που εξελίσσονται μέσα από το δίπολο μίσους – πάθους είτε προς την υγιή είτε προς την τοξική τους εκδοχή. Όλα αυτά με μεγάλες δόσεις σεξ, σαμπάνιας υπερβολής, εξτραβαγκάντσας και ακαταμάχητης «κακής» αισθητικής, επιμελημένης με την αντίστοιχη ακαταμάχητη ακρίβεια για να μεταφερθεί ο τηλεθεατής σε αυτήν την ανακατασκευασμένη, τηλεοπτική χρονοκάψουλα εντός της οποίας εξελίσσεται το απολαυστικό tv war του “Rivals”.

Σφιχτό και απέριττο, σε μια αντίστροφη αναλογία της υψηλού επιπέδου οικονομίας του με την πλουμιστή εικονογραφία του, πανέξυπνο, γρήγορο, αστείο, απολαυστικό, με απλά πλην εύστοχα μηνύματα για τις ανθρώπινες ψυχοσυνθέσεις και σχέσεις, το “Rivals” απογειώνεται με τα καύσιμα εκπληκτικών ερμηνειών (ο David Tennant στον ρόλο του «κακού», παθολογικού εγωιστή και εξουσιαστικού νάρκισσου Tonny Baddingham είναι μια ακόμη εγγραφή στον μακρύ κατάλογο που τον αναδεικνύει ως έναν από τους πιο υποτιμημένους σε αριθμούς και press coverage ηθοποιούς του αν μη τι άλλο λαμπρού βρετανικού οπλοστασίου) και μιας τουλάχιστον αξιοθαύμαστης ικανότητας του παραγωγικού επιτελείου να μετατρέπουν σκηνές καταδικασμένες στην αποτυχία της γελοιότητας ή της ανούσιας ελαφρότητας σε μικρούς, χρυσούς θριάμβους.

Άλλωστε, όπως πολύ αντιπροσωπευτικά το έθεσε και η Lucy Mangan στο σχετικό άρθρο της στον Guardian, αν μπορείς να κάνεις μια σκηνή γυμνού τένις να δουλέψει σε αυτό το context, τότε μπορείς να κάνεις τα πάντα. Και το “Rivals” αυτό κάνει, τα κάνει όλα να δουλεύουν στην εντέλεια. Είναι από τις σειρές για τις οποίες βλέπεις το πρώτο screening και ανοίγεις σαμπάνια.